Δύσκολο το τεστ της Ουκρανίας για την Ε.Ε. - Free Sunday
Δύσκολο το τεστ της Ουκρανίας για την Ε.Ε.
Σκληραίνει η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσίας.

Δύσκολο το τεστ της Ουκρανίας για την Ε.Ε.

Η Ε.Ε. βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ακόμη δύσκολο τεστ αποτελεσματικότητας για την εξωτερική της πολιτική.

Αναπτύσσεται μια αρνητική δυναμική στις σχέσεις Ουκρανίας και Ρωσίας, με το Κίεβο να κατηγορεί τη Μόσχα ότι προετοιμάζει νέα εισβολή –όπως το 2014– και τη Μόσχα να απαντά ότι το Κίεβο παίζει ένα νατοϊκό παιχνίδι αποσταθεροποίησης, το οποίο θα πληρώσει ακριβά.

Η Ε.Ε. έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανατροπή του φιλορώσου προέδρου της Ουκρανίας Γιανουκόβιτς, ο οποίος την τελευταία στιγμή προσπάθησε να ματαιώσει την υπογραφή συμφωνίας για την ανάπτυξη της συνεργασίας Ε.Ε.-Ουκρανίας προκειμένου να προστατεύσει τη μεγάλη ρωσική επιρροή στη χώρα του.

Η στροφή 180 μοιρών που επιχείρησε ο Γιανουκόβιτς προκάλεσε τη δυναμική λαϊκή αντίδραση, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει τη χώρα τον Φεβρουάριο του 2014.

Η επικράτηση των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων είχε φοβερές συνέπειες για τη χώρα. Ρωσόφωνοι αυτονομιστές έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τις περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ στην ανατολική Ουκρανία. Με τη βοήθεια ρωσικών όπλων και στρατευμάτων η ευρύτερη περιοχή του Ντονμπάς αποσχίστηκε από την Ουκρανία.

Παράλληλα, η Ρωσία κατέλαβε την Κριμαία και προχώρησε στην προσάρτησή της.

Το ευρωπαϊκό όραμα των Ουκρανών, το οποίο ενθάρρυνε η Ε.Ε. –χωρίς όμως να το στηρίξει αποφασιστικά–, μετατράπηκε σε έναν συνδυασμό εμφυλίου πολέμου και απώλειας της στρατηγικής σημασίας Κριμαίας προς τη Ρωσία.

Με τις συμφωνίες του Μινσκ και τη διαδικασία της Νορμανδίας –με πρωταγωνιστικό ρόλο για τη Γαλλία και τη Γερμανία– σταθεροποιήθηκε η κατάσταση και καταλήξαμε σε μία ακόμη «παγωμένη» σύγκρουση, από αυτές που χρησιμοποιεί η Ρωσία για να προωθεί τα συμφέροντά της στο διεθνοπολιτικό σκάκι.

Ο ρόλος του Πούτιν

Υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να «ξεπαγώσει» η σύγκρουση στην Ουκρανία με πρωτοβουλία του Πούτιν. Ο Ρώσος πρόεδρος γνωρίζει σχετική κάμψη της δημοτικότητάς του. Δεν υπάρχουν οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις να αμφισβητήσουν την κυριαρχία του, αλλά δεν θέλει να καταγράψει το κόμμα του σοβαρές απώλειες στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Με αποφάσεις που προετοιμάζει ο ίδιος, εξασφαλίζει τη δυνατότητα για περισσότερες προεδρικές θητείες, με στόχο τον διαρκή και απόλυτο έλεγχο της εξουσίας.

