Αναγκαστική επιστροφή Τσίπρα στην «πλατεία» - Free Sunday
Αναγκαστική επιστροφή Τσίπρα στην «πλατεία»
Επαναλαμβάνει το 2011-2015 σε διαφορετικές συνθήκες.

Αναγκαστική επιστροφή Τσίπρα στην «πλατεία»

Οι πρώτοι μήνες του 2021 χαρακτηρίζονται από την αλλαγή πολιτικής συμπεριφοράς της ηγεσίας του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Μετά τις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες το 2019 ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του πέρασαν σε φάση αγωνιώδους αναζήτησης νέας στρατηγικής. Κατά περιόδους διαφήμισαν το κεντροαριστερό άνοιγμα, το άνοιγμα στην κοινωνία. Προσπάθησαν να συνδυάσουν τις πρωτοβουλίες που πρόβαλαν με την αναγκαία «θεραπεία αντιπολίτευσης» που κάνουν τα κόμματα εξουσίας όταν έχουν υποστεί μεγάλη φθορά κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής περιόδου τους.

Οι αναζητήσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν απέδωσαν. Συμπληρώθηκαν 18 μήνες διακυβέρνησης Μητσοτάκη με βασικό χαρακτηριστικό την υποχώρηση των δημοσκοπικών ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά του κ. Τσίπρα. Πρόκειται για εντυπωσιακή αποτυχία, αν σκεφτούμε με τι καταστάσεις βρέθηκε αντιμέτωπη η κυβέρνηση Μητσοτάκη και πόσα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα αντιμετώπισαν οι πολίτες.

Ακραία πόλωση

Τους τελευταίους μήνες άρχισε να ξεκαθαρίζει η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ με πρωτοβουλία του κ. Τσίπρα. Έκανε επιλογή στρατηγικής σημασίας υπέρ της ακραίας πόλωσης.

Στην αρχή είχαμε μια ιδεολογική και πολιτική προετοιμασία για μια πιο σκληρή αντιπολίτευση. Η φρασεολογία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ έγινε πιο επιθετική σε βάρος της κυβέρνησης και άρχισαν να στέλνονται τα μηνύματα για κινητοποίηση των «παιδιών», των «συλλογικοτήτων» και των «ημιπιτσιρικάδων».

Το ξέσπασμα του σκανδάλου Λιγνάδη έδωσε την ευκαιρία στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να φτάσει τη φραστική βιαιότητα και τον λαϊκισμό σε νέα επίπεδα. Έγιναν όμως σοβαρά λάθη τακτικής, με αποτέλεσμα να μην επιτευχθεί ο στόχος της παραίτησης της υπουργού Πολιτισμού, κ. Μενδώνη, και να μην υποστεί η κυβέρνηση σοβαρό πολιτικό πλήγμα.

Υπήρξε καταχρηστική κομματικοποίηση ενός θέματος που έχει κοινωνική διάσταση –εφόσον συνδέεται με το #MeToo– και η επιχειρηματολογία κατά της Μενδώνη, ότι «όφειλε να ξέρει», μετατράπηκε σε μπούμερανγκ. Όπως έγινε γνωστό, ο Λιγνάδης έπαιζε σημαντικό ρόλο στο Εθνικό Θέατρο και επί ΣΥΡΙΖΑ. Ανέβαζε έργα με πρωταγωνίστρια την κ. Κονιόρδου, την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε για υπουργό Πολιτισμού, δεχόταν τιμητικές προσκλήσεις από τον τότε πρόεδρο της Βουλής κ. Βούτση και από ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στις Βρυξέλλες.

