Επικίνδυνη επιστροφή στα μεγάλα ελλείμματα - Free Sunday
Επικίνδυνη επιστροφή στα μεγάλα ελλείμματα
Χρειάζεται συμμάζεμα προτού υπάρξουν δυσάρεστες εξελίξεις

Επικίνδυνη επιστροφή στα μεγάλα ελλείμματα

Απορροφημένοι με τη διαχείριση της πανδημίας, οι κυβερνητικοί αρμόδιοι δεν δίνουν την πρέπουσα σημασία στην εξέλιξη βασικών οικονομικών μεγεθών. Εδώ και καιρό τα ελλείμματα που παραδοσιακά ταλανίζουν την ελληνική οικονομία και την κοινωνία τείνουν να ξεφύγουν από τον έλεγχο. Το δημοσιονομικό έλλειμμα στα ύψη, το ασφαλιστικό έλλειμμα σε επίπεδα ρεκόρ, το εμπορικό έλλειμμα τραβάει την ανηφόρα, το σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επανεμφανίστηκε, τα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα είναι ξανά μαζί μας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πανδημία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επανεμφάνιση των επικίνδυνων ελλειμμάτων, αλλά θα είναι σοβαρό λάθος να αποδώσουμε όλα τα προβλήματα σε αυτήν.

Εκδηλώνονται οι παραδοσιακές διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας όπως και η απροθυμία της κυβέρνησης, της τοπικής αυτοδιοίκησης και της περιφερειακής αυτοδιοίκησης να ελέγξουν τα δημόσια οικονομικά. Υπάρχει η τάση να μετατρέπεται η επίκληση της πανδημίας σε λευκή επιταγή για την αύξηση των δημοσίων δαπανών.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, είχα προβλέψει ότι χωρίς την ασφαλιστική μεταρρύθμιση Σημίτη - Γιαννίτση δεν θα αντέχαμε στις πιέσεις της ένταξης στο ευρώ.

Την περίοδο 2008-2009, είχα προβλέψει τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό που οδήγησε στη μνημονιακή περίοδο, παρακολουθώντας την «έκρηξη» στις προσλήψεις στο Δημόσιο και στη φαρμακευτική και την ασφαλιστική - συνταξιοδοτική δαπάνη.

Προβλέπω ότι αν δεν ελεγχθούν έγκαιρα τα ελλείμματα που ανέφερα, θα ξεκινήσει το δεύτερο εξάμηνο του 2022 μια νέα δύσκολη περίοδος προσαρμογής καθ’ υπόδειξη των Ευρωπαίων εταίρων και πιστωτών. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, καλύτερα να πάρουμε εμείς την πρωτοβουλία για τη βελτίωση βασικών οικονομικών μεγεθών παρά να κερδίσουμε κάποιον χρόνο για να προσαρμοστούμε στη συνέχεια στις υποδείξεις των Βρυξελλών.

Διψήφιο το δημοσιονομικό έλλειμμα

Η πανδημία οδήγησε στην επανεμφάνιση σημαντικού δημοσιονομικού ελλείμματος. Με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το δημοσιονομικό έλλειμμα έφτασε το 9,7% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, το 2020.

Η δημοσιονομική εικόνα επιδεινώθηκε δραματικά, εφόσον από πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,1% του ΑΕΠ το 2019 περάσαμε σε πρωτογενές έλλειμμα 6,7% του ΑΕΠ το 2020.

Στη διάρκεια του 2020 υπήρξαν χώρες της Ευρωζώνης που κατέγραψαν υψηλότερο ή συγκρίσιμο με την Ελλάδα δημοσιονομικό έλλειμμα. Στην Ισπανία έφτασε με κυβέρνηση Σοσιαλιστών και Podemos στο 11% του ΑΕΠ. Στη Μάλτα, με κυβέρνηση των Εργατικών έφτασε το 10,1% του ΑΕΠ. Στην Ελλάδα με κεντροδεξιά κυβέρνηση στο 9,7% του ΑΕΠ, στην Ιταλία με κεντροαριστερή κυβέρνηση, προτού αναλάβει ο Ντράγκι, στο 9,5% του ΑΕΠ, στο Βέλγιο το 9,4% του ΑΕΠ.

