Προβλήματα για την «παγκόσμια Βρετανία» - Free Sunday
Προβλήματα για την «παγκόσμια Βρετανία»
Διπλή αποτυχία σε υγεία και οικονομία για τον Μπόρις Τζόνσον.

Προβλήματα για την «παγκόσμια Βρετανία»

Υποτίθεται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έδωσε μάχη για να απελευθερωθεί, μέσω του Brexit, από τα «δεσμά» της Ε.Ε. για να μπορέσει να αξιοποιήσει τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.

Οι θεωρίες που πρόβαλαν οι υποστηρικτές του Brexit για να κερδίσουν το κρίσιμο δημοψήφισμα του Ιουνίου 2016 καταρρίπτονται η μία μετά την άλλη. Τα τεράστια ποσά που θα εξασφάλιζε το Brexit για το κράτος πρόνοιας στο Ηνωμένο Βασίλειο αποδείχθηκαν μύθος. Η ειδική σχέση με τις ΗΠΑ δεν έχει τη σημασία του παρελθόντος, ούτε μπορεί να αντισταθμίσει τη σχετική ευρωπαϊκή απομόνωση που προκαλεί το Brexit. Ακόμη και το πανίσχυρο City, το σημαντικότερο χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρώπης, έχει κάποια φθορά εξαιτίας της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε.

Δεν έχουμε να κάνουμε με την απελευθέρωση των βρετανικών δυνατοτήτων από τους περιορισμούς και τους καταναγκασμούς της Ε.Ε. αλλά με τη διαπίστωση ότι δεν μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε έναν εξαιρετικά δυναμικά μεταβαλλόμενο κόσμο χωρίς τη συμμετοχή του στην Ε.Ε.

Διπλή αποτυχία

Η Συντηρητική κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον βαρύνεται με διπλή αποτυχία. Έχει τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρώπη στην αντιμετώπιση της πανδημίας και των οικονομικών συνεπειών της.

Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι η πρώτη μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα που έσπασε το φράγμα των 50.000 θανάτων εξαιτίας της πανδημίας. Στα μέσα Νοεμβρίου είχαν καταγραφεί 52.147 θάνατοι από κορονοϊό στο Ηνωμένο Βασίλειο, 45.773 στην Ιταλία, 45.054 στη Γαλλία, 41.253 στην Ισπανία και 12.833 στη Γερμανία, που και σε αυτό το θέμα έχει τις καλύτερες επιδόσεις μεταξύ των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών χωρών.

Οι Βρετανοί πληρώνουν ακριβά το γεγονός ότι ο Μπόρις Τζόνσον υποτίμησε, σε πρώτη φάση, την απειλή, ακολουθώντας το κακό παράδειγμα του Ντόναλντ Τραμπ. Ο έλεγχος χάθηκε για ένα διάστημα. Ο ίδιος ο Τζόνσον νόσησε και χρειάστηκε να νοσηλευτεί στην εντατική. Στη συνέχεια επιβλήθηκαν αρκετά περιοριστικά μέτρα για να σπάσει η δυναμική της πανδημίας. Στα μέσα Νοεμβρίου ο ημερήσιος ρυθμός θανάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μεταξύ 200 και 300.

Στην αντιμετώπιση της πανδημίας δεν φάνηκαν κάποιες ιδιαίτερες βρετανικές αρετές, ούτε το βρετανικό ΕΣΥ έστειλε μηνύματα μεγάλης αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας.

Ανάλογη ήταν η εξέλιξη και σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων που δημιουργεί η πανδημία. Το δεύτερο τρίμηνο του 2020 η βρετανική οικονομία γνώρισε πρωτοφανή πτώση του ΑΕΠ κατά 19,8%. Η οικονομία εξαρτάται κατά 79% από τις υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην πανδημία.

Το τρίτο τρίμηνο του 2020 παρατηρήθηκε δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας, με αύξηση του ΑΕΠ κατά 15,5%. Γρήγορα όμως έχασε τον δυναμισμό της. Το δεύτερο κύμα της πανδημίας δημιούργησε συνθήκες προσωρινής επιστροφής στην ύφεση.

