Η σταθεροποίηση της οικονομίας περνάει από τον τουρισμό - Free Sunday
Η σταθεροποίηση της οικονομίας περνάει από τον τουρισμό
Το παραδοσιακό πλεονέκτημα μετατρέπεται από τον κορονοϊό σε μειονέκτημα.

Η σταθεροποίηση της οικονομίας περνάει από τον τουρισμό

Τα τελευταία χρόνια ο τουριστικός κλάδος στήριξε αποφασιστικά την ελληνική οικονομία και την κοινωνία. Το τουριστικό καλοκαίρι έφερνε οικονομικές ανάσες και η καμπύλη της απασχόλησης ήταν απόλυτα προσαρμοσμένη στις τουριστικές επιδόσεις.

Μάρτιο-Απρίλιο είχαμε μεγάλη κάμψη της ανεργίας, καθώς ξεκινούσε η τουριστική περίοδος και οι σχετικές προσλήψεις, ενώ κάθε Οκτώβριο είχαμε δυναμική επιστροφή της ανεργίας, καθώς φτάναμε στο τέλος της τουριστικής περιόδου.

Εξαιτίας του κορονοϊού έχει αλλάξει η οικονομική και κοινωνική δυναμική προς το χειρότερο. Τον Μάρτιο είχαμε σημαντική αύξηση της ανεργίας και κανείς δεν πιστεύει ότι τον Απρίλιο ή τον Μάιο θα έχουμε μεγάλη αύξηση της απασχόλησης στον τουριστικό τομέα και στις υπηρεσίες που συνδέονται με αυτόν.

Αρνητικές προγνώσεις

Οι αρνητικές προγνώσεις των διεθνών οργανισμών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας διαδέχονται η μία την άλλη.

Όλες οι εκτιμήσεις καταλήγουν στο ότι η Ελλάδα θα χτυπηθεί περισσότερο από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης εξαιτίας της μεγάλης εξάρτησης της οικονομίας της από τον τουρισμό.

Σε γενικές γραμμές το ΑΕΠ της Ευρωζώνης αναμένεται να υποχωρήσει γύρω στο 7%-8% το 2020, ενώ στην Ελλάδα η πτώση του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα είναι της τάξης του 10%. Διεθνείς τράπεζες και οίκοι αξιολόγησης έχουν σαν «κακό» σενάριο ακόμη μεγαλύτερη πτώση.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η έκθεση του ΟΟΣΑ για την προοπτική της οικονομίας των 29 κρατών-μελών του, η οποία αναδεικνύει την ελληνική οικονομία ως την πιο ευάλωτη.

Στον τουρισμό, στις υπηρεσίες που συνδέονται με αυτόν και στο λιανεμπόριο συγκεντρώνεται, με βάση τους υπολογισμούς των ειδικών του ΟΟΣΑ, το 45% της συνολικής απασχόλησης στη χώρα μας.

Οι κλάδοι που πλήττονται περισσότερο διεθνώς από τον κορονοϊό, σύμφωνα πάντα με τον ΟΟΣΑ, είναι τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια, διάφορες επαγγελματικές και προσωπικές υπηρεσίες (π.χ. κομμωτήρια), το εμπόριο, η υποδομή, η αυτοκινητοβιομηχανία και τα μέσα μεταφοράς. Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό απασχόλησης –σε σχέση με τη συνολική– από τις χώρες-μέλη του οργανισμού.

Επιβαρυντικό στοιχείο για την εθνική οικονομία είναι ότι 75% των εργαζομένων στις χώρες του ΟΟΣΑ –στους τομείς που αναφέραμε– απασχολούνται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ το σχετικό ποσοστό στην Ελλάδα φτάνει στο 90%.

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θεωρούνται πιο ευάλωτες στην κρίση, γιατί σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν δυνατότητες προσαρμογής ή πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό.

Οι πολύ μικρές, κατά κανόνα οικογενειακές επιχειρήσεις, που έχουν λιγότερους από 10 εργαζομένους και συνήθως αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα προβλήματα ρευστότητας, αντιπροσωπεύουν, σε επίπεδο ΟΟΣΑ, το 30% της απασχόλησης στους τομείς που αναφέραμε, με το ποσοστό να ανεβαίνει στο 60% στην περίπτωση της Ελλάδας.

