Η πανδημία, οι τράπεζες και η χρηματοδότηση της ανάπτυξης - Free Sunday
Η πανδημία, οι τράπεζες και η χρηματοδότηση της ανάπτυξης
Πιο σύνθετη η σημερινή κρίση, μεγαλώνει το επενδυτικό έλλειμμα.

Η πανδημία, οι τράπεζες και η χρηματοδότηση της ανάπτυξης

Η πανδημία έχει προκαλέσει τεράστια προβλήματα στις επενδύσεις, στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στη χρηματοδότηση της οικονομίας.

Οι θετικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Γερμανίας και της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, ενισχύουν σοβαρά τις πιθανότητες αποτελεσματικής αντιμετώπισης της κρίσης. Οι πρωτοβουλίες αυτές οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην εκτίμηση ότι τα πράγματα πήγαιναν χειρότερα απ’ ό,τι είχε αρχικά υπολογιστεί και πως πρέπει να υπάρξει σοβαρότερη κοινή αντίδραση στην κρίση.

Η συνολική εικόνα σε ό,τι αφορά την Ελλάδα είναι πολύ χειρότερη απ’ ό,τι στο ξεκίνημα της προηγούμενης κρίσης.

Το δημόσιο χρέος ετοιμάζεται να κάνει ένα άλμα από το 175% του ΑΕΠ προς το 200% του ΑΕΠ, ενώ στο ξεκίνημα των μνημονίων το 2010 ήταν σε πολύ κατώτερα επίπεδα.

Το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε θεαματικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας της κρίσης και το τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζει νέες δυσκολίες, ύστερα από δύο χρεοκοπίες και τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις των συστημικών τραπεζών.

Το επενδυτικό έλλειμμα εξακολουθεί να μεγαλώνει. Ο αναπληρωτής διευθυντής της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), Α. Μπαρτζώκας, συνόψισε την κατάσταση ως εξής (εφημερίδα Καθημερινή, 5/6/2020): «Όπως γνωρίζετε, στον δημόσιο διάλογο γίνεται αναφορά σε επενδυτικό κενό 100 δισ. ευρώ και στην αναγκαιότητα υιοθέτησης ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου. Προτείνω να ξεκινήσουμε αντίστροφα, δηλαδή από τον κοινό τόπο των έγκυρων οικονομικών προβλέψεων που διαθέτουμε. Για το 2020, προβλέπεται μείωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου τουλάχιστον κατά 25%. Στη συνέχεια, οι μεσοπρόθεσμες εκτιμήσεις συγκλίνουν στη σταδιακή αύξηση των επενδύσεων χωρίς μεγάλες αποκλίσεις από τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη. Για μια ρεαλιστική εκτίμηση, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την επενδυτική υστέρηση που θα προκαλέσει η συσσώρευση χρέους και τις επιπτώσεις από τη μετακύλιση ρίσκου στο τραπεζικό σύστημα».

Η κατάσταση, λοιπόν, είναι δύσκολη και σύνθετη. Από την άλλη πλευρά, μας προσφέρονται περισσότερες δυνατότητες για να οργανώσουμε σε καλύτερη βάση το μέλλον μας.

Η κρίση που προκαλεί η πανδημία χτυπάει όλες τις οικονομίες της Ευρωζώνης και γι’ αυτό δεν είμαστε απομονωμένοι σε μια κατώτερη κατηγορία οικονομιών, όπως στην προηγούμενη κρίση, ενώ η διαπίστωση των τεράστιων διαστάσεων του προβλήματος κινητοποιεί τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Τέλος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αξιοπιστία απ’ ό,τι η κυβέρνηση Τσίπρα και πρωταγωνιστεί στην αναζήτηση κοινών λύσεων αντί να περιορίζεται σε στείρες καταγγελίες.

 

Δυναμικά στις αγορές

Η πρώτη βασική διαφορά σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι είμαστε –και, απ’ ό,τι φαίνεται, θα παραμείνουμε– δυναμικά στις αγορές. Δεν μας πετάνε έξω, όπως στην προηγούμενη κρίση, εξέλιξη που θα προκαλούσε νέα χρεοκοπία του ελληνικού Δημοσίου και αναγκαστική προσφυγή σε νέο μνημόνιο.

Επί κυβέρνησης Μητσοτάκη έχουμε επιτυχημένες εξόδους στις αγορές με επιτόκια που δεν θα μπορούσαμε να οραματιστούμε κατά το παρελθόν.