Συγκρίνοντας τη συμπεριφορά της βρετανικής οικονομίας με το σύνολο της Ευρωζώνης παρατηρούμε ότι αντιδρά χειρότερα στην πανδημία. Τον Οκτώβριο το βρετανικό ΑΕΠ ήταν 8,3% πιο κάτω από τα επίπεδα του Φεβρουαρίου του 2020.

Οι βασικές εκτιμήσεις για το 2020 είναι πτώση του ΑΕΠ λίγο πάνω από το 10%, εντυπωσιακό δημοσιονομικό έλλειμμα που μπορεί να ξεπεράσει το 17% του ΑΕΠ και αύξηση της ανεργίας στο 8,3% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.

Το 2021 προβλέπεται αρκετά ικανοποιητική ανάκαμψη, αλλά θα χρειαστεί και το 2022, ενδεχομένως και ένα μέρος του 2023, για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος του 2020. Επομένως, δεν έχουμε να κάνουμε με έναν παγκόσμιο πρωταθλητή που τον κρατούσαν πίσω, όπως υποστήριζαν οι οπαδοί του Brexit, η γραφειοκρατία και οι περιορισμοί των Βρυξελλών, αλλά με μια χώρα με σοβαρά προβλήματα, που κινδυνεύει να χάσει έδαφος στον διεθνή ανταγωνισμό.

Πιο σκληρή η διαπραγμάτευση

Η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ και τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που εκδηλώθηκαν έκαναν τον Τζόνσον ακόμη πιο σκληρό στη διαπραγμάτευσή του για τη μελλοντική σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ε.Ε. Ήταν τέτοια η πτώση του ΑΕΠ λόγω της πανδημίας ώστε εξαφάνισε –για ένα διάστημα– τη διαφορά που θα κάνει για τη βρετανική οικονομία το σκληρό Brexit σε σχέση με το οργανωμένο Brexit, στη βάση μιας συμφωνίας για στενή συνεργασία των δύο μερών.

Οι αναλυτές υπολογίζουν ότι η διαφορά μεταξύ σκληρού Brexit και οργανωμένου –στη βάση μιας καλής συνεννόησης– Brexit μπορεί να είναι 2-3 μονάδες του ΑΕΠ σε βάθος πενταετίας. Σε μια οικονομία που θα υποστεί πτώση της τάξης του 10% το 2020 λόγω της πανδημίας, η διαφορά 2-3 εκατοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ σε βάθος πενταετίας δεν είναι μέγεθος που δεσμεύει πολιτικά.

Αυτή είναι η αντίληψη του Συντηρητικού πρωθυπουργού Τζόνσον, ο οποίος καταργεί μονομερώς ορισμένες από τις προβλέψεις Λονδίνου-Βρυξελλών για το Brexit, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη Βόρεια Ιρλανδία.

Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει δεχτεί ειδικό καθεστώς για τη Βόρεια Ιρλανδία μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, στις 31 Δεκεμβρίου 2020. Ο Βρετανός πρωθυπουργός παίρνει πίσω τη συμφωνία –ενέργεια που θεωρείται πρωτοφανής για την ευρωπαϊκή διπλωματία του Ηνωμένου Βασιλείου– και μεταφέρει τα σύνορα της εσωτερικής αγοράς της Ε.Ε. ανάμεσα στην Ιρλανδία και στη Βόρεια Ιρλανδία, ενώ η συμφωνία που είχε υπογράψει με την Ε.Ε. τα τοποθετούσαν ανάμεσα στη Βόρεια Ιρλανδία και στο υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο.

Πρόκειται για πολύ σημαντική αλλαγή, που ουσιαστικά επαναφέρει σύνορα μεταξύ Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και Βόρειας Ιρλανδίας, με αποτέλεσμα να τίθεται σε αμφισβήτηση η συμφωνία ειρήνευσης του 1999, η οποία έβαλε τέλος στον εμφύλιο μεταξύ προτεσταντών και καθολικών στη Βόρεια Ιρλανδία.