Όλα είναι δύσκολα σε ό,τι αφορά την οικονομία και δυσκολότερα σε ό,τι αφορά την κοινωνία.

Κίνδυνος διχασμού

Οι περισσότεροι αναλυτές υπογραμμίζουν τον κίνδυνο μιας διαφοροποιημένης αντίδρασης στην οικονομική κρίση, η οποία θα μεγαλώσει τις αναπτυξιακές και κοινωνικές διαφορές σε παγκόσμιο επίπεδο και θα δοκιμάσει τη συνοχή της Ευρωζώνης.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η παρέμβαση του πρώην επικεφαλής του ΔΝΤ Στρος-Καν (με άρθρο του στο περιοδικό «Politique Internationale»), ο οποίος προβλέπει σοβαρή πιθανότητα οικονομικής κατάρρευσης χωρών που εξαρτώνται υπέρμετρα από την τουριστική βιομηχανία ή τις εξαγωγές πρώτων υλών σε συνθήκες κορονοϊού. Ο Στρος-Καν προβλέπει, μεταξύ των άλλων, νέα συρρίκνωση της μεσαίας τάξης και αύξηση των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών λόγω της ακραίας φτώχειας που μπορεί να φέρουν οι οικονομικές συνέπειες του κορονοϊού στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες.

Τον κίνδυνο να πληρώσουμε ακριβότερα από την υπόλοιπη Ευρωζώνη την κρίση υπογραμμίζει ο ίδιος ο πρωθυπουργός στις παρεμβάσεις του –σε επίπεδο ηγετών των «27»– και υποστηρίζει την ανάγκη μιας πιο δυναμικής ευρωπαϊκής παρέμβασης.

Όπως τόνισε στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής: «Αναφορικά με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης –επιπροσθέτως του προϋπολογισμού–, το στηρίζουμε απολύτως. Αλλά εξετάζοντας τις παραμέτρους επαναλαμβάνω –όπως είπε η Κριστίν (Λαγκάρντ)– ότι η ύφεση θα είναι μακρύτερη, σκληρότερη και βαθύτερη απ’ ό,τι αναμέναμε μόλις πριν έναν μήνα. Το λάθος να κάνουμε πολύ λίγα πολύ αργά δεν πρέπει να επαναληφθεί αυτή τη φορά. Η απάντηση πρέπει να είναι “τεραστίων διαστάσεων”, θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί μέσω κάποιου εργαλείου κοινού χρέους, πρέπει να προβλέπει πολύ μακρές περιόδους ωρίμανσης, αν όχι διάρκεια στο διηνεκές, πρέπει να είναι εμπροσθοβαρής και –το πλέον κρίσιμο– θα πρέπει να επικεντρώνεται περισσότερο στις επιχορηγήσεις και όχι στα δάνεια».

Η ανάλυση και η παρουσίαση της οικονομικής κατάστασης και της προοπτικής από τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι πάντα εξαιρετικά υψηλού επιπέδου.

Το πρόβλημα είναι ότι με την εξαίρεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), η οποία μετά από κάποια λάθη στο ξεκίνημα κινείται γρήγορα και αποτελεσματικά, η ευρωπαϊκή αντίδραση είναι –και πιθανότατα θα παραμείνει– κατώτερη των περιστάσεων.

Αυτό περνάει ήδη στην ελληνική κοινή γνώμη. Ενώ η καλή διαχείριση της κρίσης του κορονοϊού και πριν από αυτήν της κρίσης του Έβρου από τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση έχει ενισχύσει θεαματικά την εμπιστοσύνη των πολιτών στον πρωθυπουργό, στην κυβέρνηση και στο κράτος, στην περίπτωση της Ε.Ε. εκδηλώνεται μια νέα κρίση εμπιστοσύνης. Σύμφωνα με την έρευνα της Metron Analysis για τη διαΝΕΟσις, μόλις 27,3% των Ελλήνων εμπιστεύονται σήμερα την Ε.Ε., ενώ το αντίστοιχο ποσοστό πριν από δύο χρόνια ήταν στο 42,1%.