Η κλιμάκωση της στρατηγικής της έντασης από την πλευρά της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν εξασφάλισε τον αναγκαίο χρόνο για να προκαλέσει το σκάνδαλο Λιγνάδη σοβαρό επικοινωνιακό ή πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ το προσπέρασε βιαστικά, για να κινητοποιήσει δυνάμεις υπέρ της προσπάθειας του Κουφοντίνα να επιβάλει τους όρους φυλάκισής του. Η Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ πρωταγωνίστησε στις κινητοποιήσεις υπέρ του απεργού πείνας Κουφοντίνα, οι οποίες συγκέντρωναν καθημερινά στην Αθήνα 4.000-5.000 άτομα σε συνθήκες πανδημίας. Οι εκδηλώσεις αυτές μετατράπηκαν σε εστίες υπερμετάδοσης του Covid-19 σε μια περίοδο κατά την οποία οι μεταλλάξεις του ιού δοκιμάζουν τις αντοχές της κοινωνίας και του ΕΣΥ.

Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει πρόβλημα στην κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ συμπορεύτηκε με τους κουφοντινιστές και στοιχεία της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Ήταν το τίμημα που κατέβαλε για να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις η κινητοποίηση. Με τον τρόπο που κινήθηκε η ηγεσία του, απομονώθηκε από την ευρύτερη κοινή γνώμη. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σε γενικές γραμμές δύο στους τρεις πολίτες στηρίζουν τη στάση της κυβέρνησης στο θέμα Κουφοντίνα και πως ένα 35%-40% των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ διαφωνεί με την «κουφοντινική» επιλογή της ηγεσίας.

Παράλληλα, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στήριξε τις καταλήψεις σε ΑΕΙ και επέλεξε την κατάληψη της πρυτανείας του ΑΠΘ ως πεδίο πολιτικής αναμέτρησης. Στη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή για τη δημιουργία πανεπιστημιακής αστυνομίας ο κ. Τσίπρας υποστήριξε ότι δεν είναι αναγκαία η δημιουργία της, εφόσον προβλέπονται διαδικασίες για την παρέμβαση της ΕΛ.ΑΣ. ύστερα από πρωτοβουλία της συγκλήτου.

Στην περίπτωση όμως του ΑΠΘ, όταν ο πρύτανης απευθύνθηκε στην ΕΛ.ΑΣ. για να απομακρύνει τους κατά κανόνα εξωπανεπιστημιακούς καταληψίες από τον χώρο της πρυτανείας, αντιμετώπισε την οργή των βουλευτών και των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Αργότερα, τρεις βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έδωσαν το «παρών» στον πανεπιστημιακό χώρο για να αποτρέψουν ενδεχόμενη επέμβαση της ΕΛ.ΑΣ. Όλα αυτά κάτω από τα πανό των καταληψιών με τα οποία εκθείαζαν, στο όνομα της αναβάθμισης των ΑΕΙ, τον «αγώνα» του Δ. Κουφοντίνα και κατήγγελλαν την κυβέρνηση, η οποία «δολοφονεί αντάρτες και δέρνει φοιτητές».

Καμιά πενηνταριά καταληψίες, οι περισσότεροι εξωπανεπιστημιακοί, εμποδίζουν τη λειτουργία του ΑΠΘ στις δύσκολες συνθήκες της πανδημίας, δημιουργώντας πρόσθετα προβλήματα σε δεκάδες χιλιάδες φοιτητές. Είναι φανερό ότι με τέτοιες μεθόδους ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να διευρύνει την εκλογική του απήχηση.

Η θεωρία της αστυνομοκρατίας

Το επόμενο βήμα Τσίπρα στη στρατηγική πόλωσης την οποία επέλεξε ήταν η πολιτική αντιπαράθεση με την κυβέρνηση γύρω από την υποτιθέμενη αστυνομοκρατία την οποία επιβάλλει η κυβέρνηση Μητσοτάκη αξιοποιώντας τις δυνατότητες που της προσφέρει η πανδημία. Η συνωμοτική προσέγγιση σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση και γενικότερα το κατεστημένο είναι της μόδας σε διεθνές επίπεδο.

