Μπορεί η Ευρώπη να παραμείνει δημοκρατική; - Free Sunday
Μπορεί η Ευρώπη να παραμείνει δημοκρατική;
Το ερώτημα αποκτά μεγαλύτερη σημασία ενόψει ευρωεκλογών.

Μπορεί η Ευρώπη να παραμείνει δημοκρατική;

Πολιτική ανατροπή

Πρώτον, έχουμε ευρωεκλογές τον Μάιο του 2019 που αναμένεται να αλλάξουν τον συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων, τη σύνθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και να επηρεάσουν τη σύνθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, ενισχύονται οι δυνάμεις που συνήθως χαρακτηρίζονται δεξιόστροφος λαϊκισμός ή και άκρα Δεξιά, ενώ στις προηγούμενες ευρωεκλογές ένα από τα βασικά πολιτικά γεγονότα ήταν η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε πρώτη δύναμη στην Ελλάδα στο πλαίσιο της δυναμικής των δυνάμεων που συνήθως χαρακτηρίζονται αριστερός λαϊκισμός ή και άκρα Αριστερά.

Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχω μάθει να είμαι προσεκτικός με τους ορισμούς, γιατί οι περισσότεροι προσπαθούν να προσδιορίσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους με τους όρους που εξυπηρετούν τη στρατηγική τους. Γίνεται, λοιπόν, μια διαρκής μάχη ορισμών που έχει πολιτικό και επικοινωνιακό ενδιαφέρον, αλλά και έντονο υποκειμενικό στοιχείο.

Στο πρόσφατο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) που πραγματοποιήθηκε στο Ελσίνκι διάβασα αναλύσεις ειδικών οι οποίοι εκτιμούν ότι 20% έως 23% του εκλογικού σώματος της Ε.Ε. των «27» κινούνται πλέον στα δεξιά του ΕΛΚ.

Το ΕΛΚ και η ΝΔ που συμμετέχει σε αυτό αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροδεξιά, ενώ οι πολιτικοί τους αντίπαλοι που κινούνται στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς και στην Αριστερά τούς παρουσιάζουν σαν δεξιούς, συντηρητικούς.

Στο επόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το ΕΛΚ θα πέσει από τις 219 έδρες προς τις 175, οι Σοσιαλιστές και οι Δημοκράτες σύμμαχοί τους θα πέσουν από τις 190 προς τις 140, οι Συντηρητικοί θα συρρικνωθούν λόγω της αποχώρησης των Βρετανών Συντηρητικών, οι Φιλελεύθεροι θα ενισχύσουν τη θέση τους ανάλογα και με τον τρόπο συνεργασίας με τον Πρόεδρο Μακρόν και το κόμμα του, οι Πράσινοι θα έχουν κέρδη κυρίως λόγω της καλής επίδοσής τους στη Γερμανία και η Αριστερά θα έχει κάποια κέρδη κυρίως λόγω της ενίσχυσης του κόμματος Ανυπότακτη Γαλλία του κ. Μελανσόν, ο οποίος έχει ζητήσει την αποβολή του ΣΥΡΙΖΑ από την Ευρωπαϊκή Αριστερά, θεωρώντας ότι η πολιτική της κυβέρνησης Τσίπρα αποτελεί δυσφήμηση γι’ αυτήν.

Οι μεγάλοι κερδισμένοι της αναμέτρησης θα είναι τα κόμματα της σκληρής και της άκρας Δεξιάς. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Λέγκας του κ. Σαλβίνι, η οποία εκτοξεύτηκε στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές από λιγότερο από 5% προς το 18% και σήμερα καταγράφει δημοσκοπικά ποσοστά της τάξης του 30%.

Παγκόσμια διολίσθηση

Δεύτερον, η Ε.Ε. είναι ένας χώρος πολιτικής και σε μεγάλο βαθμό οικονομικής και κοινωνικής δημοκρατίας ο οποίος δέχεται την πίεση από την παγκόσμια διολίσθηση σε μορφές αυταρχικής διακυβέρνησης.

Οι ΗΠΑ, η ισχυρότερη δημοκρατία του κόσμου, δεν είναι ίδια επί Τραμπ με αυτήν που ήταν επί Ομπάμα. Η Κίνα, η δεύτερη σημαντικότερη οικονομία στον κόσμο, συνδυάζει τον μαρξισμό-λενινισμό με τον επιθετικό υποστηριζόμενο από το κράτος καπιταλισμό, ενώ από τη Βραζιλία μέχρι τις Φιλιππίνες και από την Τουρκία μέχρι την Ινδία αναδεικνύονται ισχυρές ηγετικές προσωπικότητες που αναπτύσσουν την πολιτική τους σε βάρος των δημοκρατικών χαρακτηριστικών του πολιτικού συστήματος.