Προς το τέλος της προηγούμενης κρίσης και καθώς είχαμε σταδιακή βελτίωση της οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης, η εμπιστοσύνη των Ελλήνων προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ενισχυόταν. Σήμερα, όμως, οι περισσότεροι συμπολίτες μας καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η Ε.Ε. δεν αντιδρά άμεσα και αποτελεσματικά στην υγειονομική και οικονομική κρίση του κορονοϊού και πως η αλληλεγγύη της προς την πατρίδα μας είναι περιορισμένη σε σχέση με τις δυνατότητές της και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε.

Αναπτύσσεται ένας ώριμος ευρωσκεπτικισμός στην Ελλάδα, ο οποίος στηρίζεται στην αξιολόγηση των ευρωπαϊκών πολιτικών ή της έλλειψής τους και δεν μεταφράζεται –όπως στο παρελθόν– σε διάθεση ρήξης με την Ε.Ε.

Δυσκολίες συνεννόησης

Μια δήλωση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, σύμφωνα με την οποία δεν μπορούμε να κάνουμε διακοπές φέτος όπως τα προηγούμενα χρόνια, προκάλεσε τη δικαιολογημένη παρασκηνιακή αντίδραση του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έκανε στη συνέχεια διορθωτική δήλωση, αλλά το πρόβλημα συνεννόησης ευρωπαϊκών θεσμών - ελληνικής κυβέρνησης και ως συνήθως Βορρά - Νότου για το τουριστικό καλοκαίρι παραμένει.

Χαρακτηριστική η δήλωση του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών, Μάας: «Ένας ευρωπαϊκός ανταγωνισμός σχετικά με το ποιος θα επιτρέψει πιο γρήγορα ταξίδια για τουρίστες οδηγεί σε ανεπίτρεπτα ρίσκα. Τη ζημιά που μπορεί να προκαλέσει ένας τουριστικός θύλακας μόλυνσης στη χώρα προέλευσης των τουριστών την είδαμε ήδη και δεν πρέπει να επαναληφθεί».

Η αναφορά του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας αφορούσε το χειμερινό θέρετρο της Αυστρίας Ιγκλς, όπου παρατηρήθηκε μεγάλη συγκέντρωση Γερμανών σκιέρ, οι οποίοι μετέφεραν στη συνέχεια τον κορονοϊό στη Γερμανία.

Ο Μάας επισημαίνει σε κάθε ευκαιρία ότι κανονικές διακοπές με γεμάτες παραλίες και μπαρ δεν θα υπάρξουν αυτή τη χρονιά. Οι θέσεις του έχουν ξεχωριστή σημασία για την Ελλάδα, γιατί οι Γερμανοί τουρίστες στηρίζουν παραδοσιακά την ελληνική οικονομία και η Γερμανία έχει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη διάρκεια του β΄ εξαμήνου του 2020.

Με βάση τα στοιχεία του 2019, στους Γερμανούς αναλογεί το 18,9% των τουριστικών μας εσόδων, στους Βρετανούς το 12,4%, στους Αμερικανούς το 6,6%, στους Γάλλους το 6,1%, στους Ιταλούς το 6% και στους Ολλανδούς το 3,9%.

Σύμφωνα με έρευνες της αγοράς που πραγματοποιήθηκαν σε αυτές τις χώρες, οι πολίτες τους θα μειώσουν τις ταξιδιωτικές τους δαπάνες το 2020 κατά 60%, κατά 70% και σε ορισμένες περιπτώσεις κατά 80%.

Σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, η στρατηγική της κυβέρνησης είναι να σώσει ό,τι μπορεί από το γ΄ τρίμηνο (Ιούλιος-Σεπτέμβριος), στο οποίο πραγματοποιείται περίπου το 60% των ετήσιων τουριστικών μας εσόδων, διεκδικώντας μεγαλύτερο μερίδιο από την πολύ μικρότερη ευρωπαϊκή τουριστική «πίτα».

Από την άλλη πλευρά, αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη Γαλλία και στις άλλες χώρες που στηρίζουν τον ελληνικό τουρισμό δεν θέλουν να πάρουν το πολιτικό ρίσκο της χαλάρωσης των μέτρων που μπορεί να οδηγήσει σε τουριστική αύξηση των κρουσμάτων. Ταυτόχρονα, θέλουν να στηρίξουν την εθνική οικονομία σε συνθήκες μεγάλης ύφεσης, προχωρώντας στην άρση των περιορισμών πρώτα για τον εσωτερικό τουρισμό.

