Ελληνική πτώση χωρίς τέλος στην Ε.Ε. - Free Sunday
Ελληνική πτώση χωρίς τέλος στην Ε.Ε.
Εντυπωσιακή τεκμηρίωση στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης.

Ελληνική πτώση χωρίς τέλος στην Ε.Ε.

Διαβάζοντας το εξαιρετικά ενδιαφέρον Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης που προετοίμασε το κυβερνητικό επιτελείο, εντυπωσιάστηκα από τις αναφορές στην υποβάθμιση της θέσης της Ελλάδας στο εσωτερικό της Ε.Ε.

Οι κυβερνητικοί αρμόδιοι δίνουν μια ιδιαίτερα αρνητική οικονομική και κοινωνική δυναμική για την πατρίδα μας.

Η ανάλυση που κάνουν είναι ανοιχτή σε πολιτικές ερμηνείες. Στην πολύωρη συζήτηση που έγινε στη Βουλή (Τρίτη, 6 Απριλίου 2021) για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, όπως την εξέφρασε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ήταν ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει μία διαχρονικά αποτυχημένη πολιτική, παρουσιάζοντας κάθε τόσο ένα σχέδιο ανάκαμψης που δεν οδηγεί πουθενά.

Στη διαδικτυακή παρέμβασή μου στη συζήτηση υιοθέτησα μια θετική προσέγγιση. Θεώρησα ότι οι επισημάνσεις για τα κακώς κείμενα στην ελληνική οικονομία και κοινωνία είναι ένα είδος αυτοκριτικής εκ μέρους του πολιτικού συστήματος, η οποία αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχημένης εφαρμογής του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης. Απευθυνόμενος στον εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ υπογράμμισα ότι αυτός επαναλαμβάνεται κάθε πέντε χρόνια, ανεξάρτητα από τη συγκυρία και την πολιτική που εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Υποστήριξα ότι τα ίδια έλεγε ο κ. Τσακαλώτος το 2010, όταν μας πήγαινε για… Βενεζουέλα, τα ίδια έλεγε το 2015, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοζε το τρίτο μνημόνιο, τα ίδια λέει και το 2020-2021, μετά τη λαϊκή αποδοκιμασία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και το ξέσπασμα της πανδημίας που άλλαξε εντελώς το πλαίσιο στο οποίο λειτουργούμε.

Ανεξάρτητα πάντως από τις πολιτικές ερμηνείες και τις αντιπαραθέσεις, παραμένει το γεγονός ότι η Ελλάδα μένει συνεχώς πίσω στον εσωτερικό ανταγωνισμό της Ε.Ε. με έναν τρόπο που επιβάλλει διαφορετική προσέγγιση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και φαίνεται να μεγαλώνουν με το πέρασμα του χρόνου.

Μένουμε πίσω

Στη σελίδα 18 του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης συνοψίζεται η ευρωπαϊκή μας υστέρηση ως εξής: «Σε όρους πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το 2007 η Ελλάδα υπολειπόταν των μέσων όρων της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης κατά 11,8% και 23,4% αντίστοιχα, ενώ το 2019 οι αποκλίσεις αυτές ανήλθαν σε 36,6% και 43,2%. Η θέση της χώρας επιδεινώθηκε, από τη 14η θέση μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε., που κατείχε το 2007, στη 18η το 2019. Αλλά και πέραν της τελευταίας δεκαετίας, από το 1981 έως το 2019 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν 0,9%, ενώ το κατά κεφαλήν πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε με ακόμη πιο αργούς ρυθμούς – περίπου 0,6% ετησίως κατά μέσο όρο».

Από τα στοιχεία που παραθέτει το κυβερνητικό επιτελείο προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

Πρώτον, κλείσαμε μια τεσσαρακονταετία εξαιρετικά χαμηλής οικονομικής ανάπτυξης, ως κράτος-μέλος της Ε.Ε. Το βασικό λάθος είναι δικό μας, γιατί την ίδια περίοδο άλλα κράτη-μέλη με το ίδιο περίπου επίπεδο ανάπτυξης «απογειώθηκαν» αναπτυξιακά, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Ιρλανδία.

