ΣΥΡΙΖΑ: Σταθερή επένδυση στον επιθετικό λαϊκισμό - Free Sunday
ΣΥΡΙΖΑ: Σταθερή επένδυση στον επιθετικό λαϊκισμό
Γιατί ο Τσίπρας κλιμακώνει την επίθεση σε ΜΜΕ και δημοσιογράφους.

ΣΥΡΙΖΑ: Σταθερή επένδυση στον επιθετικό λαϊκισμό

Η πολιτική αντιπαράθεση γύρω από ζητήματα επικοινωνίας και ΜΜΕ περνάει σε νέα φάση.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία βρέθηκε, με δική της ευθύνη, επικοινωνιακά και πολιτικά απομονωμένη κατά την περίοδο της πανδημίας, επιχειρεί τώρα αντεπίθεση, για να καλύψει μέρος του χαμένου εδάφους. Η αγωνία του κόσμου για την απειλή του κορονοϊού στη δημόσια υγεία μετατρέπεται, με ταχύ ρυθμό, σε άγχος για την οικονομική και κοινωνική προοπτική.

Ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του εφαρμόζουν τη δήθεν αντισυστημική συνταγή του επιθετικού λαϊκισμού η οποία τους έφερε στην εξουσία το 2015. Το πρόβλημα είναι ότι τους κυνηγάει και στον χώρο των ΜΜΕ το κυβερνητικό παρελθόν τους, ενώ η ελληνική κοινή γνώμη γνωρίζει πλέον αρκετά καλά τις μεθόδους που χρησιμοποιούν.

Μέθοδος Τραμπ και Όρμπαν

Η προβολή του δυσφημιστικού για τους δημοσιογράφους σποτ που ετοίμασε ο ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο τους εμφανίζει όλους όργανα της κυβέρνησης που πληρώνονται με άφθονα πενηντάευρα, συνέπεσε χρονικά με την κλιμάκωση των επιθέσεων Τραμπ κατά των αμερικανικών ΜΜΕ και των δημοσιογράφων, στο ξεκίνημα μιας δύσκολης γι’ αυτόν προεκλογικής εκστρατείας.

Η αποτυχημένη προεκλογική ομιλία του στην πόλη Τάλσα χαρακτηρίστηκε από τη φραστική βιαιότητα του Προέδρου των ΗΠΑ κατά των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων, στους οποίους απέδωσε τα πάντα, από την αδυναμία του να περάσει τα πολιτικά μηνύματα που επιθυμεί μέχρι τη χαμηλή προσέλευση, σε συνθήκες κορονοϊού, σε μια μαζική εκδήλωση σε κλειστό γήπεδο, στην οποία υποτίθεται ότι θα έπαιρναν μέρος πολλές δεκάδες χιλιάδες οπαδοί του. Τελικά, η συμμετοχή ήταν της τάξης των 10.000, με τις περισσότερες κερκίδες του γηπέδου να είναι άδειες.

Ο Τσίπρας και οι συνεργάτες του συνήθως καταγγέλλουν τον Τραμπ και τον Όρμπαν για τις επιθέσεις τους κατά των ΜΜΕ, ενώ εμφανίζουν, ακόμη και μέσω των ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, τον Μητσοτάκη σαν τον νέο Όρμπαν.

Δεν δεσμεύονται από το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης πρωταγωνίστησε στην επιτυχημένη προσπάθεια να απομονωθεί ο Όρμπαν και το κόμμα του από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα που εκφράζει σε ευρωπαϊκό επίπεδο την κεντροδεξιά, ούτε, γενικότερα, από την πολιτική πραγματικότητα.

Αυτό άλλωστε είναι το νόημα του αριστερόστροφου και του δεξιόστροφου λαϊκισμού, να απαλλάσσουν εαυτούς από τους περιορισμούς της πραγματικότητας και να φτιάχνουν σενάρια σύμφωνα με τις πολιτικές τους ανάγκες και τους τακτικούς ελιγμούς που πραγματοποιούν. Ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του είναι κατά του Τραμπ και του Όρμπαν σε ό,τι αφορά τη μεταχείριση των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων, δεν έχουν πρόβλημα όμως να αντιγράφουν τις μεθόδους τους.

