Πιο ώριμοι αλλά με τα ίδια προβλήματα - Free Sunday
Πιο ώριμοι αλλά με τα ίδια προβλήματα
Έξι χρόνια μετά την κρίση του Ιουλίου 2015

Πιο ώριμοι αλλά με τα ίδια προβλήματα

Το διάστημα μεταξύ του Σαββάτου 27 Ιουνίου 2015 και της Δευτέρας 13 Ιουλίου 2015 ήταν το σημαντικότερο, σε ό,τι αφορά την παρουσία μου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Εξαιτίας των πρωτοβουλιών που ανέπτυξε ο τότε πρωθυπουργός Α. Τσίπας, βρέθηκα στο επίκεντρο εξελίξεων που λίγο έλειψε να οδηγήσουν στο λεγόμενο Grexit και την επιστροφή της χώρας μας στο βαλκανικό χάος.

Έξι χρόνια αργότερα είμαστε πολύ πιο ώριμοι σαν πολιτικό σύστημα και σαν λαός, εξακολουθούμε όμως να αντιμετωπίζουμε τα ίδια –σε γενικές γραμμές– οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.

Πώς έζησα την κρίση

Το βράδυ του Σαββάτου 27 Ιουνίου 2015 δέχθηκα στο πολιτικό μου γραφείο στην Αθήνα αντιπροσωπεία της ηγεσίας του σκληρού δεξιού έως ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία. Είχαν έρθει στην Ελλάδα για να εκτιμήσουν την κατάσταση και επειδή στην αποστολή συμμετείχαν και ευρωβουλευτές, επικοινώνησαν μαζί μου για μια οργανωμένη ανταλλαγή απόψεων.

Η ΝΔ συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) και δεν έχει καμία σχέση –εθνική ή ευρωπαϊκή– με την Εναλλακτική για τη Γερμανία. Θεώρησα όμως σκόπιμο να συναντηθώ μαζί τους γιατί η Εναλλακτική για τη Γερμανία πίεζε από τα δεξιά το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και την κυβέρνηση Μέρκελ, θεωρώντας αδιανόητη τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και τη μεταφορά του υποτιθέμενου κόστους αυτής της συμμετοχής στον Γερμανό φορολογούμενο.

Η ανταλλαγή απόψεων που είχαμε ήταν «ειλικρινής», με την έννοια ότι συμφωνούσαμε ότι διαφωνούσαμε. Εξέφρασα την άποψη ότι το «πείραμα» της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν θα οδηγούσε σε εκρηκτικές καταστάσεις, ότι η ΝΔ θα ανακτούσε τον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων σε διάστημα λίγων ετών και πως η Γερμανία έπρεπε να στηρίξει την ελληνική οικονομία με εγγυήσεις και διευκολύνσεις, οι οποίες κατά πάσα πιθανότητα δεν θα οδηγούσαν στην επιβάρυνση των Γερμανών φορολογουμένων.

Οι συνομιλητές μου –μεταξύ των οποίων ο Γκάουλαντ– ο οποίος παραμένει ο ιστορικός ηγέτης της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, δεν πείστηκαν αλλά έδειχναν να σέβονται την προσπάθειά μου. Για να αποφορτίσω την κατάσταση, τους προσκάλεσα για δείπνο σε γειτονικό εστιατόριο, στο οποίο πήραν μέρος και εκπρόσωποι δύο κορυφαίων γερμανικών ΜΜΕ.

Ακολούθησε μια νέα προσπάθεια εκ μέρους μου να πείσω ότι η κατάσταση στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο άσχημη όσο φαινόταν. Με το πέρασμα της ώρας φτάσαμε σε μία σχετική χαλάρωση και μία Γερμανίδα δημοσιογράφος δέχθηκε ότι οι φόβοι τους ήταν υπερβολικοί και μας αποκάλυψε ότι εκτός από την πιστωτική κάρτα, είχε μαζί της κι ένα ικανό ποσό σε μετρητά σε περίπτωση που πήγαινε κάτι στραβά.