Η προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 είχε ανεβάσει τη δημοτικότητά του στο 80% και πολλοί αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι θα ξαναπαίξει το χαρτί της πατριωτικής έως εθνικιστικής συσπείρωσης. Επισημαίνουν ότι πίσω από μια εικόνα ομαλότητας η Ρωσία δοκιμάζεται σκληρά από τον Covid-19. Ο Πούτιν δεν εφάρμοσε αυστηρά περιοριστικά μέτρα, δίνοντας προτεραιότητα στη λειτουργία της οικονομίας. Η πτώση του ΑΕΠ στη διάρκεια του 2020 ήταν περιορισμένη, της τάξης του 3%, γεγονός που φαίνεται να δικαιώνει την επιλογή του. Παρατηρείται όμως μεγάλη αύξηση των θανάτων στη Ρωσία, η οποία σύμφωνα με εκτιμήσεις επιστημόνων ξεπέρασε το 2020 τις 400.000 σε σχέση με την τάση των προηγούμενων χρόνων. Όμως οι θάνατοι από Covid-19 που έχουν αναφερθεί είναι μόλις 86.000.

Ένας άλλος λόγος για τον οποίο ο Πούτιν σκληραίνει τη στάση του έναντι της Ουκρανίας είναι η προσπάθειά του να ορίσει το πλαίσιο των σχέσεων Ρωσίας-ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της προεδρίας Μπάιντεν. Υπάρχει μια γενικότερη αμφισβήτηση των δικτατόρων τύπου Πούτιν –δυσκολίες αντιμετωπίζει και ο Λουκασένκο στη Λευκορωσία– και ο Ρώσος ηγέτης δεν θέλει να αφήσει τίποτα στην τύχη.

Ο Ζελένσκι

Την ένταση πυροδοτεί η διαρκής πολιτική αναζήτηση από την πλευρά του προέδρου της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Θριάμβευσε στις προεδρικές εκλογές του Απριλίου 2019 με το εκπληκτικό ποσοστό 73%. Η επικράτησή του ήταν ψήφος απόρριψης προς το «κατεστημένο» της Ουκρανίας, με το οποίο όμως είχε στενότερες σχέσεις από αυτές που εμφάνιζε.

Ο ρωσόφωνος Ζελένσκι ήταν ένας αστέρας της τηλεόρασης, ο οποίος όφειλε την αναγνωρισιμότητά του σε μια τηλεοπτική εκπομπή («Υπηρέτης του Λαού») στην οποία είχε τον πρωταγωνιστικό ρόλο ως… πρόεδρος της Ουκρανίας.

Το κανάλι που τον ανέδειξε ήταν το 1+1, ιδιοκτησίας του ολιγάρχη Ίγκορ Κολομόισκι. Ο Κολομόισκι ευθύνεται για τη χρεοκοπία της ελεγχόμενης από αυτόν τράπεζας Privat Bank το 2016. Διαπιστώθηκε μια διαχειριστική τρύπα 5,5 δισ. δολαρίων, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε αναγκαστική εθνικοποίηση το 2018.

Ο Ζελένσκι αιφνιδίασε εχθρούς και φίλους επιλέγοντας ως επικεφαλής του επιτελείου του έναν δικηγόρο που υπεράσπιζε τα συμφέροντα του Κολομόισκι στη χρεοκοπία της Privat Bank και παίρνοντας πρωτοβουλία για έναν αμοιβαία επωφελή «συμβιβασμό» μεταξύ του Δημοσίου και του πρώην ιδιοκτήτη της τράπεζας.

Οι κινήσεις του νέου προέδρου προκάλεσαν την αρνητική αντίδραση του ΔΝΤ, το οποίο απείλησε με διακοπή της χρηματοδότησης του προγράμματος εξυγίανσης της ουκρανικής οικονομίας σε περίπτωση διευκόλυνσης του Κολομόισκι.

Το κόμμα του Ζελένσκι, «Υπηρέτης του Λαού», δεν πήγε ιδιαίτερα καλά στις δημοτικές του Οκτωβρίου 2020, στις οποίες επικράτησαν ανεξάρτητοι υποψήφιοι, και μπήκε στο 2021 με δημοσκοπικό ποσοστό της τάξης του 28%. Σημαντική είναι και η υποχώρηση της δημοτικότητας του προέδρου Ζελένσκι, η οποία κινείται, ανάλογα με τις δημοσκοπήσεις και τη συγκυρία, από 40% έως 55%.