Κάθε στρατηγική, όμως, απαιτεί συγκεκριμένες δυνάμεις για να επιβληθεί. Ο Όρμπαν είναι βέβαιος για τη δική του, γιατί εξακολουθεί να είναι κυρίαρχος στην Ουγγαρία με ποσοστά της τάξης του 45%-50%, ο Τραμπ κινείται στο όριο, εφόσον οι δυνάμεις του έχουν υποχωρήσει στο επίπεδο του 40%, ενώ ο Τσίπρας ξεκινάει από τα δημοσκοπικά βάθη που καταγράφονται, για να επιχειρήσει μια επίδειξη ανύπαρκτης ισχύος. Δεν είναι η πρώτη ούτε η τελευταία επικοινωνιακή και πολιτική μπλόφα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, την επιχειρεί όμως σε εξαιρετικά δύσκολες γι’ αυτόν συνθήκες.

Απλοϊκή επιχειρηματολογία

Ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του προεξοφλούν την επιδείνωση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης –αυτό άλλωστε προβλέπουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι διεθνείς οργανισμοί για την Ελλάδα και όλο τον κόσμο– και σπεύδουν να κερδοσκοπήσουν πάνω στις μεγάλες δυσκολίες.

Η βασική θέση του κ. Τσίπρα είναι ότι την ύφεση δεν την έφερε η πανδημία, αλλά πρώτος ο Μητσοτάκης. Η πρόγνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο ξεκίνημα του 2020 ήταν για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας ανώτερη του 2% το 2020 και μετατράπηκε σε διάστημα λίγων μηνών, εξαιτίας της πανδημίας, σε πρόγνωση για πτώση του ΑΕΠ κατά 9,7% το 2020. Εάν κρίνουμε μάλιστα από τις αναθεωρημένες προβλέψεις του ΔΝΤ για το σύνολο της Ευρωζώνης σε χώρες με κοινά οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά με την Ελλάδα, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, μπορούμε να δούμε διψήφια πτώση του ελληνικού ΑΕΠ το 2020. Η δραματική επιδείνωση δεν έχει βέβαια σχέση με την κυβερνητική πολιτική, αλλά ούτε αυτό δεσμεύει την επιθετική δημαγωγία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Η δεύτερη βασική θέση του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του, που συμπληρώνει την πρώτη, είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη στερεί, σε συνθήκες αδιαφάνειας, δημόσιο χρήμα από τον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό για να εξαγοράσει τα ΜΜΕ.

Το πρόγραμμα ενίσχυσης των ΜΜΕ που εφάρμοσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε ήδη αποφασιστεί από τον ίδιο τον κ. Τσίπρα και προέβλεπε την καταβολή χρηματικών ποσών σε διάφορα ΜΜΕ. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θεώρησε ότι θα ήταν πιο χρήσιμο να έπαιρνε αυτή η υποστήριξη χαρακτήρα κοινωνικού μηνύματος για την αντιμετώπιση της πανδημίας και να διευρυνόταν η χορήγησή της όσο το δυνατόν περισσότερο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ απαιτεί τη λεπτομερειακή δημοσιοποίηση της διαφημιστικής δαπάνης σε συγκεκριμένα ΜΜΕ για να «αποδείξει» ότι το πρόβλημά του δεν έχει σχέση με την έλλειψη αξιόπιστου πολιτικού μηνύματος αλλά με μια συνωμοσία σε βάρος του των «πουλημένων» ΜΜΕ και των δημοσιογράφων. Διεθνώς τα ΜΜΕ θεωρούνται εύκολος πολιτικός στόχος, γιατί η αξιοπιστία τους, βάσει ερευνών της κοινής γνώμης, είναι συχνά κατώτερη και από την περιορισμένη αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών. Το εντυπωσιακό είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιτίθεται στα ελληνικά ΜΜΕ σε μια περίοδο κατά την οποία, ιδιαίτερα η τηλεόραση, έχει βελτιώσει την εικόνα της στην αντίληψη των πολιτών εξαιτίας του θετικού ρόλου που έπαιξε στην ενημέρωση για την αντιμετώπιση του πρώτου κύματος του κορονοϊού.

Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είχαν ενοχληθεί από την επιτυχία των ελληνικών ΜΜΕ και την αναγνώρισή της από την κοινή γνώμη και είχαν καταγγείλει μέχρι και τον Τσιόδρα ως προπαγανδιστή της κυβέρνησης ο οποίος δεν δεχόταν αντίλογο, λες και θα μπορούσε η ενημέρωση για την εξέλιξη της πανδημίας να μετατραπεί σε πεδίο επικοινωνιακής και πολιτικής μάχης.

Τώρα που το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης μετατοπίζεται –κατά την άποψή μου, πρόωρα– από την απειλή για τη δημόσια υγεία στις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να κλείσει τους λογαριασμούς που έχει ανοίξει, στην αντίληψή της, με τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους.

Τα περί χρηματισμού ακόμη και των φιλικών προς τον ΣΥΡΙΖΑ ΜΜΕ από την κυβέρνηση δεν έχουν βέβαια σχέση με την πραγματικότητα.

Το παράδειγμα του Ιβάν

Είναι τέτοια η καταγγελτική μανία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ώστε δεν εξαιρεί, τουλάχιστον δημόσια, ούτε και παράγοντες των ΜΜΕ που στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις την προσπάθεια του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Ιβάν Σαββίδη, ο οποίος έχασε τεράστια ποσά στις εκδοτικές και τηλεοπτικές πρωτοβουλίες που πήρε, φροντίζοντας κάθε φορά να στηρίζει τα πολιτικά σχέδια του ΣΥΡΙΖΑ.

Σύμφωνα με τη θεωρία που αναπτύσσουν ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του, μέχρι και ο Ιβάν το γύρισε στο πλαίσιο ενός διαφημιστικού προγράμματος 20 εκατ. ευρώ που καλύπτει το σύνολο των ΜΜΕ. Όμως οι άμεσες ανάγκες του τηλεοπτικού Open, το οποίο ελέγχεται από τα συμφέροντα Σαββίδη, είναι της τάξης των 19 εκατ. ευρώ, όπως μαρτυρεί η πρόσφατη απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων για αύξηση των ιδίων κεφαλαίων σε αυτό το ύψος.

Επομένως, η θεωρία ότι ακόμη και οι ισχυροί που στηρίζουν με συνέπεια τον ΣΥΡΙΖΑ ξέχασαν τις πολιτικές προτιμήσεις τους για ένα διαφημιστικό πρόγραμμα που δεν καλύπτει ούτε ένα μικρό ποσοστό των άμεσων αναγκών τους δείχνει πόσο ρηχή και επιθετική είναι η προπαγάνδα της ηγεσίας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ επικαλείται τη διανομή κάποιων ποσών σε sites που έχουν μικρή επισκεψιμότητα ή μπορεί και να μη λειτουργούν. Δεν αποκλείεται να έχουν γίνει τέτοια λάθη στην κατανομή των κονδυλίων, σίγουρα όμως πρόκειται για μικρά ποσά προς περιθωριακούς παίκτες των ΜΜΕ που δεν είναι σε θέση να επηρεάσουν τις εξελίξεις, ούτε φυσικά μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι για την επικοινωνιακή και πολιτική αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ.

Δέσμιοι του παρελθόντος

Αυτό όμως που προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση της επιχειρηματολογίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι ζητούν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη να εφαρμόσει κανόνες που συστηματικά απέφευγε ο Τσίπρας όταν ήταν με τον Παππά στο Μαξίμου.

