Έναν χρόνο μετά τη Γουχάν - Free Sunday
Έναν χρόνο μετά τη Γουχάν
Τα «γενέθλια» της πανδημίας βρίσκουν την Ε.Ε. σε κατάσταση σύγχυσης.

Έναν χρόνο μετά τη Γουχάν

Συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την έναρξη της δραστικής αντιμετώπισης της πανδημίας από τις κινεζικές αρχές. Στις 23 Ιανουαρίου 2020 επιβλήθηκε αυστηρό lockdown σε 11 εκατομμύρια κατοίκους της Γουχάν, το οποίο διήρκεσε για τους περισσότερους από αυτούς μέχρι τον Ιούνιο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί, η πανδημία είχε χτυπήσει την Κίνα από τον Δεκέμβριο του 2019, αλλά η προσπάθεια του καθεστώτος να διαχειριστεί τις ειδήσεις και οι δισταγμοί του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) καθυστέρησαν την αντίδραση.

Από τις 23 Ιανουαρίου 2020 οι κινεζικές αρχές έφυγαν μπροστά στην αντιμετώπιση της πανδημίας, με αποτέλεσμα να ενισχύεται συνεχώς η διεθνής θέση της Κίνας σε βάρος της Ε.Ε. και των ΗΠΑ, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωμένη στρατηγική για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Ενδεικτικοί της επιτυχίας της Κίνας είναι οι αριθμοί για τα κρούσματα και τους θανάτους. Τα κρούσματα που έχουν αναφερθεί δεν ξεπερνούν τις 90.000, με την Ελλάδα να βρίσκεται ήδη στις 150.000. Οι θάνατοι που έχουν καταγραφεί στην Κίνα από Covid-19 είναι 4.635, με την Ελλάδα να βρίσκεται ήδη στους 5.570.

Αν σκεφτούμε ότι ο πληθυσμός της Κίνας είναι γύρω στις 130 φορές ο πληθυσμός της Ελλάδας, αντιλαμβανόμαστε της διαστάσεις της κινεζικής επιτυχίας. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε ότι η Ελλάδα πηγαίνει πολύ καλύτερα στη διαχείριση της πανδημίας απ’ ό,τι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και οι ΗΠΑ, αναδεικνύεται το τεράστιο κινεζικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε.

Ο αγώνας συνεχίζεται

Παρά τη θεαματική επιτυχία της, η Κίνα δεν έχει αφήσει οριστικά πίσω της την πανδημία. Αναφέρω ενδεικτικά ότι στις 18 Ιανουαρίου καταγράφηκαν 118 νέα κρούσματα και στις 19 Ιανουαρίου 103 νέα κρούσματα.

Οι κινεζικές αρχές δεν συμπεριλαμβάνουν τους ασυμπτωματικούς στα νέα κρούσματα, όπως γίνεται στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα, αλλά τους υπολογίζουν χωριστά. Στις 18 Ιανουαρίου καταγράφηκαν στην Κίνα 91 ασυμπτωματικοί με Covid-19 και στις 19 Ιανουαρίου 58. Με βάση τον ευρωπαϊκό τρόπο υπολογισμού, τα νέα κρούσματα στην Κίνα τρέχουν με ημερήσιο ρυθμό 160 έως 210.

Ιδιαίτερη ανησυχία στις Αρχές προκαλούν τα κρούσματα στη βορειοανατολική περιφέρεια της Τζιλίν και στην περιφέρεια της Χεμπέι, η οποία απλώνεται γύρω από το Πεκίνο. Η πυκνότητα του πληθυσμού στα αστικά κέντρα και η ταχύτητα και μαζικότητα των μετακινήσεων μπορεί να οδηγήσουν σε νέο κύμα πανδημίας, αν δεν υπάρξει δυναμική και αποτελεσματική αντίδραση.

