Ο Όρμπαν έχει το όνομα και η Φρεντέρικσεν τη χάρη - Free Sunday
Ο Όρμπαν έχει το όνομα και η Φρεντέρικσεν τη χάρη
Η κεντροαριστερή κυβέρνηση της Δανίας εφαρμόζει στρατηγική «μηδέν προσφύγων»

Ο Όρμπαν έχει το όνομα και η Φρεντέρικσεν τη χάρη

Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει στην έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης (ΚΥΑ) σύμφωνα με την οποία η Τουρκία θεωρείται ασφαλής τρίτη χώρα για τους αιτούντες άσυλο από τη Συρία, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές και τη Σομαλία έφερε ξανά στο προσκήνιο την ιδεολογική, πολιτική αντιπαράθεση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για το προσφυγικό-μεταναστευτικό.

Στην κυβέρνηση θεωρούν ότι με την κοινή υπουργική απόφαση επισημοποιούν μια πραγματικότητα και κάνουν πολύ πιο δύσκολη την παράνομη διακίνηση προσφύγων και μεταναστών και την άσκηση πίεσης από τον Ερντογάν στην Ε.Ε. και την Ελλάδα, με τη διαχείριση των ροών.

Όσοι πρόσφυγες και μετανάστες προέρχονται από αυτές τις χώρες δεν αντιμετωπίζουν σοβαρούς κινδύνους κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην Τουρκία, απλά χρησιμοποιούν τη γειτονική χώρα σαν πέρασμα προς την Ελλάδα και την Ε.Ε., αρκετά ή πολύ μακριά από τις χώρες προέλευσής τους.

Η αλλαγή στην πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης έχει μεγάλη πρακτική σημασία, εφόσον, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, το 31% όσων έφτασαν στην Ελλάδα το 2020 και κατέθεσαν αίτημα ασύλου είναι από το Αφγανιστάν, το 20% από τη Συρία, το 7% από τη Σομαλία, το 2% από το Πακιστάν και ένα ακόμη 2% από το Μπαγκλαντές.

Συνολικά, το 62% όσων υπέβαλαν αίτηση για άσυλο το 2020 μπαίνουν σε ένα αυστηρότερο πλαίσιο με τη νέα κοινή υπουργική απόφαση. Ουσιαστικά, δεν θα έχουν δικαίωμα παροχής ασύλου στην Ελλάδα και το αίτημά τους θα θεωρείται εξ ορισμού απαράδεκτο και θα επαναπροωθούνται στην Τουρκία.

Πρώτος ο Όρμπαν

Αυτή είναι η κυβερνητική άποψη. Από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ ασκείται έντονη κριτική στη σκλήρυνση της στάσης της κυβέρνησης.

Επισημαίνονται τα πρακτικά προβλήματα, εφόσον η Τουρκία δεν έχει δεχθεί, ουσιαστικά, επαναπροωθήσεις από τις αρχές του 2020.

Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υπογραμμίζουν, επίσης, ότι πρώτος ο υπερσυντηρητικός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Όρμπαν, προσδιόρισε –πριν από μία πενταετία– την Τουρκία σαν ασφαλή χώρα στην οποία μπορούν να επιστρέφονται όσοι πρόσφυγες και μετανάστες καταλήγουν στην Ουγγαρία.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί κάθε τόσο να ταυτίσει την πολιτική που ακολουθεί ο Μητσοτάκης στο προσφυγικό-μεταναστευτικό με τις επιλογές του Όρμπαν, τον οποίο παρουσιάζει σαν ακροδεξιό ηγέτη-πρότυπο για τη ΝΔ του Μητσοτάκη, που κινείται μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και άκρας Δεξιάς.

