Γ.Κωνσταντινίδης, Αν.Καθηγητής Παν.Μακεδονίας: «Η αγορά των εκλογών είναι σε αναβρασμό» - Free Sunday
Γ.Κωνσταντινίδης, Αν.Καθηγητής Παν.Μακεδονίας: «Η αγορά των εκλογών είναι σε αναβρασμό»

Γ.Κωνσταντινίδης, Αν.Καθηγητής Παν.Μακεδονίας: «Η αγορά των εκλογών είναι σε αναβρασμό»

Ο Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Γιάννης Κωνσταντινίδης, τοποθετεί το πολιτικό πλαίσιο του επικείμενου φθινοπώρου με ή χωρίς πρόωρες εκλογές και εξηγεί τον μύθο των «μυστικών δημοσκοπήσεων».

Τελικά οι πρόωρες εκλογές απομακρύνονται από τον ορίζοντα μετά από μια παρατεταμένη συζήτηση για αυτές. Πιστεύετε ότι ήταν βάσιμη η πρόβλεψη για πρόωρες εκλογές;

Η δημόσια συζήτηση για το «πότε των εκλογών» ήταν δικαιολογημένη. Περάν του ότι είναι πάντα μια δημοσιογραφικά ελκυστική και ταυτόχρονα εύκολη συζήτηση, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία ήταν επίσης μια τρόπον τινά τεκμηριωμένη συζήτηση υπό την έννοια ότι υπάρχουν διάσπαρτα στοιχεία που συνηγορούν υπέρ μιας επικείμενης αναμέτρησης: υποψήφιοι βουλευτές που προσλαμβάνουν επικοινωνιολόγους, υπουργοί που παραγγέλνουν δημοσκοπήσεις, κόμματα που ανακοινώνουν ψηφοδέλτια, μεσίτες που συζητούν για τη μίσθωση εκλογικών κέντρων. Η αγορά των εκλογών είναι πράγματι σε αναβρασμό. Όμως η αγορά των εκλογών δεν είναι εκείνη που αποφασίζει τον χρόνο των εκλογών. Αυτό είναι ένα κακώς νοούμενο προνόμιο του εκάστοτε πρωθυπουργού, η συχνή χρήση του οποίου στην πολιτική ιστορία της χώρας αποδεικνύει και την αδύναμη θεσμική της αρχιτεκτονική.

 

Και θέλετε να πείτε ότι ο πρωθυπουργός δεν είχε τις πρόωρες εκλογές στο μυαλό του;

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν πήρε και δεν φαίνεται ότι θα πάρει μια τέτοια απόφαση. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι δεν θα την πάρει γιατί σέβεται τους θεσμούς και τις υποσχέσεις του. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι δεν θα την πάρει γιατί ο ίδιος φοβάται το όποιο ρίσκο συνεπάγεται μια προσωπική του απόφαση. Και η συγκεκριμένη ενέχει ρίσκο που δεν είναι αμελητέο. Πυρκαγιές, πληθωρισμός και πανδημία θα μπορούσαν να αποβούν μοιραίοι παράγοντες για την εξέλιξη των εκλογικών μεγεθών σε μια αναμέτρηση τον Σεπτέμβριο. Θεσμικός ή φοβικός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε, ορθολογικά μιλώντας, λόγο να προκηρύξει πρόωρες εκλογές. Η διεξαγωγή των εκλογών την άνοιξη του 2023 του αφήνει το χρονικό περιθώριο να κλείσει από μόνο του κάποιο από τα τρία παραπάνω εξωγενή θέματα, όπως επίσης και να χρησιμοποιήσει τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης ώστε να επιχειρήσει να βελτιώσει τις οικονομικές συνθήκες των νοικοκυριών λίγες μόνο εβδομάδες πριν τις κάλπες. «Και αν η ακρίβεια ξεπεράσει κάθε προηγούμενο και δημιουργηθούν συνθήκες οργισμένης αντίδρασης ανάλογης αυτής που εκδηλώθηκε στις εκλογές του Μαΐου του 2012;», θα ρωτούσε κάποιος. Υπάρχει μία ουσιαστική διαφορά του 2022 με το 2012 και αυτή ευνοεί τη ΝΔ: Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πια το έξω-συστημικό κόμμα που κέρδισε τη συμπάθεια του εκλογικού ακροατηρίου, αλλά είναι βασικός πυλώνας του νέου δικομματισμού και κόμμα που κυβέρνησε δημιουργώντας έντονες αντιπάθειες στο κοινό. Η προσέλκυση των οργισμένων και των δυσαρεστημένων με τη ΝΔ από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αυτονόητη, ούτε σήμερα, ούτε και την άνοιξη του 2023, ακόμα και σε περίπτωση επιδείνωσης των οικονομικών. Ο ορθολογισμός θα επέβαλε λοιπόν την απόφαση που ο πρωθυπουργός δείχνει να πήρε.