Μπορεί να μην ήμασταν οι χειρότεροι στην Ευρωζώνη, σε ό,τι αφορά στο δημοσιονομικό έλλειμμα το 2020, σίγουρα όμως είμαστε αυτοί που αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα. Έχουμε το παρελθόν των μνημονίων εξαιτίας υπερβολικού ελλείμματος και δημόσιου χρέους, ενώ με τη βοήθεια του σημαντικού δημοσιονομικού ελλείμματος του 2020, το Ακαθάριστο Ενοποιημένο Χρέος της Γενικής Κυβέρνησης σε ονομαστικές τιμές διαμορφώθηκε στο 205,6% του ΑΕΠ, στα 341 δισεκατομμύρια ευρώ.

Η εικόνα μιας χώρας που μπήκε στη μνημονιακή περιπέτεια με ένα χρέος της τάξης του 120% του ΑΕΠ και αντιμετωπίζει σήμερα την πρόκληση της πανδημίας και των συνεπειών της με ένα χρέος της τάξης του 205% του ΑΕΠ είναι ανησυχητική.

Τάση σοβαρής επιδείνωσης

Το χειρότερο είναι ότι η τάση αύξησης του δημοσιονομικού ελλείμματος φαίνεται να ενισχύεται το 2021.

Με βάση τα στοιχεία του πρώτου εξαμήνου του 2021, το πρωτογενές έλλειμμα αυξήθηκε σε 9,2 δισεκατομμύρια από 6,7 δισεκατομμύρια το πρώτο εξάμηνο του 2020.

Επίσης, το ταμειακό έλλειμμα αυξήθηκε σε 13,2 δισεκατομμύρια το πρώτο εξάμηνο του 2021, από 11 δισεκατομμύρια το πρώτο εξάμηνο του 2020.

Βρισκόμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με μία τάση σοβαρής επιδείνωσης των δημοσιονομικών μεγεθών που οδηγεί το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2021 σε διψήφιο ποσοστό σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν. Έτσι όπως πάνε τα πράγματα, είναι εξαιρετικά πιθανό να βρεθούμε αντιμέτωποι το 2021 με δημοσιονομικό έλλειμμα της τάξης του 12-14% του ΑΕΠ.

Σε αυτή την περίπτωση θα δημιουργηθεί κλίμα περιορισμένης οικονομικής αξιοπιστίας και θα γίνει πιο δύσκολη η συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές.

Σύμφωνα με τον κυβερνητικό σχεδιασμό, το σημαντικό έλλειμμα του 2021 θα δώσει τη θέση του το 2022 στην αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας με πρωτογενές έλλειμμα μόλις 0,3% του ΑΕΠ, για να περάσουμε στη συνέχεια σε σταθερά πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια.

Το οικονομικό επιτελείο μάς έχει συνηθίσει σε προβλέψεις οι οποίες, στις περισσότερες περιπτώσεις, ξεπερνιούνται από τις αρνητικές εξελίξεις. Αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένο λόγω της αβεβαιότητας που συνδέεται με την πανδημία και το γεγονός ότι ο COVID-19 αποδεικνύεται πολύ πιο ανθεκτικός και ευέλικτος από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί.

Η εξέλιξη των προβλέψεων

Στις αρχές Μαρτίου 2020, όταν ξεκίνησε η πανδημία στη χώρα μας, η πρόγνωση του οικονομικού επιτελείου ήταν για «οριακή ανάπτυξη» το 2020.

Αξίζει να σημειωθεί ότι πριν την εμφάνιση της πανδημίας η εκτίμηση του οικονομικού επιτελείου ήταν για αύξηση της τάξης του 2,8% του ΑΕΠ στη διάρκεια του 2020.

