Δημήτρης Καραβέλλας: «Οι θαλάσσιες και χερσαίες εξορύξεις υπονομεύουν το εθνικό συμφέρον» - Free Sunday
Δημήτρης Καραβέλλας: «Οι θαλάσσιες και χερσαίες εξορύξεις υπονομεύουν το εθνικό συμφέρον»
Γενικός διευθυντής του WWF Ελλάς

Δημήτρης Καραβέλλας: «Οι θαλάσσιες και χερσαίες εξορύξεις υπονομεύουν το εθνικό συμφέρον»

Την προειδοποίηση ότι οι εξορύξεις υδρογονανθράκων θα μετατραπούν σε ζημιογόνα κεφάλαια πριν κάνουν απόσβεση και θα κοστίσουν δισεκατομμύρια ευρώ, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα με τη λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα 5, απευθύνει στη συνέντευξή του στην F.S. o γενικός διευθυντής του WWF Ελλάς, Δημήτρης Καραβέλλας.

Ο κ. Καραβέλλας διαβεβαιώνει ότι το WWF σε ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό επίπεδο εργάζεται ώστε η μετάβαση να είναι δίκαιη για τις τοπικές κοινωνίες της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, που αποτέλεσαν για δεκαετίες τον τροφοδότη ενέργειας της χώρας, και επαναλαμβάνει ότι για να μηδενιστούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου η χώρα πρέπει να στραφεί «σε ΑΠΕ, και μάλιστα σε ποσοστό 100%».

Ο κ. Καραβέλλας χαρακτηρίζει τραγική τη διαχείριση των απορριμμάτων στη χώρα μας και προβλέπει ότι το κυβερνητικό σχέδιο θα είναι μια χαμηλή πτήση.

Η δέσμευση της κυβέρνησης για μετάβαση στη μετα-λιγνίτη εποχή, την οποία επικροτήσατε, εγείρει επιφυλάξεις. Θεωρείτε κάποιες από αυτές βάσιμες ή θέλουν να προκαλέσουν καθυστερήσεις;

Το πρόβλημα δεν είναι ότι η ημερομηνία απεξάρτησης από τον λιγνίτη ορίστηκε πολύ νωρίς, αλλά ότι η απόφαση γι’ αυτή την απεξάρτηση ελήφθη πολύ αργά. Οι επιφυλάξεις σχετίζονται κυρίως με την αρχική απουσία ύπαρξης σχεδίου, πριν την ανακοίνωση (υπό διαμόρφωση πλέον), γεγονός που αιφνιδίασε πολλούς. Ως WWF είχαμε εδώ και πολλά χρόνια τεκμηριώσει προς την πολιτική ηγεσία και τη ΔΕΗ ότι η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή καθίσταται ζημιογόνα για την Επιχείρηση, ειδικά από το 2018 κι έπειτα, με την απότομη αύξηση των τιμών των ρύπων, κάτι που η ίδια η διοίκηση της ΔΕΗ έχει παραδεχτεί και δημοσίως. Άλλωστε, παρά το φιλόδοξο χρονοδιάγραμμα απολιγνιτοποίησης (2023 για τις υφιστάμενες μονάδες, 2028 για την υπό κατασκευή μονάδα), η παραγωγή από λιγνίτη έχει ήδη μειωθεί σημαντικά, πολύ απλά γιατί δεν είναι πλέον ανταγωνιστική σε επίπεδο κόστους. Αυτό αποδεικνύεται και από τα τελευταία στοιχεία, καθώς στις 8 Ιουνίου ο λιγνίτης είχε μηδενική συμμετοχή στο σύστημα για πρώτη φορά εδώ και 60 χρόνια. Για εμάς, λοιπόν, αυτή τη στιγμή η προτεραιότητα είναι η μετάβαση να είναι δίκαιη για τις τοπικές κοινωνίες της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης, που αποτέλεσαν για δεκαετίες τον τροφοδότη ενέργειας της χώρας, και προς αυτή την κατεύθυνση εργαζόμαστε σε ευρωπαϊκό, εθνικό και τοπικό επίπεδο.

Πώς αντιμετωπίζετε τις κυρίως αισθητικού χαρακτήρα επιφυλάξεις για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), κυρίως τις αιολικές;