Ο Τζόνσον πέρασε άνετα τον σχετικό νόμο για την εσωτερική αγορά από τη Βουλή των Κοινοτήτων αλλά τον σταμάτησε προσωρινά η Βουλή των Λόρδων, καταψηφίζοντας με μεγάλη πλειοψηφία δύο επίμαχες διατάξεις. Αυτήν που δίνει το δικαίωμα στους υπουργούς να παραβιάζουν… διεθνείς κανόνες και μία άλλη, που τους επιτρέπει να παραβλέπουν όρους που χαρακτηρίζουν τη σχέση Βόρειας Ιρλανδίας και Ένωσης.

Η απόρριψη του νομοσχεδίου από τη Βουλή των Λόρδων καθυστερεί τη διαδικασία, εφόσον τώρα πρέπει να επιστρέψει στη Βουλή των Κοινοτήτων. Αναδεικνύει τις αντιφάσεις της πολιτικής του Τζόνσον, ο οποίος παίζει με την ιδέα να περάσει από το συμφωνημένο Brexit σε ένα σκληρό Brexit αδιαφορώντας για το κόστος που μπορεί να έχει η επιλογή του στη βρετανική οικονομία και στη διεθνή αξιοπιστία της χώρας.

Τα χρονικά περιθώρια για τη διαπραγμάτευση της νέας σχέσης Ε.Ε.-Ηνωμένου Βασιλείου εξαντλούνται. Ο επικεφαλής διαπραγματευτής της Ε.Ε., Μισέλ Μπαρνιέ, παραμένει ψύχραιμος και συγκρατημένα αισιόδοξος για μια συμφωνία που θα αποτρέπει το σκληρό Brexit. Η υποβάθμιση όμως της πολιτικής συνεννόησης και της συνεργασίας Λονδίνου-Βρυξελλών και άλλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών είναι γεγονός.

Εσωτερικός διχασμός

Η στρατηγική του Brexit που ακολούθησαν με επιτυχία οι Συντηρητικοί βασίζεται στην εκτίμηση ότι η Ε.Ε. είναι ένα υπερεθνικό σύστημα που μπορεί να προκαλέσει περιορισμούς στην εθνική κυριαρχία του Ηνωμένου Βασιλείου, ακόμη και προβλήματα συνοχής.

Στην πράξη συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο, γιατί έρχονται στο προσκήνιο οι αντιθέσεις μεταξύ των Άγγλων, που ψήφισαν υπέρ του Brexit, και των Σκωτσέζων και των Βορειοϊρλανδών, που ψήφισαν υπέρ του Bremain.

Οι κακές επιδόσεις της κυβέρνησης Τζόνσον σε ζητήματα δημόσιας υγείας και οικονομίας, μαζί με τη στροφή υπέρ του σκληρού Brexit που φαίνεται να επιχειρεί, προκαλούν πολιτικές αντιδράσεις στη Σκωτία. Αυξάνεται συνεχώς το ποσοστό των Σκωτσέζων που θα ψήφιζαν υπέρ της απόσχισης της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο σε νέο δημοψήφισμα και φαίνεται να δημιουργείται ισχυρό πλειοψηφικό ρεύμα.

Τους Σκωτσέζους εθνικιστές διευκολύνουν άστοχες δηλώσεις του Τζόνσον, όπως αυτές που έκανε σε τηλεδιάσκεψη με βουλευτές από βόρειες περιοχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Δήλωσε ότι η αποκέντρωση των εξουσιών στην οποία προχώρησε ο Εργατικός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ ήταν το μεγαλύτερο λάθος του και εξελίχθηκε σε πραγματική καταστροφή σε ό,τι αφορά τη Σκωτία.

Στη Βόρεια Ιρλανδία δεν είναι τόσο δυναμική η υποστήριξη στην απόσχιση από το Ηνωμένο Βασίλειο. Πολλοί αναλυτές, όμως, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι για πολιτικούς και δημογραφικούς λόγους διαμορφώνεται πλειοψηφία υπέρ των καθολικών και των υποστηρικτών διενέργειας δημοψηφίσματος για την αποχώρηση της Βόρειας Ιρλανδίας από το Ηνωμένο Βασίλειο και την ένωσή της με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας.