Η πολιτική περιγραφή που κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει μεγάλη σχέση με την πολιτική πραγματικότητα. Ο Όρμπαν μπορεί να ανήκει στη σκληρή ή τη λαϊκίστικη Δεξιά, δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί ακροδεξιός, γιατί απλούστατα υπάρχει άλλο κόμμα στην Ουγγαρία που εκφράζει την άκρα Δεξιά, ενώ το κυβερνών Fidesz έχει εκλογικά ποσοστά που κινούνται από 40% έως 50%. Οι υπερσυντηρητικές επιλογές του Όρμπαν έκαναν τον Μητσοτάκη να ηγηθεί της προσπάθειας απομάκρυνσης του Όρμπαν και του Fidesz από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ). Τελικά, ο Μητσοτάκης πέτυχε τον στόχο του υποστηριζόμενος από άλλους ηγέτες της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς, και αυτό δείχνει ότι η ταύτιση Μητσοτάκη με Όρμπαν βρίσκεται μόνο στη γόνιμη πολιτική φαντασία της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Τα νέα από τη Δανία

Οι εντυπωσιακές εξελίξεις στο προσφυγικό-μεταναστευτικό έρχονται από τη Δανία και την κεντροαριστερή της κυβέρνηση.

Η Μέττε Φρεντέρικσεν, ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, βρίσκεται στην πρωθυπουργία από το 2019. Πρόκειται για τη δεύτερη γυναίκα πρωθυπουργό της Δανίας, μετά τη Χέλε Τόρνινγκ-Σμιτ, και την προσωπικότητα η οποία αναδείχθηκε στην πρωθυπουργία στη νεαρότερη ηλικία, μόλις 41 ετών.

Η Φρεντέρικσεν και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα επικράτησαν στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2019, με ποσοστό 25,9% και 48 έδρες επί συνόλου 179. Σχηματίστηκε μονοκομματική σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, η οποία όμως έχει την κοινοβουλευτική υποστήριξη άλλων κομμάτων του Κέντρου, της κεντροαριστεράς και της Αριστεράς, όπως είναι το Δανικό Κοινωνικό Φιλελεύθερο Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα και η Κόκκινη-Πράσινη Συμμαχία.

Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Φρεντέρικσεν διαδέχθηκε στην εξουσία έναν κεντροδεξιό συνασπισμό, που πήρε ιδιαίτερα σκληρά μέτρα για το προσφυγικό-μεταναστευτικό. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η Φρεντέρικσεν υποστήριξε ή κάλυψε με την ανοχή του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος όλες τις «αντιμεταναστευτικές» αποφάσεις της κεντροδεξιάς κυβέρνησης συνασπισμού. Την απαγόρευση της χρήσης μπούρκας και της νικάμπ σε δημόσιους χώρους. Τον περιορισμό όσων έχουν υποβάλει αίτημα ασύλου, αλλά διέπραξαν παράνομες ενέργειες στη Δανία, σε ένα νησί το οποίο έχει ιστορία ιατρικών πειραμάτων σε ζώα για την αντιμετώπιση μολυσματικών ασθενειών και επιδημιών.

Οι Σοσιαλδημοκράτες της Δανίας ποτέ δεν είχαν ιδεολογικά «ταμπού» στο προσφυγικό-μεταναστευτικό, γι’ αυτό και η προηγούμενη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Τόρνινγκ-Σμιτ είχε αποφασίσει την κατάσχεση των κοσμημάτων των προσφύγων και μεταναστών προκειμένου να καλυφθεί ένα μέρος του κόστους διαβίωσής τους.

Το Λαϊκό Κόμμα Δανίας

Καταλύτης στη μετατόπιση της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς σε σκληρές θέσεις για το προσφυγικό-μεταναστευτικό είναι το Λαϊκό Κόμμα Δανίας. Ιδρύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Στο εσωτερικό της Δανίας αντιμετωπίζεται σαν δεξιόστροφο, λαϊκίστικο και αντιμεταναστευτικό, ενώ πολλά διεθνή ΜΜΕ το χαρακτηρίζουν ακροδεξιό. Στις βουλευτικές εκλογές του 1998 κατέγραψε ποσοστό 7,4%. Στις τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 2001-2011 κινήθηκε στο 12% έως 14%. Η μεγάλη επιτυχία ήρθε στις ευρωεκλογές του 2014, όπου ήρθε πρώτο με 26,6% και 4 από τις 13 ευρωβουλευτικές έδρες που αναλογούν στη Δανία. Εντυπωσιακή ήταν η εμφάνιση του Λαϊκού Κόμματος της Δανίας και στις βουλευτικές εκλογές του 2015, όπου ήρθε δεύτερο με 21,1% και 37 έδρες.