Προβλήθηκε, για παράδειγμα, από τους ακραίους του τραμπισμού οι οποίοι εισέβαλαν στο Καπιτώλιο. Θεώρησαν την αντιμετώπιση της πανδημίας με περιοριστικά μέτρα, μάσκες και εμβόλια μια συνωμοσία του κατεστημένου σε βάρος βασικών δικαιωμάτων τους. Ανάλογη είναι η προσέγγιση της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία και άλλων ακραίων στοιχείων που αντιμετωπίζουν τις αποφάσεις της κυβέρνησης Μέρκελ ως καταπιεστικές και γι’ αυτό οργάνωσαν το περασμένο καλοκαίρι βίαιες διαδηλώσεις στο Βερολίνο που κατέληξαν σε έφοδο στην Ομοσπονδιακή Βουλή.

Βασική διαφορά μεταξύ των ΗΠΑ, της Γερμανίας και της Ελλάδας είναι ότι στις δύο πρώτες τον ρόλο της αποσταθεροποίησης μέσω της εκμετάλλευσης της δυσαρέσκειας που προκαλεί η αντιμετώπιση της πανδημίας τον έχει η άκρα Δεξιά, ενώ στην Ελλάδα τον ανέλαβαν ο ΣΥΡΙΖΑ και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά.

Πίσω από την πολιτική στροφή

Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ επενδύει στην ακραία πόλωση και στην αποσταθεροποίηση που είχαμε κατά την περίοδο της «πλατείας», επηρεάζεται αρνητικά η λειτουργία του πολιτικού συστήματος, όπως και η δυνατότητά μας να αντιμετωπίσουμε την κρίση της πανδημίας με το μικρότερο δυνατό κόστος.

Το ερώτημα, λοιπόν, είναι γιατί η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έκανε μια τόσο αρνητική στρατηγική επιλογή. Κατά την άποψή μου, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία.

Πρώτον, τα περισσότερα ανώτατα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αυτό ξέρουν και τελικά αυτό κάνουν. Μια θετική προσέγγιση της πολιτικής ξεπερνάει τις γνώσεις και τις δυνατότητές τους, γι’ αυτό επαναλαμβάνουν το πολιτικό τους παρελθόν σε διαφορετικές συνθήκες.

Οτιδήποτε άλλο δοκίμασαν δεν έφερε πολιτικό ή έστω δημοσκοπικό αποτέλεσμα. Η επιβεβαίωση της πολιτικής τους αδυναμίας ήρθε με την κατάρρευση του δικτύου του ΔΕΔΔΗΕ, σε ακραίες καιρικές συνθήκες, που προκάλεσε πολυήμερη ταλαιπωρία σε εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους της πρωτεύουσας και εξέθεσε το λεγόμενο επιτελικό κράτος.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έκανε ορισμένες καταγγελίες ρουτίνας, απέφυγε όμως μια ουσιαστική συζήτηση για τα προβλήματα του ΔΕΔΔΗΕ. Επί διακυβέρνησης Τσίπρα καταβαραθρώθηκε οικονομικά η ΔΕΗ, που ελέγχει τον ΔΕΔΔΗΕ, έγιναν μαζικές προσλήψεις στον ΔΕΔΔΗΕ –οι οποίες αποδείχθηκαν εντελώς άχρηστες– και, το κυριότερο, μειώθηκαν οι ετήσιες δαπάνες για τον εκσυγχρονισμό και τη συντήρηση του δικτύου από 200 εκατ. ευρώ σε 120 εκατ. ευρώ. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει τις προϋποθέσεις για να χειριστεί με επιτυχία ένα τόσο εύκολο για την αντιπολίτευση θέμα, είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει πολιτική διέξοδο στις πολιτικές γενικεύσεις και στην πόλωση.

Τρίτον, η δημοσκοπική αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας του έχει δημιουργήσει μια φοβία για ενδεχόμενες πρόωρες εκλογές, ακόμη και για ανάπτυξη της εσωκομματικής αμφισβήτησης. Η επιλογή της πόλωσης είναι μέθοδος εκλογικής συσπείρωσης και ενίσχυσης της εσωκομματικής πειθαρχίας.