Παράλληλα, υπάρχουν κι άλλες διεργασίες που απειλούν τη δημοκρατικότητα του συστήματος, όπως είναι η διαρκής ενίσχυση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων σε βάρος του πολιτικού συστήματος. Για παράδειγμα, ποιος μπορεί να τα βάλει με τους ψηφιακούς κολοσσούς των ΗΠΑ στην Ε.Ε., των οποίων κατά περιόδους η μετοχική αξία είναι της τάξης του 1 τρισ. δολαρίων, δηλαδή 1.000 δισεκατομμύρια.

Η δημοκρατικότητα του πολιτικού συστήματος απειλείται και από τις εξελίξεις στα μέσα ενημέρωσης, σε μια περίοδο κατά την οποία το διαδίκτυο μετατρέπεται συχνά σε εργαλείο πολιτικής, κοινωνικής αποσταθεροποίησης ή προσδιορισμού των πολιτικών, εκλογικών εξελίξεων.

Τρίτον, σοβαρό πρόβλημα για τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά της Ε.Ε. δημιουργεί η φθορά των ευρωπαϊκών θεσμών, η δυναμική αμφισβήτησή τους από πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και η ίδια η συμπεριφορά των περισσότερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.

Αντιμετωπίζοντας την πρόκληση

Η πρόκληση που αντιμετωπίζει η δημοκρατία στην Ε.Ε. είναι μεγάλη, αλλά μπορεί, κατά την άποψή μου, να αντιμετωπιστεί.

Έτσι όπως δείχνουν τα πράγματα, στην αρχή θα πρέπει να παίξουμε πολιτική άμυνα και στη συνέχεια να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για να περάσουμε στην επίθεση.

Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να εγκαταλείψουμε τη διπλή πολιτική γλώσσα και να αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν. Όλοι δηλώνουν δημοκράτες και θύματα αντιδημοκρατικών δυνάμεων τις οποίες ταυτίζουν με τους αντιπάλους τους.

Για παράδειγμα, η κ. Λεπέν πάντα διαμαρτυρόταν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι ήταν στόχος αντιδημοκρατικών διακρίσεων από το ευρωπαϊκό και γαλλικό κατεστημένο. Και ο κ. Όρμπαν, όταν εξήγησε την πολιτική του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εμφανίστηκε θύμα πολιτικού ανταγωνισμού και των συμφερόντων του Τζορτζ Σόρος. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαμαρτύρεται συνεχώς ότι βρίσκεται στο στόχαστρο της δεξιάς-ακροδεξιάς, στην αντίληψή του, ΝΔ και του ΕΛΚ, ενώ προωθεί τις δικές του αντιδημοκρατικές επιλογές, κάνοντας ό,τι μπορεί για να αναπτύξει το κομματικό κράτος, τη διαπλοκή, να συκοφαντήσει τους αντιπάλους του και να μετατρέψει τη δημόσια τηλεόραση και το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων σε εργαλεία επιθετικής προπαγάνδας.

Εάν συνεχίσουμε έτσι, με πολλούς πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής να δηλώνουν θύματα αντιδημοκρατικών διώξεων και να κάνουν αντιδημοκρατικές επιλογές, είναι φανερό ότι θα φθείρουμε τη δημοκρατία στην Ε.Ε.

Το δεύτερο που πρέπει να κάνουμε είναι να ελέγξουμε τον ανταγωνισμό που βρίσκεται σε εξέλιξη μεταξύ Βρυξελλών και ευρωπαϊκών πρωτευουσών, όπως η Βαρσοβία, η Βουδαπέστη και η Ρώμη.

Ειδικά σε ό,τι αφορά τη ρήξη με την Ιταλία, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει να δείξουν μεγαλύτερη ευελιξία και να σταματήσουν να παίζουν το παιχνίδι του Σαλβίνι.

Στην πρόσφατη επίσκεψή μου στη Ρώμη, σε αποστολή της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διαπίστωσα ότι οι αντιθέσεις δεν είναι αγεφύρωτες. Ο μετριοπαθής υπουργός Οικονομικών κ. Τρία έχει εμφανίσει ένα σχέδιο κρατικού προϋπολογισμού για το 2019 με δημοσιονομικό έλλειμμα 2,4% του ΑΕΠ. Δημιουργείται ένα σοβαρό ζήτημα για τη χώρα με το δεύτερο μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη –ύψους 132% του ΑΕΠ– μετά το ελληνικό, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει να κηρύξουν, σε συνεργασία με τις αγορές, οικονομικό πόλεμο εναντίον της Ιταλίας.