Η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε αυτή την προσέγγιση γιατί ο εσωτερικός τουρισμός φέρνει μόνο το 12% των συνολικών τουριστικών εσόδων, με τη βασική πηγή εσόδων για τον ελληνικό τουρισμό να είναι οι ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ιταλία και στην Ισπανία –που έχουν πιο αναπτυγμένο τουριστικό τομέα από εμάς– η κατάσταση είναι πιο ισορροπημένη, με τα έσοδα που προέρχονται από τον εσωτερικό τουρισμό να πλησιάζουν το 50% του συνόλου. Κατά συνέπεια, χρειαζόμαστε καλύτερη συνεννόηση και συντονισμό με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για να περιορίσουμε, στο μέτρο του δυνατού, τη ζημιά του κορονοϊού στον τουρισμό και στην οικονομία μας.

Έχουμε δημιουργήσει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα με την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας και όλοι πλέον μας θεωρούν από τις πιο ασφαλείς χώρες. Η επανεκκίνηση, όμως, της οικονομίας περνάει από την αποτροπή μιας τουριστικής κατάρρευσης.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο τουριστικός τομέας επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα το 25% του ΑΕΠ. Πάνω από τα 2/3 των τουριστικών μας εσόδων προέρχονται από ευρωπαϊκές χώρες. Ανάλογα με τις τουριστικές μας επιδόσεις θα κριθεί πόσες από τις 700.000 θέσεις απασχόλησης στον τουριστικό τομέα θα διατηρηθούν αυτό το κρίσιμο καλοκαίρι.

Σκληρή προσγείωση

Η στήριξη του ελληνικού τουρισμού γίνεται πιο σύνθετη εξαιτίας της μεγάλης εξάρτησής μας από τις αεροπορικές συγκοινωνίες. Υπολογίζεται ότι από τα 32 εκατομμύρια τουρίστες που μας επισκέφτηκαν το 2019, τα 22 εκατομμύρια ήρθαν αεροπορικώς.

Οι ξένοι τουρίστες που έρχονται αεροπορικώς στην πατρίδα μας δαπανούν κατά μέσο όρο τα διπλάσια από τους τουρίστες που έρχονται με το αυτοκίνητό τους. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 80% των τουριστικών μας εσόδων εξαρτώνται από τις αεροπορικές συγκοινωνίες. Σε αυτή τη φάση οι αεροπορικές εταιρείες διέρχονται πρωτοφανή κρίση και δυσκολεύονται να οργανώσουν την επόμενη μέρα.

Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της γερμανικής Lufthansa, μιας εξαιρετικά πετυχημένης εταιρείας με 130.000 εργαζόμενους και 760 αεροσκάφη. Έκλεισε ήδη τη θυγατρική της, German Wings, έχει περιορίσει τη μεταφορά επιβατών από 350.000 την ημέρα σε… 3.000, χάνει 1 εκατ. ευρώ την ώρα λόγω της κρίσης του κορονοϊού και στηρίζει το μέλλον της σε ένα «πακέτο» κρατικής βοήθειας της τάξης των 10 εκατ. ευρώ.

Ανάλογη είναι η πορεία της Aegean Airlines. Από εξαιρετικά διεθνοποιημένη και δυναμικά αναπτυσσόμενη εταιρεία μετατράπηκε σε διάστημα λίγων μηνών σε εταιρεία που χρειάζεται σημαντική κρατική και ευρωπαϊκή στήριξη. Το πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει τις δημοσιονομικές δυνατότητες της Γερμανίας, ενώ δεν προβλέπεται σοβαρή ευρωπαϊκή οικονομική στήριξη στις αεροπορικές εταιρείες. Αντίθετα, στις ΗΠΑ ο Τραμπ έθεσε ήδη σε εφαρμογή πρόγραμμα στήριξης των αεροπορικών εταιρειών ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η επόμενη μέρα των αεροπορικών συγκοινωνιών στην Ε.Ε. έχει τεράστια σημασία για τον ελληνικό τουρισμό και την οικονομία μας. Από τη σωστή οργάνωσή της θα εξαρτηθούν το κόστος λειτουργίας των αεροπορικών εταιρειών σε συνθήκες ασφάλειας για τους επιβάτες, τα έσοδα του ελληνικού τουρισμού και το δημοσιονομικό κόστος της αναπόφευκτης στήριξης της Aegean Airlines, κορυφαίας ευρωπαϊκής περιφερειακής αεροπορικής εταιρείας.