Δεύτερον, παρατηρείται μια απόκλιση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ό,τι αφορά το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, η οποία οφείλεται στη λαθεμένη στρατηγική που ακολουθήσαμε. Με ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις, επικράτησαν στο πολιτικό, συνδικαλιστικό σύστημα οι υποστηρικτές της σύγκλισης των εισοδημάτων ανεξάρτητα από το επίπεδο των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Η εικόνα μας ύστερα από 40 χρόνια συμμετοχής στην Ε.Ε. είναι ανησυχητική. Το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι πλέον κάτω από τα 2/3 του μέσου όρου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των «27».

Τρίτον και σημαντικότερο, οι κακές επιδόσεις μας σε βάθος δεκαετιών δεσμεύουν τις αναλύσεις των διεθνών οργανισμών για την προοπτική της οικονομίας μας. Η αντίδρασή μας σε εκτιμήσεις, για παράδειγμα του ΔΝΤ, ότι σε βάθος χρόνου ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα είναι της τάξης του 1% είναι εξαιρετικά αρνητική, παρά το γεγονός ότι ιστορικά είναι βάσιμες τέτοιου είδους εκτιμήσεις για το μέλλον μας.

Επενδυτικό κενό

Στη σελίδα 8 του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης παρουσιάζει την πολιτική που θα εφαρμοστεί σε μια προσπάθεια να περιοριστεί το μεγάλο παραγωγικό και επενδυτικό κενό που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία.

Όπως τονίζεται, επιδίωξη της νέας πολιτικής είναι: «Να περιορίσει: α) το πολύ μεγάλο παραγωγικό κενό (output gap) της οικονομίας, που το 2020 προβλέπεται να φτάσει στο 12,3%. β) Το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο επενδύσεων που χαρακτηρίζει την ελληνική οικονομία. Κατά την τελευταία δεκαετία οι επενδύσεις έφταναν το 10,1% του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 22,2% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. γ) Το σημαντικά υψηλότερο κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Περίπου το 70% του συνολικού επενδυτικού κενού αφορά τις επιχειρηματικές επενδύσεις».

Στη σελίδα 18 του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης γίνεται μια προσπάθεια προσδιορισμού του επενδυτικού κενού σε απόλυτους αριθμούς. Επισημαίνεται ότι «μεταξύ 2010 και 2019 ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου ως ποσοστό επί του ΑΕΠ υπολειπόταν σταθερά του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, το επενδυτικό χάσμα της Ελλάδας –μετρούμενο ως απόκλιση από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ– ήταν κατά μέσο όρο 9% του ΑΕΠ ετησίως ή 162 δισ. ευρώ αθροιστικά».

Το επενδυτικό χάσμα της τελευταίας δεκαετίας είναι τεράστιο και είναι φανερό ότι σε συνθήκες πανδημίας πρόκειται να μεγαλώσει. Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης αποσκοπεί στην κάλυψη του 1/3 του επενδυτικού χάσματος της τελευταίας δεκαετίας στη διάρκεια της επόμενης εξαετίας. Επειδή το επενδυτικό χάσμα διευρύνεται με το πέρασμα του χρόνου, γίνεται φανερό ότι δεν μπορεί να καλυφθεί μόνο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και τις πρόσθετες επενδύσεις που θα δημιουργήσει. Χρειαζόμαστε μια επενδυτική «απογείωση», με τα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης να λειτουργούν σαν καταλύτης.

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης συνδέει το μεγάλο επενδυτικό κενό με την ευρωπαϊκή υστέρηση της Ελλάδας στην παραγωγικότητα και καινοτομία ως εξής (σελ. 20 του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης): «Υπάρχει ένα επίμονο χάσμα παραγωγικότητας μεταξύ της Ελλάδας και του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ, με αρνητικές συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

»Εκτός της επιβράδυνσης του σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, η έλλειψη επενδύσεων επηρεάζει αρνητικά και την παραγωγικότητα.

»Ο χαμηλός βαθμός καινοτομίας έχει παρόμοια αποτελέσματα. Η χαμηλή επίδοση της χώρας στον ευρωπαϊκό πίνακα αποτελεσμάτων καινοτομίας (European Innovation Scoreboard) οφείλεται κυρίως στη μεγάλη υστέρηση σε δαπάνες για επενδύσεις Venture Capital, σε άυλα περιουσιακά στοιχεία και δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης στον επιχειρηματικό τομέα».

