Γ. Φλωρίδης: «Το κέντρο σήμερα γίνεται πιο ελκυστικό και διεκδικούμενο» - Free Sunday
Γ. Φλωρίδης: «Το κέντρο σήμερα γίνεται πιο ελκυστικό και διεκδικούμενο»

Γ. Φλωρίδης: «Το κέντρο σήμερα γίνεται πιο ελκυστικό και διεκδικούμενο»

Ατζέντες ώσμωσης των ηγεσιών ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ, που είναι όμως αναντίστοιχες με τα εκλογικά ακροατήρια των δύο κομμάτων, διαπιστώνει ο πρώην υπουργός Γιώργος Φλωρίδης, ο οποίος υποστηρίζει ότι το ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ) είναι δύσκολο να επανέλθει σε πολιτική δυναμική και μεγέθη προ του 2010, διευκρινίζοντας ότι αυτό είναι θέμα πολιτικής και ηγεσίας, αλλά όχι μόνο, καθώς εξαρτάται και από την πολιτική πορεία των δυνάμεων που εκπροσωπούν σήμερα το μεγαλύτερο κομμάτι του κέντρου, δηλαδή τον συνασπισμό της κεντροδεξιάς.

Ο πρώην υπουργός επισημαίνει ότι έχουν αλλάξει πλέον οι ορίζουσες των κοινωνιών, αλλά και των νέων, ως προς τις ανάγκες και τις πρακτικές ασφάλειας και προστασίας, στις σύγχρονες ευνομούμενες πολιτείες.

Πριν από 30 χρόνια, το 1990, ο Διονύσης Σαββόπουλος καλούσε Δεξιά και Αριστερά να συνεργαστούν για να διώξουν τους «ενδιάμεσους γύφτους». Σήμερα πολλοί σε Δεξιά και Αριστερά διαπιστώνουν την έλλειψη στην πολιτική ζωή αυτού του ενδιάμεσου χώρου. Είναι απλώς πολιτική συγκυρία ή παραπέμπει σε ευρύτερες αλλαγές πολιτικών συμπεριφορών;

Η έννοια «ενδιάμεσος χώρος» έχει κατά καιρούς προσλάβει πολλαπλές και ετερόκλητες ερμηνείες. Οι «ενδιάμεσοι» του Διονύση ήταν οι, αισθητικά και κοινωνικά, κακόγουστοι και παράσιτοι. Ήθελε, αν τον ερμηνεύω σωστά, να χαρακτηρίσει τον τότε οπισθοδρομικό και αντιπαραγωγικό ρόλο κάποιου τμήματος των μεσαίων στρωμάτων του καταστροφικού, όπως αποδείχθηκε, καταναλωτισμού της περιόδου της Μεταπολίτευσης.

Ο ενδιάμεσος χώρος, όμως, ιστορικά έχει προσλάβει και άλλες διαστάσεις. Έχει χαρακτηριστεί από την πολιτική μετριοπάθεια, την ανάγκη πολιτικής αποτελεσματικότητας, αλλά και από την οργανική του σχέση με ευρύτερες αξίες, όπως η δημοκρατία, η αξιοκρατία, η δικαιοσύνη, η ανάπτυξη. Ο ενδιάμεσος χώρος, πολιτικά και κοινωνικά, δεν είναι στατικός, αλλά διαρκώς εξελισσόμενος. Με άλλα λόγια, αυτό που αποκαλούμε κέντρο είναι έννοια, συμπεριφορά και πρακτική, περισσότερο από τη Δεξιά και την Αριστερά. Και με αυτή τη διάσταση σήμερα γίνεται πιο ελκυστικό και διεκδικούμενο, με δεδομένο ότι οι έννοιες της Δεξιάς και της Αριστεράς βρίσκονται σε δομική κρίση εκπροσώπησης ενός σύνθετου και μεταβατικού κόσμου.

