Ευρωζώνη: Η οικονομία σε άγνωστη περιοχή λόγω πανδημίας - Free Sunday
Ευρωζώνη: Η οικονομία σε άγνωστη περιοχή λόγω πανδημίας
Ενισχύεται το σενάριο της αργής άνισης ανάκαμψης.

Ευρωζώνη: Η οικονομία σε άγνωστη περιοχή λόγω πανδημίας

Η οικονομία της Ευρωζώνης βρίσκεται σε μια άγνωστη και αρκετά επικίνδυνη περιοχή λόγω των συνεπειών της πανδημίας. Φαίνεται να επιβεβαιώνεται το σενάριο της αργής και άνισης ανάκαμψης σε σχήμα Κ με μεγάλη κερδισμένη τη Γερμανία.

Οι πιέσεις που δέχεται η οικονομία της Ευρωζώνης οδηγούν σε ενδιαφέρουσες προτάσεις που μπορεί στο μέλλον να οδηγήσουν σε θετικές εξελίξεις. Παράλληλα, όλες οι κυβερνήσεις μετράνε το κόστος ενός ενδεχόμενου νέου lockdown και κάνουν ό,τι μπορούν για να το αποφύγουν.

Νέες τάσεις

Δύο είναι οι τάσεις που εκδηλώνονται το τελευταίο διάστημα και ανησυχούν ιδιαίτερα την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).

Παρατηρείται σημαντική ανατίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, η οποία είναι της τάξης του 11% από τον περασμένο Μάρτιο, όταν ξέσπασε στην Ε.Ε. η πανδημία. Η ανατίμηση του ευρώ είναι ένα λεπτό ζήτημα, γιατί κάνει συγκριτικά πιο ακριβές τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ και άλλες χώρες και δυσκολεύει την οικονομική ανάκαμψη σε συνθήκες πανδημίας.

Ορισμένοι αναλυτές αποδίδουν την ανατίμηση του ευρώ σε σχέση με το δολάριο στην πιο χαλαρή νομισματική πολιτική που ακολουθεί η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ για να στηρίξει την οικονομική ανάκαμψη. Ζητούν από την ΕΚΤ να απαντήσει με μια ακόμη πιο χαλαρή νομισματική πολιτική, αλλά αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση από πολιτική και οικονομική άποψη.

Στην τελευταία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της η ΕΚΤ διατήρησε αμετάβλητο το επιτόκιο του ευρώ στο -0,5%, όπως και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων αξίας 1,35 τρισ. ευρώ, για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας.

Και να ήθελε η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, να κάνει ακόμη χαλαρότερη τη νομισματική πολιτική που ακολουθεί, θα αντιμετώπιζε την αντίδραση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας, η διοίκηση της οποίας θεωρεί ότι έχουν ξεπεραστεί ήδη τα όρια.

Αρνητικός πληθωρισμός

Ο άλλος μεγάλος πονοκέφαλος για την ΕΚΤ είναι το πέρασμα της Ευρωζώνης σε αρνητικό πληθωρισμό για πρώτη φορά στη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ο δείκτης τιμών καταναλωτή υποχώρησε κατά 0,2% τον Αύγουστο σε σχέση με τον Αύγουστο του 2019, ενώ τον Ιούλιο είχε καταγράψει αύξηση 0,4%.

Ο πυρήνας του πληθωρισμού, στον οποίο δεν περιλαμβάνονται η ενέργεια, τα τρόφιμα και τα καπνικά προϊόντα, υποχώρησε στο 0,4% τον Αύγουστο, ενώ τον Ιούλιο ήταν 1,2%.

Παρατηρείται πλέον αποπληθωρισμός στα 12 από τα 19 κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Βασικός στόχος της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι η διατήρηση του πληθωρισμού λίγο κάτω από το 2% σε ετήσια βάση για να λειτουργεί καλύτερα η οικονομία και να διευκολύνεται η διαχείριση του δημόσιου χρέους. Η ΕΚΤ απομακρύνεται σιγά σιγά από τον στόχο του λίγο κάτω από το 2% για τον πληθωρισμό και προβλέπει ότι μέχρι το 2022 ο πληθωρισμός θα φτάσει στο 1,3%.

Από τον Αύγουστο, πάντως, η Ευρωζώνη έχει μπει επίσημα σε φάση αποπληθωρισμού και η αρνητική δυναμική μπορεί να ενισχυθεί και λόγω της ανατίμησης του ευρώ, η οποία κάνει φθηνότερα τα εισαγόμενα προϊόντα.

Έχουμε, λοιπόν, ανατίμηση του ευρώ, που στέκεται εμπόδιο στις εξαγωγές και στην ανάκαμψη. Απομάκρυνση από τον στόχο του 2% για τον ετήσιο πληθωρισμό και αρνητικό πληθωρισμό τον Αύγουστο, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο δύσκολη η μακροπρόθεσμη διαχείριση του χρέους και αρνητικά επιτόκια για τα οποία δεν υπάρχει ευρύτερα αποδεκτή άποψη για το πώς επηρεάζουν την οικονομία και ποια είναι η προοπτική τους.