 

Συνεπώς δεν συμμερίζεστε την άποψη της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι ο πρωθυπουργός ματαίωσε τον αρχικό σχεδιασμό των πρόωρων εκλογών, γιατί αρχίζει να χάνει έδαφος στις μετρήσεις;

Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι υπήρχε τέτοιος σχεδιασμός, ή τουλάχιστον ότι ήταν βάσιμος ένας τέτοιος σχεδιασμός από την πλευρά του πρωθυπουργού. Αναφορικά με το σκέλος του ισχυρισμού που αφορά τις μετρήσεις, παρατηρείται πράγματι το τελευταίο δίμηνο μια κάμψη του ποσοστού της ΝΔ, όμως θέλω να πιστεύω ότι τα κομματικά επιτελεία έχουν πλέον κατανοήσει πως η αξία των δημοσκοπήσεων δεν βρίσκεται στα ποσοστά και στα δεκαδικά ψηφία κάθε κόμματος και συνεπώς δεν σχεδιάζουν τη στρατηγική τους στη βάση των ποσοστών που δίνει η δημοσκόπηση της κάθε στιγμής. Όχι γιατί οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ψευδείς εικόνες της πραγματικότητας, αλλά γιατί οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων εμφανίζουν στη συγκεκριμένη συγκυρία εξαιρετικά υψηλό ποσοστό αβεβαιότητας. Με άλλα λόγια, η δήλωση προτίμησης σε μια δημοσκόπηση υποσκάπτεται από τον ίδιο των ερωτώμενο, καθώς μόνο το 60% αυτών χαρακτηρίζουν τη δήλωση που μόλις έκαναν ως «σχετικά βέβαιη» ή «βέβαιη». Αντιλαμβάνεστε ότι με αυτό το δεδομένο η εκτίμηση περί εδάφους που χάνεται από τον έναν ή κερδίζεται από τον άλλον είναι εξαιρετικά ασταθής.

 

Μήπως τα κόμματα γνωρίζουν κάτι παραπάνω από όλους εμάς τους υπόλοιπους που διαβάζουμε τις δημοσιοποιημένες μετρήσεις; Λέγονται πολλά για τις λεγόμενες «μυστικές μετρήσεις». Για παράδειγμα, λέγεται συχνά ότι τα αποτελέσματα αυτών είναι διαφορετικά από αυτά των «φανερών». Υπάρχει «λάκκος στην πολιτική φάβα»;

Θα ήθελα να διευκρινίσω δύο πράγματα σχετικά με τον μύθο των μυστικών δημοσκοπήσεων. Το πρώτο είναι πως είναι απολύτως θεμιτό ορισμένοι πελάτες των εταιρειών δημοσκοπήσεων να μην επιθυμούν τη δημοσιοποίηση των ευρημάτων μιας έρευνας. Συνεπώς, η μη δημοσιοποίηση των ευρημάτων μιας έρευνας δεν είναι πράξη αξιόποινη ή ανήθικη. Το δεύτερο που θα τόνιζα είναι πως οι μυστικές μετρήσεις δεν παράγουν διαφορετικά ευρήματα από τις φανερές. Στην τρέχουσα συγκυρία, για παράδειγμα, αποτυπώνουν την ίδια αβεβαιότητα για τις επιλογές ψήφου, την ίδια ανασφάλεια για τα οικονομικά των νοικοκυριών, την ίδια απαισιοδοξία για το μέλλον. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι οι «μυστικές μετρήσεις» είναι πιο αξιόπιστες ή πιο σαφείς από τις «φανερές». Εκτός αν πιστεύουμε βάσιμα ότι οι μετρήσεις που δημοσιεύονται έχουν αλλοιωθεί κατόπιν παρέμβασης του πελάτη που τις δημοσιεύει, δηλαδή των μέσων ενημέρωσης, και συνεπώς δεν είναι αληθινές. Ομολογώ ότι ποτέ δεν μου έχει ζητηθεί ή υπονοηθεί κάτι τέτοιο από κανένα μέσο ενημέρωσης στη διάρκεια των οκτώ ετών που δραστηριοποιούμαι στον χώρο των ερευνών κοινής γνώμης.