Ακούγοντας την επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργείται η εντύπωση ότι ανάμεσα στο ΚΙΝΑΛ και στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει ώσμωση που θα μπορούσε να οδηγήσει και σε κυβερνητικές συνεργασίες. Υπάρχει τέτοια ατζέντα, που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του εκλογικού ακροατηρίου και των δύο;

Πιστεύω ότι υπάρχουν ατζέντες των ηγεσιών, που είναι όμως αναντίστοιχες με τα εκλογικά ακροατήρια των δύο κομμάτων. Πολύ περισσότερο με αυτό του ΚΙΝΑΛ, που έχει μια πικρή εμπειρία από τον ΣΥΡΙΖΑ σε δύο επίπεδα: στο κυβερνητικό, όπως άλλωστε όλοι οι Έλληνες, αλλά και στη βάναυση μεταχείρισή του ως κόμμα που ανήκει στον λεγόμενο συγγενικό χώρο. Αυτά που υπέστησαν τη δεκαετία της κρίσης οι δυνάμεις πασοκικού ενδιάμεσου χώρου από τον αριστερό λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα ξεπεραστούν.

Όμως νομίζω ότι το σημερινό ασύμβατο του κοινωνικού και πολιτικού κέντρου με τη λαϊκίστικη Αριστερά έχει ιδεολογικές διαστάσεις. Το σύγχρονο κέντρο δεν είναι ταυτόσημο με το αντιδεξιό προδικτατορικό κέντρο. Δεν συγκροτείται απέναντι σε μια αυταρχική παλαιοδεξιά και στο μεταπολεμικό κράτος της. Έχει κυρίως θετικά προτάγματα, δημοκρατικά και αναπτυξιακά, που στοχεύουν στην επιβίωση των μεσαίων στρωμάτων σε μια συγκυρία παγκόσμιας φτωχοποίησης. Αυτή τη στόχευση των μεσαίων δεν μπορεί να την προσφέρει προγραμματικά σήμερα η λαϊκίστικη Αριστερά. Γι’ αυτό παρατηρούμε, ιδίως στην αναπτυγμένη Ευρώπη, περισσότερο ωσμώσεις και συνεργασίες του κέντρου με τη Δεξιά παρά με την Αριστερά.

Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί το ΚΙΝΑΛ να είναι κάτι παραπάνω από μια κεντρώα σφήνα ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ; Είναι θέμα πολιτικής ή θέμα ηγεσίας;

Το πρόβλημα του κέντρου έχει κομματικές ποικιλομορφίες και κατά βάση δύο: υπάρχουν ιστορικές περίοδοι όπου το κέντρο συγκροτούνταν κομματικά αυτόνομο, όπως επί Ελευθερίου Βενιζέλου, Γεωργίου Παπανδρέου, Ανδρέα Παπανδρέου. Υπάρχουν περίοδοι όπου το πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα του κέντρου εκφραζόταν κομματικά σε συμμαχία με τη Δεξιά ή την Αριστερά. Το ΠΑΣΟΚ, σήμερα ΚΙΝΑΛ, όλοι ξέρουμε πως απώλεσε την κομματική αυτονομία του κέντρου με τη μεγάλη κρίση του 2010. Είναι δύσκολο για το σημερινό κομματικό μόρφωμα ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ) να επανέλθει σε πολιτική δυναμική και μεγέθη προ του 2010. Είναι σαφώς θέμα πολιτικής και ηγεσίας, αλλά όχι μόνο, για να μην αδικούμε τον σημερινό κομματικό χώρο. Είναι πλέον ευρύτερο θέμα, που εξαρτάται και από εξωτερικούς παράγοντες, όπως από την πολιτική πορεία των δυνάμεων που ελέγχουν και εκπροσωπούν σήμερα το μεγαλύτερο κομμάτι του κέντρου, δηλαδή τον συνασπισμό της κεντροδεξιάς.

