Καθ.Γ.Σωτηρέλης: Η σοσιαλδημοκρατία να πρωτοστατήσει σε ένα νέο προοδευτικό πόλο - Free Sunday
Καθ.Γ.Σωτηρέλης: Η σοσιαλδημοκρατία να πρωτοστατήσει σε ένα νέο προοδευτικό πόλο

Καθ.Γ.Σωτηρέλης: Η σοσιαλδημοκρατία να πρωτοστατήσει σε ένα νέο προοδευτικό πόλο

Την άποψη ότι το «κέντρο» είναι ήδη χαμένο για το ΚΙΝΑΛ και το κόμμα πρέπει να σταματήσει να προσπαθεί να ανταγωνιστεί εκεί τη ΝΔ και να στραφεί στη μεγάλη δεξαμενή των εν δυνάμει ψηφοφόρων του (που είναι στον ΣΥΡΙΖΑ ή ανένταχτοι), εκφράζει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γιώργος Χ. Σωτηρέλης.

Μιλώντας στην FS, ο κ. Σωτηρέλης επισημαίνει ότι τα δύο κύρια κόμματα που συγκροτούν τον προοδευτικό χώρο στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ ,παρουσιάζουν τεράστια προβλήματα ταυτότητας και προσανατολισμού.

Σηματοδοτεί η πρωτιά των σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία, αν και έγινε με πολύ χαμηλό ποσοστό, τη μακροπρόθεσμη επιβίωση του χώρου ή είναι μια προσωρινή ανάσα;

Κατά την άποψή μου ο πολιτικός χώρος της σοσιαλδημοκρατίας δεν έχει κλείσει τον κύκλο του. Πέρασε, βέβαια, τα τελευταία χρόνια μια βαθιά κρίση, αλλά νομίζω ότι σιγά-σιγά ξαναβρίσκει τα πατήματά του, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα, όχι μόνον των γερμανικών εκλογών αλλά και των εκλογών στην Νορβηγία –που επανέφεραν τη σοσιαλδημοκρατία σε όλη πλέον τη Σκανδιναβική Χερσόνησο– καθώς και των πρόσφατων δημοτικών εκλογών στην Ιταλία. Αν τα αποτελέσματα αυτά συνδυαστούν με την προηγούμενη επικράτηση της σοσιαλδημοκρατίας και στην Ιβηρική Χερσόνησο, είναι φανερό ότι το πολιτικό εκκρεμές της Ευρώπης στρέφεται ξανά προς τα Αριστερά, με κύρια δύναμη μια ανανεωμένη σοσιαλδημοκρατία.

Μιλήσατε για κρίση της σοσιαλδημοκρατίας. Πού οφειλόταν αυτή η κρίση και πώς κατάφερε να την ξεπεράσει;

Η σοσιαλδημοκρατία διαδραμάτισε αναμφίβολα καθοριστικό ρόλο τόσο για την ιστορική διαμόρφωση όσο για και τη μεταπολεμική ολοκλήρωση της Δημοκρατίας, που φέρει ανεξίτηλη τη σφραγίδα της. 

Ωστόσο, μετά την πτώση του τείχους, το 1989, απέτυχε πλήρως στην αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της παγκοσμιοποίησης, ενώ ταυτόχρονα έχασε τον προσανατολισμό της, αποκόπηκε από τη χειμαζόμενη κοινωνική της βάση και συχνά μεταλλάχθηκε και προσχώρησε στην «κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας». Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον πολιτικό επαρχιωτισμό που επέδειξε απέναντι στις διεθνοποιημένες –και ασύδοτες πλέον– δυνάμεις του «αχαλίνωτου καπιταλισμού», οδήγησαν τελικά σε υπαρξιακά πολιτικά αδιέξοδα. Και μόνον όταν η έκρηξη της οικονομικής κρίσης και στη συνέχεια της πανδημίας κατέδειξαν την αναγκαιότητα ευρύτερων πολιτικών αντιστάσεων απέναντι στον «φονταμενταλισμό των αγορών» και στην επέλαση του ιδιωτικού, κατάλαβε ότι πρέπει να επανασυνδεθεί με τις ρίζες της, να ξανασυναντηθεί με τα κοινωνικά στρώματα που την είχαν εγκαταλείψει αλλά και να στραφεί αποφασιστικά προς το μέλλον, αναδιατυπώνοντας το πολιτικό της πρόγραμμα και αναδιατάσσοντας τις συμμαχίες της.

Ποιες πρέπει να είναι αυτές οι συμμαχίες;

Η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ο μόνος τρόπος για να κάνει συνολική επιστροφή στην πολιτική σκηνή είναι να εγκαταλείψει την λογική ενός ρευστού και ερμαφρόδιτου «κέντρου» και να πρωτοστατήσει στην ανασύνθεση του προοδευτικού χώρου, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό σημαίνει, ιδίως, τη διαμόρφωση ενός νέου προοδευτικού πόλου, στον οποίο πρέπει να συμπεριληφθούν οπωσδήποτε οι παραδοσιακές όμορες δυνάμεις, δηλαδή ο ευρωκομμουνισμός –όπου υπάρχει– και η πολιτική οικολογία (η οποία δείχνει επίσης τάσεις ανανέωσης και επανάκαμψης, εν όψει και των ορατών πλέον κινδύνων της κλιματικής αλλαγής). Από εκεί και πέρα απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή. Είναι με απαραίτητο να γίνει σοβαρή συζήτηση και με τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που αναδείχθηκαν τα τελευταία χρόνια στο ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό, πλην όμως υπό δύο απαρέγκλιτους όρους: πρώτον ότι αυτές θα εγκαταλείψουν αποφασιστικά την παιδική ασθένεια της Αριστεράς, δηλαδή τον αριστερισμό (με όλα τα συμπαρομαρτούντα) και δεύτερον ότι θα συνταχθούν επί της αρχής –κριτικά έστω– με έναν ευρωενωσιακό προσανατολισμό, συνειδητοποιώντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, με όλα τα αρνητικά της, είναι η μόνη υπερεθνική πολιτική δύναμη που έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει πειστικό αντίβαρο απέναντι στην επαπειλούμενη ολιγαρχία των αγορών.