Τέταρτον, ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του βλέπουν πολιτικές ευκαιρίες στην κόπωση της κοινωνίας με μέτρα που υποβαθμίζουν την οικονομική και κοινωνική καθημερινότητα χωρίς να οδηγούν στη δραστική αντιμετώπιση της πανδημίας. Αυτή η κόπωση προσφέρει τη δυνατότητα κινητοποίησης εντελώς διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων, που μπορεί να περιλαμβάνουν τους ανθρώπους της γειτονιάς που δεν αντέχουν άλλους περιορισμούς, τους χούλιγκαν των γηπέδων που βρίσκουν μια διέξοδο τώρα που είναι κλειστά τα γήπεδα για τους οπαδούς, μέχρι τους αντιεξουσιαστές. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται μεγαλύτερος και ισχυρότερος απ’ ό,τι πραγματικά είναι, αναλαμβάνοντας βέβαια το ρίσκο της πολιτικής σύγχυσης στις γραμμές του και της περιθωριοποίησης.

Πέμπτον, με την ακραία πόλωση και τη στρατηγική της έντασης ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να προλάβει εξελίξεις που κατά την άποψη της ηγεσίας του μπορεί να είναι θετικές για την κυβέρνηση. Είναι εξαιρετικά πιθανό να φτάσουμε στο δ΄ τρίμηνο του 2021 έχοντας αφήσει πίσω μας τη μεγάλη απειλή της πανδημίας, με την οικονομία να ανεβάζει στροφές και με τη βοήθεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επενδύει από τώρα στη δημιουργία του χειρότερου δυνατού κοινωνικού κλίματος, ώστε η προβλεπόμενη ουσιαστική βελτίωση της κατάστασης σε ό,τι αφορά τη δημόσια υγεία και την οικονομία να μην περάσει εύκολα και γρήγορα στην ευρύτερη κοινή γνώμη.

Ομοιότητες και διαφορές

Η επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στις πλατείες γίνεται σε συνθήκες που έχουν βασικές διαφορές σε σχέση με το προηγούμενο κίνημα της πλατείας.

Το μόνο κοινό στοιχείο είναι ένας τεράστιος αριθμός συμπολιτών μας που καταπιέζονται οικονομικά και κοινωνικά εξαιτίας της κρίσης της πανδημίας και μπορούν, θεωρητικά, να μετατραπούν με τους κατάλληλους χειρισμούς σε «νεοαγανακτισμένους».

Η γενική εικόνα, όμως, έχει αλλάξει, σε βάρος του πολιτικού σχεδιασμού του κ. Τσίπρα.

Λείπει από τις πλατείες η ακροδεξιά συνιστώσα, που γενίκευε το μήνυμα της διαμαρτυρίας και προκαλούσε σύγχυση σε ένα τμήμα της ΝΔ. Η νίκη Μητσοτάκη-ΝΔ επί της Χρυσής Αυγής και η εκλογική ισοπέδωση του κόμματος του Καμμένου αφαιρούν τη δυνατότητα από τον ΣΥΡΙΖΑ να εκμεταλλευτεί οποιαδήποτε φθορά της ΝΔ από τα δεξιά.

Οι φιλοΣΥΡΙΖΑ εφημερίδες έχουν φτάσει στο σημείο να προβάλλουν την προσπάθεια Τράγκα να φτιάξει κόμμα και όλες τις κινήσεις δεξιόστροφων παραγοντίσκων, γιατί η «πλατεία» πρέπει να καλύπτει και τα δύο άκρα για να είναι αποτελεσματική.

Πρόβλημα για τη στρατηγική του κ. Τσίπρα είναι και το υπέρογκο κόστος που είχε η προηγούμενη «πλατεία» για την οικονομία και την κοινωνία. Ο κόσμος θυμάται τι γινόταν στην πάνω και στην κάτω πλατεία και κυρίως τον λογαριασμό που πλήρωσε όταν το δημαγωγικό δίδυμο Τσίπρα-Βαρουφάκη μάς οδήγησε σε ευρωπαϊκή απομόνωση και οικονομικό αδιέξοδο.