Από τον Απρίλιο του 2020, οι κυβερνητικοί αρμόδιοι άρχισαν να συμβιβάζονται με την πραγματικότητα που διαμόρφωσε η πανδημία. Ο υπουργός Οικονομικών, κ. Σταϊκούρας, εκτίμησε ότι: «Με τα σημερινά δεδομένα η εκτίμηση είναι ότι η ύφεση θα είναι πάνω από 3%, κοντά στο 4%. Η ύφεση είναι συνάρτηση της έκτασης του προβλήματος και της πιθανής επανάληψης του προβλήματος μέσα στη χρονιά. Δεν μπορούν να γίνουν ασφαλείς εκτιμήσεις, οι περισσότερες προβλέψεις δείχνουν βαθιά ύφεση».

Το 2020 έκλεισε με πτώση του ΑΕΠ της τάξης του 8,7%. Η κυβερνητική αισιοδοξία μεταφέρθηκε αναγκαστικά από το 2020 στο 2021. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2020 η πρόβλεψη του οικονομικού επιτελείου ήταν για εκρηκτική ανάπτυξη 7,5% το 2021.

Οι υπερβολικά αισιόδοξες προγνώσεις αναθεωρήθηκαν και η τελευταία επίσημη πρόγνωση είναι για ανάπτυξη της τάξης του 3,6% το 2021 και για τουριστικά έσοδα της τάξης του 45% από το επίπεδο ρεκόρ του 2019, βελτιωμένα σε σχέση με το 2020, οπότε περιορίστηκαν στο 26% του επιπέδου ρεκόρ του 2019.

Το οικονομικό επιτελείο φαίνεται να έχει επιστρέψει σε περίοδο ρεαλιστικών έως συγκρατημένων εκτιμήσεων. Επιμένει πάντως ότι η δημοσιονομική ισορροπία θα αποκατασταθεί το 2022 περίπου αυτόματα, μέσω της αύξησης του ΑΕΠ, και πως από το 2023 θα έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα ανώτερα του 2% του ΑΕΠ. Προς το παρόν, το δημοσιονομικό έλλειμμα κινείται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυξήθηκε από 9,3 εκατομμύρια το πρώτο εξάμηνο του 2020 σε 12,2 δισεκατομμύρια το πρώτο εξάμηνο του 2021.

Η θεωρία σύμφωνα με την οποία θα επανέλθουμε σε δημοσιονομική ισορροπία χωρίς τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων δεν νομίζω ότι έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα. Αντίθετα, όσο παρακολουθούμε την αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος χωρίς να προσπαθούμε να ελέγξουμε τις ασφαλιστικές - συνταξιοδοτικές δαπάνες, να περιορίσουμε τις δαπάνες της κεντρικής διοίκησης και της τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης, τόσο αυξάνουμε τις πιθανότητες για μια αρκετά δύσκολη προσαρμογή από τα μέσα του 2022.

Αυτή δεν θα έχει τον χαρακτήρα των γνωστών μνημονίων, θα περιλαμβάνει όμως αρκετά δύσκολα μέτρα. Από το δεύτερο εξάμηνο του 2022 θα αποφασιστεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωζώνης το επίπεδο της δημοσιονομικής προσαρμογής και πειθαρχίας που χρειάζεται, για να ελεγχθούν τα χρέη και τα ελλείμματα που αυξήθηκαν εξαιτίας της κρίσης της πανδημίας.

Δεν υπάρχει πιθανότητα επιστροφής στην «ορθοδοξία» τύπου Σόιμπλε, αλλά ο συμβιβασμός που θα επιτευχθεί μεταξύ Γερμανίας και «φειδωλών» από τη μία πλευρά και Γαλλίας, Ιταλίας και Ισπανίας από την άλλη θα είναι αρκετά αυστηρός με τα μέτρα της ελληνικής δημοσιονομικής πραγματικότητας. Οι θεσμοί θα δείξουν κατανόηση στις ελληνικές ανάγκες, αποκλείεται όμως να συμβιβαστούν με διψήφια δημοσιονομικά ελλείμματα σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ και χρέος που έχει σπάσει το ψυχολογικό φράγμα του 200% του ΑΕΠ.