Πώς μεταφράζεται μια τέτοια στρατηγική στον ελληνικό χώρο; 

Αναμφίβολα ο εν ευρεία εννοία προοδευτικός χώρος στην Ελλάδα παρουσιάζει πολλές ιδιαιτερότητες. Κατ’ αρχάς είναι ο μόνος στον οποίο υπερεκπροσωπείται η ριζοσπαστική Αριστερά –καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τετραπλάσια εκλογική δύναμη από το ΚΙΝΑΛ– και από τους λίγους στους οποίους είναι εκτός Βουλής η πολιτική οικολογία. Κατά δεύτερον, και τα δύο κόμματα παρουσιάζουν τεράστια προβλήματα ταυτότητας και προσανατολισμού. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις τεράστιες αλλαγές που παρουσιάζει σε σχέση με το ξεκίνημά του, αφενός μεν εξακολουθεί να ταλανίζεται από παρωχημένες και ανεδαφικές ιδεολογικές εμμονές, αφετέρου δε αμφιταλαντεύεται διαρκώς απέναντι σε ένα ψευτοδίλημμα –αν πρέπει να γίνει ή όχι σοσιαλδημοκρατικό κόμμα–, ενώ το μόνο που θα έπρεπε να τον απασχολεί είναι το πώς θα γίνει ένα σοβαρό, ώριμο και αξιόπιστο κόμμα της δημοκρατικής Αριστεράς. Το δε ΚΙΝΑΛ δείχνει καθηλωμένο και αδύναμο, παραδομένο στον μικρομεγαλισμό, τις παραλυτικές αμφιθυμίες και τις στείρες αναπολήσεις. Αντί να ασχοληθεί με τη μεγάλη δεξαμενή των εν δυνάμει ψηφοφόρων του (που είναι στον ΣΥΡΙΖΑ ή ανένταχτοι) προσπαθεί ανεπιτυχώς –και στην πραγματικότητα «εκτός έδρας»– να ανταγωνισθεί τη Νέα Δημοκρατία, για ένα «κέντρο» το οποίο, εν πολλοίς είναι ήδη χαμένο. Παρά δε τις συχνές πλέον αναφορές στη σοσιαλδημοκρατία –που δεν αντανακλώνται, πάντως στον άχρωμο και απωθητικό τίτλο του– είναι φανερό ότι υποβόσκει μια σοβαρή κρίση ταυτότητας, που καθιστά αμφίβολη τη μετεκλογική πολιτική του ενότητα. Αν σε αυτά προσθέσουμε την ψυχική απόσταση που υπάρχει μεταξύ των δύο κομμάτων –με κύρια ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και με αντιδράσεις που αγγίζουν τα όρια της ψύχωσης από το ΚΙΝΑΛ–, είναι φανερό ότι οι δύο αυτοί χώροι, παρότι πολιτικά όμοροι, έχουν μεγάλη πορεία να διανύσουν, μέχρις ότου συναντηθούν σε μια ειλικρινή προσπάθεια για τη διαμόρφωση αξιόπιστης εναλλακτικής πολιτικής λύσης. 

Θα μπορούσαν, παρ’ όλα αυτά, να επιταχυνθούν οι εξελίξεις, εν όψει και των εκλογών στο ΚΙΝΑΛ;

Κατά την άποψή μου, όλα θα εξαρτηθούν από τρεις κρίσιμους παράγοντες: 

Πρώτον από τον εάν η νέα ηγεσία μπορεί να δώσει νέα προοδευτική ταυτότητα στον χώρο, ανοίγοντας στα νέα ευρωπαϊκά δεδομένα τον πολιτικό του ορίζοντα και υπερβαίνοντας τη λογική της απλής προσαρμογής και των μικροκομματικών –ή/και προσωπικών– διευθετήσεων.

Δεύτερον, από το εάν το ΚΙΝΑΛ (αλλάζοντας όνομα…) θα διευρύνει το εκλογικό του ακροατήριο, ώστε να συνομιλήσει με όρους στοιχειώδους ισοτιμίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, επανασυνδεόμενο ιδίως με τους προνομιακούς γι’ αυτό χώρους του συνδικαλισμού και της Αυτοδιοίκησης και αναζητώντας νέους τρόπους επικοινωνίας με τη νέα γενιά. 

Τρίτον, από το πώς και πόσο θα επιταχύνει τις εξελίξεις το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, που θα ισχύσει στις επόμενες εκλογές. Ακόμη όμως και μια αναγκαστική μεταβατική συνεργασία και των τριών πολιτικών δυνάμεων –όπως συμβαίνει συχνά τελευταία, λόγω αντίστοιχων εκλογικών συστημάτων, στον ευρωπαϊκό χώρο– θα μπορούσε να συμβάλει ίσως προς αυτήν την κατεύθυνση, πέρα από το ότι θα είχε ευεργετικές συνέπειες για όλο το πολιτικό σύστημα, τόσο για να σπάσει το κλίμα του διχασμού όσο και για να επιλυθούν μερικά ζέοντα προβλήματα, που απαιτούν ευρείες συναινέσεις και συγκλίσεις.