Κατ’ αρχάς να ξεκαθαρίσουμε ότι οι αντιδράσεις δεν είναι μόνο αισθητικού χαρακτήρα. Αφορούν και τις επιπτώσεις στο τοπίο, στο φυσικό περιβάλλον, στη βιοποικιλότητα. Αφορούν επίσης το πώς προχωρούν τα έργα, συχνά με ελλιπή τοπική διαβούλευση και προβληματικές μελέτες. Ορισμένες από αυτές τις αντιδράσεις είναι απολύτως βάσιμες (βλ. για παράδειγμα την επένδυση στις μικρές νησίδες του Αιγαίου), ενώ άλλες είναι αβάσιμες ή στηρίζονται σε υποκειμενικά κριτήρια. Όμως η πραγματικότητα είναι μία: για να μηδενίσουμε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου πρέπει να στραφούμε σε ΑΠΕ, και μάλιστα σε ποσοστό 100%. Η ανάπτυξη των μονάδων ΑΠΕ οφείλει να είναι οικολογικά υποδειγματική, τόσο σε ό,τι αφορά τη χωροθέτηση όσο και την αδειοδοτική διαδικασία, και αυτό πρέπει να διεκδικήσουμε. Επίσης, οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να έχουν ενεργό ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση ως παραγωγοί καθαρής ενέργειας, ως απευθείας ωφελούμενοι από την ανάπτυξη των ΑΠΕ και ως ουσιαστικοί εταίροι στην ανάπτυξη των έργων.

Υπάρχει η προσδοκία ότι το Ταμείο Ανάκαμψης θα ενισχύσει και θα διευκολύνει τη μετάβαση. Τι νομίζετε ότι πρέπει να προβλεφθεί για τη χρήση των πόρων;

Η αναθεωρημένη πρόταση της Ε.Ε. αυξάνει τη χρηματοδότηση του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης (ΤΔΜ) στα 40 δισ. ευρώ. Το ΤΔΜ αποτελεί έναν εκ των τριών πυλώνων του Μηχανισμού Δίκαιης Μετάβασης, με βασική στόχευση την παροχή στήριξης στις πληττόμενες περιοχές της Ε.Ε. λόγω της μετάβασης σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία το αργότερο το 2050. Το ΤΔΜ δεν είναι –και δεν πρέπει να είναι– ένας μηχανισμός χρηματοδότησης της αντικατάστασης ενός ορυκτού καυσίμου από ένα άλλο για τις περιοχές που απομακρύνονται από τη χρήση λιγνίτη. Η ενεργειακή μετάβαση πρέπει να στηριχτεί στις ΑΠΕ, στην ενεργειακή αποδοτικότητα, στην κυκλική οικονομία, στην προστασία της βιοποικιλότητας, στην αλλαγή του μεταφορικού μοντέλου και εντέλει στην αειφορία.

Έχετε ταχθεί κατά των εξορύξεων στις θαλάσσιες περιοχές. Όμως το συγκεκριμένο θέμα αποκτά και διαστάσεις εθνικής κυριαρχίας. Δεν είναι λεπτή η ισορροπία;

Τα θέματα εθνικής κυριαρχίας είναι άμεσα συνυφασμένα με το εθνικό μας συμφέρον. Οι θαλάσσιες (και χερσαίες) εξορύξεις όχι απλά δεν υπηρετούν αυτό το συμφέρον, αντίθετα το υπονομεύουν. Εθνικά συμφέρον για την Ελλάδα είναι ζωντανά οικοσυστήματα, καθαρές θάλασσες και μια υγιής οικονομία που προσελκύει σύγχρονες επενδύσεις με προστιθέμενη αξία, όχι η εμμονή σε μια βρόμικη βιομηχανία που βρίσκεται στη δύση της, με αντάλλαγμα ένα αμφίβολο οικονομικό ή γεωπολιτικό όφελος. Ως ευρωπαϊκό κράτος έχουμε δεσμευτεί να πρωτοστατήσουμε στην προσπάθεια για την ανάσχεση της κλιματικής κρίσης και να μεταβούμε σε μια οικονομία μηδενικού ισοζυγίου άνθρακα έως το 2050. Σε αυτή τη μετάβαση οι εξορύξεις υδρογονανθράκων θα μετατραπούν σε ζημιογόνα κεφάλαια πριν κάνουν απόσβεση και θα κοστίσουν δισεκατομμύρια ευρώ, όπως ακριβώς συμβαίνει σήμερα με τη λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα 5.

Πόσο χρήσιμα είναι προγράμματα όπως το «Εξοικονομώ»;

Η ενεργειακή εξοικονόμηση είναι βασική προτεραιότητα στην κατεύθυνση της επίτευξης της κλιματικής ουδετερότητας, καθώς τα κτίρια ευθύνονται περίπου για το 40% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Προγράμματα όπως το «Εξοικονομώ» κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά το βασικό σημείο κριτικής τους αποτελεί ο αποσπασματικός τους χαρακτήρας και η περιορισμένη τους εμβέλεια. Τα προγράμματα αυτά αφορούν κατά κανόνα λίγες δεκάδες χιλιάδες κατοικίες, όταν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 4,5 εκατομμύρια κατοικίες με μηδενική ή τελείως ανεπαρκή θερμομόνωση. Η ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος (κατοικιών, επιχειρήσεων και ευρύτερου δημόσιου τομέα) και η αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας είναι θεμελιώδη συστατικά της ενεργειακής μετάβασης και ένα από τα καλύτερα εργαλεία που διαθέτει η χώρα μας για να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και να τονώσει την οικονομία μέσα στην πανδημία: τονώνει τη βιομηχανική παραγωγή, δημιουργεί θέσεις εργασίας σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις σε ολόκληρη την επικράτεια και ενισχύει τα εισοδήματα των νοικοκυριών, μειώνοντας ταυτόχρονα της εξάρτηση της χώρας από εισαγόμενα καύσιμα και την ενεργειακή φτώχεια.