Ενδιαφέρουσα πρόταση

Σε αυτές τις συνθήκες αβεβαιότητας η Κριστίν Λαγκάρντ πήρε μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρωτοβουλία και ζήτησε τη μονιμοποίηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο θα διαθέσει από το 2021 –εκτός συγκλονιστικού πολιτικού απροόπτου– 750 δισ. ευρώ για να στηρίξει την οικονομία των κρατών-μελών.

Από αυτά, τα 390 δισ. ευρώ θα είναι δωρεάν οικονομικές ενισχύσεις μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, ενώ το καθαρό όφελος για την Ελλάδα εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει το 9% του ΑΕΠ.

Κατά τη Λαγκάρντ, το δικαίωμα που δόθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να βγει στις διεθνείς αγορές και να συνάψει δάνειο μέχρι 750 δισ. ευρώ πρέπει να επεκταθεί, για να υπάρξουν κι άλλες σημαντικές παρεμβάσεις στο μέλλον.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΕΚΤ, η πτώση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη θα είναι της τάξης του 8% το 2020, κάπως μειωμένη σε σχέση με την προηγούμενη πρόγνωση, αλλά τα προβλήματα θα μείνουν μαζί μας για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η πρόταση της Λαγκάρντ απορρίπτεται από τους Γερμανούς. Σε προγενέστερη δήλωσή του ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας, Βάιντμαν, προειδοποίησε ότι υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι το χρέος που αναλαμβάνει η Ε.Ε. κατά κάποιον τρόπο δεν μετράει. Επέμεινε επίσης ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης πρέπει να παραμείνει μία πρωτοβουλία αυστηρά αντιμετώπισης της κρίσης της πανδημίας και δεν πρέπει να ανοίξει τον δρόμο για τον μόνιμο δανεισμό και τη σχετική αύξηση του χρέους της Ε.Ε.

Η Λαγκάρντ, πάντως, έθεσε το θέμα και είναι λογικό να περιμένουμε ότι θα υπάρξει ενδιαφέρουσα συνέχεια υπό την πίεση της σκληρής πραγματικότητας.

Το τέλος του πολέμου;

Η Ευρωζώνη βρίσκεται σε άγνωστη οικονομική περιοχή χωρίς να υπάρχει δυνατότητα συνεργασίας με τις ΗΠΑ, οι οποίες κατά τη διάρκεια της τετραετίας Τραμπ εφάρμοσαν το δόγμα «πρώτα η Αμερική», αδιαφορώντας πλήρως για την οικονομική συνεργασία με την Ε.Ε.

Ο Άντονι Μπλίνκεν, βασικός σύμβουλος του Δημοκρατικού υποψηφίου για την προεδρία Τζο Μπάιντεν, ξεκαθάρισε ότι σε περίπτωση επικράτησης των Δημοκρατικών οι ΗΠΑ θα επιδιώξουν να βελτιώσουν τις οικονομικές σχέσεις τους με την Ε.Ε., επειδή πρόκειται για μία εξαιρετικά σημαντική αγορά και οι ΗΠΑ δεν κερδίζουν τίποτα από τη σύγκρουση με τους συμμάχους τους. Όπως χαρακτηριστικά είπε σε ομιλία του στο Εμπορικό Επιμελητήριο των ΗΠΑ: «Πρέπει να σταματήσουμε τον τεχνητό εμπορικό πόλεμο που ξεκίνησε η διακυβέρνηση Τραμπ».

Στην Ευρωζώνη αντιλαμβάνονται τη σημασία της επικράτησης των Δημοκρατικών για τη βελτίωση της οικονομικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, αποφεύγουν όμως τις δημόσιες δηλώσεις. Δεν έχουν πειστεί ότι η υποψηφιότητα Μπάιντεν είναι τόσο ισχυρή όσο δείχνουν οι δημοσκοπήσεις. Φοβούνται την αντίδραση Τραμπ, ιδιαίτερα σε περίπτωση που επανεκλεγεί. Θεωρούν ότι η όποια πολιτική τους παρέμβαση μπορεί να έχει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Η έλλειψη, πάντως, οποιασδήποτε συνεργασίας Ε.Ε.-ΗΠΑ σε συνθήκες οικονομικής κρίσης είναι κι αυτή πρωτόγνωρη, με αποτέλεσμα να ενισχύει την οικονομική αβεβαιότητα.

Το μήνυμα της Γαλλίας

Η Γαλλία έχει τη δεύτερη σημαντικότερη οικονομία της Ευρωζώνης, αλλά βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας. Οι εκτιμήσεις της γαλλικής κυβέρνησης δίνουν τις διαστάσεις του προβλήματος.