Οι αρμόδιοι χειρίζονται το πρόβλημα με ένα μείγμα αυστηρών lockdowns που αφορούν δεκάδες εκατομμύρια πολίτες, μαζικών δωρεάν τεστ που μπορούν να πραγματοποιηθούν σε εκατομμύρια κατοίκους μιας πόλης σε διάστημα λίγων ημερών και περιορισμών και αυστηρών κανόνων στις μετακινήσεις.

Καθώς πλησιάζουμε την περίοδο των εορτασμών του κινεζικού Νέου Έτους, επικρατεί ανησυχία, εφόσον πρόκειται να μετακινηθούν εκατοντάδες εκατομμύρια Κινέζοι. Οι αρμόδιοι εκτιμούν ότι οι μετακινήσεις θα είναι 40% κάτω από τα επίπεδα-ρεκόρ του 2019 και 10% πάνω από τα επίπεδα του 2020. Σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν, οι Κινέζοι δεν μπορούν να επιστρέψουν στον τόπο καταγωγής τους κατά τη διάρκεια της εορταστικής περιόδου αν δεν έχουν αρνητικό τεστ Covid-19 το οποίο πραγματοποιήθηκε επτά ημέρες πριν από τη μετακίνησή τους.

Έμφαση στην πειθαρχία

Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό και την καθυστέρηση η αντίδραση της Κίνας στην πανδημία υπήρξε υποδειγματική. Για την αντιμετώπιση του πρώτου κύματος οι Κινέζοι κατασκεύασαν ειδικά νοσοκομεία για ασθενείς με Covid-19 σε διάστημα λίγων εβδομάδων.

Από τότε, η κινεζική μέθοδος στηρίζεται στους αυστηρούς εγκλεισμούς, στα μαζικά δωρεάν τεστ και στην ψηφιακή καταγραφή των επαφών των νέων κρουσμάτων –τη λεγόμενη ιχνηλάτηση– με εφαρμογές που στηρίζονται στα κινητά τηλέφωνα.

Από τα μέσα του 2020 έχουν αδειοδοτηθεί, με έκτακτη κατεπείγουσα διαδικασία, τα εμβόλια των φαρμακοβιομηχανιών Sinovac και Sinopharm. Έχουν ήδη εμβολιαστεί οι εργαζόμενοι στις γιγαντιαίες φαρμακοβιομηχανίες, αυτοί που δίνουν τη μάχη κατά του Covid-19 στην πρώτη γραμμή και πολίτες που είναι πρόθυμοι να εμβολιαστούν, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη οι κλινικές δοκιμές.

Συνολικά έχουν εμβολιαστεί 15 εκατομμύρια Κινέζοι, ένας σχετικά μικρός αριθμός, που δημιουργεί την εντύπωση ότι η κινεζική στρατηγική στηρίζεται –σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή και την αμερικανική– περισσότερο στα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας και λιγότερο στον εμβολιασμό.

Η ηγεσία της Κίνας αξιοποιεί τα εμβόλια της Sinovac και της Sinopharm και στα πλαίσια της διπλωματίας του κορονοϊού, παρέχοντάς τα σε μεγάλες ποσότητες και χαμηλές τιμές στις χώρες που το επιθυμούν.

Με βάση την εκτίμηση πολλών επιστημόνων, τα κινεζικά εμβόλια δεν είναι τόσο αποτελεσματικά όσο αυτά που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Σε σχέση πάντως με την αντιμετώπιση της πανδημίας, οι Κινέζοι έχουν διπλό πλεονέκτημα έναντι των Ευρωπαίων και των Αμερικανών. Ο πληθυσμός είναι απόλυτα πειθαρχημένος και ακολουθεί τις οδηγίες της κυβέρνησης και των αρμοδίων χωρίς αντιρρήσεις ή αμφισβητήσεις. Σε αυτό βέβαια βοηθάει και η φύση του καθεστώτος, το οποίο δεν ανέχεται διαφοροποιήσεις από την επίσημη πολιτική. Μέτρα τα οποία θεωρούνται αδιανόητα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ αντιμετωπίζονται ως αυτονόητα στην Κίνα και εφαρμόζονται με μεγάλη επιτυχία.