Η Μέττε Φρεντέρικσεν δεν εναντιώθηκε στις πρωτοβουλίες του Λαϊκού Κόμματος της Δανίας για την αυστηροποίηση των μέτρων που ισχύουν για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Αντίθετα, υιοθέτησε αρκετά από αυτά, ενώ δεν είχε πρόβλημα να εμφανιστεί σε τηλεοπτικές συζητήσεις με τον ηγέτη των δεξιόστροφων λαϊκιστών για να προβάλει τις θέσεις του κόμματός της για το προσφυγικό-μεταναστευτικό.

Η στρατηγική που ακολούθησε η Φρεντέρικσεν οδήγησε στη μαζική επιστροφή απογοητευμένων ψηφοφόρων του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος –κυρίως εργατών και φτωχών– οι οποίοι είχαν μετακινηθεί στο Λαϊκό Κόμμα Δανίας, θεωρώντας ότι οι Σοσιαλδημοκράτες δεν τους προστάτευαν από τις κοινωνικές συνέπειες των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών.

Στις εκλογές του Ιουνίου 2019, το Λαϊκό Κόμμα Δανίας έπεσε από το 21,1% σε μόλις 8,7% και έχασε 21 από τις 37 βουλευτικές έδρες που είχε.

Προστασία στους μη προνομιούχους

Το πιο ενδιαφέρον με τις επιλογές της Φρεντέρικσεν είναι ότι οι κινήσεις της δεν ικανοποιούσαν μόνο τακτικούς ελιγμούς εκλογικής φύσης, αλλά εξέφραζαν και βασικές ιδεολογικές και πολιτικές επιλογές. Είχε συνοψίσει τη νέα της στρατηγική τονίζοντας ότι: «Για εμένα είναι πια ξεκάθαρο ότι το τίμημα για τη χωρίς κανόνες παγκοσμιοποίηση, τη μαζική μετανάστευση και την ελεύθερη μετακίνηση των εργαζομένων το καταβάλλουν οι κατώτερες τάξεις».

Σε συνέδριο των ευρωσοσιαλιστών, που πραγματοποιήθηκε στη Λισαβόνα στα τέλη του 2018, υπογράμμισε: «Για χρόνια υποτιμήσαμε τις προκλήσεις της μαζικής μετανάστευσης. Η οικονομική πολιτική και η εξωτερική πολιτική στην Ευρώπη ήταν υπερβολικά φιλελεύθερες. Αποτύχαμε στη διατήρηση του κοινωνικού συμβολαίου, που αποτελεί τη βάση του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού μοντέλου».

Επομένως, η αυστηρότερη πολιτική του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Δανίας έναντι των προσφύγων και των μεταναστών αποτελεί μέρος μιας γενικότερης στροφής προς τα αριστερά με έμφαση στην προστασία του περιβάλλοντος, στην αντιμετώπιση της κοινωνικής ανισότητας, την επιβολή αυστηρότερων κανόνων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την προστασία των μη προνομιούχων από τη χωρίς κανόνες παγκοσμιοποίηση, η οποία περιλαμβάνει και τα ανεξέλεγκτα προσφυγικά-μεταναστευτικά ρεύματα.

Αριστερο-δεξιά σύγκλιση

Στη Δανία δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια δυναμική αυστηροποίησης του προσφυγικού-μεταναστευτικού, με τη συμβολή των περισσότερων κομματικών παρατάξεων.