Το Brexit, έτσι όπως εξελίσσεται, ίσως συμβάλλει περισσότερο στη διάλυση του Ηνωμένου Βασιλείου απ’ ό,τι στη διάλυση της Ε.Ε.

Χωρίς τον Τραμπ

Μεγάλη σημασία για το πολιτικό μέλλον του Τζόνσον μπορεί να έχει η εκλογική ήττα του Τραμπ.

Ο Τραμπ ήταν συνεπής στην αντίθεσή του στην Ε.Ε. και σε ορισμένες περιπτώσεις την εξέφραζε πιο δυναμικά κι από τον Τζόνσον. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν πιο κοντά στον Φάρατζ, τον ακραίο λαϊκιστή που πρωταγωνίστησε στην εκστρατεία υπέρ του Brexit, απ’ ό,τι στον Τζόνσον. Με τον Τζόνσον ήταν σύμμαχοι, ενώ με τον Φάρατζ φίλοι και συναγωνιστές στη μεγάλη υπόθεση της διάλυσης της Ε.Ε.

Η αντίθεση του Τραμπ στην Ε.Ε. ενίσχυε τη θέση του Τζόνσον έναντι των Βρυξελλών, αλλά και δημιουργούσε στη βρετανική κοινή γνώμη την εντύπωση ότι ο Τραμπ θα αναγνώριζε και θα κάλυπτε τις ανάγκες του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο του Brexit.

Η αντίθεση του Τραμπ στην Ε.Ε. δεν οδηγούσε αυτόματα στην ανάπτυξη μιας ειδικής σχέσης με το Ηνωμένο Βασίλειο, γιατί ο κανόνας του Αμερικανού προέδρου «πρώτα η Αμερική» ισχύει για όλους και θα έβαζε το Ηνωμένο Βασίλειο σε αδύναμη διαπραγματευτική θέση έναντι των ΗΠΑ.

Μόλις εγκατασταθεί ο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο, στις 20 Ιανουαρίου 2021, ο Τζόνσον θα βρεθεί σε αρκετά δύσκολη θέση.

Πρώτον, ο Μπάιντεν είναι σταθερός υποστηρικτής της Ε.Ε. και ήταν αντίθετος –όπως ο πρόεδρος Ομπάμα– στο Brexit.

Δεύτερον, η οικογένεια του Μπάιντεν κατάγεται από την Ιρλανδία –όπως η οικογένεια του δολοφονηθέντος προέδρου Κένεντι– και το ιρλανδικό λόμπι είναι πανίσχυρο στους Δημοκρατικούς. Ήδη ο Μπάιντεν έχει εκφράσει δημόσια την αντίθεσή του στην αθέτηση από τον Τζόνσον της συμφωνίας με τις Βρυξέλλες για το Brexit, με το σκεπτικό ότι μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση την ειρήνευση στην Ιρλανδία που επιτεύχθηκε προ εικοσαετίας.

Ο Τζόνσον γνωρίζει ότι αν κινηθεί σε βάρος της Ε.Ε. με τρόπο που θα δημιουργήσει προβλήματα στους Ιρλανδούς και στους Βορειοϊρλανδούς ο Μπάιντεν θα τον αντιμετωπίσει αρκετά αυστηρά σε ό,τι αφορά τη συνεργασία Ηνωμένου Βασιλείου - ΗΠΑ.

Η ήττα του Τραμπ αποδυναμώνει τον Τζόνσον και στην αντίληψη της βρετανικής κοινής γνώμης, εφόσον είχε επικρατήσει η άποψη ότι Τζόνσον και Τραμπ ήταν πολύ κοντά και συνεργάζονταν για την επικράτηση ενός επιθετικού δεξιόστροφου λαϊκισμού στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. Ο Συντηρητικός πρωθυπουργός της Βρετανίας δείχνει τώρα πολιτικά απομονωμένος και ξεπερασμένος από τις διεθνείς εξελίξεις.

Μάχη για επιβίωση

Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, ο Τζόνσον δεν απειλείται άμεσα, γιατί έχει άνετη και κατά τα φαινόμενα σταθερή πλειοψηφία στη Βουλή των Κοινοτήτων και είναι ένας σκληρός και αποτελεσματικός πολιτικός χειριστής.