Ψηφιακός ουραγός

Ιδιαίτερα αρνητική είναι η εκτίμηση της κατάστασης της ψηφιακής οικονομίας στην Ελλάδα που κάνουν οι κυβερνητικοί αρμόδιοι.

Όπως αναφέρουν στη σελίδα 17 του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, ο Ψηφιακός Οικονομικός και Κοινωνικός Δείκτης (Digital Economy & Society Index – DESI) μετρά την εντυπωσιακή ψηφιακή μας υστέρηση. Αναφέρεται συγκεκριμένα: «Η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. στα κριτήρια “Συνδεσιμότητας” του δείκτη DESI.

»Η Ελλάδα υστερεί στην αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης και κατατάσσεται προτελευταία μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε., με βάση τα κριτήρια των “Ψηφιακών Δημόσιων Υπηρεσιών” του ευρωπαϊκού δείκτη DESI.

»Σύμφωνα και με τον δείκτη DESI, η Ελλάδα διαθέτει μία από τις λιγότερο προηγμένες ψηφιακές οικονομίες στην Ε.Ε., καθώς η συνολική κατάταξη της Ελλάδας για το 2020 είναι 27η από τα 28 (τότε) κράτη-μέλη της Ε.Ε.».

Ο ψηφιακός καταποντισμός μας προκαλεί δικαιολογημένο προβληματισμό, εφόσον ένας από τους στρατηγικούς στόχους της Ε.Ε. είναι η επιτάχυνση της μετάβασης στην ψηφιακή οικονομία. Η Ε.Ε. χάνει με διαφορά την αναμέτρηση με τις ΗΠΑ και την Κίνα –που κυριαρχούν στην ψηφιακή οικονομία– και η πατρίδα μας έχει μετατραπεί σε ψηφιακό ουραγό της Ε.Ε. Η ψηφιακή μας υστέρηση είναι ένα ακόμη βαρίδι στην αναπτυξιακή μας προσπάθεια.

Μεγάλες ανισορροπίες

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης συνοψίζει στη σελίδα 26 του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης τις ανισορροπίες που δυσκολεύουν την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κρίση ως εξής: «Πριν από την έναρξη της πανδημίας Covid-19 η Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών είχε εντοπίσει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες στην Ελλάδα, που σχετίζονται με 1) υψηλό δημόσιο χρέος, 2) υψηλή αρνητική καθαρή επενδυτική θέση (NIIP), 3) υψηλό ποσοστό ανεργίας και 4) μεγάλο μερίδιο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στους ισολογισμούς των τραπεζών. Αυτές οι κληροδοτηθείσες ανισορροπίες καθιστούν μεγαλύτερη την ανάγκη αύξησης της ικανότητας απορρόφησης σοκ στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ε.Ε.».

Στις μεγάλες ανισορροπίες προστίθεται τώρα και ο λογαριασμός του Covid-19. Το χρέος του ελληνικού Δημοσίου έχει σκαρφαλώσει στο 208% του ΑΕΠ και η αύξησή του προβλέπεται να συνεχιστεί μέχρις ότου ελεγχθεί η πανδημία και οργανωθεί η επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα.

Το 2020 το ΑΕΠ έκανε μία ακόμη βουτιά 8,2% και το χαμένο έδαφος είναι δύσκολο να καλυφθεί πριν από το 2023.

Από τα εντυπωσιακά πρωτογενή πλεονάσματα περάσαμε το 2020 σε πρωτογενές έλλειμμα 7,2% του ΑΕΠ και η πρόβλεψη της κυβέρνησης είναι για πρωτογενές έλλειμμα 3,9% του ΑΕΠ το 2021.

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το πρωτογενές έλλειμμα του 2021 θα ξεπεράσει τις κυβερνητικές εκτιμήσεις. Το χειρότερο είναι ότι, λόγω της κρίσης του τουρισμού, το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα συνδυάζεται το 2020 και το 2021 με σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Επιστρέφουμε έτσι στην επικίνδυνη περιοχή των δίδυμων ελλειμμάτων.

Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να έχει ευεργετικές επιδράσεις στην ελληνική οικονομία. Δεν αρκεί όμως για να αντιμετωπιστούν τα συσσωρευμένα προβλήματα. Είναι ένα εξαιρετικά σημαντικό βήμα στη σωστή κατεύθυνση, με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης να εκτιμά ότι «θα οδηγήσει σε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της Ελλάδας κατά την περίοδο 2021-2026 σωρευτικά ίση με το 1/3 του ΑΕΠ του 2020 και κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες το 2026 σε σχέση με το σενάριο βάσης».

Αναξιοποίητο δυναμικό

Τα διαρθρωτικά προβλήματα και η έλλειψη επενδύσεων έχουν οδηγήσει σε χαμηλό βαθμό αξιοποίησης του εργατικού δυναμικού της χώρας.

Στη σελίδα 23 του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης επισημαίνονται τα εξής: «Το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού μεταξύ 15 και 64 ετών στην Ελλάδα βρίσκεται σταθερά κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Παρά την αύξηση μεταξύ του 2009 (67,4%) και του 2019 (68,4%), η απόκλιση από τον μέσο όρο της Ε.Ε. των “27” (70,1% το 2009 έναντι 73,4% το 2019) αυξήθηκε περαιτέρω. Έως το 2019, η Ελλάδα έπεσε στο τρίτο χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού στην οικονομική δραστηριότητα μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., από το ένατο χαμηλότερο το 2009».

Όπως τονίζεται (σελ. 24), το πρόβλημα αφορά κυρίως τις γυναίκες και τους νέους. Υπογραμμίζεται σχετικά: «Η χαμηλή συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό αφορά κυρίως στις γυναίκες αλλά και στους νέους. Το ποσοστό των οικονομικά ενεργών γυναικών το 2019 στην Ελλάδα ήταν 60,4% έναντι 68,5% κατά μέσο όρο στη ζώνη του ευρώ και 67,9% στην Ε.Ε. των “27”, το τρίτο χαμηλότερο στην Ε.Ε.

»Επιπλέον, μεταξύ των νέων 15 έως 24 ετών, μόνο το 22,5% συμμετείχε στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα (το χαμηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε.) σε σχέση με το 39,4% στην Ε.Ε. των “27” και το 40,3% στη ζώνη του ευρώ κατά μέσο όρο».

Τα στοιχεία δείχνουν μια δραματική υποβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού, που κάνει ακόμη πιο δύσκολη την έξοδο από την κρίση.

Σε ό,τι αφορά τις γυναίκες, το πρόβλημα οφείλεται και στην κακή οργάνωση της κοινωνίας μας.

Όπως τονίζεται στη σελίδα 43 της Έκθεσης: «Οι γυναίκες στην Ελλάδα είναι πιο πιθανό να είναι άνεργες σε σχέση με τους άνδρες, με το 20% των γυναικών που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 25 έως 49 ετών να παραμένουν εκτός εργασίας για λόγους φροντίδας των παιδιών».

Αυτό καθίσταται αναγκαίο επειδή: «Η συμμετοχή των παιδιών ηλικίας μέχρι τριών ετών σε οργανωμένους χώρους φύλαξης και βρεφονηπιακούς σταθμούς είναι εξαιρετικά χαμηλή –8,9%– σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που ανέρχεται στο 32,9%, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τα παιδιά από τριών ετών μέχρι την υποχρεωτική εκπαίδευση και πάλι απέχουν, με το ποσοστό στην Ελλάδα να φτάνει το 55,6% σε αντιπαραβολή με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, 86,3%».

Οι γυναίκες δέχονται μεγάλη πίεση, επειδή πρέπει να ανταποκριθούν στις οικογενειακές τους υποχρεώσεις χωρίς σοβαρό σύστημα κοινωνικής υποδομής και υποστήριξης.

Ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση για τους νέους, των οποίων ο αποκλεισμός από την αγορά εργασίας είναι τόσο μεγάλης κλίμακας και διάρκειας, ώστε προκαλεί μια αρνητική στάση ζωής.

Η αποτυχία φέρνει φτώχεια

Η οικονομική και κοινωνική διολίσθηση που περιγράφει το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης έχει τεράστιο κόστος ακόμη και σε τομείς όπου θεωρούσαμε ότι έχουμε καλύψει τις βασικές μας ανάγκες.