Η κεντροδεξιά κυβέρνηση της περιόδου 2015-2019 πήρε αυστηρά μέτρα χωρίς να δεχθεί πίεση από την κεντροαριστερά. Σύμφωνα με έρευνα της κοινής γνώμης, που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της νικηφόρας για τους Σοσιαλδημοκράτες προεκλογικής περιόδου του 2019, το 37% των ψηφοφόρων τους δήλωσαν ότι υποστηρίζουν αυστηρότερα μέτρα.

Με πρωτοβουλία του δεξιόστροφου λαϊκίστικου αντιμεταναστευτικού Λαϊκού Κόμματος της Δανίας, άλλαξε ο τρόπος αντιμετώπισης των προσφύγων και των μεταναστών. Σταμάτησε να είναι βασική επιδίωξη η ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία και τέθηκε σαν στόχος ο επαναπατρισμός τους.

Ο ρόλος του Λαϊκού Κόμματος της Δανίας ήταν καθοριστικός γιατί στήριξε την κεντροδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού χωρίς να συμμετέχει σε αυτήν, ενώ στη συνέχεια το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα πλησίασε τις θέσεις του για να διεκδικήσει –με μεγάλη επιτυχία όπως αποδείχθηκε– απογοητευμένους, μη προνομιούχους, κεντροαριστερούς ψηφοφόρους που είχαν πάει σε αυτό.

Στην πορεία προς τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 και τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2019, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ξεδίπλωσε τη στρατηγική του.

Πρώτον, δεσμεύτηκε ότι θα επιβάλει όριο στους «μη δυτικούς μετανάστες».

Δεύτερον, υπογράμμισε ότι όσοι διεκδικήσουν στο μέλλον πολιτικό άσυλο θα πρέπει να το κάνουν από ειδικά κέντρα υποδοχής, που θα λειτουργούν σε τρίτες χώρες στην Αφρική.

Τρίτον, ανακοίνωσε ότι στο μέλλον πρόσφυγες και μετανάστες θα είναι υποχρεωμένοι να απασχολούνται 37 ώρες την εβδομάδα σε εργασίες που θα τους υποδεικνύονται, προκειμένου να συμβάλλουν στην κάλυψη των δαπανών υποδοχής τους.

Σε αυτήν τη φάση, οι Σοσιαλδημοκράτες διεκδίκησαν την ψήφο του λαού της Δανίας και επιβραβεύτηκαν κερδίζοντας την εκλογική πρωτιά και τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης υποστηριζόμενης από άλλες κεντροαριστερές δυνάμεις.

Σκληρές αποφάσεις

Με την πολιτική και κοινωνική δυναμική που αναπτύχθηκε, η κυβέρνηση Φρεντέρικσεν έγινε ολοένα πιο τολμηρή στη λήψη μέτρων που ο Όρμπαν θα δυσκολευόταν να διατυπώσει δημόσια.

Από το καλοκαίρι του 2020, η κυβέρνηση της Δανίας άρχισε να θεωρεί την περιοχή της Δαμασκού «ασφαλή», με το σκεπτικό ότι ο δεκαετής εμφύλιος στη Συρία έφτανε προς το τέλος του και διεξαγόταν σε άλλες περιοχές της χώρας. Άρχισε λοιπόν να ανακαλεί άδειες παραμονής προσφύγων και μεταναστών και να τους ζητεί να επιστρέψουν στη Συρία. Το μέτρο αφορούσε ανήλικους και γυναίκες, με το σκεπτικό ότι οι άνδρες θα μπορούσαν να δεχθούν πίεση ή και να διωχθούν από το καθεστώς. Όσοι ειδοποιήθηκαν θα έπρεπε να εγκαταλείψουν την καθημερινότητα που είχαν διαμορφώσει και να μετακινηθούν σε ελεγχόμενα κέντρα επαναπατρισμού.

Όπως ήταν φυσικό, το μέτρο προκάλεσε αντιδράσεις για ιδεολογικούς, ανθρωπιστικούς αλλά και πρακτικούς λόγους. Στη Δαμασκό δεν λειτουργεί η πρεσβεία της Δανίας –για λόγους ασφαλείας– και δεν υπάρχει η δυνατότητα άμεσης συνεννόησης μεταξύ των αρχών της Δανίας και του καθεστώτος Άσαντ για τον αναγκαστικό επαναπατρισμό προσφύγων από τη Συρία.