Η κυβέρνηση Τσίπρα είχε επιβάλει κανόνες διαφάνειας στην κατανομή των διαφημιστικών κονδυλίων των τραπεζών, οι οποίες εξαιτίας της κρίσης που προκάλεσαν Τσίπρας και Βαρουφάκης το 2015 ιδιωτικοποιήθηκαν και αφελληνίστηκαν, δεν επέβαλε όμως τους ίδιους κανόνες στη δημόσια διοίκηση και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα της οικονομίας, ο οποίος εκείνη την περίοδο ήταν υπό τον πολιτικό και κομματικό έλεγχο του ΣΥΡΙΖΑ. Αφού, λοιπόν, μοίρασε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ σε συνθήκες πλήρους αδιαφάνειας, απαιτεί τώρα από την κυβέρνηση Μητσοτάκη να δώσει αναλυτικά στοιχεία για την κατανομή των κονδυλίων του ενημερωτικού-διαφημιστικού προγράμματος για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Ελάχιστοι παίρνουν στα σοβαρά την επιχειρηματολογία Τσίπρα-Παππά υπέρ της διαφάνειας. Στόχος τους είναι να στηρίξουν τη θεωρία ότι η επικοινωνιακή και πολιτική τους αδυναμία οφείλεται σε σκοτεινές δυνάμεις και συμφέροντα και να δημιουργήσουν εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ ορισμένων ΜΜΕ και κυβέρνησης, εφόσον ο ανταγωνισμός μεταξύ των ΜΜΕ για τη διαφημιστική δαπάνη είναι πάντα σκληρός και οδηγεί εύκολα σε παρεξηγήσεις σε τοπικό, περιφερειακό, ακόμη και εθνικό επίπεδο. Όλοι, ακόμα και αυτοί που αντιμετωπίζονται ως ευνοημένοι, θεωρούν ότι αξίζουν κάτι παραπάνω σε διαφημιστική δαπάνη, ιδιαίτερα σε μια περίοδο κατά την οποία οι οικονομικές δυσκολίες που συνδέονται με την πανδημία προκαλούν νέα μεγάλη πτώση των διαφημιστικών δαπανών των ΜΜΕ, τα περισσότερα από τα οποία βρίσκονται ήδη στο όριο.

Άλλωστε όλοι γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν απόλυτα αντικειμενικά στοιχεία στα οποία μπορεί να βασιστεί η κατανομή των διαφημιστικών κονδυλίων. Για παράδειγμα, η «Αυγή», που πουλάει 900 φύλλα την ημέρα, και άλλα έντυπα του σκληρού πυρήνα του ΣΥΡΙΖΑ, που πηγαίνουν καλύτερα αλλά δεν βρίσκονται σε κυκλοφοριακή άνθηση, δύσκολα μπορούν να τεκμηριώσουν το αίτημα για καλύτερη διαφημιστική μεταχείριση, ενώ οφείλουν εξηγήσεις για τα σημαντικά διαφημιστικά έσοδα που είχαν από κράτος, περιφέρειες και ευρύτερο δημόσιο τομέα της οικονομίας επί κυβέρνησης Τσίπρα, με πάντα εξαιρετικά χαμηλή ή μέτρια κυκλοφορία και αναγνωσιμότητα.

Τις μετρήσεις κυκλοφορίας από το πρακτορείο δεν τις δέχονται όλοι και οι μετρήσεις αναγνωσιμότητας από μια εταιρεία που ειδικεύεται εδώ και χρόνια σε αυτές αμφισβητούνται από πολλούς. Επομένως ο ΣΥΡΙΖΑ απαιτεί τη διαφάνεια που δεν εφάρμοσε ο ίδιος στην εξουσία και την εφαρμογή «αντικειμενικών» κριτηρίων στην κατανομή της διαφημιστικής δαπάνης τα οποία αμφισβητούνται και από ανθρώπους των ΜΜΕ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΚΚΕ ζητεί με παρέμβασή του τη δημοσιοποίηση των στοιχείων για την κατανομή των διαφημιστικών κονδυλίων όχι για το πολυσυζητημένο πρόγραμμα των 20 εκατ. ευρώ αλλά για το σύνολο της περασμένης δεκαετίας, επιδιώκοντας να εκθέσει όλες τις «αστικές», στην αντίληψή του, κυβερνήσεις.

Δύο λάθη στον χειρισμό

Το επιτελείο της κυβέρνησης έπρεπε βέβαια να είχε προβλέψει τις κινήσεις των λαϊκιστών του ΣΥΡΙΖΑ, με βάση και το πολιτικό παρελθόν του.

Κατά την άποψή μου, έκανε δύο βασικά λάθη στον χειρισμό.

