Θ. Πελαγίδης:«Η διόρθωση της πανδημίας απαιτεί σωρευτική ανάπτυξη 10% το ’21 και το ’22» - Free Sunday
Θ. Πελαγίδης:«Η διόρθωση της πανδημίας απαιτεί σωρευτική ανάπτυξη 10% το ’21 και το ’22»

Θ. Πελαγίδης:«Η διόρθωση της πανδημίας απαιτεί σωρευτική ανάπτυξη 10% το ’21 και το ’22»

Την εκτίμηση ότι τώρα θα φανεί αν οι αλλαγές που απαιτήθηκαν τα τελευταία 10 χρόνια από τους πιστωτές έχουν πιάσει τόπο και η χώρα έχει θεσμικά ωριμάσει και μπορεί να διαχειριστεί με κάποια σοφία τους πόρους που θα της αποδοθούν κάνει ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Πειραιά και υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Θεόδωρος Πελαγίδης.

Μιλώντας στη Free Sunday, με αφορμή την τρίτη έκδοση του βιβλίου «Who ’s to blame for Greece», το οποίο συνυπογράφει με τον Μιχάλη Μητσόπουλο, ο κ. Πελαγίδης επισημαίνει ότι, παρά την πρόοδο σε πολλούς τομείς, το οικονομικό σύστημα στη χώρα μας συνεχίζει να κυριαρχείται από ένα εμπόριο αλληλοεξυπηρετήσεων στις παρυφές της μαύρης οικονομίας.

Παράλληλα όμως εμφανίζεται αισιόδοξος, καθώς εκφράζει την πεποίθησή του ότι

σήμερα οι πολίτες ζητούν ξανά περισσότερο ρεαλιστικές απαντήσεις στα πιεστικά καθημερινά τους οικονομικά προβλήματα.

Είχατε εκδώσει για πρώτη φορά το βιβλίο «Who ’s to blame for Greece» το 2016. Βρέθηκαν στο μεταξύ κι άλλοι φταίχτες ή άλλαξε η οπτική;

Στην τρίτη, και τελευταία πιστεύω, έκδοση του βιβλίου, η οποία είναι και σημαντικά εκτεταμένη, η προσέγγιση είναι περισσότερο θετική και μάλιστα ιδιαίτερα λεπτομερής σε κάποια ζητήματα όπως η φορολογία επί της εργασίας, ένα ζήτημα πάντως για το οποίο γράφουμε με τον Μ. Μητσόπουλο εδώ και μία δεκαετία. Ένα άλλο ζήτημα αφορά την προσοχή στον τομέα της μεταποίησης και στα ευρύτερα πλεονεκτήματα που η ανάπτυξη του τομέα αυτού συνεπάγεται σε τομείς συνδεδεμένους με αυτήν, όπως η καινοτομία, οι εξαγωγές ή η ένταξη επιχειρήσεων μεταποίησης σε διεθνείς αλυσίδες παραγωγής, κτλ. Σχετικά με τις ευθύνες, συνεχίζει να υπάρχει μια ατροφική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που αδυνατεί να λάβει, ή να επεξεργαστεί τουλάχιστον, τα ενδεικνυόμενα προληπτικά μέτρα αποτροπής μιας κρίσης σε χώρες-μέλη της. Από την άλλη, παρά την πρόοδο σε πολλούς τομείς, το οικονομικό σύστημα στη χώρα μας συνεχίζει να κυριαρχείται από ένα εμπόριο αλληλοεξυπηρετήσεων στις παρυφές της μαύρης οικονομίας. Το τανγκό των ευθυνών χορεύεται με δύο.

Στη δεύτερη έκδοση ολοκληρώνετε με το κεφάλαιο για τις «καταστροφικές επιπτώσεις» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Στην τρίτη μιλάτε για αισιοδοξία. Ποιος ήταν ο καθοριστικός παράγοντας στην αλλαγή, και μάλιστα εν μέσω πανδημίας; Μήπως δεν ήταν τόσο καταστροφικές οι συνέπειες;

Η ζωή συνεχίζεται και πρέπει να παραμείνουμε αισιόδοξοι, καθώς άλλωστε δεν υπάρχει κι άλλη επιλογή. Ζούμε πια σε ένα περιβάλλον εξαιρετικά ανταγωνιστικό και κάθε καθυστέρηση σ’ αυτά που πρέπει να γίνουν αποτιμάται σε κόστος. Η πανδημία, πάντως, λειτούργησε όπως ένα ατύχημα στους αγώνες Γκραν Πρι της Formula 1. Οι μεγάλες διαφορές στην «πίστα» των χωρών πάγωσαν και όλοι αντιμετωπίζουν πια ένα μεγάλο πρόβλημα, ένα ατύχημα, γεγονός το οποίο φέρνει τους αγωνιζόμενους σε απόσταση βολής και σε κοινή μοίρα. Πρέπει να αντιμετωπιστεί με κοινό ευρωπαϊκό τρόπο το ζήτημα του χρέους, το ζήτημα της ανάκαμψης, το ζήτημα των νέων θέσεων εργασίας.

