Β.Γεωργιάδου, Καθ.Πολιτικής Επιστήμης: Ο στιγματισμός της άκρας δεξιάς έχει υποχωρήσει σημαντικά - Free Sunday
Β.Γεωργιάδου, Καθ.Πολιτικής Επιστήμης:  Ο στιγματισμός της άκρας δεξιάς έχει υποχωρήσει σημαντικά

Β.Γεωργιάδου, Καθ.Πολιτικής Επιστήμης: Ο στιγματισμός της άκρας δεξιάς έχει υποχωρήσει σημαντικά

Την εκτίμηση ότι η ακροδεξιά απευθύνεται στο κοινό που εγκαταλείπει τα κόμματα, κάνει η Καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Βασιλική Γεωργιάδου, η οποία μιλώντας στη FS επισημαίνει ότι στις προεκλογικές τηλεμαχίες για τις γερμανικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, ούτε καν το κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (Die Linke) έβαλε βέτο στην παρουσία του ακροδεξιού AfD και το ίδιο θα επαναληφθεί και στο debate Μακρόν – Λεπέν.

 

Είχαμε συνηθίσει στον εύκολο αφορισμό ότι οι Λεπέν εκφράζουν τη γαλλική ακροδεξιά. Κι ενώ για τον πατέρα ήταν προφανες, η κόρη κατάφερε να αποτινάξει τη ρετσινιά που την απομόνωνε από μεγάλες κοινωνικές ομάδες. Πώς έπεισε ότι δεν είναι πλέον άκρο;

Είναι σωστή η παρατήρηση ότι μεταξύ του Εθνικού Μετώπου υπό τον Ζαν-Μαρί Λεπέν και της διαδόχου του, Μαρίν Λεπέν, που ηγείται του Εθνικού Συναγερμού, ενός κόμματος επιγόνου του Front National, υπάρχουν διαφορές, με το πρώτο να θεωρείται ένας γνησιότερος εκπρόσωπος της λαϊκιστικής - ριζοσπαστικής εκδοχής της άκρας δεξιάς, ενώ το δεύτερο βρίσκεται σε μια διαδικασία απομείωσης των ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών του. Από το 2011 που παραιτήθηκε ο Λεπέν και εξελέγη πρόεδρος η κόρη του, ξεπερνώντας μάλιστα τον σκόπελο του συνυποψηφίου της, από το στρατόπεδο των αρνητών του Ολοκαυτώματος Μπρούνο Γκόλνις, η συνέχεια του κόμματος ταυτίστηκε με το εγχείρημα ανανέωσης της ταυτότητάς του. Η Λεπέν επιχείρησε ένα λουστράρισμα του Εθνικού Μετώπου προκειμένου αυτό να βρει περισσότερα αλλά και σταθερότερα εκλογικά στηρίγματα στους Γάλλους ψηφοφόρους. Η προσπάθεια αυτού του επιφανειακού rebranding στέφθηκε με επιτυχία. Η αρνητική ψήφος για το FN έχει περιοριστεί (από 84% το 1997 σε 60% το 2017), ενώ έχει αυξηθεί το ποσοστό όσων το ψηφίζουν με θέληση εκλογικής υποστήριξης προς αυτό το ίδιο (από 13% σε 40%). Η ταύτισή του με κάτι που σηματοδοτεί έναν κίνδυνο για τη δημοκρατία επίσης περιορίστηκε σημαντικά (από 43% σε 30%), ενώ είναι σημαντικό ότι στο σύνολο των εκλογέων, το 84% θεωρεί πλέον ότι το FN αγγίζει τα παράπονα και τις ανησυχίες τους.

 

Στη χώρα μας έγινε μια μεγάλη συζήτηση για την ουκρανική ακροδεξιά. Ποια ταυτότητα κυριαρχεί: η εθνική της ανεξαρτησίας ή η πολιτική της ακροδεξιάς;