 

Κάνατε λόγο προηγουμένως πάντως για καταγραφόμενη αποδυνάμωση της Νέας Δημοκρατίας. Πιστεύετε ότι η τακτική που ακολουθεί η κυβέρνηση, χρηματοδοτώντας τους λογαριασμούς των πολιτών ως αντιστάθμισμα στην άνοδο των τιμών ρεύματος και καυσίμων, θα μπορούσε να περιορίσει τις απώλειες για τη Νέα Δημοκρατία;

Η πολιτική των επιδομάτων εγκυμονεί πάντα δύο κινδύνους: Αφενός να θεωρηθούν ανεπαρκή έως εξευτελιστικά τα ποσά των επιδομάτων, αφετέρου να αξιολογηθεί ως ψηφοθηρική και παρωχημένη η ίδια η τακτική της χορήγησης επιδομάτων. Φοβάμαι ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σήμερα μπροστά και στους δύο κινδύνους, καθώς τα μεν φτωχότερα στρώματα που στηρίζουν την πιο παραδοσιακή και συντηρητική σε σύγκριση με τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτική φυσιογνωμία της βρίσκουν τα ποσά που πιστώνονται στους λογαριασμούς τους εξαιρετικά περιορισμένα, τα δε υψηλότερα εισοδηματικά στρώματα που ελκύονται από τον μεταρρυθμιστικό οίστρο του πρωθυπουργού ή ορισμένων υπουργών του ενοχλούνται από την τακτική των επιδομάτων, την οποία έχουν συνδέσει στο παρελθόν με την πλήρως απαξιωμένη στα μάτια τους κυβέρνηση Τσίπρα. Εκτιμώ ότι και τα δύο παραπάνω ακροατήρια της Νέας Δημοκρατίας θα βρεθούν σε αμήχανη θέση όταν θα φτάσει η ώρα της κάλπης.

 

Μπορούν όμως να κερδηθούν τα ακροατήρια αυτά από τον ΣΥΡΙΖΑ; Πιστεύετε ότι η τακτική της λεκτικής επιθετικότητας και της δαιμονοποίησης του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι αποδοτική;

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να πείσεις έναν ψηφοφόρο ότι έκανε λάθος στην επιλογή του. Έχετε συναντήσει πολλούς συγγενείς ή φίλους σας που να παραδέχονται ανοιχτά ότι έσφαλαν ψηφίζοντας τη Νέα Δημοκρατία του 2019 ή τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015; Δεν θα το κάνουν, πολύ περισσότερο αν εσείς, την ίδια στιγμή, στηλιτεύετε ή απαξιώνετε την επιλογή τους. Υπό την έννοια αυτή, η επιθετική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι εύκολο να προσελκύσει πρώην ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας. Είναι χρήσιμη ως τακτική για τη συσπείρωση των ίδιων των δικών του ψηφοφόρων, πολλοί από τους οποίους έδειχναν ανοιχτοί στην προοπτική μετακίνησής τους στο ΠΑΣΟΚ του νέου αρχηγού Νίκου Ανδρουλάκη στις αρχές του έτους. Η πόλωση μεταξύ των δύο κομμάτων του νέου δικομματισμού, η οποία υπηρετείται από την επιθετική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ έναντι στην κυβέρνηση και στον Κυριάκο Μητσοτάκη, προφανώς ευνοεί τον ΣΥΡΙΖΑ σε βάρος του ΠΑΣΟΚ. Είναι απίθανο όμως να προσελκύσει ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας. Η ψήφος για τη Νέα Δημοκρατία το 2019 ήταν σε μεγάλο βαθμό μια ψήφος κατά του ΣΥΡΙΖΑ και η αντί-ΣΥΡΙΖΑ διάθεση στις τάξεις αυτών των ψηφοφόρων παραμένει εξαιρετικά ισχυρή και σήμερα.

 

Συνεπώς εκτιμάτε ότι το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ θα περιοριστεί στον δρόμο προς την κάλπη; Και τι θα σήμαινε αυτό για την προοπτική σχηματισμού κυβέρνησης μετά τις κάλπες της απλής αναλογικής;

Με το ποσοστό σχετικής βεβαιότητας για τις εκφραζόμενες επιλογές ψήφου να μην ξεπερνά το 60%, όπως είπα και προηγουμένως, κάθε πρόβλεψη του ποσοστού που θα λάβει ένα κόμμα πατάει σε έδαφος σαθρό. Θα έλεγα πάντως ότι η εκλογική επιρροή του ΠΑΣΟΚ παραμένει και σήμερα σημαντική, παρά την επιστροφή ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του 2019 που είχαν για ένα διάστημα πειραματιστεί με την ιδέα να στηρίξουν το ΠΑΣΟΚ στις επόμενες εκλογές. Η σταθερότητα της επιρροής του ΠΑΣΟΚ διατηρείται γιατί αρχίζει να αποκτά σημαντικότερες εισροές από τη ΝΔ το τελευταίο δίμηνο. Μια τέτοια εξέλιξη, αν διατηρηθεί στον δρόμο για την κάλπη, περιορίζει τις κινήσεις του Νίκου Ανδρουλάκη, καθώς θα έχει λάβει την κατά βάση αντί-ΣΥΡΙΖΑ ψήφο ενός σημαντικού αριθμού πρώην ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας του 2019. Κάτι τέτοιο θα τον εγκλώβιζε στον μονόδρομο της κυβερνητικής συνεργασίας με τη Νέα Δημοκρατία. Και οι μονόδρομοι είναι πάντα το απευκταίο σενάριο για ένα τρίτο κόμμα.