Είναι πολιτικό ρίσκο για τον Μητσοτάκη η μετακίνηση προς το κέντρο, όσο αφήνει πολιτικό χώρο στα δεξιά; Μπορεί να υπάρξει κεντρώα ΝΔ χωρίς δεξιά διάσταση; Μπορεί να υπάρξει κεντροαριστερός ΣΥΡΙΖΑ με επικεφαλής τον Τσίπρα χωρίς αριστερή διάσταση;

Το ερώτημά σας είναι αυτονόητο. Αλλά μεταξύ κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς υπάρχουν σοβαρές διαφορές στα μείγματα πολιτικής. Στην κεντροδεξιά μπορεί να υπάρξει ισορροπία πολιτικής διακυβέρνησης μεταξύ Δεξιάς και κέντρου. Στην κεντροαριστερά είναι δύσκολο να συγκροτηθεί κυβερνητική πρόταση και ικανό πολιτικό μέγεθος διακυβέρνησης όταν υπάρχει ηγεμονία της Αριστεράς έναντι του κέντρου. Αυτό είναι και το σταυρικό σημείο ή το σισύφειο δράμα του Τσίπρα σήμερα. Προσπαθεί να ανοιχτεί προς το κέντρο με ένα κόμμα που θέλει να επιβάλει μια αριστερή λαϊκίστικη λογική στο προς υποδοχή κεντρώο κομμάτι. Αυτό είναι αντιφατικό και άλυτο ως πολιτικό πρόβλημα.

Και, για να είμαι απόλυτα σαφής, αυτό το σχήμα που περιγράφω δημιουργεί μια σαφή αίσθηση στον κόσμο ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ ερχόταν πάλι στην κυβέρνηση θα έκανε τα ίδια. Δεν αφορά τη συστημικότητά του ή μη.

Σε ό,τι αφορά τον Κ. Μητσοτάκη, τα πράγματα για τον συνδυασμό δεξιών και κεντρώων επιλογών είναι πιο ξεκάθαρα. Η διακυβέρνησή του εφαρμόζει μείγματα πατριωτικού ρεαλισμού στα εθνικά και στο μεταναστευτικό, πολιτικής μετριοπάθειας στον τρόπο διακυβέρνησης, φιλελευθερισμού στην οικονομία, που συνδυάζεται με κοινωνική προστασία και στήριξη. Είναι μια πολιτική που τον εξασφαλίζει και από τα δεξιά και από το κέντρο. Το πρόβλημά του δεν είναι στον πολιτικό προσανατολισμό, αλλά στη διαχείριση και στην εφαρμογή του. Εκεί αρχικά διακρίθηκε, εκεί τώρα εξαντλείται και εκεί θα κριθεί η πορεία του, όσο κι αν έχει με το μέρος του τον πολιτικό χρόνο που του δίνει το μεγάλο ιδεολογικό και πολιτικό μπέρδεμα και η στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ.

Γιατί υπάρχει τόση επιφυλακτικότητα από την Αριστερά απέναντι στην αστυνομία; Στις καταλήψεις, στις πορείες, στο οργανωμένο έγκλημα; Και τόση επιείκεια από τη Δικαιοσύνη στην εφαρμογή του νόμου;

Στην προκειμένη περίπτωση η Αριστερά παρουσιάζει τρία ελλείμματα. Ένα θεωρητικό, σχετικά με τη σχέση ελευθερίας και ασφάλειας και πώς αυτές οι δύο έννοιες συνυπάρχουν και αλληλοσυμπληρώνονται στις δυτικές δημοκρατίες. Έπειτα, υπάρχει σημαντικό έλλειμμα ανάλυσης, διότι πρέπει να παρουσιάσει τη Δεξιά ως ακροδεξιά, αυταρχική και φασιστική, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί προγραμματικά σε μια σύγχρονη κεντροδεξιά εκδοχή της. Και το τρίτο, απόρροια των δύο προηγουμένων, είναι ότι πρέπει να καταφύγει στον υπερβολικό και πληθωριστικό «αντιαυταρχικό λόγο» και στις κινηματικές πρακτικές, προκειμένου να συνδεθεί με τις ευαισθησίες των νέων ανθρώπων. Όμως και έτσι, η Αριστερά ελάχιστα πράγματα καταφέρνει, διότι έχουν αλλάξει πλέον οι ορίζουσες των κοινωνιών, αλλά και των νέων, ως προς τις ανάγκες και τις πρακτικές ασφάλειας και προστασίας, στις σύγχρονες ευνομούμενες πολιτείες.