Ξαφνικά με πλησίασε ανήσυχος ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου, ο οποίος παρακολουθούσε –σε γενικές γραμμές– τη συζήτηση που είχα με τους εκπροσώπους της Εναλλακτικής για τη Γερμανία και με ενημέρωσε ότι Τσίπρας μόλις είχε ανακοινώσει τη διενέργεια δημοψηφίσματος, το οποίο ουσιαστικά θα έκρινε την παραμονή μας στην Ευρωζώνη.

Από τη μία στιγμή στην άλλη, η επιχειρηματολογία που είχα αναπτύξει κατέρρευσε και οι Γερμανοί καλεσμένοι μου έφυγαν για να οργανώσουν την πολιτική και δημοσιογραφική τους αντίδραση στην πρωτοβουλία Τσίπρα.

Τις επόμενες μέρες κλιμακώθηκε η πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα και στις 5 Ιουλίου φτάσαμε στον θρίαμβο του «όχι» στο δημοψήφισμα με ποσοστό 61,31%.

Στις 8 Ιουλίου μίλησε στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας. Τον αποθέωναν ταυτόχρονα η Αριστερά και η ακροδεξιά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θεωρώντας ότι με τη ρήξη που προωθούσε θα έδινε ένα σκληρό χτύπημα στη «γερμανοκρατούμενη Ευρώπη», στην «Ευρώπη των μονοπωλίων και των τραπεζιτών», στην «Ευρώπη της σκληρής λιτότητας».

Ο Τσίπρας προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ του θριαμβευτικού «όχι» στο δημοψήφισμα και μιας προσπάθειας οικονομικής και πολιτικής αυτοσυντήρησης. Είχε αντιληφθεί ότι η γραμμή που ακολουθούσε οδηγούσε σε πλήρες αδιέξοδο, αλλά δυσκολευόταν να το εκφράσει.

Πήρα τον λόγο εκ μέρους του ΕΛΚ και προσπάθησα να τον ενθαρρύνω στην αναγκαία στροφή στην πολιτική του. Τόνισα ότι το Grexit δεν ήταν ρεαλιστική επιλογή, εφόσον θα προκαλούσε νέα πτώση του πραγματικού εισοδήματος των Ελλήνων κατά 25% και θα έκανε, όπως χαρακτηριστικά είπα, τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους.

Παραδέχθηκα ότι τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, όπως το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό έλλειμμα, δημιουργήθηκαν σε βάθος χρόνου και πως θα έπρεπε όλες οι πολιτικές δυνάμεις να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να στηρίξουμε την προσπάθεια.

Του πρόσφερα δημόσια την πολιτική κάλυψη της ΝΔ στην επίθεση που θα δεχόταν από την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του. Του ζήτησα επίσης να προβληματιστεί από το γεγονός ότι τον υποστήριζαν στην Ολομέλεια η Λεπέν και άλλοι εκπρόσωποι της σκληρής και της άκρας Δεξιάς, θεωρώντας ότι θα έκανε τη βρώμικη αντιευρωπαϊκή δουλειά για λογαριασμό τους.

Κρίσιμα 24ωρα

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας συνεδρίασε η πολιτική ομάδα των ευρωβουλευτών του ΕΛΚ με βασικό θέμα την επικείμενη έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.

Μας έγινε μία αναλυτική παρουσίαση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων, η περιγραφή των οποίων μας προετοίμαζε για το χειρότερο.

Ένα νέο κύμα ακραίας φτωχοποίησης, μαζική έξοδος του πληθυσμού –και ιδιαίτερα των πιο νέων και ικανών– και οικονομική βοήθεια από την Ε.Ε. για να μην λείψουν τον χειμώνα τα καύσιμα, τα φάρμακα και βασικά καταναλωτικά είδη.

Οι ευρωβουλευτές παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον την παρουσίαση από τον Γάλλο πρόεδρο του ΕΛΚ, Ζοζέφ Ντολ, και τον Γερμανό επικεφαλής της πολιτικής ομάδας των ευρωβουλευτών του ΕΛΚ, Μάνφρεντ Βέμπερ.