Το πρώτο είναι ότι προχώρησε σε ένα μεγάλο διαφημιστικό πρόγραμμα εκτιμώντας ότι ο μεγάλος κίνδυνος από την πανδημία είχε περάσει και πως επιστρέφαμε σε ένα είδος κανονικότητας. Αποδεικνύεται ότι πρόκειται για λάθος εκτίμηση, εφόσον η απειλή του κορονοϊού είναι πάντα μαζί μας, ενισχύεται, και πολλοί επιστήμονες προβλέπουν ότι η Ε.Ε. και φυσικά η Ελλάδα θα βρεθούν σύντομα αντιμέτωπες με το δεύτερο κύμα. Χρειαζόταν, λοιπόν, μια επικοινωνιακή πολιτική σε βάθος χρόνου και με διαφοροποιημένα μηνύματα ανάλογα με τις νέες ανάγκες που προκύπτουν.

Το δεύτερο κυβερνητικό λάθος στον χειρισμό έχει σχέση με τον κεντρικό έλεγχο, σε επίπεδο Μαξίμου, μια καμπάνιας που θα έπρεπε να είναι αποκεντρωμένη, με βάση το περιεχόμενο του μηνύματος και τις οικονομικές δυνατότητες του Δημοσίου, των ΔΕΚΟ και άλλων ενδιαφερομένων. Ο κεντρικός συντονισμός, στο επίπεδο του λεγόμενου «επιτελικού κράτους», ανέβασε την πολιτική αντιπαράθεση χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος.

Περί διαπλοκής

Η διαπλοκή την οποία επικαλούνται ο Τσίπρας, ο Παππάς και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σχέση με την κατανομή ενός μεγάλου διαφημιστικού κονδυλίου. Οι σχέσεις διαπλοκής εξελίσσονται γύρω από κοινές επιδιώξεις πολιτικών παραγόντων και οικονομικών συμφερόντων, άφθονο τραπεζικό δανεισμό και μεγάλα επιχειρηματικά ανταλλάγματα έναντι πιθανής παραγωγής πολιτικού χρήματος.

Το τι ακριβώς σημαίνει διαπλοκή μάς το δείχνει με τη συμπεριφορά του και τη συνομιλία που είχε με τον Μιωνή ο Παππάς, ο οποίος την εποχή της παντοδυναμίας του Τσίπρα ήταν το δεξί του χέρι, με ειδικό ρόλο στα ΜΜΕ.

Από τη συνομιλία Παππά-Μιωνή προκύπτει ότι ο άλλοτε πανίσχυρος υπουργός της κυβέρνησης Τσίπρα θεωρούσε το Μαξίμου και γενικότερα την εξουσία ένα «μαγαζί» που συναλλασσόταν ακόμη και με αυτούς που θεωρούσε αντιπάλους, στη βάση της εξυπηρέτησης των δικών του συμφερόντων και της δικής του σκοτεινής ιδιοτέλειας. Οι διάλογοι που ήρθαν στη δημοσιότητα είναι πραγματικά ανατριχιαστικοί, όχι γιατί αποκαλύπτουν κυβερνητική διαφθορά, η ελληνική κοινή γνώμη είναι εξοικειωμένη με τέτοιου είδους καταστάσεις, αλλά γιατί δείχνουν τον Παππά και το σύστημα Τσίπρα κυριολεκτικά πωρωμένους με το χρήμα και τη διαχείριση της εξουσίας σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος.

Να καλύψουμε τον Α, αρκεί να μας διευκολύνει κατά του Β. Να συνεργαστούμε με τον Γ, τον οποίο θεωρούμε αντίπαλό μας, αρκεί να βγάλουμε κάτι από αυτό. Να αφήσουμε τον Δ να αυτονομηθεί ιδιοτελώς στο πλαίσιο του ευρύτερου συστήματος εξουσίας, αρκεί να φροντίσει να μη θίξει με τις ενέργειές του το πάρε-δώσε του σκληρού πυρήνα της εξουσίας.

Όλα αυτά με μια γλώσσα που παραπέμπει περισσότερο σε συναλλασσόμενο υπόκοσμο παρά σε ανώτατο κυβερνητικό παράγοντα της ριζοσπαστικής Αριστεράς η οποία διεκδίκησε και πήρε την εξουσία στο όνομα της κάθαρσης.