Πρόβλημα διεθνούς ανταγωνιστικότητας

Το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα που εμφανίζουμε το 2020 και το 2021 συμπληρώνεται από ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό εμπορικό έλλειμμα και ένα σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Το 2020 η ελληνική οικονομία επέστρεψε στην περίοδο των σημαντικών ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το 2019 το έλλειμμα ήταν μόλις 2,8 δισεκατομμύρια ευρώ αλλά το 2020 εκτινάχθηκε στα 11,2 δισεκατομμύρια.

Η αρνητική εξέλιξη οφείλεται στην κατάρρευση των τουριστικών εσόδων εξαιτίας της πανδημίας. Μέσα στο αρνητικό περιβάλλον που δημιούργησε η κρίση του COVID-19 είχαμε και μία θετική εξέλιξη, τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος κατά 4,3 δισεκατομμύρια εξαιτίας της μεγαλύτερης μείωσης των εισαγωγών σε σχέση με τις εξαγωγές. Για παράδειγμα, η μεγάλη μείωση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου εξαιτίας της διεθνούς οικονομικής ύφεσης που έφερε η πανδημία, συνέβαλαν στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Το 2021 όμως έχουν αντιστραφεί οι τάσεις, γεγονός που οφείλεται στις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και στο έλλειμμα διεθνούς ανταγωνιστικότητας που τη χαρακτηρίζει.

Με βάση τα στοιχεία του πενταμήνου Ιανουαρίου - Μαΐου 2021 είχαμε σημαντική αύξηση των εισαγωγών κατά 18,9% από 19,7 σε 23,4 δισεκατομμύρια.

Οι εξαγωγές μας αυξήθηκαν από 12,2 σε 15,2 δισεκατομμύρια, μια αύξηση 24,3%. Επειδή όμως η αύξηση των εισαγωγών, σε απόλυτους αριθμούς, ξεπερνάει την αύξηση των εισαγωγών, διευρύνθηκε το εμπορικό έλλειμμα στη διάρκεια του πρώτου πενταμήνου κατά 10,3% για να φτάσει τα 8,2 δισεκατομμύρια.

Παράλληλα, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 544 εκατομμύρια ευρώ σε 6,2 δισεκατομμύρια εξαιτίας των χαμηλών τουριστικών επιδόσεων. Ιδιαίτερα αρνητικός ήταν ο Μάιος, με αύξηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατά 477 εκατομμύρια σε 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ.

Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι όσο ανεβάζει ταχύτητα η ελληνική οικονομία μεγαλώνει, λόγω της έλλειψης διεθνούς ανταγωνιστικότητας που τη χαρακτηρίζει, το εμπορικό έλλειμμα. Η απόλυτη αύξηση των εισαγωγών ξεπερνάει την απόλυτη αύξηση των εξαγωγών με αποτέλεσμα να «εξάγουμε» τις θέσεις εργασίας και την ανάπτυξη που έχουμε ανάγκη.

Επειδή ο τουρισμός κινείται πολύ χαμηλότερα από τα επίπεδα ρεκόρ του 2019, τα τουριστικά έσοδα δεν επαρκούν για να καλύψουν το διευρυνόμενο εμπορικό έλλειμμα και έτσι πηγαίνουμε σε ολοένα μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Θα πρέπει να περιμένουμε για να δούμε την ακριβή εξέλιξη της τουριστικής περιόδου, είναι φανερό όμως ότι η Ελλάδα χάνει, σε συνθήκες πανδημίας, τη μάχη του εισαγωγικού-εξαγωγικού εμπορίου.