Κινείται χωρίς φραγμούς, με βασικό στόχο την επικράτηση και την επιβίωση. Οι πολιτικοί αναλυτές εντυπωσιάζονται με τον τρόπο που διαχειρίζεται την οικονομία. Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πανδημίας και να διατηρήσει τη δημοτικότητά του έχει προχωρήσει σε εντυπωσιακές κρατικοποιήσεις –όπως των βρετανικών σιδηροδρόμων, που είχαν ιδιωτικοποιηθεί με πρωτοβουλία των Συντηρητικών– και δαπανά τεράστια ποσά δημόσιου χρήματος για τη στήριξη του εισοδήματος εργαζομένων και ελεύθερων επαγγελματιών και την οικονομική ενίσχυση όλων των ειδών των επιχειρήσεων.

Οι άμεσες δημοσιονομικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης υπολογίζονται γύρω στα 200 δισ. λίρες και συμβάλλουν στην απογείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.

Οι Συντηρητικοί πρωταγωνίστησαν στο παρελθόν σε μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών με αλλεπάλληλα προγράμματα λιτότητας. Τώρα κινούνται σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση, επικαλούμενοι την ανάγκη αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας.

Οι επικριτές του Μπόρις Τζόνσον που κινούνται στον δικό του πολιτικό χώρο επισημαίνουν ότι σε πολλές περιπτώσεις η αύξηση των δαπανών είναι ανεξέλεγκτη και δεν φέρνει το επιδιωκόμενο οικονομικό αποτέλεσμα.

Τονίζουν επίσης ότι ο παρεμβατισμός της κυβέρνησης Τζόνσον έχει ξεπεράσει κάθε όριο, ενώ όσο το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν στην Ε.Ε. προσπαθούσε –και σε έναν βαθμό το είχε επιτύχει– να επιβληθούν αυστηροί έλεγχοι και περιορισμοί στις κρατικές ενισχύσεις προς τις εταιρείες του ιδιωτικού τομέα.

Στην αρχή της διαδικασίας του Brexit οι Ευρωπαίοι ανησυχούσαν για τη μετατροπή του Ηνωμένου Βασιλείου σε ένα είδος ευρωπαϊκής Σιγκαπούρης, που θα ανταγωνιζόταν εξαιρετικά σκληρά τις ευρωπαϊκές οικονομίες μέσα από τη μείωση της φορολογίας και τη δημιουργία ενός εξαιρετικά καλού επιχειρηματικού και επενδυτικού κλίματος. Με την πολιτική που ακολουθεί ο Τζόνσον, οι Ευρωπαίοι δεν θα έχουν να κάνουν με το Ηνωμένο Βασίλειο ως οικονομική παραλλαγή της Σιγκαπούρης αλλά με μια χώρα με σοβαρά δημοσιονομικά και διαρθρωτικά προβλήματα και την εξαιρετικά κακή συνήθεια να επιδοτεί και να δαπανά πέρα από κάθε οικονομική λογική.

Ο επιθετικός οικονομικός λαϊκισμός του Τζόνσον προκαλεί ήδη αντιδράσεις μεταξύ των Συντηρητικών, που τον βλέπουν να ξηλώνει τη θατσερική παράδοση. Παράλληλα, διεξάγεται πλήρης μάχη στο επιτελείο του, που κατέληξε σε δύο εντυπωσιακές παραιτήσεις.

Παραιτήθηκε ο εκπρόσωπος Τύπου του Βρετανού πρωθυπουργού, Λι Κέιν, ύστερα από την απόσυρση της πρότασης που του είχε κάνει ο Τζόνσον να μετακινηθεί από το γραφείο Τύπου στο αξίωμα του προσωπάρχη της Ντάουνινγκ Στριτ. Στην αναβάθμιση του Λι Κέιν είχε αντιταχθεί η σύντροφος του πρωθυπουργού, Κάρι Σίμοντς, με επαγγελματικό παρελθόν στον χώρο της επικοινωνίας και των ΜΜΕ.