Όσοι είμαστε έμπειροι παρατηρητές των εξελίξεων στον δημόσιο βίο δεν χρειαζόταν βέβαια να ακούσουμε τη συνομιλία Παππά-Μιωνή για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι Τσίπρας και Παππάς είχαν στήσει «μαγαζί» στην εξουσία σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος και του Έλληνα φορολογούμενου.

Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της προσπάθειας μετατροπής του Καλογρίτσα σε ισχυρό παράγοντα των ΜΜΕ. Πρώτα τού επέτρεψαν να εμφανίσει μεγαλύτερη περιουσιακή κατάσταση από την πραγματική για να μπορέσει να διεκδικήσει τηλεοπτική άδεια, στη συνέχεια ασκήθηκε κυβερνητική επιρροή για να πάρει δανεικά κι αγύριστα από την Τράπεζα Αττικής σε μια περίοδο έλλειψης ρευστότητας, εξαιτίας της οποίας πολλές υγιείς και δυναμικές επιχειρήσεις οδηγήθηκαν στο αδιέξοδο. Μετά φόρτωσαν την κατασκευαστική του Καλογρίτσα με δημόσια έργα τα οποία ήταν φανερό ότι δεν ήταν σε θέση να κατασκευάσει έγκαιρα, με αποτέλεσμα και η πολυσυζητημένη εθνική οδός Πάτρας-Πύργου να μείνει στα χαρτιά.

Αυτό είναι ένα παράδειγμα διαπλοκής με πολιτικές υπογραφές του ΣΥΡΙΖΑ που δημιούργησε την εικόνα εξουσίας με χαρακτηριστικά «μαγαζιού» πολύ πριν έρθει στη δημοσιότητα το περιεχόμενο της συνομιλίας Παππά-Μιωνή.

Αυτοί, λοιπόν, οι οποίοι ανέπτυξαν διαπλεκόμενες πρωτοβουλίες και κάλυψαν με πλήρη αδιαφάνεια τη διαχείριση των διαφημιστικών κονδυλίων του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα της οικονομίας κατά την περίοδο της διακυβέρνησης Τσίπρα μετατρέπονται τώρα, για τις ανάγκες του σεναρίου, σε τιμητές.

Η περίπτωση της «Ελευθεροτυπίας»

Ενδεικτική τού πως κινείται η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ανάλογα με τη συγκυρία είναι και η περίπτωση της «Ελευθεροτυπίας», η οποία, με την ισχύ που είχε, στήριξε και τον χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Η «Ελευθεροτυπία» έφτασε σε οικονομικό αδιέξοδο το 2011, με αποτέλεσμα να μείνουν χωρίς δουλειά, δεδουλευμένα και αποζημιώσεις 850 εργαζόμενοι. Η τότε ιδιοκτησία είχε ασυλία στον χώρο των «σκληρών» της Αριστεράς, εφόσον είχε προλάβει να χρηματοδοτήσει τον Γιωτόπουλο, εγκέφαλο της τρομοκρατικής οργάνωσης 17Ν, αγοράζοντας την εξοχική κατοικία του, ενώ ήδη τα οικονομικά της άλλοτε ισχυρής εφημερίδας ήταν σε ελεύθερη πτώση. Η αλληλεγγύη προς τον «εγκέφαλο» της 17Ν είχε απόλυτη προτεραιότητα έναντι των εργαζομένων της «Ελευθεροτυπίας» με την ανοχή πολλών «προοδευτικών».

Τα περιουσιακά στοιχεία της «Ελευθεροτυπίας» εκποιούνται σταδιακά και αυτό έχει δημιουργήσει τη δυνατότητα κατανομής ενός ποσού της τάξης των 8 εκατ. ευρώ. Το ερώτημα είναι εάν τα χρήματα θα δοθούν στους 850 εργαζόμενους της «Ελευθεροτυπίας», σε όσους τουλάχιστον είναι ακόμη μαζί μας, ή θα πάνε στις πιστώτριες τράπεζες.