Η ΝΔ είναι σε πολύ καλύτερη θέση να αντιμετωπίσει την επιστροφή ΣΥΡΙΖΑ στην πλατεία. Η ηγετική εικόνα του Μητσοτάκη είναι εξαιρετικά ισχυρή σε σχέση με αυτήν του Τσίπρα και του επιτρέπει να απευθύνεται και να επηρεάζει ένα ευρύτερο κοινό. Επίσης, η ΝΔ έχει διδαχτεί από τα λάθη του παρελθόντος. Αντιμετωπίζει την πρόκληση ενωμένη και αποφασισμένη και απαντά με πολύ πιο αποτελεσματικό τρόπο απ’ ό,τι στο παρελθόν.

Τέλος, η αξιοποίηση της «πλατείας» από τον κ. Τσίπρα δυσχεραίνεται από τις εσωτερικές αντιθέσεις της Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΜέΡΑ25 του Βαρουφάκη καταγγέλλουν με παρόμοιο τρόπο την κυβερνητική πολιτική, αλλά δυσκολεύονται να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Μικρότερες δυνάμεις της Αριστεράς, που εκφράζονται από στελέχη όπως η Κωνσταντοπούλου και ο Λαφαζάνης, έχουν πολύ κακές σχέσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ και την ηγεσία του και προχωρούν κατά διαστήματα σε σκληρή κριτική και εντυπωσιακές καταγγελίες. Το ΚΚΕ, από την πλευρά του, εμφανίζεται μπερδεμένο. Το δυσαρεστούν οι πρωτοβουλίες που αναπτύσσει ο ΣΥΡΙΖΑ και θέλει να κρατήσει αποστάσεις ασφαλείας από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά και τους αντιεξουσιαστές. Η νέα «πλατεία» που επιχειρεί να διαμορφώσει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στερείται της σημαντικής ακροδεξιάς συνιστώσας, ενώ δεν έχει και την αριστερή ενότητα της προηγούμενης «πλατείας».

Ντόμινο εξελίξεων

Η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ της πόλωσης και της αποσταθεροποίησης αναμένεται να προκαλέσει ντόμινο εξελίξεων.

Κάνει πιο δύσκολη την αντιμετώπιση της πανδημίας και της οικονομικής κρίσης που συνδέεται με αυτήν. Οι συνεχείς κινητοποιήσεις διευκολύνουν τη διάδοση του ιού, μεγαλώνουν την πίεση στο ΕΣΥ και απομακρύνουν χρονικά το άνοιγμα της οικονομίας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, στην προσπάθειά του να προκαλέσει προβλήματα στην κυβέρνηση, μεγαλώνει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ίδια η κοινωνία.

Η πολιτική συνεννόηση κυβέρνησης-ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και στα πιο βασικά καθίσταται πλέον πολιτικά αδύνατη. Πρόκειται για φοβερή σπατάλη δυνάμεων σε μια περίοδο κατά την οποία είμαστε υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουμε μεγάλες οικονομικές, κοινωνικές και εθνικές προκλήσεις.

Με τις επιλογές του κ. Τσίπρα περιορίζεται δραματικά η δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να επιχειρήσει σοβαρό άνοιγμα στην κεντροαριστερά. Η εικόνα που προβάλλουν τα ηγετικά στελέχη του είναι πλέον αποκρουστική για τους περισσότερους πολίτες που κινούνται στον χώρο της κεντροαριστεράς. Έχουν ποιοτικές απαιτήσεις που δεν μπορεί να ικανοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ με τη στρατηγική που επέλεξε ο κ. Τσίπρας.