Αυτός ο πόλεμος θα έχει θύματα την οικονομία της Ιταλίας, τις οικονομικές επιδόσεις της Ευρωζώνης, ενδεχομένως την οικονομία και το τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας, και μεγάλο νικητή τον Σαλβίνι, ο οποίος θα υποστηρίξει στην πορεία προς τις ευρωεκλογές ότι Βρυξέλλες και αγορές συνεργάζονται για να υπονομεύσουν τις δημοκρατικές επιλογές του ιταλικού λαού.

Επομένως, υπάρχουν ζητήματα τακτικής που πρέπει να αντιμετωπιστούν στο άμεσο μέλλον, για να μη γίνουμε αντιπαραγωγικοί, ακόμη κι αν έχουμε καλές προθέσεις.

Η Ιταλία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν συστημικός κίνδυνος για την Ευρωζώνη, γιατί, σε αντίθεση με ό,τι έκανε η ελληνική κυβέρνηση το πρώτο εξάμηνο του 2015, δεν ζητάει διαγραφή δημόσιου χρέους, δεν ζητάει κατάργηση κανόνων της Ευρωζώνης, αλλά ευελιξία, όπως στην περίπτωση της Ισπανίας και της Γαλλίας, και φυσικά δεν είναι σε πρόγραμμα με πρόσθετους περιορισμούς, όπως ήταν η Ελλάδα.

Τα δημοκρατικά χαρακτηριστικά της Ε.Ε. απειλούνται και από την έλλειψη αξιοπιστίας των ευρωπαϊκών θεσμών και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.

Κατά την άποψή μου, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί πρέπει να περιορίσουν την πολιτική φλυαρία που τους χαρακτηρίζει. Εμφανίζονται να έχουν λύσεις για όλα, αλλά τελικά μπορεί να μην έχουν λύση για τίποτα. Ιδιαίτερα μετά το σοκ του Brexit, το οποίο συνιστά μεγάλη στρατηγική ήττα για την Ε.Ε., όλοι μας πρέπει να μιλάμε λιγότερο και να είμαστε περισσότερο συνεπείς και αποτελεσματικοί.

Γνωρίζουμε τα προβλήματα που απασχολούν τους περισσότερους Ευρωπαίους πολίτες. Έχουν να κάνουν με το προσφυγικό-μεταναστευτικό, με την ασφάλεια των πολιτών, με την εξασθένηση της κοινωνικής συνοχής και τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, με την ανεργία των νέων.

Η ιεράρχηση των προβλημάτων αυτών είναι διαφορετική, ανάλογα με τη χώρα, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά κυριαρχούν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και των πολιτικών εξελίξεων.

Υποχρέωσή μας είναι να βγούμε από μια στείρα ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση και να βρούμε δημιουργικές λύσεις που θα καλύπτουν όλους ή σχεδόν όλους, με πρωτοβουλίες, κόστος, αντισταθμιστικά οφέλη.

Η γενική εικόνα που έχω, είτε μιλάμε για το προσφυγικό-μεταναστευτικό είτε για τη χρηματοδότηση πολιτικών μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, είναι ότι οι περισσότεροι προσπαθούν να αποφύγουν αυτονόητες υποχρεώσεις μέσα από ιδεολογικές και πολιτικές κατασκευές.

Για παράδειγμα, όλοι θέλουν να χρηματοδοτήσουν ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες από την άμυνα μέχρι την ψηφιακή οικονομία, αλλά κανένας δεν θέλει να πληρώσει. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ότι οι περισσότεροι δηλώνουν πρόθυμοι να στηρίξουν μια πολιτική για το προσφυγικό-μεταναστευτικό βάσει συγκεκριμένων κανόνων και στη συνέχεια κάνουν επιλογή κανόνων. Πολλά κράτη-μέλη λένε «όχι» στα προγράμματα μετεγκατάστασης προσφύγων, ενώ η κυβέρνηση Τσίπρα αρνείται να κάνει τον διαχωρισμό προσφύγων και μεταναστών και να προχωρήσει στις αναγκαίες επαναπροωθήσεις.

Το μέγεθος της απειλής για τη δημοκρατία στην Ε.Ε. εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη δική μας διπλή γλώσσα και την πολιτικά ιδιοτελή ασυνέπεια. Μπορούμε να κάνουμε την Ε.Ε., που είναι ένας προνομιακός χώρος για τη δημοκρατία σε παγκόσμιο επίπεδο, πιο δημοκρατική, αρκεί να το θέλουμε.

*Το κείμενο αυτό αποτέλεσε την εισήγηση του Γιώργου Κύρτσου στο Διεθνές Συνέδριο Ευρωπαίων Δημοσιογράφων, που πραγματοποιήθηκε στο Αγρίνιο στις 30 Νοεμβρίου.