Η κυβέρνηση έχει ήδη ζητήσει από τα τραπεζικά στελέχη να μην επιμείνουν στις αιτήσεις τους, για να εξυπηρετηθούν οι απολυθέντες. Από την πλευρά τους, τα στελέχη των πιστωτριών τραπεζών ακολουθούν τους κανόνες, φροντίζοντας να καλυφθούν από κατηγορίες ότι δεν προστάτεψαν τα συμφέροντα των τραπεζών και των μετόχων τους, και, απ’ ό,τι φαίνεται, η συνέχεια θα δοθεί, σε βάθος χρόνου, στις αίθουσες των δικαστηρίων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει σε αυτή τη φάση την τακτική των τραπεζών και την «ανοχή» που δείχνει προς αυτές η κυβέρνηση, ξεχνώντας πολύ εύκολα ότι η νομοθεσία που υποχρεώνει τα τραπεζικά στελέχη να συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο ψηφίστηκε επί κυβέρνησης Τσίπρα.

Η «Αυγή», πάντα ευέλικτη σε αυτά τα ζητήματα, δικαιολογεί την κυβέρνηση Τσίπρα με τον ακόλουθο τρόπο: «Οι διατάξεις του σχεδίου Χαμηλοθώρη δεν νομοθετήθηκαν ωστόσο επί κυβέρνησης Σαμαρά, καθώς μετά τις ευρωεκλογές του 2014, μπροστά στο προδιαγεγραμμένο τέλος της, έκανε απλή διαχείριση μεταθέτοντας το πρόβλημα στον επόμενο – άλλωστε για τον ίδιο λόγο δεν είχε ολοκληρώσει την τρίτη αξιολόγηση του δεύτερου μνημονίου.

»Όταν ανέλαβε, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συνέστησε άλλη επιτροπή, υπό τον αρεοπαγίτη Δημήτρη Κράνη, η οποία εκπόνησε άλλο σχέδιο Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο οι εργαζόμενοι εξακολουθούσαν να παίρνουν τη μερίδα του λέοντος των πτωχευμένων εταιρειών.

»Το καλοκαίρι του 2015, μετά τις ασφυκτικές πιέσεις των δανειστών, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να υιοθετήσει το σχέδιο Χαμηλοθώρη, πνευματικό τέκνο της κυβέρνησης Σαμαρά, ωστόσο με τις μεταβατικές διατάξεις που προσέθεσε διασφάλισε ότι για τις πτωχεύσεις πριν από τον Αύγουστο του 2015 θα ισχύει, ως προς τη διανομή των χρημάτων της εκποίησης, το προγενέστερο καθεστώς. Αυτά, για την αποκατάσταση της αλήθειας».

Η αλήθεια είναι, κατά την άποψή μου, πολύ απλή. Οι πρώην εργαζόμενοι της «Ελευθεροτυπίας» και άλλων ΜΜΕ που έπεσαν έξω έχασαν δικαιώματά τους με υπογραφή που έβαλε ο Τσίπρας ως πρωθυπουργός και δεν είχε βάλει ο Σαμαράς. Το 2015 ο Τσίπρας ήρθε στην εξουσία υποστηρίζοντας ότι δεν θα κάνει αυτά που τελικά έκανε και με το παραπάνω.

Ανεξάρτητα αν μιλάμε για διαφάνεια, διαπλοκή, σχέσεις με ΜΜΕ, δικαιώματα εργαζομένων στα ΜΜΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την ίδια προσέγγιση. Απαιτεί από τους πολιτικούς αντιπάλους του τα πάντα, ιδιαίτερα αυτά που δεν έκανε ο ίδιος όταν ήλεγχε πλήρως την εξουσία.

Η επικοινωνιακή, πολιτική αντιπαράθεση μπαίνει σε νέα φάση κλιμάκωσης, γιατί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία βρίσκεται σε δύσκολη θέση και πολιορκείται από προβλήματα, επιχειρεί να ενισχύσει στο μέτρο του δυνατού τη θέση της εμπλουτίζοντας την παράδοση επιθετικού λαϊκισμού που έχει δημιουργήσει. Αυτό μόνο ξέρει να κάνει, ανεξάρτητα από τις συνθήκες και τον συσχετισμό δυνάμεων, ο οποίος αυτή την περίοδο δεν την ευνοεί.