Βασική προϋπόθεση το πιστοποιητικό

Για να αρχίσουμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι των προβλημάτων του ελληνικού τουρισμού πρέπει να υπάρξει ευρωπαϊκό υγειονομικό πρωτόκολλο σε όλη την αλυσίδα της τουριστικής βιομηχανίας.

Αν συνεχιστεί η σημερινή κατάσταση, με την κάθε χώρα-μέλος της Ε.Ε. να ορίζει και να εφαρμόζει τους δικούς της κανόνες και στη συνέχεια να επιδιώκει την τουριστική της σωτηρία με διμερείς κρατικές συμφωνίες, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα φτάσουμε στον κατακερματισμό της ευρωπαϊκής αγοράς και σε μια κρίση εμπιστοσύνης σε βάρος της μεγαλύτερης τουριστικής αγοράς στον κόσμο.

Σε επιστολή που έστειλε ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) στην Επιτροπή Τουρισμού της Ε.Ε. και στον αρμόδιο επίτροπο, Μπρετόν, επισημαίνεται η ανάγκη άμεσου προσδιορισμού και εφαρμογής ενός ευρωπαϊκού υγειονομικού πρωτοκόλλου. Την επιστολή προσυπογράφουν οι ομόλογοι σύνδεσμοι τουριστικών επιχειρήσεων της Γερμανίας, της Ιταλίας και της Νορβηγίας. Τονίζεται η ανάγκη μιας ενιαίας, ρεαλιστικής και βιώσιμης προσέγγισης, που θα εξασφαλίσει την επανεκκίνηση της τουριστικής αγοράς εντός του 2020. Υπογραμμίζεται ότι τα μέτρα υγειονομικού ελέγχου θα πρέπει να εφαρμόζονται στη χώρα προέλευσης.

Όλοι παραδέχονται τη στρατηγική σημασία του τουριστικού τομέα για την οικονομία των ευρωπαϊκών χωρών –ιδιαίτερα του Νότου–, ταυτόχρονα όμως διαπιστώνουν τα τεράστια κενά στην ευρωπαϊκή πολιτική.

Δεν έχει αναπτυχθεί τουριστική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ο τουριστικός τομέας δεν είναι από τις βασικές προτεραιότητες της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Δεν υπάρχουν σοβαρά επενδυτικά σχέδια για τη στήριξη του τουρισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ο Γάλλος επίτροπος Μπρετόν προσπαθεί να καλύψει το μεγάλο κενό την τελευταία στιγμή και χωρίς μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας.

Υπάρχει ένα τεράστιο κενό σε επίπεδο ευρωπαϊκής στρατηγικής, χωρίς να υπάρχει η πολιτική βούληση για να κινηθούμε γρήγορα και αποτελεσματικά στην κατεύθυνση κοινής ευρωπαϊκής τουριστικής πολιτικής. Άλλωστε και στο θέμα της υγείας –που είναι εξαιρετικής σημασίας λόγω της απειλής του κορονοϊού– δεν υπάρχει κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, ούτε η πολιτική βούληση να υπάρξει στο άμεσο μέλλον.

Ιδιαίτερα προβλήματα

Ο ελληνικός τουριστικός τομέας αντιμετωπίζει ιδιαίτερα προβλήματα εξαιτίας της δεσπόζουσας θέσης του στην εθνική οικονομία.

Κατ’ αρχάς, η πρόγνωση του κλάδου για τις επιδόσεις του το 2020 είναι ιδιαίτερα αρνητική. Το βασικό σενάριο είναι για μείωση των εσόδων κατά 55% το 2020 σε σχέση με το 2019, μείωση της απασχόλησης κατά 40%, ενώ 60% των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων εκτιμούν ότι μπορεί να κινδυνέψουν με χρεοκοπία.