Τον Οκτώβριο του 2019 εκδόθηκε δεκαετές ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου με επιτόκιο 1,5%. Τον Ιούλιο του 2019 και τον Απρίλιο του 2020 είχαμε την έκδοση επταετούς ομολόγου με επιτόκιο της τάξης του 2%. Τον Φεβρουάριο του 2020 εκδόθηκε δεκαπενταετές ομόλογο με επίσης εξαιρετικά ικανοποιητικό επιτόκιο, ενώ είχαμε και το πρόσφατο δεκαετές ομόλογο με επιτόκιο 1,57%.

Η παρουσία του ελληνικού Δημοσίου στις αγορές είναι συνεχής και ανταγωνιστική και το επιτόκιο στο δεκαετές ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου είναι κατά διαστήματα κατώτερο του επιτοκίου του δεκαετούς ομολόγου του ιταλικού Δημοσίου.

Η ενισχυμένη αξιοπιστία του ελληνικού Δημοσίου φαίνεται και στις εκδόσεις εντόκων γραμματίων. Για παράδειγμα, μετά την άντληση 3 δισ. ευρώ μέσω της πρόσφατης έκδοσης δεκαετούς ομολόγου, το ελληνικό Δημόσιο εξασφάλισε άλλα 1,3 δισ. ευρώ με την έκδοση εντόκου γραμματίου ετήσιας διάρκειας με επιτόκιο 0,25%.

Είναι τόσο ευνοϊκοί οι όροι δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, ώστε καταφέρνουμε να καλύπτουμε τις πρόσθετες ανάγκες χρηματοδότησης που δημιουργεί η πανδημία, μειώνοντας, με το πέρασμα του χρόνου, το κόστος διαχείρισης του χρέους λόγω της πτωτικής τάσης των επιτοκίων.

Τη διαφορά κάνουν, σε σχέση με το παρελθόν, η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, η προώθηση της δημιουργίας του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης –με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους για την πατρίδα μας– και η αξιοπιστία του πρωθυπουργού και του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης.

Όλα τα παραπάνω δεν καταργούν την ανησυχητική αύξηση του δημόσιου χρέους που προκαλούν στην Ελλάδα, αλλά και στο σύνολο της Ευρωζώνης, οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας.

 

Ο ρόλος της ΕΚΤ

Η ΕΚΤ πρωταγωνιστεί στην προσπάθεια αποτελεσματικής αντιμετώπισης της κρίσης, ενισχύοντας συνεχώς τη συγκριτική θέση της Ελλάδας.

Προχώρησε σε έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορονοϊού, ύψους 750 δισ. ευρώ, στο οποίο συμπεριέλαβε για πρώτη φορά την Ελλάδα.

Όλη την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Τσίπρας και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησής του δεν μπόρεσαν να βρουν το «κλειδί» που θα άνοιγε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για την Ελλάδα. Ήμασταν η εξαίρεση της Ευρωζώνης, στην οποία έβαλε τέλος η Λαγκάρντ τον περασμένο Απρίλιο, για να σταματήσει να είναι η Ελλάδα εύκολος στόχος των οίκων αξιολόγησης και των κερδοσκοπικών κεφαλαίων και για να επιβραβεύσει τις σωστές κινήσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Τον περασμένο Απρίλιο η ΕΚΤ δέχτηκε κατ’ εξαίρεση τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου ως εγγύηση για την παροχή ρευστότητας, παρά το γεγονός ότι τα ελληνικά ομόλογα εξακολουθούν να μην έχουν επενδυτική βαθμίδα.

Μετά και την τελευταία αύξηση του προγράμματος PEPP κατά 600 δισ. ευρώ και την παράταση της εφαρμογής του έως τα τέλη Ιουνίου του 2021, το ελληνικό Δημόσιο, το τραπεζικό σύστημα και η ελληνική οικονομία στο σύνολό της αποκτούν νέες δυνατότητες.

Με βάση τους κανόνες που ισχύουν, στην Ελλάδα αναλογεί το 2,47% του προγράμματος, που μεταφράζεται σε 18,5 δισ. ευρώ από τα πρώτα 750 δισ. και άλλα 15 δισ. ευρώ από τα επιπλέον 600 δισ.

Μέχρι τις αρχές Ιουνίου το νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ είχε ήδη απορροφήσει ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου ύψους 4,68 δισ. ευρώ.