Για να καταλάβουμε τις διαστάσεις του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε αρκεί να συγκρίνουμε τις επιδόσεις μας με εκείνες της Ισπανίας. Το πρώτο τρίμηνο του 2021, η αύξηση των ισπανικών εξαγωγών ήταν της τάξης του 16,9% και ξεπέρασε κατά πολύ την αύξηση των εισαγωγών που ήταν 10,3%. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν μείωση του ισπανικού εμπορικού ελλείμματος κατά 50% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2020. Η Ισπανία, με ανταγωνιστική εξαγωγική βιομηχανία, επωφελείται της μερικής έστω αναθέρμανσης της οικονομικής δραστηριότητας ενώ εμείς μένουμε πίσω και βυθιζόμαστε στο εμπορικό έλλειμμα και στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

Επιβαρυντικός παράγοντας για την ελληνική οικονομία είναι η αύξηση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, μετά τη μεγάλη πτώση του 2020, και η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 14 ετών.

Ο μεγάλος κίνδυνος

Για μία ακόμη φορά αποδεικνύεται τεράστια η απόσταση που χωρίζει στην Ελλάδα την οικονομική θεωρία από την πράξη. Υποτίθεται ότι ελέγχουμε τις δημόσιες δαπάνες αλλά αυτές σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και για λόγους που είναι εντελώς άσχετοι με την πανδημία, όπως είναι η τεράστια ουρά συνταξιούχων που περιμένουν συντάξεις και εφάπαξ, τα αναδρομικά και οι επιλεκτικές αυξήσεις που είναι πρακτικά αδύνατο να χρηματοδοτηθούν και το νέο κύμα αιτήσεων για συνταξιοδότηση προτού γίνουν αυστηρότεροι οι κανόνες για τα ηλικιακά όρια.

Υποτίθεται, επίσης, ότι ενισχύουμε τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας μέσα από βελτίωση του οικονομικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Το αυξανόμενο εμπορικό έλλειμμα μας λέει μια εντελώς διαφορετική ιστορία με τις εξαγωγές να υστερούν, σε απόλυτους αριθμούς, σε σύγκριση με τις αυξανόμενες εισαγωγές.

Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, αντιμετωπίζουμε έναν σοβαρό κίνδυνο να υποβαθμιστεί η διαχείριση του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης. Μεγαλώνουν οι πιθανότητες ένα σημαντικό μέρος των κονδυλίων να δεσμευτούν για να βουλώσουν διάφορες διαχειριστικές τρύπες αντί να πάνε σε επενδύσεις υποδομής και παραγωγικές επενδύσεις οι οποίες θα δημιουργήσουν δυναμική ανάπτυξης και θα προετοιμάσουν το έδαφος για να ανέβουμε, επιτέλους, οικονομική κατηγορία στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όσο χάνεται ο έλεγχος της δημοσιονομικής διαχείρισης, τόσο μεγαλώνει ο πειρασμός για την κάλυψη άμεσων αναγκών από ευρωπαϊκά κονδύλια που πρέπει να στηρίξουν την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας. Παράλληλα, γινόμαστε λιγότερο ανθεκτικοί στις πιέσεις των Βρυξελλών, οι οποίες θα δεχθούν να «βολευτούμε» με την κατάλληλη χρήση των ευρωπαϊκών κονδυλίων θέτοντας όμως κανόνες δημοσιονομικής προσαρμογής και αυστηροποιώντας, σε αρκετές περιπτώσεις, τους όρους εκταμίευσης των ευρωπαϊκών κονδυλίων.

Τα ελλείμματα που τείνουν να ξεφύγουν από τον έλεγχο θα ρίξουν αναπόφευκτα την ποιότητα διαχείρισης των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και τους ΕΣΠΑ, που μας αφορούν.