Εκτός Ντάουνινγκ Στριτ βρέθηκε και ο Ντόμινικ Κάμινγκς, ο οποίος θεωρείτο ο πιο στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού. Τον βοήθησε να κάνει με επιτυχία δύσκολους πολιτικούς ελιγμούς γύρω από το Brexit και συνέβαλε στη μεγάλη εκλογική νίκη του Δεκεμβρίου του 2019, τη μεγαλύτερη για τους Συντηρητικούς από το 1987.

Η ταυτόχρονη αποχώρηση από το πρωθυπουργικό επιτελείο δύο κορυφαίων συνεργατών θεωρείται από πολλούς πολιτικούς αναλυτές δείγμα πολιτικής σύγχυσης και «εμφυλίου» στο περιβάλλον του Τζόνσον, με τη σύντροφό του να παίζει σημαντικό ρόλο.

Ο Τζόνσον είναι υποχρεωμένος να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και να αποσαφηνίσει την πολιτική του, γιατί το Εργατικό Κόμμα εμφανίζεται ενισχυμένο μετά την αντικατάσταση του Τζέρεμι Κόρμπιν από τον Κιρ Στάρμερ και τη μετατόπισή του από τη ριζοσπαστική Αριστερά στην κεντροαριστερά.

Ο Κιρ Στάρμερ, πρώην ανώτατος δικαστικός, αυτοδημιούργητος και εξαιρετικά ικανός, ασκεί, σε προσωπικό επίπεδο, σημαντική πίεση στον Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος αυτοπροβάλλεται ως χαρισματικός πολιτικός, προϊόν του βρετανικού κατεστημένου.

Ο Στάρμερ σχολίασε με τον ακόλουθο τρόπο την αναταραχή στην Ντάουνινγκ Στριτ: «Την ημέρα που η Βρετανία έγινε η πρώτη χώρα της Ευρώπης με 50.000 νεκρούς και ο λαός ανέχεται μία ακόμη ημέρα lockdown, στην κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον τσακώνονται σαν τους αρουραίους για τις καρέκλες».

Ευρωπαϊκή αδυναμία

Το πολιτικό και διεθνοπολιτικό περιβάλλον έχει αρχίσει να γίνεται αρκετά δύσκολο για τον Μπόρις Τζόνσον. Η παγκόσμια «απογείωση» του Ηνωμένου Βασιλείου δεν πραγματοποιήθηκε με το Brexit. Οι επιδόσεις της Συντηρητικής κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της πανδημίας και των οικονομικών συνεπειών της είναι κάτω του μετρίου. Η ήττα του προέδρου Τραμπ στερεί από τον Τζόνσον τον ισχυρότερο υποστηρικτή του, τον απομονώνει πολιτικά στην Ευρώπη και ενισχύει τις αμφιβολίες για τον δεξιόστροφο λαϊκισμό του.

Σε αυτό το σκηνικό αποκτά τεράστια σημασία η εικόνα της Ε.Ε., που, ευτυχώς για τον Τζόνσον, δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητική. Οι Ευρωπαίοι εταίροι έχουν πρόβλημα σε ό,τι αφορά τη συντονισμένη αντιμετώπιση της πανδημίας. Τα οικονομικά της Ε.Ε. εξελίσσονται λιγότερο άσχημα από τα οικονομικά του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά απέχουν πολύ από το να μετατραπούν σε παράδειγμα προς μίμηση. Οι Βρυξέλλες εξακολουθούν να αδυνατούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά μεγάλες προκλήσεις, όπως είναι ο ισλαμισμός, το προσφυγικό-μεταναστευτικό, ο αποσταθεροποιητικός ρόλος της Τουρκίας, ζητήματα που συνέβαλαν στη διαμόρφωση της δυναμικής υπέρ του Brexit.

Οι αδυναμίες της Ε.Ε. μετατρέπονται σε πολιτικό ατού για τον Τζόνσον, γι’ αυτό, παρά τα προβλήματα της «παγκόσμιας Βρετανίας», δεν παρατηρείται σημαντική μεταστροφή της βρετανικής κοινής γνώμης κατά του Brexit.