Η επιτυχία ενισχύει την αξιοπιστία του καθεστώτος και την πειθαρχία των πολιτών. Σύμφωνα με διεθνείς δημοσκοπήσεις, 95% ή και 97% των Κινέζων εμπιστεύονται τις Αρχές για τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την πανδημία. Στην Ε.Ε. ποσοστά αποδοχής της τάξης του 60%-65% θεωρούνται απόδειξη μεγάλης πολιτικής επιτυχίας.

Το δεύτερο πλεονέκτημα των Κινέζων έχει σχέση με την παράδοση που έχει δημιουργηθεί στην Κίνα και άλλες χώρες της Ασίας στην αντιμετώπιση επιδημιών και πανδημιών. Για παράδειγμα, η χρήση της μάσκας σε πολυσύχναστους χώρους είναι το βασικό μέτρο προστασίας εδώ και δεκαετίες και οι πολίτες έχουν εκπαιδευτεί σε αυτήν.

Το πρόβλημα της Ευρώπης

Τα μέτρα που εφαρμόζονται στην Κίνα θεωρούνται πολιτικά και κοινωνικά αδιανόητα στην Ευρώπη.

Υπάρχει, ανάλογα με τη χώρα, ένα ποσοστό 10% έως 15% του πληθυσμού που αρνείται την ύπαρξη της πανδημίας και την αναγκαιότητα των μέτρων, και ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό το οποίο δέχεται την αναγκαιότητα ορισμένων μέτρων, όχι όμως τη γενική και αυστηρή εφαρμογή δραστικών μέτρων με παραλλαγή της κινεζικής μεθόδου.

Στο όνομα των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων οι πολίτες λένε «όχι» σε μια δραστική αντιμετώπιση της πανδημίας και γι’ αυτό περιοριζόμαστε στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ στην απλή διαχείρισή της, στηρίζοντας τις ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον στον γρήγορο και αποτελεσματικό εμβολιασμό.

Κατά την άποψή μου, η ευρωπαϊκή στρατηγική είναι αναποτελεσματική και ριψοκίνδυνη. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες (Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία) εμφανίζουν όλες μαζί μια εικόνα που συγκρίνεται με αυτή των ΗΠΑ. Από τη μια οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες καταδίκαζαν τον πρόεδρο Τραμπ για εγκληματική αμέλεια σε ό,τι αφορούσε τη διαχείριση της πανδημίας και από την άλλη ακολουθούν μια πολιτική με παρόμοια αποτελέσματα. Ο αριθμός των θανάτων από Covid-19 στις ΗΠΑ έσπασε ήδη το ψυχολογικό φράγμα των 400.000. Αυτό το φράγμα θα σπάσουν στη διάρκεια των επόμενων εβδομάδων και οι συνολικοί θάνατοι από Covid-19 στις έξι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες που ανέφερα. Ο συνολικός πληθυσμός τους ξεπερνάει λίγο τον πληθυσμό των ΗΠΑ και οι συνολικοί θάνατοι υπολείπονται λίγο των θανάτων στις ΗΠΑ. Συγκρίσιμα μεγέθη που δείχνουν τελικά ότι είναι συγκρίσιμες και οι πολιτικές.

Το πέρασμα στην προεδρία Μπάιντεν δημιουργεί βάσιμες ελπίδες ότι θα έχουμε στις ΗΠΑ, στην Ε.Ε. και στο Ηνωμένο Βασίλειο μια πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας. Δεν προβλέπεται όμως να αλλάξει δραστικά το πλαίσιο. Για παράδειγμα, μία από τις πρώτες αποφάσεις του προέδρου Μπάιντεν ήταν η υποχρεωτική χρήση μάσκας στα ομοσπονδιακά κτίρια. Πρόκειται για ένα πρόσθετο μέτρο σε σχέση με αυτά που ίσχυαν επί Τραμπ, το οποίο όμως απέχει πολύ από τη γενική χρήση μάσκας που ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και θεωρείται αυτονόητη στην Κίνα.