Παρά τις δεσμεύσεις του για κάθαρση, οι ολιγάρχες επανήλθαν δριμύτεροι επί της προεδρίας του. Ορισμένοι από αυτούς, ρωσόφιλοι με στενούς δεσμούς κατά το παρελθόν με τον πρόεδρο Γιανουκόβιτς. Για ένα διάστημα ο Ζελένσκι προσέγγισε τον Βίκτορ Μέντβεντσουκ, ολιγάρχη που ελέγχει το φιλορωσικό κόμμα της αντιπολίτευσης OPFL. Τελευταία όμως στράφηκε εναντίον του και ίσως αυτό εξηγεί, ως έναν βαθμό, τη δυναμική αντίδραση του Πούτιν.

Η οικονομία της Ουκρανίας πήγε αρκετά καλά κατά τη διάρκεια του 2020, εφόσον η πτώση του ΑΕΠ περιορίστηκε στο 5%. Παράλληλα, ενισχύθηκε η διεθνής ανταγωνιστικότητα της χώρας σε συνθήκες πανδημίας, με αποτέλεσμα να καταγραφεί πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 4% και να αυξηθούν τα συναλλαγματικά αποθέματα κατά 28,5 δισ. δολάρια.

Όμως η απομάκρυνση των μεταρρυθμιστών από την κυβέρνηση στον ανασχηματισμό του Μαρτίου 2020 και η στροφή του θεωρητικά φιλελεύθερου Ζελένσκι στον αυταρχισμό προκαλούν αρνητικές αντιδράσεις. Τους τελευταίους μήνες έκλεισε τρία ρωσόφωνα τηλεοπτικά δίκτυα και επέβαλε κυρώσεις στον ολιγάρχη Μέντβεντσουκ, βάζοντας τέλος στη μεταξύ τους συνεργασία.

Στο ξεκίνημα της προεδρικής του θητείας ο Ζελένσκι επιχείρησε μια ευρύτερη συνεννόηση με τον Πούτιν, χωρίς όμως να την επιτύχει. Εξασφάλισε ανταλλαγή αιχμαλώτων μεταξύ Ουκρανίας και ρωσόφιλων αυτονομιστών και κατάπαυση του πυρός, όχι όμως μια διευθέτηση στην ανατολική Ουκρανία που θα ενίσχυε την πολιτική του θέση στο εσωτερικό. Χωρίς σταθερή στρατηγική και έχοντας εγκαταλείψει, σε μεγάλο βαθμό, τους στόχους της κάθαρσης, του εκδημοκρατισμού και των μεταρρυθμίσεων, ο Ζελένσκι επιχειρεί μια ευρύτερη λαϊκή συσπείρωση ανεβάζοντας τους τόνους έναντι της Ρωσίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας και Άμυνας ενέκρινε σχέδιο στρατηγικής για την ανακατάληψη της Κριμαίας από τους Ρώσους και την εκ νέου επιβολή της κυριαρχίας της Ουκρανίας στην ευρύτερη περιοχή του Ντονμπάς.

Το σχέδιο για την ανακατάληψη της Κριμαίας από τη Ρωσία δεν είναι ρεαλιστικό. Απλώς δείχνει την επιδείνωση στις σχέσεις Ουκρανίας-Ρωσίας και προσφέρει την ευκαιρία στον Πούτιν να ενισχύσει την παρουσία ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία, προκειμένου να ενισχυθεί η εθνική άμυνα.

Η επιστροφή των ΗΠΑ

Με τον Μπάιντεν στην προεδρία, οι ΗΠΑ επιχειρούν να βάλουν όρια στις φιλοδοξίες της Ρωσίας στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, Τραμπ, ο Μπάιντεν δεν δείχνει καμία ανοχή στις μεθόδους και την πολιτική του Πούτιν, τον οποίο αποκάλεσε δημόσια «δολοφόνο».

Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ τάσσεται δυναμικά στο πλευρό της Ουκρανίας, επιμένοντας παράλληλα στην ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, πάταξη της διαφθοράς και περιορισμό του ρόλου των ολιγαρχών.

Η αντίθεση του Μπάιντεν προς τον Πούτιν δεν στηρίζεται μόνο σε γεωστρατηγικούς υπολογισμούς. Έχει τονισμένη και την ιδεολογική διάσταση. Η Ουάσινγκτον θέλει να δώσει μάχη κατά ανελεύθερων καθεστώτων, όπως είναι της Ρωσίας και της Κίνας, για να περάσει το μήνυμα ότι οι δυτικού τύπου δημοκρατίες εγγυώνται τα ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα και προσφέρουν καλύτερη εναλλακτική στους λαούς απ’ ό,τι τα αυταρχικά καθεστώτα.

Η στρατηγική του Μπάιντεν είναι αρκετά υψηλού ρίσκου. Δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια τις κινήσεις του Πούτιν, ενώ του προσφέρει κίνητρο για να συσφίξει τις σχέσεις του με την Κίνα και άλλες δυνάμεις που αμφισβητούν με διάφορους τρόπους τη στρατηγική της Δύσης. Επίσης, ο Μπάιντεν δεν μπορεί να ξέρει αν τελικά οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι θα σταθούν αποφασιστικά στο πλευρό του ή θα προσπαθήσουν να ισορροπήσουν μεταξύ της ασφάλειας που τους προσφέρουν οι ΗΠΑ και της ανάπτυξης της οικονομικής συνεργασίας με τη Ρωσία.

Τα μηνύματα, πάντως, προς την πλευρά του Πούτιν είναι ξεκάθαρα. Οι ΗΠΑ ενισχύουν τη στρατιωτική παρουσία τους σε Γερμανία και Πολωνία και ματαιώνουν τα σχέδια που είχε εγκρίνει ο Τραμπ για μείωση των δυνάμεών τους. Η Ουάσινγκτον επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία ότι δεν πρόκειται να δεχτεί την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και πως πρέπει να συνεχιστεί το εμπάργκο σε βάρος της ρωσικής οικονομίας, αλλά και να περιοριστούν ή να ματαιωθούν φιλόδοξα επενδυτικά σχέδια, όπως ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2, ο οποίος θα προμηθεύει με ρωσικό φυσικό αέριο τη γερμανική οικονομία.

Παρά τη σκλήρυνση της αμερικανικής στρατηγικής, ο Μπάιντεν πήρε την πρωτοβουλία να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με τον Πούτιν για να του προτείνει την πραγματοποίηση συνόδου κορυφής ΗΠΑ-Ρωσίας σε τρίτη χώρα εντός των προσεχών μηνών.

Επιδίωξη του Αμερικανού προέδρου είναι να συνδυάσει την αποφασιστικότητα με μια ειλικρινή διάθεση συνεννόησης, προκειμένου να υπάρξει αποκλιμάκωση και να αποτραπούν τα χειρότερα.

Ο Αμερικανός πρόεδρος κινείται προσεκτικά, γιατί αντιλαμβάνεται ότι ο κόσμος έχει αλλάξει και πως η αμερικανική ισχύς έχει πολύ συγκεκριμένα όρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανακοίνωσε την οριστική αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν ύστερα από μία εικοσαετή παρουσία, η οποία κόστισε στον Αμερικανό φορολογούμενο περισσότερα από 1 τρισ. δολάρια χωρίς να εξασφαλίσει την ανάπτυξη του Αφγανιστάν σε δυτικά πρότυπα.

Ευρωπαϊκή σύγχυση

Οι πρωτοβουλίες του Μπάιντεν και η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης Ζελένσκι-Πούτιν προκαλούν διαφοροποιήσεις και εντάσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε.