Στη σελίδα 23 της Έκθεσης περιγράφεται ο κίνδυνος φτώχειας με τον ακόλουθο τρόπο: «Η καθοδική πορεία του κατά κεφαλήν εισοδήματος μεταφράστηκε σε υψηλό ποσοστό ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό και οδήγησε το 2018 και το 2019 στο να κατέχει η Ελλάδα το τρίτο υψηλότερο ποσοστό ατόμων που αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην Ε.Ε. Επιπλέον, η κρίση της Covid-19 κινδυνεύει να επιδεινώσει σημαντικά αυτές τις ανισότητες».

Εντύπωση προκαλεί και η περιγραφή της ενεργειακής φτώχειας, η οποία συνδέεται με την υποβάθμιση των κατοικιών. Μπήκαμε στην κρίση του 2010 με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης στην Ε.Ε. και την αίσθηση ότι είχαμε λύσει το πρόβλημα της αξιοπρεπούς στέγασης του πληθυσμού.

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης μας πληροφορεί (σελ. 48 της Έκθεσης) ότι «στην Ελλάδα το 12,5% του πληθυσμού κατοικεί σε σπίτια με σοβαρά προβλήματα υγρασίας, διαρροές και σάπια κουφώματα και πατώματα.

»Το 2019, το 17,9% του συνολικού πληθυσμού δήλωσε αδυναμία να θερμάνει το σπίτι του (μέσος όρος Ε.Ε. 7,3%) και το ποσοστό αυτό ανεβαίνει στο 34,1% μεταξύ των οικονομικά ευάλωτων στρωμάτων. Τα περισσότερα σπίτια στη χώρα είναι χτισμένα πριν από τη δεκαετία του 1980 και 5 στα 10 δεν έχουν θερμομόνωση».

Η ακίνητη περιουσία ήταν η βάση τής σε μεγάλο βαθμό στρεβλής μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης. Αποτελούσε όμως συνολικά μια μεγάλη κοινωνική κατάκτηση, η οποία ανέβαζε το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων και διεύρυνε τα όρια της μεσαίας τάξης.

Έτσι όπως έγινε η μνημονιακή διαχείριση της κρίσης, η ακίνητη περιουσία απαξιώθηκε και υποβαθμίστηκε, κάνοντας ακόμη πιο δύσκολη την οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Σημαντικό μέρος της έχει περιέλθει στον έλεγχο των funds –μέσω της διαχείρισης των λεγόμενων «κόκκινων δανείων»–, με κίνδυνο να ενισχυθούν οι κοινωνικές ανισότητες και να προκληθεί δυναμική λαϊκή αντίδραση.

Διαβάζοντας προσεκτικά την καλή τεκμηρίωση που περιέχει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης δημιουργούνται απορίες για το πώς τελικά καταφέραμε να χάσουμε τόσες αναπτυξιακές ευκαιρίες και να δημιουργήσουμε δισεπίλυτα προβλήματα στον εαυτό μας.

Θεωρώ δείγμα πολιτικής γενναιότητας το γεγονός ότι το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης παραδέχεται τις χαμένες ευκαιρίες και τις ευθύνες για τα μεγάλα προβλήματα. Η ΝΔ ήταν μία από τις δύο κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις στη διάρκεια των τελευταίων 40 ετών και της αναλογεί μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την οικονομική και κοινωνική διολίσθηση που τεκμηριώνεται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η ΝΔ έχει διδαχτεί, ως παράταξη, από τα λάθη της ή απλώς προσπαθεί να αξιοποιήσει το εξαιρετικά χαμηλό οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο από το οποίο ξεκινά η νέα κυβερνητική της προσπάθεια ως άλλοθι για τις μελλοντικές επιδόσεις της.

Υπάρχει και το γενικότερο ζήτημα του πώς ακριβώς σκέφτονται οι πολιτικές δυνάμεις –η ΝΔ, το παλιό ΠΑΣΟΚ, το μεταλλαγμένο ΠΑΣΟΚ προς την κατεύθυνση της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ και ο ΣΥΡΙΖΑ– να συνεννοηθούν μεταξύ τους για να δούμε αν τελικά μπορούμε να μαζέψουμε τα σπασμένα κομμάτια της τελευταίας τεσσαρακονταετίας.