Από την ευνοϊκή χρηματοδότηση που προσφέρει η ΕΚΤ διευκολύνονται και οι ελληνικές τράπεζες. Η εξάρτησή τους από το Ευρωσύστημα αυξήθηκε τον Μάιο στα 28,1 δισ. ευρώ εξαιτίας των πρόσθετων αναγκών που δημιούργησε η πανδημία. Τον Φεβρουάριο η εξάρτησή τους από το Ευρωσύστημα είχε περιοριστεί στα 7,6 δισ. ευρώ. Η διαφορά με το παρελθόν είναι ότι η πρόσθετη ρευστότητα τους παρέχεται με εντυπωσιακά καλούς όρους, αρνητικό επιτόκιο 1%.

Η Λαγκάρντ παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός πλαισίου που εξασφαλίζει την επαρκή χρηματοδότηση του ελληνικού Δημοσίου και του τραπεζικού συστήματος με εξαιρετικά καλούς όρους. Δεν κάμφθηκε από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας και την κριτική που ασκεί διαχρονικά η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας στη «χαλαρή», στην αντίληψή της, πολιτική της ΕΚΤ. Η στροφή που επιχειρεί η καγκελάριος Μέρκελ στην πολιτική της υπέρ μιας πιο δυναμικής παρέμβασης σε ευρωπαϊκό επίπεδο προσφέρει πολιτική κάλυψη στις τολμηρές πρωτοβουλίες της Λαγκάρντ.

 

Ιδιωτικό χρέος και τράπεζες

Η νέα κρίση εκδηλώνεται ενώ εκκρεμούσε η αντιμετώπιση της μεγάλης αύξησης του ιδιωτικού χρέους που προκάλεσε η δεκαετής περίοδος μεγάλων οικονομικών και κοινωνικών δυσκολιών. Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζονται ιδιαίτερα ευάλωτες λόγω του υψηλού ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων αλλά και της προοπτικής ενός νέου κύματος «κόκκινων» δανείων.

Το πρόβλημα φυσικά αφορά το σύνολο του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης, η Ελλάδα όμως βρίσκεται αντιμέτωπη με ακραίες καταστάσεις.

Εκδηλώνονται δύο παρεμβάσεις για να υποστηριχθεί το τραπεζικό σύστημα. Αναβάλλεται η καταβολή των χρεολυσίων σε δάνεια ύψους 16,3 δισ. ευρώ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, με τους δανειολήπτες να υποχρεούνται να συνεχίσουν να αποπληρώνουν τους τόκους.

Η αναβολή καταβολής των δόσεων είναι εξάμηνης διάρκειας και τα δάνεια σε αναστολή αντιστοιχούν στο 16% των ενήμερων δανείων. Τα περισσότερα από αυτά είναι στεγαστικά, δάνεια πολύ μικρών επιχειρήσεων και δάνεια σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις σε τομείς που επλήγησαν από την πανδημία, όπως ο τουρισμός, το εμπόριο και οι μεταφορές.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των διεθνών οίκων, από τα δάνεια αυτά θα προκύψουν –προς το τέλος του χρόνου– νέα «κόκκινα» δάνεια που μπορεί να ξεπεράσουν τα 10 δισ. ευρώ.

Οι προβλέψεις για την αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η αρνητική επίδραση στον κύκλο εργασιών που θα έχει η νέα πτώση του ΑΕΠ ασκούν μεγάλη πίεση στην κερδοφορία των τραπεζών και μπορεί να θέσουν σε αμφισβήτηση και την αποτελεσματικότητα του αναβαλλόμενου φόρου με τον οποίο αυξήθηκαν τα ίδια κεφάλαιά τους.

Με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής –στην οποία ανταποκρίθηκε σε χρόνο ρεκόρ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο– δημιουργείται ένα πιο ευνοϊκό πλαίσιο για τις ευρωπαϊκές τράπεζες σε ό,τι αφορά τη χορήγηση δανείων, την απορρόφηση ζημιών λόγω της πανδημίας και την ανθεκτικότητά τους σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια. Επιταχύνεται επίσης η εφαρμογή μέτρων που έχουν συμφωνηθεί και εξασφαλίζουν κίνητρα στις τράπεζες, κυρίως για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής και μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει περιέλθει σε μια ιδιόμορφη κατάσταση, εφόσον ιδιωτικοποιήθηκε σε όφελος ξένων επενδυτών εξαιτίας της κρίσης του 2015 που προκάλεσε το πείραμα Τσίπρα-Βαρουφάκη. Λόγω αυτής της κρίσης το Δημόσιο –δηλαδή οι Έλληνες φορολογούμενοι– έχασε 39 δισ. ευρώ των προηγούμενων ανακεφαλαιοποιήσεων, ενώ προκλήθηκε μέσω της νέας ανακεφαλαιοποίησης, στην οποία έπαιξε περιορισμένο ρόλο το Δημόσιο, δραστική αλλαγή στη μετοχική σύνθεση των τραπεζών.