Η Γαλλία και η Γερμανία παρεμβαίνουν, στα πλαίσια της διαδικασίας της Νορμανδίας, για να υιοθετήσει ο Πούτιν μια λιγότερο επιθετική στάση και να περιοριστεί η ένταση στις σχέσεις Ουκρανίας-Ρωσίας.

Η Γερμανία καλωσορίζει την αποφασιστικότητα των ΗΠΑ και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής παρουσίας τους. Δεν παραιτείται όμως από τη στενή οικονομική συνεργασία με τη Ρωσία και την ολοκλήρωση της κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2.

Προκαλούνται έτσι εντάσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε., εφόσον η Γερμανία εμφανίζεται να παίζει σε δύο ταμπλό. Πρωταγωνίστησε στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, οι οποίες συνεχίζονται με μεγάλο κόστος για συγκεκριμένους τομείς των ευρωπαϊκών οικονομιών. Ταυτόχρονα, μεγαλώνει την ενεργειακή της εξάρτηση από τη Ρωσία μέσω του αγωγού φυσικού αερίου, με τη Μέρκελ να υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια καθαρά επιχειρηματική απόφαση που δεν έχει σχέση με την πολιτική.

Το Βερολίνο ζητεί από τις ΗΠΑ να υπάρξει ένα μορατόριουμ σε ό,τι αφορά τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2. Να μην προχωρήσουν οι αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ σε οικονομικές κυρώσεις σε βάρος των επιχειρήσεων που συνεργάζονται στην κατασκευή του αγωγού, αλλά να αφήσουν τις σχετικές αποφάσεις για αργότερα, όταν θα έχει μειωθεί η ένταση στις σχέσεις με τη Ρωσία.

Η στάση των Γερμανών προκαλεί την αντίδραση των Πολωνών, οι οποίοι εκτιμούν ότι η κατασκευή του Nord Stream 2 προσφέρει οικονομικά πλεονεκτήματα στη Ρωσία που θα της επιτρέψουν να χρηματοδοτήσει την επεκτατική της στρατηγική. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, ο Nord Stream 2 απαξιώνει και το αναπτυγμένο δίκτυο αγωγών που προμηθεύει την Ε.Ε. με ρωσικό φυσικό αέριο μέσω της Ουκρανίας. Έτσι, η τελευταία χάνει ετήσια έσοδα δισεκατομμυρίων δολαρίων και κινδυνεύει με νέα υποβάθμιση της διαπραγματευτικής θέσης της έναντι της Ρωσίας.

Μεγάλα κενά

Η νέα κρίση στην Ουκρανία αναδεικνύει τα τεράστια κενά στην πολιτική άμυνας και ασφάλειας της Ε.Ε.

Τα περισσότερα κράτη-μέλη θεωρούν ότι υπάρχει ακόμη ρωσική απειλή. Δεν συμφωνούν όμως με την ανάλυση της Ελλάδας, της Γαλλίας και ορισμένων ακόμη κρατών-μελών ότι μπορεί να υπάρξει και τουρκική απειλή.

Αν υπήρχε ενιαία και ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή στρατηγική, η Ε.Ε. θα ήταν σε θέση να στέλνει μηνύματα συνέπειας και αποφασιστικότητας τόσο στην κατεύθυνση του Πούτιν όσο και στην κατεύθυνση του Ερντογάν.

Πολύς λόγος γίνεται στο εσωτερικό της Ε.Ε. για τη λεγόμενη στρατηγική αυτονομία έναντι των ΗΠΑ. Υποτίθεται ότι με το πέρασμα του χρόνου οι Ευρωπαίοι θα ενισχύουν τη θέση τους στα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας, ώστε να μπορούν να συμπληρώνουν την προσπάθεια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ χωρίς να ταυτίζονται απόλυτα μαζί τους.