Θα εξετάζατε την πρόταση τα εγκαταλελειμμένα ορυχεία να γίνουν χώροι εναπόθεσης απορριμμάτων;

Με μια λέξη, όχι. Τα εγκαταλελειμμένα ορυχεία πρέπει να αποκατασταθούν και να αποδοθούν στην τοπική κοινωνία, ώστε έπειτα να αποφασιστεί ο τρόπος διαχείρισης και εκμετάλλευσης στο πλαίσιο μιας βιώσιμης προσέγγισης με σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον και στις ανάγκες του τοπικού κοινωνικού συνόλου. Στόχος μας δεν πρέπει να είναι η διαρκής προσπάθεια εύρεσης νέων χώρων ταφής απορριμμάτων, αλλά το πώς θα καταφέρουμε έως το 2050 να καταστούμε μια χώρα μηδενικών αποβλήτων, όπου θα παράγουμε όσο λιγότερα απόβλητα μπορούμε, τα οποία με τη σειρά τους θα ξαναμπαίνουν στην παραγωγική διαδικασία ως πρώτη ύλη μέσα από διαδικασίες επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης.

Πώς βλέπετε τη συνολική διαχείριση των απορριμμάτων στη χώρα;

Τραγική. Σήμερα ανακυκλώνουμε ελάχιστα και κυρίως θάβουμε τα σκουπίδια. Τα επίσημα στοιχεία λένε ότι η ανακύκλωση φτάνει μόλις στο 18%-20%, αλλά, όπως επισημαίνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα νούμερα αυτά δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα και είναι σίγουρα χαμηλότερα. Δυστυχώς, ο νέος εθνικός σχεδιασμός για τα απορρίμματα που μαθαίνουμε ότι θα ανακοινωθεί σύντομα από την κυβέρνηση φαίνεται πως θα εξακολουθήσει τις χαμηλές πτήσεις. Έτσι, αντί να προκρίνει την τήρηση της ιεραρχίας στη διαχείριση των αποβλήτων (πρόληψη, επαναχρησιμοποίηση, ανακύκλωση ως πρώτες επιλογές), εστιάζει κυρίως στην καύση των απορριμμάτων. Θα είναι στρατηγικό λάθος για τη χώρα να παραμείνει δέσμια ενός business-as-usual μοντέλου. Όλες οι εξελίξεις στην Ε.Ε. οδηγούν προς την κυκλική οικονομία και την πλήρη αποδέσμευση από την ταφή και καύση των σκουπιδιών, αλλά, αν δεν αλλάξει κάτι ριζικά, εμείς θα παραμείνουμε ουραγοί. Δεν πρέπει να το αφήσουμε αυτό να συμβεί. Η κυκλική οικονομία θα φέρει πολλές ευκαιρίες για τη χώρα που δεν πρέπει να χάσουμε.

Να διακινδυνεύσει ο πολίτης μια δανειοδοτημένη επιχορηγούμενη αλλά ακριβή (όπως π.χ. στην ηλεκτροκίνηση) επένδυση στη μετάβαση της καθημερινότητάς του σε «πράσινο αποτύπωμα»;

Τα ηλεκτροκίνητα οχήματα είναι τόσο «πράσινα» όσο το μείγμα ενέργειας με το οποίο τα φορτίζουμε. Επομένως, η συνολική απανθρακοποίηση του μείγματος ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί προτεραιότητα. Είναι γεγονός πως αυτή τη στιγμή η ηλεκτροκίνηση αφορά κυρίως τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα, λόγω του αρχικού υψηλού κόστους αγοράς ηλεκτρικού οχήματος. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το κόστος των ηλεκτρικών οχημάτων διαρκώς μειώνεται και πολύ σύντομα θα φτάσει τα επίπεδα του κόστους ενός συμβατικού οχήματος με κινητήρα εσωτερικής καύσης, χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας και στις οικονομίες κλίμακας. Μέχρι τότε, όμως, απαιτείται η στήριξη και των νοικοκυριών με χαμηλότερα εισοδήματα και η συνολική επένδυση της πολιτείας στο πλαίσιο του μετασχηματισμού του μεταφορικού μοντέλου και των σχετικών υποδομών. Βασική αρχή άλλωστε της ενεργειακής μετάβασης, κομμάτι της οποίας είναι και η ηλεκτροκίνηση, είναι «να μη μείνει κανένας πίσω».