Η επιλογή της σχετικά χαλαρής διαχείρισης της πανδημίας στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ είναι κατά την άποψή μου ριψοκίνδυνη, γιατί μπορεί να θέσει σε αμφισβήτηση τις βασικές ελευθερίες και τα δικαιώματα τα οποία επικαλούμαστε για να δικαιολογήσουμε τη χαλαρότητα.

Αν συνεχιστεί η σημερινή κατάσταση, θα διαπιστώσουμε ότι πολλά από τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα που επικαλούμαστε θα είναι περισσότερο τυπικά παρά ουσιαστικά. Η ελευθερία του άνεργου ή του φτωχοποιημένου περιορίζεται με το πέρασμα του χρόνου, ενώ και η συμμετοχή στα κοινά σε συνθήκες πανδημίας είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ρουμανίας, όπου το ποσοστό συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές έπεσε στο 32%.

Δεν είναι πανάκεια

Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, η κοινωνία και το πολιτικό σύστημα αντιλαμβάνονται τον γρήγορο και αποτελεσματικό εμβολιασμό ως τη λύση του προβλήματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εμβολιασμός θα έχει μεγάλη συμβολή στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα αφήσουμε οριστικά πίσω μας το πρόβλημα και θα απαλλαγούμε πλήρως από τα περιοριστικά μέτρα και την αναγκαία πειθαρχία.

Στο βιβλίο μου «Στον λαβύρινθο της πανδημίας» αναφέρω τις εκτιμήσεις του ΠΟΥ, σύμφωνα με τις οποίες θεωρούνταν ελάχιστα πιθανό να αναπτυχθεί εμβόλιο και να παραχθεί σε ποσότητες ικανές να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού πριν από το 2022.

Η επιστήμη και οι φαρμακοβιομηχανίες κινήθηκαν πιο γρήγορα και αποτελεσματικά απ’ ό,τι εκτιμούσαν οι ειδικοί του ΠΟΥ. Τα καλά επιστημονικά νέα και η πολιτική και κοινωνική αντίδραση στα περιοριστικά μέτρα οδήγησαν στην υιοθέτηση πολιτικών που εξαρτώνται υπερβολικά από την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού.

Οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν επενδύσει πολλά στον εμβολιασμό και κινδυνεύουν να καταλήξουν να διαχειρίζονται το πολιτικό κόστος αντί να διαχειρίζονται την πανδημία.

Την κατάσταση περιπλέκει ο ανταγωνισμός μεταξύ των φαρμακοβιομηχανιών, οι οποίες επιδιώκουν να σπάσουν ρεκόρ ταχύτητας και αποτελεσματικότητας προκειμένου να υπογραφούν «χρυσά» συμβόλαια και στη συνέχεια ανακαλύπτουν τις πρακτικές δυσκολίες του εγχειρήματος.

Ενδεικτική η τακτική της Pfizer-BioNTech, η οποία ήταν πολύ γρήγορη στην προσπάθεια να εξασφαλίσει μεγαλύτερες παραγγελίες σε σχέση με τους ανταγωνιστές και τώρα καθυστερεί την παράδοση των εμβολίων προκειμένου να οργανώσει καλύτερα την αύξηση της παραγωγής της.

Η επιστήμη δεν έχει δώσει οριστικές απαντήσεις σε ό,τι αφορά τα εμβόλια. Γνωρίζουμε ότι το εμβόλιο της Pfizer-BioNTech θα μας προστατεύει σε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό –που δεν έχει όμως προσδιοριστεί με ακρίβεια– τουλάχιστον για μία περίοδο έξι μηνών. Η περίοδος αυτή είναι μικρή, αν σκεφτούμε τις δυσκολίες στην οργάνωση της μεταφοράς του εμβολίου και του εμβολιασμού σε δύο δόσεις. Είναι φανερό ότι θα χρειαστεί να εμβολιαστούμε ξανά σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.