Μου έκανε εντύπωση η παρέμβαση ενός Βούλγαρου ευρωβουλευτή, ο οποίος την ώρα της μεγάλης κρίσης ανέπτυξε μία θεωρία σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα ήταν το κακομαθημένο παιδί της Ε.Ε. και μετά την έξοδό της από την Ευρωζώνη θα έπρεπε να δοθούν περισσότερα ευρωπαϊκά κονδύλια στη Βουλγαρία.

Την Παρασκευή 10 Ιουλίου επισκέφτηκα, μαζί με τον επικεφαλής της ομάδας των ευρωβουλευτών της ΝΔ Μ. Κεφαλογιάννη και τη συνάδελφο Μ. Σπυράκη, τον Γιούνκερ στην έδρα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες για να του ζητήσουμε να κάνει ό,τι μπορεί για να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωζώνη. Σημαντικό ρόλο για την πραγματοποίηση της συνάντησης και στον διάλογο που ακολούθησε έπαιξε ο βασικός συνεργάτης του Γιούνκερ, Μ. Σχοινάς.

Ο Γιούνκερ μας δήλωσε απογοητευμένος από τη στάση του Τσίπρα, ο οποίος άλλα συμφωνούσε μαζί του και άλλα έλεγε δημόσια. Μας τόνισε ότι η ελληνική πολιτική τάξη έχει πρόβλημα αξιοπιστίας, γιατί σαν πρόεδρος του Eurogroup δεχόταν συχνά από τους εκπροσώπους της Ελλάδας ελλιπή ή παραπλανητικά στοιχεία για την εξέλιξη των δημοσιονομικών και οικονομικών μεγεθών.

Του τονίσαμε ότι δεν ήταν η ώρα να αξιολογήσουμε το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας, αλλά να αποτρέψουμε μία εξέλιξη που θα είχε τεράστιο κόστος για την Ελλάδα και την ίδια την Ε.Ε. Καθώς προχωρούσε η συζήτηση, εκφραζόταν θερμά υπέρ της Ελλάδας για να καταλήξει στη διαβεβαίωση ότι μαζί με τον πρόεδρο της Γαλλίας, Ολάντ, θα στήριζε την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωζώνη και θα έκανε ότι μπορούσε για να ξεπεράσει η καγκελάριος Μέρκελ τις επιφυλάξεις της.

Ο Γιούνκερ στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και στήριξε αποφασιστικά την ευρωπαϊκή προοπτική της πατρίδας μας.

Ακολούθησε την Κυριακή 12 Ιουλίου η κρίσιμη Σύνοδος Κορυφής της Ευρωζώνης με την πολύωρη διαπραγμάτευση με τον Έλληνα πρωθυπουργό Α. Τσίπρα, η οποία κατέληξε στην πολυσυζητημένη «κωλοτούμπα» και την παραμονή της χώρας μας στην Ευρωζώνη με αντάλλαγμα την άμεση εφαρμογή συγκεκριμένων οικονομικών μέτρων που πήραν τη μορφή του τρίτου μνημονίου.

Το δεκαπενθήμερο Σάββατο 27 Ιουνίου 2015 έως Κυριακή 12 Ιουλίου 2015 ήταν το πιο έντονο στην πολιτική μου ζωή και γενικότερα στην παρουσία μου στον δημόσιο βίο. Πηγαίνοντας πίσω σε αυτή την εξαιρετικά κρίσιμη περίοδο, εκτιμώ ότι έχουν γίνει μεγάλες αλλαγές στην πολιτική ζωή, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα όμως παραμένουν –σε γενικές γραμμές– τα ίδια.

Οι πολιτικές αλλαγές

Συνοψίζω τις πολιτικές αλλαγές με τον ακόλουθο τρόπο.

Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ πάλεψε με τον εαυτό του και βγήκε –μέσα από μια σύνθετη διαδικασία– πιο ώριμος, πιο κοντά στην ευρωπαϊκή προοπτική, με το ένα πόδι στην ευρωπαϊκή Αριστερά και το άλλο στους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη σημερινή του μορφή, πρέπει να θεωρηθεί αξιόπιστος και αποτελεσματικός, είναι βέβαιο όμως ότι είναι πολύ διαφορετικός και καλύτερος από τον ΣΥΡΙΖΑ του Ιουνίου-Ιουλίου 2015.