Το 2013 το ποσοστό του Δημοσίου μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) ήταν 84,39% στην Εθνική, 81,01% στην Πειραιώς, 83,66% στην Alpha Bank και 93,55% στη Eurobank.

Μετά την κρίση του 2015 και την ανακεφαλαιοποίηση που ακολούθησε, το ποσοστό του Δημοσίου υποχώρησε στο 40,4% στην Εθνική, στο 26,4% στην Πειραιώς, στο 11% στην Alpha Bank και στο 2,4% στη Eurobank.

Η κυβέρνηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς πέτυχε την ιδιωτικοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, προκαλώντας, με την πολιτική της, την οικονομική κατάρρευση των συστημικών τραπεζών και την ανακεφαλαιοποίησή τους κυρίως από ξένους επενδυτές.

Η αλλαγή της μετοχικής σύνθεσης των ελληνικών τραπεζών κάνει πιο δύσκολη την εφαρμογή μιας πολιτικής που θα εξασφαλίζει την αναγκαία χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας σε συνθήκες κρίσης και τη διαχείριση των παλαιών και νέων «κόκκινων» δανείων χωρίς ακραίες οικονομικές και κοινωνικές καταστάσεις. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα επωφελείται από πλήθος ευνοϊκών ρυθμίσεων –από τον αναβαλλόμενο φόρο με απόφαση του εθνικού Κοινοβουλίου μέχρι τον νέο κανονισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου– χωρίς να μπορεί να στηρίξει αποφασιστικά τη σταθεροποίηση και στη συνέχεια την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

 

Διαμάχη για την bad bank

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Στουρνάρας, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ρυθμός εξυγίανσης του χαρτοφυλακίου των τραπεζών, μέσω της τιτλοποίησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, είναι πολύ αργός για τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και πως επιβραδύνεται ακόμη περισσότερο εξαιτίας του νέου κύματος «κόκκινων» δανείων.

Προωθεί, λοιπόν, τη δημιουργία της λεγόμενης «κακής τράπεζας» (bad bank). Μέσω της bad bank θα φύγουν από τους ισολογισμούς των τραπεζών τα δάνεια που είναι σε καθυστέρηση άνω των τριών μηνών.

Η εφαρμογή της bad bank θα είναι σε εθελοντική βάση και θα συμπληρώνει τον προγραμματισμό για μείωση των «κόκκινων» δανείων μέσω τιτλοποιήσεων ή πωλήσεων χαρτοφυλακίων.

Το σχέδιο Στουρνάρα για τη δημιουργία bad bank λαμβάνει υπόψη και το πρόβλημα των ιδίων κεφαλαίων που βασίζονται στον λεγόμενο αναβαλλόμενο φόρο.

Η εμπειρία στην Ευρωζώνη δείχνει ότι χώρες που προχώρησαν στη δημιουργία bad bank –όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία– αντιμετώπισαν πιο γρήγορα και αποτελεσματικά τα προβλήματα του τραπεζικού συστήματος κι έτσι εξασφάλισαν την καλύτερη χρηματοδότηση της οικονομίας. Στην ανταλλαγή απόψεων που είχαμε με την επικεφαλής της ΕΚΤ, Λαγκάρντ, στην Επιτροπή των Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στη συνεδρίαση της Δευτέρας 8 Ιουνίου έθεσα το θέμα ζητώντας την άποψή της για την πρωτοβουλία Στουρνάρα. Απάντησε ότι έχει ενημερωθεί για τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία, αλλά θεωρεί πρόωρο να πάρει θέση η ΕΚΤ, εφόσον δεν έχουν εκτιμηθεί ακόμη οι συνέπειες της πανδημίας σε ό,τι αφορά το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Κατά την άποψή μου, βρίσκεται σε εξέλιξη μια μάχη τακτικής, με τη Λαγκάρντ να θέλει –όπως και ο Ενρία, επικεφαλής της τραπεζικής εποπτικής αρχής της ΕΚΤ– να διευκολύνει την πρωτοβουλία Στουρνάρα, χωρίς όμως να ανοίξει νέα μέτωπα.