Ένα άλλο στοιχείο αβεβαιότητας είναι οι μεταλλάξεις του ιού, οι οποίες μπορεί να μην καλύπτονται πλήρως από τα διαθέσιμα εμβόλια.

Κρίνοντας από τις δηλώσεις των αρμόδιων παραγόντων της Ε.Ε., από τον Απρίλιο θα έχουμε στη διάθεσή μας τουλάχιστον τέσσερα εμβόλια, με αποτέλεσμα ο εμβολιασμός του γενικού πληθυσμού να αποκτήσει νέα δυναμική και να καλυφθούν, πιθανότατα, οι στόχοι για εμβολιασμό 60%-70% μέχρι τα τέλη του καλοκαιριού.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι πόσο αποτελεσματικός θα αποδειχθεί ο εμβολιασμός, ποια θα είναι η διαχείριση του εμβολιασμού σε βάθος χρόνου, ποια μέτρα θα συνεχίσουμε να εφαρμόζουμε πριν και κυρίως μετά τον εμβολιασμό και ποιες θα είναι οι δυνατότητες επιστροφής σε κάποιου είδους οικονομική και κοινωνική κανονικότητα.

Κατά την άποψή μου, τα εμβόλια εμφανίζονται ως η απόλυτη λύση, ενώ θα αποδειχθούν πολύτιμη συμβολή στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος που θα συνεχίσει να υπάρχει, επιβάλλοντας περιοριστικά μέτρα και τη σχετική πειθαρχία.

Οι επιδόσεις της Ελλάδας

Οι επιδόσεις της Ελλάδας στη διαχείριση της πανδημίας είναι εξαιρετικά καλές, αλλά σε ένα προβληματικό ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Στην πατρίδα μας έχουν καταγραφεί –έναν χρόνο μετά τα μέτρα που επιβλήθηκαν στη Γουχάν– 150.000 κρούσματα και 5.570 θάνατοι από κορονοϊό. Θεωρώ ότι η καταγραφή των κρουσμάτων δεν είναι πλήρης και πως υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των κρουσμάτων που έχουν βεβαιωθεί και των πολλαπλάσιων πραγματικών κρουσμάτων. Όμως η καταγραφή των θανάτων δίνει μια ακριβέστερη εικόνα της συγκριτικής θέσης της χώρας μας.

Στο πρώτο κύμα της πανδημίας είχαμε από τις καλύτερες επιδόσεις εξαιτίας της ταχύτητας και της αποφασιστικότητας με την οποία κινήθηκε ο Μητσοτάκης.

Στο δεύτερο κύμα της πανδημίας πέσαμε για ένα διάστημα κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο εξαιτίας της χαλάρωσης που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου και τον Οκτώβριο. Στη συνέχεια αντιδράσαμε αποτελεσματικότερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και γι’ αυτό οι επιδόσεις μας είναι πάλι από τις καλύτερες.

Η Ελλάδα έχει ξανά συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει φτάσει στους 95.000 θανάτους, η Ιταλία στους 85.000, η Γαλλία έσπασε το φράγμα των 70.000, η Ισπανία πέρασε τους 55.000, η Πολωνία βρίσκεται ήδη στους 35.000 θανάτους. Ακόμη και η υποδειγματική, μέχρι πρόσφατα, Γερμανία πηγαίνει το τελευταίο διάστημα άσχημα. Υπάρχουν ημέρες στις οποίες καταγράφει πάνω από 1.000 θανάτους, ενώ έσπασε ήδη το ψυχολογικό φράγμα των 50.000 θανάτων.

Η Ελλάδα πηγαίνει καλύτερα σε σχέση με όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, λαμβάνοντας υπόψη και τη διαφορά στον πληθυσμό.