Δεύτερον, πληρώνοντας τον λογαριασμό της κρίσης του 2015 μπορέσαμε να απαλλαγούμε από τον ιδιόμορφο δεξιόστροφο λαϊκισμό του κόμματος Καμμένου και από τη νεοναζιστική απειλή της Χρυσής Αυγής. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες και η Χρυσή Αυγή συμπλήρωναν από τα δεξιά την επιθετική, λαϊκίστικη, αντιευρωπαϊκή επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Η πολιτική εξαφάνισή τους αποτελεί μεγάλη νίκη της Δημοκρατίας.

Τρίτον, η ελληνική κοινή γνώμη πέρασε σε φάση βίαιης ωρίμανσης. Εξακολουθεί να έχει σοβαρές επιφυλάξεις για τον τρόπο λειτουργίας της Ε.Ε., έχει εγκαταλείψει όμως τον επιθετικό αντιευρωπαϊσμό και στηρίζει σε πολύ υψηλά ποσοστά την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας και ειδικά τη συμμετοχή στην Ευρωζώνη.

Τέταρτον, επήλθε η πλήρης δικαίωση –σε επίπεδο στρατηγικής– των επιλογών της ΝΔ, με αποτέλεσμα να είναι πλέον ιδεολογικά και πολιτικά κυρίαρχη και ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνηση να έχουν εντυπωσιακό πολιτικό, δημοσκοπικό πλεονέκτημα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ.

Τα ίδια προβλήματα

Το πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει εντυπωσιακά, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα όμως παραμένουν –σε γενικές γραμμές– τα ίδια, αλλά σε διαφορετικές συνθήκες.

Πρώτον, το πρόβλημα της υπερχρέωσης του ελληνικού Δημοσίου έχει πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις, με το χρέος να έχει φτάσει στο ύψος-ρεκόρ του 208% του ΑΕΠ.

Έχει εξασφαλιστεί όμως η χρηματοδότησή του για τα επόμενα χρόνια και δεν υπάρχει αποκλεισμός του ελληνικού Δημοσίου από τις αγορές, αντίθετα δανείζεται με εντυπωσιακά ευνοϊκούς όρους.

Δεύτερον, επανεμφανίστηκαν τα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα. Δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 10%, αλλά και σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κυρίως λόγω της κατάρρευσης των τουριστικών εσόδων.

Τα δίδυμα ελλείμματα οδήγησαν στην οικονομική κρίση που έφερε τα μνημόνια, τώρα όμως αποδίδονται στην πανδημία και θεωρούνται συγκυριακά.

Τρίτον, το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό έλλειμμα –το οποίο αποτέλεσε καταλύτη στην εκδήλωση της προηγούμενης κρίσης– κινείται ξανά σε επίπεδα-ρεκόρ χωρίς να υπάρχει άμεση προοπτική δραστικού περιορισμού του.

Αποδίδεται όμως και αυτό κυρίως στην πανδημία και εκφράζεται η ελπίδα ότι η ανάκαμψη της οικονομίας θα οδηγήσει στον σταδιακό περιορισμό του.

Τέταρτον και σημαντικότερο, η πανδημία έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερο έλλειμμα επενδύσεων και σε νέα συρρίκνωση του ιδιωτικού τομέα σε όφελος του Δημοσίου, το οποίο παρεμβαίνει και επεκτείνεται προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της κρίσης.

Αυτό σημαίνει ότι η διεθνής ανταγωνιστικότητα της οικονομίας είναι δύσκολο να ενισχυθεί σε συνθήκες προσωρινής εξασθένησης βασικών κλάδων του ιδιωτικού τομέα.

Πέμπτον, σημαντικά προβλήματα αντιμετωπίζει και ο τραπεζικός τομέας, ο οποίος υποφέρει ακόμα από τις συνέπειες της κρίσης του 2015 και τα προβλήματα που δημιούργησε η πανδημία, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τα κόκκινα δάνεια.

Πολιτικά αναπτυχθήκαμε, εξακολουθούμε όμως να αντιμετωπίζουμε τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Έφτασε η ώρα να αξιοποιήσουμε την πολιτική ωριμότητα που αποκτήσαμε μέσα από την κρίση για να τα λύσουμε.