Καταστρέφοντας τα σπίτια των άλλων - Free Sunday
Καταστρέφοντας τα σπίτια των άλλων
Κι όμως τελικά συμφώνησαν σε μία πρόταση που κανένας τους δεν είχε υποβάλλει

Καταστρέφοντας τα σπίτια των άλλων

Ένα στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ διάρκειας 15 ετών δινόταν στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του αιώνα με επιτόκιο κοντά στο 5%. Αυτό σήμαινε δόση περίπου 800 ευρώ, εκ των οποίων 375 ευρώ αναλογούσαν στο κεφάλαιο και το υπόλοιπο ήταν τόκοι. Με αυτόν τον ρυθμό στον πρώτο χρόνο ο οφειλέτης εξοφλούσε, αν το επιτόκιο ήταν σταθερό, περίπου το 4,5% του αρχικού κεφαλαίου του δανείου.

Τα περισσότερα δάνεια της εποχής εκείνης ήταν ωστόσο κυμαινόμενα, επειδή το σχετικό επιτόκιο ήταν σημαντικά χαμηλότερο του σταθερού. Μέχρι τις αρχές του 2008 τα επιτόκια είχαν αυξηθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα το επιτόκιο ενός στεγαστικού που δόθηκε με αρχικό 5% να διαμορφωθεί στις αρχές του 2008 κοντά στο 8%. Αυτό σήμαινε δόση 956 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 290 ευρώ αντιστοιχούσε στο κεφάλαιο και το υπόλοιπο στους τόκους. Με αυτόν τον ρυθμό η ετήσια απόσβεση αρχικού κεφαλαίου διαμορφώθηκε για τον πρώτο χρόνο περίπου στο 3,5%.

Τα τοκοχρεολυτικά δάνεια, όπως είναι τα στεγαστικά, είναι στημένα έτσι ώστε σημαντική απόσβεση του αρχικού κεφαλαίου να αρχίζει μετά το ήμισυ περίπου της διάρκειάς τους.

Ακόμη χειρότερη διαμορφώθηκε η κατάσταση στα επαγγελματικά δάνεια, όπου τα επιτόκια ήταν πάντοτε υψηλότερα των στεγαστικών.

Τα παραπάνω δείχνουν τον λόγο που σημαντικός αριθμός δανείων της προηγούμενης δεκαετίας εμφάνισαν σημαντικές καθυστερήσεις από τον πρώτο μέχρι τον τρίτο χρόνο της λήψης τους και αρκετά λιγότερα μετά την πρώτη τριετία. Η αύξηση των επιτοκίων, που έφερε αυξήσεις στις δόσεις, η ραγδαία αύξηση της ανεργίας, αλλά και η μείωση των αποδοχών που έφερε η εσωτερική υποτίμηση, προκάλεσαν αυτό που σήμερα ονομάζουμε «κόκκινα δάνεια». Στη στεγαστική πίστη ανετράπη ο όποιος προγραμματισμός των νοικοκυριών, στην επαγγελματική πίστη η αύξηση των υποχρεώσεων για πληρωμή τόκων δανείων συνδυάστηκε με πτώση του τζίρου και αύξηση φορολογικών υποχρεώσεων. Αδιέξοδο, πλην όμως τα στεγαστικά και αρκετά από τα επαγγελματικά δάνεια εξασφαλίζονταν από προσημειώσεις σε κατοικίες.

Αναπόφευκτα, αυτή ήταν εξαρχής η συμφωνία, οι τράπεζες θα οδηγούσαν τα ακίνητα στον πλειστηριασμό για να ανακτήσουν τα κεφάλαια των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Ο πρώτος που επέβαλε περιορισμούς στις τράπεζες ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο νεότερος, απαγορεύοντας τους πλειστηριασμούς. Το μέτρο το υιοθέτησαν και όλες οι επόμενες κυβερνήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ πλειοδότησε εμφανίζοντας τις τράπεζες ως το απόλυτο κακό, ταυτίζοντάς τες με την τότε μισητή (και σήμερα αγαπητή) τρόικα και υποσχόμενος κουρέματα. Επειδή όλα αυτά βέβαια ήταν ουτοπικά, η συζήτηση στράφηκε, ψηφοθηρικά, στην προστασία της «πρώτης» κατοικίας και αργότερα της «λαϊκής» κατοικίας. Συζήτηση την οποία συνεπικουρεί και η αντιπολίτευση όλων των αποχρώσεων. Ήταν ο νόμος Κατσέλη το 2010 ο οποίος δημιούργησε μια αυτοτελή γενιά κακοπληρωτών, οι οποίοι έσπευσαν να ωφεληθούν από τις γενικές και οριζόντιες ρυθμίσεις του.

Τώρα που οι δανειστές (στην ουσία η ανάγκη) μας υποχρεώνουν να αντιμετωπίσουμε τη σκληρή πραγματικότητα, συζητάμε για την ανακάλυψη και προστασία των αδυνάμων, «για να μη χάσουν το σπίτι τους», αφήνοντας τις τράπεζες να κυνηγήσουν τους υπόλοιπους.

Αυτός που δεν πλήρωσε το δάνειο δεν πλήρωσε το σπίτι. Τα νούμερα είναι ξεκάθαρα. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις που το δάνειο «έσκασε» μετά το ήμισυ ή τα δύο τρίτα της διάρκειάς του. Και σε αυτές ήδη οι τράπεζες έδωσαν από μόνες τους όσες διευκολύνσεις ήταν απαραίτητες.