Συγκρίνεται ευνοϊκά και με χώρες που έχουν τον ίδιο περίπου πληθυσμό. Το Βέλγιο, το οποίο φιλοξενεί τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, έχει σπάσει το φράγμα των 20.000 θανάτων, ενώ άσχημα εξελίσσεται η κατάσταση και στην Πορτογαλία, η οποία ασκεί την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αυτό το εξάμηνο. Ο συνολικός αριθμός των θανάτων από κορονοϊό στην Πορτογαλία ξεπέρασε τις 9.500, ενώ υπάρχουν αρκετές ημέρες στη διάρκεια των οποίων καταγράφονται περισσότεροι από 200 θάνατοι. Στην Ελλάδα περάσαμε μια έξαρση με περισσότερους από 100 θανάτους την ημέρα, οι οποίοι το τελευταίο διάστημα έχουν περιοριστεί γύρω στους 30 την ημέρα. Σήμερα έχουμε μια εικόνα συγκριτικής επιτυχίας με σημαντικό αριθμό ημερήσιων θανάτων, ενώ τον περασμένο Μάρτιο-Απρίλιο η επιτυχία μας συνοδευόταν από πολύ μικρότερες απώλειες. Η διαφορά αναδεικνύει την επιδείνωση που μεσολάβησε συνολικά στην Ε.Ε.

Το αδύνατο σημείο

Η Ελλάδα έχει πολύ καλές επιδόσεις στην προστασία της δημόσιας υγείας, γι’ αυτό άλλωστε η δημοτικότητα του Μητσοτάκη και της κυβέρνησης παραμένει σε υψηλά επίπεδα παρά τις μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες.

Η σε βάθος χρόνου και αμφίβολης αποτελεσματικότητας ευρωπαϊκή προσέγγιση δεν πηγαίνει στη χώρα μας, γιατί αποσταθεροποιεί την οικονομία μας. Η μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες μάς κάνει ιδιαίτερα ευάλωτους σε ένα περιβάλλον όπου δεν προωθούνται δραστικές λύσεις και αντί για αντιμετώπιση της πανδημίας έχουμε μια χρονοβόρα διαχείρισή της.

Η έλλειψη αποτελεσματικών μέτρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και οι καθυστερήσεις και τα προβλήματα στον εμβολιασμό οδηγούν ήδη στην αναθεώρηση προς τα κάτω των προβλέψεων για το τουριστικό καλοκαίρι. Αρχικός στόχος της κυβέρνησης και των αρμόδιων παραγόντων ήταν να τριπλασιάσουμε την κίνηση και τα έσοδα σε σχέση με το 2020 και να ανέβουμε στο 60% των ρεκόρ του 2019.

Από τα συμφραζόμενα προκύπτει ότι ο στόχος ψαλιδίστηκε ήδη στο 40% του 2019, χωρίς να υπάρχουν φυσικά εγγυήσεις ότι θα επιτευχθεί.

Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, η Ελλάδα οδηγείται σε μια νέα γρήγορη υπερχρέωση. Το δημόσιο χρέος έχει σπάσει το φράγμα του 200% του ΑΕΠ, ενώ ξαναεμφανίζεται απειλητικό το λεγόμενο «δίδυμο έλλειμμα». Το δημοσιονομικό έλλειμμα τραβάει την ανηφόρα εξαιτίας των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας και συμπληρώνεται από το αυξανόμενο έλλειμμα στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο οφείλεται στην κατάρρευση των τουριστικών εσόδων.

Έναν χρόνο μετά τη Γουχάν, η Κίνα δεν έχει απαλλαγεί πλήρως από την απειλή της πανδημίας, η Ε.Ε. βρίσκεται σε δύσκολη θέση χωρίς ολοκληρωμένη στρατηγική και η Ελλάδα πηγαίνει πολύ καλά σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά πληρώνει ακριβά την έλλειψη συνολικής ευρωπαϊκής στρατηγικής και τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας της.