Είναι περίεργο ότι στη χώρα μας έγινε συζήτηση μόνο για την ουκρανική ακροδεξιά, αλλά διόλου για τη ρωσική ακροδεξιά, ένα κομμάτι της οποίας έχει ενσωματωθεί στο στρατόπεδο του Πούτιν, βασικός σύμβουλος του οποίου υπήρξε ο θαυμαστής της κομματικής ελίτ της Χρυσής Αυγής, Αλεξάντερ Ντούγκιν. Ωστόσο, και στην περίπτωση της Ουκρανίας και σε εκείνη της Ρωσίας πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ μιας ακροδεξιάς παραστρατιωτικής σκηνής και του ρεύματος του εθνοτικού εθνικισμού. Το τελευταίο στην περίπτωση της Ουκρανίας διακηρύσσει ένα αίτημα πανουκρανικής εθνικής ενότητας, ενώ η ρωσική επιθετικότητα και πλέον η επέμβαση και ο πόλεμος καθιστούν το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας ένα καθολικό αίτημα που δεν ταυτίζεται με τις ριζοσπαστικές δεξιές ομάδες (Μ. Mierzejewski-Voznyak).

 

Ο χαρακτηρισμός «ακροδεξιός» χρησιμοποιείται από την αριστερά ως βδέλυγμα κι ως μέσο αποτροπής της συνεργασίας με οποίους χαρακτηρίζει έτσι. Όμως, εκείνοι (που χαρακτηρίζονται) προχωρούν εκλογικά. Μήπως δεν είναι πλέον φόβητρο;

Η άκρα δεξιά βγαίνει μέσα από τις ιστορικές παραδόσεις του αντιδιαφωτισμού και στο πρώτο κύμα της τουλάχιστον (δεκαετία 1950/60) διατηρεί ισχυρές εκλεκτικές συγγένειες με τον φασισμό/ναζισμό. Η αιχμηρή αντιμεταναστευτική της ρητορική και η ιδεολογία του αποκλεισμού και περιορισμού σε σχέση με τα ατομικά δικαιώματα την οποία υπερασπίζεται, τοποθετούν την άκρα δεξιά στα όρια του συνταγματικού τόξου. Η στάση της απέναντι στη δημοκρατία θεωρείται προβληματική, ενώ με τις θέσεις της (ενίοτε και τις πρακτικές της) υπονομεύει τον κοινοβουλευτισμό. Ωστόσο, ο στιγματισμός της άκρας δεξιάς έχει υποχωρήσει σημαντικά, γεγονός που αποτυπώνεται και στον τρόπο που την αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί της αντίπαλοι, που πλέον ανέχονται την παρουσία της στην πολιτική αντιπαράθεση. Όλα τα κόμματα της γερμανικής κομματικής σκηνής συμμετείχαν στο παραδοσιακό debate για τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, ενώ ούτε το κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (Die Linke) ούτε και κάποιο άλλο έβαλαν βέτο στην παρουσία του ακροδεξιού AfD στις προεκλογικές τηλεμαχίες, ένα μοτίβο που θα επαναληφθεί και στο debate Μακρόν - Λεπέν πριν τον 2ο γύρο των προεδρικών εκλογών. Η εντεινόμενη αποϊδεολογικοποίηση και η κυριαρχία αρνητικών μοτίβων στην εκλογική επιλογή δεν βλάπτουν μια εκδοχή ακροδεξιάς-φόβητρου, που εξυπηρετεί την εικόνα της ως ενός χώρου στον οποίο εκτονώνονται εναντιωματικά συναισθήματα και παράπονα των πολιτών.

 

Σε όλη την Ευρώπη, τη συμπάθεια για τον Πούτιν και την εισβολή κεφαλαιοποιούν τα δεξιά και τα ακροδεξιά κόμματα κι όχι η αριστερά. Σημαίνει αυτό ότι η εισβολή εκλαμβάνεται ως δεξιά πολιτική την οποία δεν μπορούν να αφομοιώσουν αριστερά ακροατήρια;

Η εισβολή έφερε στο προσκήνιο αριστερές νοσταλγίες για τον κομμουνισμό/σοσιαλισμό και επικαιροποίησε αριστερά αντανακλαστικά (π.χ. εναντίον του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ). Ωστόσο, η ευρωπαϊκή αριστερά δεν είναι en bloc φιλοπουτινική, παρότι στο εσωτερικό της υπάρχει ένα τέτοιο ρεύμα. Ο Πούτιν και το εθνικιστικό του αφήγημα/εγχείρημα κινητοποιεί κοινοτιστικές φαντασιώσεις που ήταν παρούσες σε ένα κομμάτι της ευρωπαϊκής αριστερής διανόησης τον προηγούμενο αιώνα και υπολείμματά τους εντοπίζονται μέχρι σήμερα. Ειδικότερα στην Ελλάδα, οι φαντασιώσεις αυτές διασταυρώνονται με πολιτισμικές παραδόσεις (Ορθοδοξία) και στοιχεία μιας αμυντικής πολιτικής κουλτούρας που καθιστούν πιο ευδιάκριτη από ό,τι αλλού αυτή τη συμπάθεια.