Το ΚΙΝΑΛ θα δεχτεί μεγάλη πίεση στα πλαίσια της στρατηγικής της πόλωσης και της αποσταθεροποίησης που υιοθετεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρόκειται να χάσει άλλους ψηφοφόρους προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Όλες οι έρευνες της κοινής γνώμης δείχνουν ότι υπάρχει χάσμα μεταξύ του μεγαλύτερου μέρους της βάσης του ΚΙΝΑΛ και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει όμως σοβαρή πιθανότητα να στραφούν πολλοί ψηφοφόροι του ΚΙΝΑΛ προς τη ΝΔ, θεωρώντας τη βασική εγγύηση για την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη διαχείριση της κρίσης και τη δημοκρατική ομαλότητα. Τα εντυπωσιακά ποσοστά θετικών γνωμών που έχει ο Μητσοτάκης μεταξύ των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ έχουν προετοιμάσει το έδαφος για την εκλογική μετατόπισή τους υπέρ της ΝΔ.

Η αποστολή Μητσοτάκη

Η αρνητική πολιτική επιλογή του κ. Τσίπρα κάνει ακόμη πιο σύνθετη την αποστολή του πρωθυπουργού. Είναι υποχρεωμένος να συσπειρώσει τον κόσμο της ΝΔ για να αντιμετωπίσει την επιστροφή του ΣΥΡΙΖΑ στις πλατείες, χωρίς όμως να κόψει τις γέφυρες και να διευκολύνει την άλλη πλευρά στη δημιουργία συνθηκών ακραίας πόλωσης.

Γι’ αυτό ο Μητσοτάκης θα είναι ταυτόχρονα δυναμικός και θεσμικός. Θα απαντά σε πολιτικό επίπεδο και θα προχωράει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να περιορίσει τα περιθώρια κινήσεων του αντιπάλου.

Για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός θα στηρίξει αποφασιστικά το έργο και τον ρόλο της ΕΛ.ΑΣ. Ταυτόχρονα, όμως, θα προχωρήσει σε αλλαγές και στην επιβολή κανόνων για την αποτελεσματικότερη αστυνόμευση με απόλυτο σεβασμό των δικαιωμάτων του πολίτη.

Η ΕΛ.ΑΣ. έχει φέρει σε πέρας εξαιρετικά σύνθετες και σημαντικές αποστολές, από τον έλεγχο των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών στον Έβρο μέχρι την επιβολή της έννομης τάξης σε ευαίσθητες αστικές περιοχές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι λειτουργεί σε όλες τις περιπτώσεις σωστά και πως τα στελέχη της είναι πάντα στο ύψος των περιστάσεων. Αρκεί να θυμηθούμε τι ποσοστά έπαιρνε μέχρι πριν από λίγα χρόνια η Χρυσή Αυγή στα εκλογικά τμήματα όπου ψήφιζαν οι αστυνομικοί και τι φάσεις αποσύνθεσης πέρασε η ΕΛ.ΑΣ. επί διακυβέρνησης Τσίπρα για να αντιληφθούμε την ανάγκη ποιοτικής αναβάθμισης. Άλλωστε, είναι κοινό μυστικό ότι με απαίτηση πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων δεν υπάρχουν διαδικασίες συνεχούς και αξιόπιστης επαγγελματικής αξιολόγησης, όχι μόνο στην ΕΛ.ΑΣ. αλλά στο σύνολο του ελληνικού Δημοσίου.

Ιδού μία ακόμη πρόκληση για τον μεταρρυθμιστή Μητσοτάκη, ο οποίος αναμένεται να τολμήσει εκεί όπου ο Τσίπρας απέφευγε τα δύσκολα.

Με πρωτοβουλία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ έχει βαρύνει το πολιτικό και το κοινωνικό κλίμα. Εκτιμώ όμως ότι η παρατεταμένη οικονομική και κοινωνική κρίση και η μεγάλη απειλή της πανδημίας –που είναι πάντα μαζί μας– έχουν συμβάλει στην πολιτική ωρίμανση των περισσότερων πολιτών, με αποτέλεσμα η επανάληψη της «πλατείας» να μην έχει σοβαρές πιθανότητες να αλλάξει σημαντικά τον συσχετισμό των δυνάμεων υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.