Στις αρχές του 2021, η πρωθυπουργός Φρεντέρικσεν επανήλθε δριμύτερη διατυπώνοντας το δόγμα «μηδέν πρόσφυγες». Το 2019 και το 2020 υπήρξε κάθετη πτώση του αριθμού των αιτήσεων για χορήγηση ασύλου. Το 2019 ήταν στο ένα όγδοο των αιτήσεων του 2015, ενώ το 2020 ακόμη πιο χαμηλά.

Η πιο αμφιλεγόμενη απόφαση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, η οποία μετατράπηκε ήδη σε νόμο από την πλειοψηφία της Βουλής, έχει σχέση με τη μεταφορά όσων αιτούνται άσυλο στη Δανία σε τρίτη χώρα –πιθανότατα της Αφρικής– όπου το αίτημά τους θα διεκπεραιωθεί σε ειδικό κέντρο υποδοχής.

Η κυβέρνηση της Δανίας έχει δηλώσει ότι θα καλύπτει όλα τα σχετικά έξοδα, αλλά δεν έχει διευκρινίσει με ποιες ακριβώς αφρικανικές χώρες διαπραγματεύεται. Σύμφωνα με δημοσιεύματα των ΜΜΕ της Δανίας, η κυβέρνηση διαπραγματεύεται με πέντε ως δέκα αφρικανικές χώρες, μεταξύ των οποίων η Αίγυπτος, η Ερυθραία και η Αιθιοπία. Πιο προωθημένες είναι οι συνεννοήσεις, σύμφωνα με δημοσιεύματα των ΜΜΕ, με τη Ρουάντα.

Το εκπληκτικό είναι ότι, με βάση τον νόμο που ψήφισε η Βουλή της Δανίας, οι αιτούντες άσυλο δεν θα μπορούν να ελπίζουν στην προώθησή τους στη Δανία, απλά θα διεκδικούν την παραμονή τους στις συνεργαζόμενες αφρικανικές χώρες.

Έχουν γίνει συζητήσεις κατά το παρελθόν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες –χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Αυστρίας– για αποστολή όσων αιτούνται άσυλο σε τρίτες χώρες εκτός Ε.Ε. Είναι όμως η πρώτη φορά που έχουμε ψήφιση ειδικού νόμου και μάλιστα με πρωτοβουλία σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης. Τέτοιες ιδέες αποδίδονταν συνήθως στον Όρμπαν ή στον κεντροδεξιό καγκελάριο της Αυστρίας, Κουρτς.

Η κυβέρνηση συμπληρώνει την αυστηρή πολιτική που εφαρμόζει με συστηματική προσπάθεια να περιοριστεί ο αριθμός των «μη δυτικών» που διαμένουν σε περιοχές που έχουν αποκτήσει χαρακτήρα γκέτο.

Διπλό ντόμινο

Οι πρωτοβουλίες της Φρεντέρικσεν προκαλούν το ενδιαφέρον των άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, γιατί μπορεί να δημιουργήσουν ένα διπλό ντόμινο.

Αφενός, η αυστηροποίηση των κανόνων διαχείρισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού σε βαθμό υπερβολής δημιουργεί κίνητρο και για άλλες κυβερνήσεις που αντιμετωπίζουν ανάλογα πολιτικά προβλήματα με δεξιόστροφα λαϊκίστικα κόμματα να ακολουθήσουν την ίδια πολιτική.

Αφετέρου, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που θα ακολουθήσουν μια πιο συγκρατημένη πολιτική κινδυνεύουν να βρεθούν πολιτικά εκτεθειμένες. Είναι λογικό τα κυκλώματα διακινητών προσφύγων και μεταναστών να αρχίσουν να αποφεύγουν χώρες με εξαιρετικά αυστηρή πολιτική –όπως η Δανία– και να αρχίσουν να κατευθύνουν τις ροές σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτή την περίπτωση, οι «σκληρές» κυβερνήσεις θα έχουν εικόνα αποτελεσματικής αντιμετώπισης των παράνομων ροών, ενώ οι πιο διαλλακτικές μπορεί να κατηγορηθούν ότι δεν προστατεύουν τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα των πολιτών των χωρών τους.