Ο πολιτικός σχεδιασμός

Τα αυξανόμενα ελλείμματα θα επηρεάσουν αναπόφευκτα και τον πολιτικό σχεδιασμό της κυβέρνησης. Σε λιγότερο από ένα χρόνο θα κληθούμε να πάρουμε μέτρα προσαρμογής για τον περιορισμό του ασφαλιστικού, του συνταξιοδοτικού ελλείμματος, τον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος και την ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Μέχρι σήμερα η κυβέρνηση δεν έχει πάρει δυσάρεστες αποφάσεις, αντίθετα βρίσκει τρόπους να καλύπτει τις ανάγκες επαγγελματικών και κοινωνικών κατηγοριών που είναι κρίσιμες για τη διαμόρφωση του συσχετισμού των πολιτικών, εκλογικών δυνάμεων. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των συνταξιούχων, οι οποίοι μετά από μια δύσκολη περίοδο μνημονιακών περικοπών βλέπουν την κυβέρνηση να εγγυάται το εισόδημά τους και σε αρκετές περιπτώσεις να το αυξάνει καταργώντας τους περιορισμούς του λεγόμενου νόμου Κατρούγκαλου ή εφαρμόζοντας δικαστικές αποφάσεις για την καταβολή αναδρομικών.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι τι θα γίνει όταν η κυβέρνηση βρεθεί στην ανάγκη να συμμαζέψει τα ελλείμματα παίρνοντας τα αναγκαία μέτρα.

Η οικονομική στρατηγική που εφαρμόστηκε μέχρι σήμερα στηρίζεται κατά κύριο λόγο στα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων και στην πεποίθηση του οικονομικού επιτελείου ότι η ανάκαμψη της οικονομίας θα φέρει, περίπου αυτόματα, την αναγκαία δημοσιονομική διόρθωση χωρίς την εφαρμογή μέτρων προσαρμογής.

Κατά την άποψή μου, δεν χρειάζεται να φτάσουμε στα μέσα του 2022 για να προχωρήσουμε στη λήψη των αναγκαίων μέτρων υπό την πίεση των Ευρωπαίων εταίρων και πιστωτών. Πρέπει να αναπτύξουμε πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της άμεσης μείωσης του ασφαλιστικού, του συνταξιοδοτικού ελλείμματος και του δημοσιονομικού ελλείμματος ενώ πρέπει να βρούμε τρόπους για την άμεση ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας.

Το καλό κλίμα που επικρατεί και τα καλά λόγια των εκπροσώπων των θεσμών δεν πρέπει να μας οδηγήσουν σε εφησυχασμό.

Πριν την κρίση του 2010 οι εκπρόσωποι των θεσμών έλεγαν, για μεγάλο διάστημα, τα καλύτερα για τις κυβερνήσεις Καραμανλή και Γ. Παπανδρέου, ενώ οι αγορές μάς έδειχναν εμπιστοσύνη με αξιολογήσεις πολύ καλύτερες από τις σημερινές.

Όλα αυτά μπορούν να αλλάξουν εάν διαπιστωθεί ότι η Ελλάδα βουλιάζει στα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα –συνδυασμός μεγάλου δημοσιονομικού ελλείμματος με σημαντικό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών– και δεν μπορεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις σε επίπεδο Ευρωζώνης.

Σε αυτή την περίπτωση, οι εταίροι θα προτιμήσουν να μας αφήσουν στη δική μας κατώτερη κατηγορία παρά να ρίξουν το επίπεδο λειτουργίας της Ευρωζώνης για να μας διευκολύνουν. Τοποθετώ την περίοδο των μεγάλων αποφάσεων που μας αφορούν στο δεύτερο εξάμηνο του 2022. Εάν αφήσουμε την κατάσταση να εξελιχθεί με βάση την αρνητική δυναμική που έχει αναπτυχθεί θα βρεθούμε μπροστά σε δύσκολες έως δυσάρεστες αποφάσεις.

Τα βασικά μεγέθη της οικονομίας μας στέλνουν τα μηνύματα για την αναγκαία διόρθωση πορείας. Αυτό πρέπει να κάνουμε γρήγορα και αποτελεσματικά.