 

Έχει αποδεσμευτεί η πολιτική ακροδεξιά από την ακτιβιστική των οργανώσεων που λειτουργούν σε ναζιστικά πρότυπα; Μπορεί να αποτελέσει κεντρώα πολιτική δύναμη;

Ο βίαιος πολιτικός ακτιβισμός διακρίνει ένα ρεύμα της άκρας δεξιάς που είναι και το πιο περιθωριακό μέσα στην ευρύτερη πολιτική οικογένεια. Η λαϊκιστική-ριζοσπαστική εκδοχή της άκρας δεξιάς επιδιώκει όχι μόνο να διευρύνει την εκλογική της επιρροή, αλλά και να διαδραματίσει ρόλο στη λήψη αποφάσεων και τη διακυβέρνηση. Το να βρει τα μοτίβα εκείνα στο λόγο και τις θέσεις της που θα την καταστήσουν ελκυστική πέρα από το περιβάλλον των εθνικιστών-νατιβιστών ψηφοφόρων είναι ένα ζητούμενο. Η πολυσυλλεκτικοποίηση της άκρας δεξιάς δεν σημαίνει ωστόσο αποριζοσπαστικοποίησή της. Με άλλα λόγια, δεν αναζητεί τον ενδιάμεσο ψηφοφόρο η άκρα δεξιά για να εγκατασταθεί σε πιο κεντρώες θέσεις της πολιτικής αρένας, αλλά το μέσον που θα την καταστήσει επιλέξιμη σε ψηφοφόρους με κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά από όλο το εύρος του ιδεολογικο- πολιτικού φάσματος. Εστιάζει, συνεπώς, στη διατήρηση της διακριτότητάς της από τα κατεστημένα κόμματα, αναζητώντας εκείνο το εκλογικό κοινό που τα εγκαταλείπει, τους ματαιωμένους οπαδούς τους, καλλιεργώντας συστηματικά και εξάπτοντας τις αιτίες μιας τέτοιας ματαίωσης.

 

Πόσο πιθανος είναι ένας πολιτικός συνασπισμός της ακροδεξιάς στην Ελλάδα;

Ένας τέτοιο μόρφωμα (Ελληνική Λύση) υπάρχει ήδη, το οποίο εν μέσω συνομωσιολογιών αλλά και συμπαθειών για τη Ρωσία και τον Πούτιν δείχνει να σταθεροποιεί την παρουσία του στην κομματική αρένα με ορίζοντα την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Η διαρκής κομματογένεση, ωστόσο, είναι ένα γνώρισμα της ακροδεξιάς σκηνής στην Ελλάδα, που παρά το μικρό εκλογικό της αποτύπωμα δείχνει να υπάρχει εσωτερικευμένη μια κάποια δυναμική. Στην παρούσα φάση, τόσο η καταδίκη της Χρυσής Αυγής, όσο και μια λογική μεσαίου χώρου που επανήλθε στη Νέα Δημοκρατία με την αλλαγή ηγεσίας της αλλά και με το σχηματισμό της κυβέρνησης δημιουργούν κάποιες συνθήκες πολιτικής ευκαιρίας για παράγοντες του χώρου, από τον έγκλειστο Ηλία Κασιδιάρη μέχρι πρώην συμβούλους, στελέχη, υποψήφιους βουλευτές ή και βουλευτή της ΝΔ. Ένας ή και περισσότεροι πολιτικοί συνασπισμοί της ακροδεξιάς μπορεί να προκύψουν καθ’οδόν προς την επόμενη αναμέτρηση, αλλά με εξαίρεση το σχήμα του Κασιδιάρη (Έλληνες για την Πατρίδα) που απευθύνεται σε ένα κοινό χρυσαυγιτών και πούρων ακροδεξιών-εξτρεμιστών, οι υπόλοιπες πρωτοβουλίες θα είναι δύσκολο και να βρουν έναν κοινό παρονομαστή για να συνυπάρξουν αλλά και να διαμορφώσουν ένα διακριτό προφίλ προκειμένου να διεκδικήσουν υποστήριξη από τους εκλογείς.