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ευρωπαϊκή αυτονομία, γιατί δεν γίνεται σοβαρή προσπάθεια ενίσχυσης της αμυντικής συνεργασίας. Για την επόμενη επταετία ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός προβλέπει σχετικές δαπάνες της τάξης του 1 δισ. ευρώ τον χρόνο, ένα ποσό που είναι περισσότερο συμβολικό παρά ουσιαστικό σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή άμυνα. Η στρατηγική αυτονομία, στον βαθμό που εκδηλώνεται, είναι εθνική και όχι ευρωπαϊκή. Κράτη-μέλη αυτονομούνται σε εθνικό επίπεδο σε ζητήματα άμυνας και ασφάλειας, στο ευρύτερο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, και δεν έχουν διάθεση να συνεργαστούν στενά για την πολυδιαφημισμένη ευρωπαϊκή αυτονόμηση.

Και ο Ερντογάν στο παιχνίδι

Η κλιμάκωση της έντασης στην Ουκρανία και η αποχώρηση των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν αναδεικνύουν τις διεθνοπολιτικές φιλοδοξίες της Τουρκίας.

Μετά την αξιοποίηση των τουρκικών drones από το Αζερμπαϊτζάν στον νικηφόρο πόλεμο με την Αρμενία, η Ουκρανία αύξησε την προμήθεια τουρκικών drones, σε μια προσπάθεια να αλλάξει σε όφελός της τον συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή του Ντονμπάς.

Ο Ερντογάν ανεβάζει τους τόνους της κριτικής προς τη Ρωσία σε ό,τι αφορά την Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία, παρά το γεγονός ότι οι δύο ηγέτες μοιράζονται, παρά τις αντιθέσεις τους, το παιχνίδι στη Συρία, στη Λιβύη, ακόμα και στον Νότιο Καύκασο.

Ο Ερντογάν παρεμβαίνει γιατί η στρατηγική της Γαλάζιας Πατρίδας στηρίζεται στην ισχυρή παρουσία της Τουρκίας στη Μαύρη Θάλασσα. Καταδικάζοντας την προσάρτηση της Κριμαίας επιδιώκει να εμφανιστεί ως προστάτης της μουσουλμανικής μειονότητας της περιοχής, αλλά και να ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση έναντι της Ε.Ε. και κυρίως των ΗΠΑ.

Και η αποχώρηση των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν προσφέρει διπλωματικές ευκαιρίες στην Τουρκία. Η ειρηνευτική διαδικασία ανάμεσα στην κυβέρνηση του Αφγανιστάν και τους ισλαμιστές, που ελέγχουν μεγάλο τμήμα της χώρας, δεν προχωράει. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα πλήρους επικράτησης των Ταλιμπάν μετά την αποχώρηση των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων. Οι 2.500 Αμερικανοί στρατιωτικοί και οι 7.500 από συμμαχικές χώρες κρατάνε μέχρι σήμερα την ισορροπία μεταξύ των αντιμαχομένων.

Η επόμενη φάση των ειρηνευτικών διαβουλεύσεων θα διεξαχθεί στην Κωνσταντινούπολη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, της Τουρκίας και του Κατάρ. Οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. επιθυμούν την άμεση συμμετοχή των Ταλιμπάν και ένα αποτέλεσμα που θα τους δεσμεύει, στο μέτρο του δυνατού, για την περίοδο μετά τον Σεπτέμβριο του 2021, οπότε θα ολοκληρωθεί η αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων.

Ο ενισχυμένος ρόλος της Τουρκίας, ακόμη και στην κρίση της Ουκρανίας, δείχνει ότι η στρατηγική της ήπιας δύναμης στην οποία ειδικεύεται η Ε.Ε. λόγω των μεγάλων οικονομικών μεγεθών της δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις περιπτώσεις. Όταν υπάρχουν ισχυροί και κυρίως αποφασισμένοι παίκτες οι οποίοι προβάλλουν με διάφορους τρόπους την ισχύ τους, η βρυξελλιώτικη διπλωματία αποδεικνύεται εντελώς ανεπαρκής.