Είναι γνωστό ότι η Γερμανία αντιτίθεται στη δημιουργία μιας bad bank σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με το σκεπτικό ότι οι Γερμανοί φορολογούμενοι θα καταλήξουν να συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της εξυγίανσης τραπεζών του ευρωπαϊκού Νότου. Μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας που αμφισβητεί το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, όπως αυτό εφαρμόστηκε την περίοδο 2014-2019, και τις δυσκολίες στη συνεννόηση με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε η ΕΚΤ είναι μια νέα κόντρα με τη Γερμανία.

Θεωρείται πάντως αναπόφευκτο να υποστηριχθεί η πρωτοβουλία Στουρνάρα για τη δημιουργία bad bank μόλις αρχίσουν να καταγράφονται τα νέα «κόκκινα» δάνεια στην Ελλάδα, αλλά και στο σύνολο της Ευρωζώνης, όπου προβλέπεται να είναι μεταξύ 500 δισ. ευρώ και 1 τρισ. ευρώ.

Οι δυσκολίες των ελληνικών τραπεζών αλλά και η προοπτική δημιουργίας bad bank, την οποία δεν επιθυμούν οι επενδυτές του 2015, φαίνεται στην έντονα πτωτική πορεία των μετοχών τους, που είναι συνεχής, με κάποιες εξαιρέσεις προσωρινής ανάκαμψης.

Σύμφωνα με μελέτη που έγινε για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), το ελληνικό Δημόσιο θα επιβαρυνθεί από 8 έως 12,5 δισ. ευρώ σε περίπτωση που πραγματοποιηθεί το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος για δημιουργία «κακής τράπεζας».

Το πιθανότερο σενάριο προβλέπει τη μείωση των «κόκκινων» δανείων στο 19% από 41% που είναι σήμερα με αυξητική τάση, με μεταφορά στην «κακή τράπεζα» μη εξυπηρετούμενων δανείων 50 δισ. και ζημιά για το Δημόσιο 12,5 δισ.

Από την πλευρά του, το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι ελληνικές τράπεζες χρειάζονται πρόσθετα κεφάλαια 10 δισ. ευρώ για να διαχειριστούν αποτελεσματικά την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί.

Με το πέρασμα του χρόνου γίνεται φανερό ότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα υστερεί του αμερικανικού σε χρόνο αντίδρασης και δυνατότητες στήριξης της πραγματικής οικονομίας, ενώ αναδεικνύονται και οι συνέπειες από την έλλειψη ισχυρής και ενιαίας κεφαλαιαγοράς στην Ε.Ε.

Οι ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές παραμένουν κατακερματισμένες και συγκριτικά υπανάπτυκτες. Τα προβλήματά τους μπορεί να καθυστερήσουν και να περιορίσουν τη δυναμική της οικονομικής ανάκαμψης, ενώ το Brexit –το οποίο μάλιστα υπάρχουν πιθανότητες να μετατραπεί σε σκληρό Brexit– στερεί από την Ε.Ε. το ισχυρό χρηματοπιστωτικό κέντρο του City του Λονδίνου.

 

Το Ταμείο Ανάκαμψης

Παρά τις πρόσθετες δυσκολίες που προκαλεί η πανδημία, η πρόταση των κυβερνήσεων της Γαλλίας και της Γερμανίας για τη δημιουργία του λεγόμενου Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, η οποία εμπλουτίστηκε από τη Φον ντερ Λάιεν και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δημιουργεί βάσιμη αισιοδοξία για τις μελλοντικές εξελίξεις στην Ευρωζώνη και ειδικά στην Ελλάδα.

Αναπτύσσονται πρωτοβουλίες ύστερα από μια μεγάλη περίοδο στασιμότητας, εκδηλώνεται έμπρακτα η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και προχωρούμε, ως έναν βαθμό, στην αμοιβαιοποίηση του χρέους.

Με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης δημιουργείται μια ευνοϊκή προοπτική, εφόσον συνδυάζεται με το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027 και τα δανειακά προγράμματα ύψους 540 δισ. ευρώ για τη στήριξη των επιχειρήσεων μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Απασχόλησης (SURE) και την αντιμετώπιση των άμεσων και έμμεσων συνεπειών της πανδημίας (ESM).

Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης θα εξασφαλίσει 750 δισ. ευρώ, τα 500 σε επιχορηγήσεις και τα 250 με δάνεια. Τα κονδύλια θα διατεθούν μέσω του προϋπολογισμού της Ε.Ε. στη διάρκεια της τετραετίας 2021-2024.

Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης προβλέπει τριών ειδών παρεμβάσεις.

Πρώτον, υποστήριξη της οικονομίας με ένα πρόγραμμα ανάκαμψης και ενίσχυσης της ανθεκτικότητάς της που θα στηριχτεί σε επιχορηγήσεις ύψους 310 δισ. ευρώ και δάνεια ύψους 250 δισ. ευρώ.

Προβλέπεται και συμπληρωματική χρηματοδότηση, σε σχέση με τα κονδύλια του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, ύψους 15 δισ. ευρώ, για την περιφερειακή ανάπτυξη και ακόμη σημαντικότερο, ύψους 30 δισ. ευρώ, για τη δίκαιη μετάβαση στην πράσινη οικονομία.

Δεύτερον, επανεκκίνηση της οικονομίας μέσα από την υποστήριξη του ιδιωτικού τομέα και προώθηση των αναγκαίων επενδύσεων.

Προβλέπεται, μεταξύ των άλλων, η υποστήριξη των επιχειρήσεων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων στο ύψος των 300 δισ. ευρώ, στη βάση εγγυήσεων και μόχλευσης κεφαλαίων. Με πρόσθετες εγγυήσεις που θα αξιοποιηθούν στο πλαίσιο του InvestEU και συμπληρωματικές δράσεις, προβλέπεται να εξασφαλιστούν επενδύσεις ύψους 90 δισ. ευρώ.

Τρίτον, αναλαμβάνονται δράσεις στη βάση των διδαγμάτων που αντλήσαμε από την πανδημία, όπως η χρηματοδότηση ενός πρώτου ευρωπαϊκού προγράμματος υγείας, η ενίσχυση της πολιτικής προστασίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο (rescEU) και η συμπλήρωση του προγράμματος Horizon, συνολικού ύψους 94,4 δισ. ευρώ.

 

Οι βασικοί κανόνες

Για να περάσουμε όσο το δυνατόν ταχύτερα στην ανάκαμψη και στη συνέχεια στη δυναμική ανάπτυξη της οικονομίας μας πρέπει να αξιοποιήσουμε τις νέες δυνατότητες στη βάση συγκεκριμένων κανόνων.

Πρώτον, πρέπει να αποφύγουμε τη δημιουργία ελλειμμάτων και εκκρεμοτήτων που θα εξασθενίσουν τη διαπραγματευτική μας θέση έναντι των ευρωπαϊκών θεσμών και μπορεί να μας υποχρεώσουν σε μια τρέχουσα διαχείριση σε βάρος της στρατηγικής που έχουμε ανάγκη.

Δεύτερον, πρέπει να αξιοποιήσουμε τις ευκαιρίες που μας προσφέρει η παραμονή μας στις αγορές, χωρίς όμως να χάσουμε τον έλεγχο σε ό,τι αφορά την αύξηση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου ως ποσοστού επί του ΑΕΠ.

Τρίτον, πρέπει να εξυγιανθεί και να ενισχυθεί το τραπεζικό σύστημα, για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει επαρκώς και με ανταγωνιστικούς όρους την πραγματική οικονομία.

Τέταρτον, πρέπει να υποστηριχθεί η πρόταση Στουρνάρα για δημιουργία bad bank μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επίσης, έχουμε κάθε λόγο να εκμεταλλευτούμε τις δυνατότητες δανεισμού από τον ESM μέχρι 2% του ΑΕΠ με περίπου μηδενικό επιτόκιο. Ο ESM πρωταγωνιστεί στη διαχείριση του ελληνικού χρέους και θα έχει ειδικό ρόλο σε περίπτωση που δημιουργηθεί ευρωπαϊκή bad bank.

Πέμπτον, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στα προγράμματα που θα προτείνουμε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για χρηματοδότηση. Πρέπει να είναι συμβατά με τις νέες ευρωπαϊκές προτεραιότητες, όπως είναι η πράσινη μετάβαση και ο ψηφιακός μετασχηματισμός, και να προωθούν την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας με σύγχρονους όρους.

Έκτον, δεν πρέπει να χαθούμε σε αλληλοσυγκρουόμενες προτάσεις και εμβαλωματικές λύσεις, αλλά να ξεχωρίσουμε τέσσερις-πέντε παρεμβάσεις στρατηγικής σημασίας γύρω από τις οποίες θα εξελιχθούν οι χρηματοδοτήσεις και επενδύσεις.