 

Από την άλλη, όμως, η ύπαρξη πολλών επιλογών σχηματισμού κυβέρνησης δεν συνιστά συνθήκη πολιτικής αβεβαιότητας; Είναι κατάλληλη στιγμή για έναν πειραματισμό του ελληνικού πολιτικού συστήματος, την ώρα που η Ευρώπη βρίσκεται σε πλήρη αβεβαιότητα, με τον Ντράγκι να προβάρει τη στολή του Κιγκινάτου, τον Μακρόν να έχει κουτσό έλεγχο στο Κοινοβούλιο, τη Βρετανία να ψάχνει νέο πρωθυπουργό και τη Ρωσία του Πούτιν να πετυχαίνει τη διαίρεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης;

Η πολιτική αβεβαιότητα σίγουρα δεν είναι η κατάλληλη συνθήκη για τη λήψη καίριων αποφάσεων είτε στο εσωτερικό μιας χώρας είτε στο υπερεθνικό επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και πράγματι, αυτήν τη στιγμή, οι διευρυμένοι κύκλοι αβεβαιότητας στην Ευρώπη δυσχεραίνουν τη διαχείριση της Ρωσίας. Όμως, θα ήθελα να τονίσω ότι η αβεβαιότητα αυτή δεν είναι άμεσα συνδεδεμένη με το μοντέλο των συμμαχικών κυβερνήσεων. Απόδειξη τούτου είναι ότι πολιτική κρίση εντοπίζεται και στη Βρετανία του απόλυτα ανταγωνιστικού δικομματικού συστήματος, ενώ από την άλλη πολιτική νηνεμία αποτυπώνεται στη Γερμανία του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού. Οι συμμαχικές κυβερνήσεις –και μαζί με αυτές και τα συστήματα της απλής αναλογικής που τις παράγουν σχεδόν με βεβαιότητα– δεν θα πρέπει να φορτώνονται άκριτα την ετικέτα της ακυβερνησίας. Την πολιτική αβεβαιότητα μπορούν να κάμψουν οι πολιτικές ηγεσίες αφής στιγμής αποδεχθούν την προοπτική διαπραγμάτευσης και συμπόρευσης. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες έχουν αποδεχθεί την προοπτική αυτή και συνεπώς η ευθύνη της πιθανής αβεβαιότητας βαραίνει εκείνες και όχι το μοντέλο της συναινετικής διακυβέρνησης.

Μιλήσατε για την πολιτική κρίση στη Βρετανία ως παράδειγμα αβεβαιότητας που δεν προέκυψε λόγω κατάρρευσης μιας συμμαχίας ή αδυναμίας σχηματισμού συμμαχικής κυβέρνησης. Αλήθεια, στη Βρετανία κατέρρευσε ο Μπόρις Τζόνσον ή ο λαϊκισμός του Brexit;

Σαφώς κατέρρευσε ο Μπόρις Τζόνσον και τούτο αποδεικνύεται αφενός από το γεγονός ότι υποχρεώθηκε σε προσωπική παραίτηση από τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου και της κοινοβουλευτικής ομάδας του για λόγους που αφορούσαν τη νοοτροπία διακυβέρνησής του και όχι δημόσιες πολιτικές που υιοθέτησε, αφετέρου από το γεγονός ότι η φερόμενη ως πιθανότερη διάδοχός του στην ηγεσία του Συντηρητικού Κόμματος είναι μια εξίσου ισχυρή οπαδός του Brexit. Ο λαϊκισμός δεν είναι ένας εύκολος αντίπαλος για τις σύγχρονες δημοκρατίες. Ευνοείται από τις συνθήκες οικονομικής ανασφάλειας, ευνοείται από την πολωτική και διχαστική ρητορική των πολιτικών ηγεσιών, ευνοείται από την ευκολία διάδοσης μηνυμάτων –πολλές φορές ψευδών μηνυμάτων– στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Καθένας από τους τρεις παράγοντες είναι τόσο εδραιωμένος στις σύγχρονες δημοκρατίες που ο λαϊκισμός καθίσταται ένα ολοένα και πιο ελκυστικό εργαλείο άσκησης πολιτικής ακόμα και από κόμματα που του αντιστέκονταν στο παρελθόν.