Οι καταστροφικές συνέπειες της προηγούμενης περιόδου που αναφέρετε έχουν αντιμετωπιστεί, γιατί η Ευρώπη αποφάσισε για άλλη μια φορά να πάρει πάνω της το ελληνικό χρέος με ευνοϊκές προϋποθέσεις, παρά τα δυσβάστακτα πράγματι πρωτογενή πλεονάσματα που απαίτησε. Η αλήθεια είναι ότι, με όλα αυτά που έγιναν λόγω της πανδημίας, η Ελλάδα έχει ακόμη μία ευκαιρία και ο αγώνας είναι να μπορέσει να την αξιοποιήσει από δω και πέρα. Τώρα θα φανεί αν έχει δυνάμεις, τώρα θα φανεί αν όλα όσα έγιναν, εννοώ οι αλλαγές που απαιτήθηκαν τα τελευταία 10 χρόνια από τους πιστωτές, έχουν πιάσει τόπο. Αν, δηλαδή, η χώρα έχει θεσμικά ωριμάσει και μπορεί να διαχειριστεί με κάποια σοφία τους πόρους που θα της αποδοθούν.

Έχετε υποστηρίξει ότι η Ελλάδα θα υφίστατο τις συνέπειες μιας χρεοκοπίας το 1990 αν, σε αντίθεση με το 2010, δεν είχαν γίνει οι σωστές κινήσεις από την τότε κυβέρνηση. Το 2019 υπήρχε τέτοιος κίνδυνος;

Όχι, οι συνθήκες το 2019 ήταν διαφορετικές, καθώς υπήρχαν κάποια περιθώρια επανεκκίνησης της οικονομίας. Το 1990, η οικονομική επιδείνωση προερχόταν από τα σοβαρά πολιτικά προβλήματα της εποχής, αλλά πρέπει κανείς να παραδεχτεί ότι η τότε κυβέρνηση είχε μια πολύ καθαρή, σαφή, και επιμονή μεταρρυθμιστική ατζέντα απελευθέρωσης των αγορών, χωρίς συμβιβασμούς και δεύτερες σκέψεις. Και φυσικά δεν υπήρχε η πανδημία.

Συνολική αποτίμηση για την περίοδο Τσίπρα κάνετε ή είναι νωρίς ακόμη; Αξιολογείτε τη σημασία της απόπειρας θεσμικής ποδηγέτησης του πολιτεύματος;

Ας μου επιτραπεί να πω ότι οι ψηφοφόροι έκαναν την επιλογή τους τότε έχοντας υπ’ όψιν όχι μόνο τις όποιες θεσμικές παρεκτροπές, όπως η διεξαγωγή του αλησμόνητου εκείνου δημοψηφίσματος, αλλά και τη λανθασμένη οικονομική πολιτική της εποχής, η οποία βασίστηκε στα υπερπλεονάσματα και την αύξηση της φορολογίας, δηλαδή σε μια έντονα προ κυκλική οικονομική πολιτική, ενώ η οικονομία αγωνιζόταν να ανακάμψει. Νομίζω ότι σήμερα οι πολίτες ζητούν ξανά περισσότερο ρεαλιστικές απαντήσεις στα πιεστικά καθημερινά τους οικονομικά προβλήματα.

Δεν σας ανησυχεί η λόγω πανδημίας αύξηση των ελλειμμάτων και η διόγκωση του χρέους, αλλά και η διεύρυνση των δαπανών για την ασφάλιση; Πώς θα αντιμετωπιστεί βιώσιμα;

Με ανησυχεί προφανώς, αλλά τα πράγματα μπορούν να διορθωθούν, εφόσον η οικονομία πιάσει σωρευτικά 10% ανάπτυξη το 2021 και το 2022. Ύστερα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του χρέους βρίσκεται στα χέρια των ευρωπαϊκών θεσμών, και αυτό είναι μια θετική κληρονομιά των ρυθμίσεων του χρέους που έγιναν στις αρχές προηγούμενης δεκαετίας.

Πόσο κρίσιμη για την οικονομία είναι η μάχη για το νομοσχέδιο Χατζηδάκη για τα εργασιακά; Μοιάζει με το αντίστοιχο νομοσχέδιο Γιαννίτση για την ασφάλιση;

Νομίζω ότι σήμερα η κοινωνία είναι πολύ πιο ώριμη να δεχτεί ένα λογικό νομοσχέδιο όπως αυτό του κ. Χατζηδάκη, ένα νομοσχέδιο που σε μεγάλο βαθμό αποτελεί και προσαρμογή, αναγκαία κατά τα άλλα, σε σύγχρονες εξελίξεις. Το πρόβλημα με το νομοσχέδιο Γιαννίτση ήταν ότι δεν υπήρξε ποτέ πριν δημόσιος διάλογος και συζήτηση για την αναγκαιότητα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Έτσι, το ασφαλιστικό πρόβλημα ηγήθηκε των αιτιών της ελληνικής χρεοκοπίας λίγα χρόνια μετά.