Σε αυτή την πολύ δύσκολη συγκυρία οι ξενοδοχειακές μονάδες δωδεκάμηνης λειτουργίας –οι οποίες, σύμφωνα με το κυβερνητικό πρόγραμμα, πρόκειται να ανοίξουν την 1η Ιουνίου– βρίσκονται αντιμέτωπες με σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας εξαιτίας των νέων κανόνων υγιεινής.

Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούν να ελπίζουν σε μεγάλο κύκλο εργασιών, ενώ το υψηλό κόστος λειτουργίας στις νέες συνθήκες οδηγεί πολλές από αυτές στο να παραμείνουν κλειστές. Μια πρόχειρη εκτίμηση δείχνει ότι τουλάχιστον 50% των ξενοδοχειακών μονάδων θα επιλέξουν να μη λειτουργήσουν –τουλάχιστον στην πρώτη φάση–, για να δουν πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση.

Η άμεση αύξηση του κόστους λειτουργίας και ο περιορισμένος –τουλάχιστον στην αρχική φάση– κύκλος εργασιών αναδεικνύουν τις ανάγκες σε κεφάλαιο εκκίνησης ενός κλάδου που εμφανίζει χαρακτηριστικά υπερχρέωσης και έχει σημαντική συμβολή στα κόκκινα δάνεια του τραπεζικού συστήματος. Με τις τράπεζες να βλέπουν την προοπτική τους να υποβαθμίζεται από τους οίκους αξιολόγησης, είναι πολύ δύσκολο να αυξηθεί ικανοποιητικά η χρηματοδότηση του κλάδου.

Η κυβέρνηση προσπαθεί να συμβάλει στον περιορισμό της κρίσης ρευστότητας των αεροπορικών εταιρειών και των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων με τη γενίκευση της χρήσης των vouchers. Παρέχεται η δυνατότητα στις αεροπορικές εταιρείες που περιορίζουν, λόγω των συνθηκών, τα δρομολόγιά τους να μην επιστρέφουν χρήματα σε όσους αγόρασαν εισιτήρια αλλά να τους δίνουν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν στη διάρκεια του επόμενου 18μήνου με τα σχετικά vouchers.

Η επιλογή της κυβέρνησης είναι στα όρια των ευρωπαϊκών κανόνων για την προστασία του καταναλωτή, θεωρείται όμως σωστή για τη στήριξη των αεροπορικών εταιρειών και των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, οι οποίες θα βρεθούν αντιμέτωπες με την ακύρωση προπληρωμένων κρατήσεων ανάλογα με την πορεία της πανδημίας.

Η κρίση του κορονοϊού φαίνεται να επιταχύνει το τέλος ενός τουριστικού μοντέλου που δίνει έμφαση στη μαζικότητα μέχρι συνωστισμού, παραβλέποντας σε πολλές περιπτώσεις την ποιοτική διάσταση που πρέπει να έχει ο τουρισμός.

Το «μοντέλο» έδειχνε εδώ και καιρό κουρασμένο και τώρα μοιάζει ξεπερασμένο. Πρέπει να υπάρξουν νέα στοιχεία στην ανάπτυξη του ελληνικού τουρισμού, στην κατεύθυνση της πράσινης μετάβασης, του αγροτουρισμού και της σύνδεσης με την τοπική οικονομία, της αύξησης της προστιθέμενης αξίας.

Η ποιοτική στροφή είναι δύσκολη σε συνθήκες τόσο μεγάλης πίεσης, αλλά αναγκαία για τη βελτίωση της προοπτικής.

Ένα από τα άμεσα προβλήματα του κλάδου είναι η σκληρή διαπραγμάτευση με τους μεγάλους tour operators, οι οποίοι αισθάνονται ότι έχουν το απόλυτο πλεονέκτημα σε αυτή τη φάση. Οι μεγάλοι ταξιδιωτικοί οργανισμοί έχουν τη δυνατότητα να φέρουν τουρίστες σε διάστημα λίγων εβδομάδων από την άρση των περιορισμών, εφόσον μπορούν να εξασφαλίσουν πελατεία, έχουν στη διάθεσή τους αεροσκάφη για τη μεταφορά των τουριστών και έχουν υπό τον έλεγχό τους ή και υπό την ιδιοκτησία τους ξενοδοχειακές μονάδες. Η δυνατότητά τους για άμεση αντίδραση σε περίπτωση επανεκκίνησης του κλάδου τούς επιτρέπει να ζητούν καλές υπηρεσίες με το μικρότερο δυνατό κόστος.