Αυτός που δεν πλήρωσε δάνειο, άρα δεν πλήρωσε το σπίτι, δεν δικαιούται να το κρατήσει. Τόσο απλά. Με άλλη διατύπωση, αυτός που πλήρωσε για δέκα χρόνια το δεκαπενταετές δάνειο δικαιούται διευκολύνσεις. Αυτός που πλήρωσε μόνο για ένα ή δύο χρόνια, όχι. Ο επιχειρηματίας που δεν πλήρωσε το δάνειο και κρατάει το σπίτι λειτουργεί με μειωμένο κόστος και κάνει και αθέμιτο ανταγωνισμό στον συνάδελφό του που πλήρωσε το δάνειο για να κρατήσει το σπίτι.

Η στήριξη των αδυνάμων δεν πρέπει να οδηγεί σε δημιουργία περιουσίας. Η ενίσχυση των προνοιακών δομών και η επιδότηση ενοικίου (και όχι της δόσης) θα ήταν μια σοβαρή λύση, η οποία δεν θα άφηνε τον δανειολήπτη στον δρόμο, αλλά και δεν θα του επέτρεπε να δημιουργήσει πλούτο («να μη χάσει το σπίτι») με τα χρήματα των άλλων. Η κρατικοποίηση και των τραπεζικών χρεών δεν μπορεί να είναι θεμιτή λύση. Κάτι παρόμοιο έγινε και με τον ΟΑΣΘ και με τη Βιομηχανία Ζάχαρης και προκόψαμε, πλην όμως τα νούμερα σε αυτή την περίπτωση είναι (ας πούμε) μικρά.

Υποτίθεται ότι σημαντική μερίδα της κοινωνίας αντιτάχθηκε στην ενίσχυση των τραπεζών μέσω ανακεφαλαιοποιήσεων με χρήματα των φορολογουμένων. Το ίδιο πράγμα, ουσιαστικά, συνιστά και η επιδότηση δόσης ιδιωτικού δανείου, μόνο που μεσολαβεί ο αναξιοπαθών οφειλέτης, σε μια χώρα όπου οι μισθωτοί είναι, βάσει φορολογικής δήλωσης, οι πλουσιότεροι κάτοικοί της και που είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι ρυθμίσεις, εντέλει, δεν θα τηρηθούν.

Οι στατιστικές λένε ότι το 64% των ατόμων στην Ελλάδα ζουν σε ιδιόκτητη κατοικία χωρίς δάνειο ή υποθήκη. Το 15% των ατόμων στην Ελλάδα ζουν σε ιδιόκτητο σπίτι με εκκρεμές δάνειο ή υποθήκη. Το 16% των ατόμων ζουν σε κατοικία με ενοίκιο σε αγοραία τιμή, ενώ το 5% σε κατοικία με μειωμένο ενοίκιο ή δωρεάν. Ότι αυτοί που νοικιάζουν δυσκολεύονται περισσότερο από αυτούς που πήραν δάνειο. Πόσους τελικά έπρεπε να προστατέψουμε; Άξιζαν το ρίσκο οι οριζόντιες ρυθμίσεις του νόμου Κατσέλη;

Χαρίζοντας δάνεια, χαρίζοντας σπίτια, κοροϊδεύουμε αυτούς που πλήρωσαν τα δάνεια στην ώρα τους ή έκαναν κατάθεση, χωρίς να υποπτεύονται ότι μπορεί να τη χάσουν επειδή κάποιος αποφάσισε να χαρίσει δάνεια και σπίτια. Μια ακόμη ανακεφαλαιοποίηση με χρήματα των φορολογουμένων ή των καταθετών (αυτών που μπόρεσαν δηλαδή) θα ήταν τραγική. Πλέον συμφωνούμε όλοι.

Επί δέκα χρόνια αναβάλλαμε το αναπόφευκτο. Επιχειρήσαμε να καταστήσουμε τα ατομικά χρέη συλλογικά. Αυτό μόνο συλλογική χρεοκοπία μπορεί να επιφέρει και σε καμία περίπτωση δεν συνιστά κοινωνική δικαιοσύνη.

Κάποια στιγμή θα πρέπει οι συνεπείς, όσοι άντεξαν και κυρίως όσοι έχουν σκοπό να το παλέψουν, να καταστούν η προτεραιότητα των πολιτικών δυνάμεων. Σε αυτούς συγκαταλέγονται και όσοι προτίμησαν να υποστούν το κόστος των επιλογών τους ή των ατυχιών τους. Σίγουρα όχι όσοι (και διά της ψήφου τους) επιχειρούν να μεταθέσουν τα δικά τους βάρη στο σύνολο.

Εντέλει, η ανάληψη της ατομικής ευθύνης και η εγκατάλειψη της νοοτροπίας που επιρρίπτει αδιακρίτως τα ατομικά βάρη στο σύνολο ίσως αποτελεί την κύρια προϋπόθεση για να βγούμε από το τέλμα. Για να έχει κίνητρο κάποιος νεότερος να μείνει και να δημιουργήσει σε αυτή τη χώρα, κάτι που δεν θα κάνει αν γνωρίζει πως τον καρπό των κόπων του θα τον μοιραστούν άλλοι, που αυτός δεν επέλεξε.