Για το 2020 προβλέπεται πτώση του ΑΕΠ κατά 10%, δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 10,2% του ΑΕΠ, αύξηση του δημόσιου χρέους στο 117,5% του ΑΕΠ από 98,1% του ΑΕΠ που ήταν το 2019 και εκτόξευση των δαπανών του Δημοσίου στο 62,8% του ΑΕΠ από 54% του ΑΕΠ που ήταν το 2019.

Η Γαλλία, χώρα που έχει το ρεκόρ στην Ε.Ε. στις δημόσιες δαπάνες σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, σπάει ξανά το δικό της ρεκόρ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της γαλλικής κυβέρνησης, το 2021 θα υπάρξει δυναμική αύξηση του ΑΕΠ κατά 8%, που θα ισορροπήσει κάπως την κατάσταση, μειώνοντας το έλλειμμα στο 6,7% του ΑΕΠ και μειώνοντας οριακά το δημόσιο χρέος στο 116,2% του ΑΕΠ.

Όλα αυτά τα δύσκολα στη βάση της υπόθεσης εργασίας ότι η έξαρση της πανδημίας και το διαφαινόμενο δεύτερο κύμα δεν θα οδηγήσουν σε νέο lockdown. Διαφορετικά, τα δύσκολα θα γίνουν δυσκολότερα.

Αλλαγή νοοτροπίας

Η ένταση της κρίσης είναι τέτοια στη Γαλλία ώστε αλλάζει τον τρόπο που σκέφτονται οι πολίτες για την οικονομία. Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα που πραγματοποιεί η εφημερίδα «Le Monde» σε συνεργασία με εταιρεία δημοσκοπήσεων και κέντρα πολιτικών σπουδών και ανάλυσης, 60% των Γάλλων αντιμετωπίζουν πλέον την παγκοσμιοποίηση σαν απειλή και μόνο το 40% σαν ευκαιρία για τη γαλλική οικονομία.

Εξήντα πέντε τοις εκατό των Γάλλων θεωρούν ότι η χώρα τους πρέπει να πάρει μεγαλύτερα μέτρα οικονομικής προστασίας έναντι του σύγχρονου κόσμου, ενώ μόνο 35% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι η γαλλική οικονομία πρέπει να ανοιχτεί περισσότερο στον κόσμο.

Εξήντα ένα τοις εκατό των ερωτηθέντων έχουν την άποψη ότι για να βοηθηθούν οι γαλλικές εταιρείες πρέπει να επιβληθούν μέτρα προστατευτισμού, ενώ 39% εκτιμούν ότι η λύση βρίσκεται στην απελευθέρωση των οικονομικών συναλλαγών και στην κατάκτηση νέων αγορών.

Πενήντα τρία τοις εκατό των Γάλλων έχουν καλή ή πολύ καλή άποψη για τη συμμετοχή της Γαλλίας στην Ε.Ε. και ένα σημαντικό 34% έχει αρνητική ή πολύ αρνητική άποψη για τη συμμετοχή της χώρας στην Ε.Ε.

Τέλος, στο διάστημα των δύο τελευταίων ετών το ποσοστό των Γάλλων που θεωρούν ότι η πατρίδα τους είναι σε πτώση αυξήθηκε από 70% σε 78%, ενώ αυτοί που έχουν θετική άποψη για την προοπτική της χώρας τους περιορίστηκαν από 30% σε ένα ισχνό 22%.

Η σύγκριση με τη Γερμανία

Τους Γάλλους προβληματίζει, όπως είναι φυσικό, η σύγκριση των επιδόσεών τους, σε συνθήκες κρίσης, με εκείνες της Γερμανίας. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (Ifo) του Μονάχου, το ΑΕΠ της Γερμανίας θα υποχωρήσει το 2020 κατά 5,2%, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ το 2021 θα είναι 5,1%, δίνοντας στην ανάκαμψη το σχήμα V, γρήγορη και μεγάλη πτώση με γρήγορη και μεγάλη άνοδο.

Αντίστοιχα, το δημοσιονομικό έλλειμμα θα είναι της τάξης του 5,1% του ΑΕΠ, ενώ το πλεόνασμα στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας αναμένεται να κινηθεί στο εντυπωσιακό επίπεδο των 215 δισ. ευρώ.

Η γερμανική ανάκαμψη είναι τύπου V, η Γαλλία δέχεται ένα διπλάσιο οικονομικό και δημοσιονομικό πλήγμα από την πανδημία σε σχέση με τη Γερμανία, ενώ άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την ισπανική και την ελληνική, έχουν μπροστά τους μια δύσκολη ανάκαμψη σε σχήμα Κ, σε βάθος χρόνου και με μεγάλες ανισότητες σε σχέση με τους ισχυρούς της Ευρωζώνης αλλά και στο εσωτερικό των χωρών.