Δύσκολη επιστροφή

Η επιστροφή του τουριστικού τομέα στην κανονικότητα είναι εξαιρετικά δύσκολη και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες.

Κανείς δεν ξέρει πόσος ακριβώς χρόνος θα χρειαστεί για να επαναλειτουργήσουν πλήρως οι αεροπορικές συγκοινωνίες και πόσες από αυτές θα αντέξουν στη δύσκολη μεταβατική περίοδο.

Οι Ευρωπαίοι χρησιμοποιούν το παράδειγμα της Κίνας για να βγάλουν τα πρώτα συμπεράσματα, εφόσον αυτή προηγείται αρκετούς μήνες στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας. Σε αυτή τη φάση οι κινεζικές αεροπορικές εταιρείες λειτουργούν μόλις στο 30% του δυναμικού τους.

Ο τομέας της κρουαζιέρας εκτιμάται ότι θα χρειαστεί 4-5 χρόνια για να επιστρέψει στην κανονικότητα, ενώ δημιουργούνται συνεχώς νέες ανάγκες, όπως είναι η στήριξη των εταιρειών που διαχειρίζονται αεροδρόμια και βλέπουν τα έσοδά τους να καταρρέουν ή της ακτοπλοΐας, που δυσκολεύεται να επιτελέσει το έργο της, κινδυνεύοντας από τις αυξανόμενες ζημιές και έναν νέο κύκλο υπερχρέωσης.

Τα βασικά πλεονεκτήματα

Αντιμέτωποι με μία εξαιρετικά σύνθετη κρίση στον τουριστικό τομέα, οι αρμόδιοι κυβερνητικοί-κρατικοί παράγοντες, οι εκπρόσωποι του κλάδου, οι επιχειρηματίες και τα στελέχη προσπαθούν να αξιοποιήσουν ορισμένα βασικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Η Ελλάδα είναι πιο κοντά στην επανεκκίνηση της οικονομίας γιατί έχει τις καλύτερες επιδόσεις στην αντιμετώπιση του κορονοϊού σε επίπεδο Ευρωζώνης.

Η διεθνής εικόνα της έχει ενισχυθεί και είναι πολύ καλύτερη από εκείνη ευθέως ανταγωνιστικών χωρών –όπως είναι η Ιταλία και η Ισπανία– οι οποίες δοκιμάζονται σκληρά από τις συνέπειες του κορονοϊού.

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης θεωρείται ιδιαίτερα αξιόπιστος από τους ομολόγους του στην Ε.Ε. και είναι σε θέση να επηρεάζει τις αποφάσεις τους σε όφελος των καλώς εννοούμενων συμφερόντων μας.

Με βάση τις επιστημονικές αναλύσεις, η πανδημία θα είναι σε φάση υποχώρησης τον Ιούλιο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, μήνες με τεράστιο τουριστικό ενδιαφέρον, ενώ υπάρχει η πιθανότητα εκδήλωσης ενός νέου κύματος προς τον Νοέμβριο.

Με το πέρασμα του χρόνου βελτιώνουμε τη θέση μας σε ζητήματα νοσοκομειακής υποδομής και καλύτερης αντιμετώπισης όσων νοσούν, με αποτέλεσμα να βελτιώνεται η ψυχολογία μας.

Η εκτίμηση είναι ότι η διάθεση των πολιτών προσαρμόζεται γρήγορα στις νέες συνθήκες. Αυτοί που σήμερα φοβούνται για την υγεία τους μπορεί τους επόμενους μήνες να είναι πολύ πιο εξωστρεφείς, εκτιμώντας ότι ο κίνδυνος υποχωρεί και πως ο κορονοϊός μπορεί να αντιμετωπιστεί πολύ πιο αποτελεσματικά.

Ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του πρωθυπουργού, των κυβερνητικών αρμοδίων και των παραγόντων του ελληνικού τουρισμού είναι ότι ξεκινούν από την κοινή παραδοχή της σοβαρότητας των προβλημάτων και της κρίσης. Αυτή είναι η βασική προϋπόθεση για τη χάραξη μιας όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικής στρατηγικής.