Σκληρό παιχνίδι

Το πολιτικό παιχνίδι γύρω από το προσφυγικό-μεταναστευτικό και γενικότερα σε σχέση με ζητήματα κράτους Δικαίου γίνεται πολλές φορές σκληρό στην Ε.Ε. και ειδικά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, Όρμπαν, είναι ο αγαπημένος στόχος δυνάμεων της κεντροαριστεράς και της Αριστεράς. Όσο το κόμμα Fidesz συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), η κριτική στον Όρμπαν από τα αριστερά αποσκοπούσε στη συνολική απαξίωση της κεντροδεξιάς που εκφράζει το ΕΛΚ και στην αποδυνάμωση της συνοχής του.

Τώρα που ο Όρμπαν έχει αποσύρει το Fidesz από το ΕΛΚ, επιχειρείται η ταύτιση της πολιτικής του με επιλογές άλλων ηγετών, όπως του Μητσοτάκη και του Κουρτς, σε μια προσπάθεια μείωσης της δημόσιας εικόνας ισχυρών εκπροσώπων της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς.

Είναι λογικό λοιπόν να αναρωτηθούμε πού βρίσκονται όλοι αυτοί οι Σοσιαλιστές, Πράσινοι και Αριστεροί επικριτές του Όρμπαν, και των ηγετών που έχουν κοινά χαρακτηριστικά με αυτόν, τώρα που η Σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της Δανίας, Φρεντέρικσεν, εφαρμόζει πολύ πιο σκληρά μέτρα στη διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού;

Δυστυχώς, την καλύπτουν με τη σιωπή τους για να μην ενισχύσουν το πολιτικό πλεονέκτημα της κεντροδεξιάς, να μην προκαλέσουν προβλήματα συνοχής μεταξύ των ευρωσοσιαλιστών και στον ευρύτερο «προοδευτικό» χώρο και για να μην απαξιώσουν την παραδοσιακή κριτική που ασκούν στον Όρμπαν.

Η κάλυψη της πολιτικής της Φρεντέρικσεν σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών και ευρωπαϊκών κυβερνήσεων απαξιώνει και την κριτική που ασκείται από ορισμένους στην ελληνική κυβέρνηση και τη Frontex για υποτιθέμενες επαναπροωθήσεις μεταναστών στο Αιγαίο και στον Έβρο και για αδυναμία εξασφάλισης καλών συνθηκών διαβίωσης προσφύγων και μεταναστών που έχουν συγκεντρωθεί στην Ελλάδα.

Η Ελλάδα είναι μαζί με την Ιταλία οι ευρωπαϊκές χώρες πρώτης υποδοχής που δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση από τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές. Ο Ερντογάν έχει εντάξει αυτές τις ροές σε έναν ακήρυχτο υβριδικό πόλεμο τον οποίο διεξάγει μέσω Τουρκίας και του τμήματος της Λιβύης που ελέγχεται –σε μεγάλο βαθμό– από τουρκικά στρατεύματα και συνεργαζόμενους ισλαμιστές μισθοφόρους από τη Συρία.

Παρά τη φοβερή πίεση που δεχόμαστε, δεν υιοθετήσαμε «προοδευτικές» λύσεις που εφαρμόζονται ήδη από την κυβέρνηση της Δανίας. Οι Ευρωπαίοι εταίροι θα πρέπει να σταματήσουν τους πολιτικούς ελιγμούς γύρω από το προσφυγικό-μεταναστευτικό, να βάλουν στη θέση του τον Ερντογάν –όπως το κάνει ήδη ο Μπάιντεν– και να εκφράσουν με συστηματικό τρόπο την έμπρακτη αλληλεγγύη τους στη χώρα μας.