Ο Μπάιντεν χτυπάει πάντα δύο φορές - Free Sunday
Ο Μπάιντεν χτυπάει πάντα δύο φορές
Οι κινήσεις του σε Αφγανιστάν, Αυστραλία ανέδειξαν το γεωπολιτικό έλλειμμα της Ε.Ε.

Ο Μπάιντεν χτυπάει πάντα δύο φορές

Οι πρωτοβουλίες του Μπάιντεν σε ζητήματα ευρύτερης στρατηγικής δημιουργούν προβλήματα στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Πρώτα είχαμε την μονομερή απόφαση των ΗΠΑ για γρήγορη αποχώρηση των στρατευμάτων τους από το Αφγανιστάν, πριν τις 11 Σεπτεμβρίου 2021 που είχε οριστεί σαν καταληκτική ημερομηνία της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν.

Ακολούθησε η αιφνιδιαστική δημιουργία συνασπισμού ΗΠΑ, Αυστραλίας, Ηνωμένου Βασιλείου με βασικό στόχο την ενίσχυση του πολεμικού ναυτικού της Αυστραλίας με πυρηνοκίνητα υποβρύχια και τον περιορισμό των «επεκτατικών τάσεων» της Κίνας στον Ινδικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό.

Και αυτή τη φορά ο Μπάιντεν κινήθηκε χωρίς να ενημερώσει τους Ευρωπαίους συμμάχους και δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα στη Γαλλία, η οποία έχει αναπτύξει ειδική σχέση αμυντικής συνεργασίας με την Αυστραλία.

Μετά το Αφγανιστάν και την Αυστραλία, οι Ευρωπαίοι αρχίζουν να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η συνεννόηση με τον Μπάιντεν μπορεί να είναι ακόμη πιο δύσκολη και από τη συνεννόηση με τον Τραμπ. Η στρατηγική που εφαρμόζει ο Μπάιντεν είναι ένας συνδυασμός «στροφή προς την Ασία», βασική επιλογή του προέδρου Ομπάμα, και «πρώτα η Αμερική», η επιλογή που χαρακτήριζε την τετραετία Τραμπ.

Σε αυτές τις συνθήκες είναι πολύ δύσκολο να συνεννοηθούν οι Ευρωπαίοι με τον πρόεδρο Μπάιντεν και τους συνεργάτες του. Μπορεί ο ίδιος να δηλώνει ότι «η Αμερική επιστρέφει» στο διεθνές σύστημα, αλλά αυτό πρέπει να γίνει με όρους που να ικανοποιούν, ως ένα βαθμό, τους Ευρωπαίους συμμάχους.

Προς το παρόν έχουμε κρίση στις σχέσεις Γαλλίας – ΗΠΑ και τη σταδιακή δημιουργία αρνητικού κλίματος στις σχέσης Ε.Ε. – ΗΠΑ.

Οι κινήσεις του Μπάιντεν στην παγκόσμια σκακιέρα αναδεικνύουν με δραματικό τρόπο το γεωπολιτικό έλλειμμα που χαρακτηρίζει την Ε.Ε. Μπορεί η φον ντερ Λάιεν να μίλησε για «Γεωπολιτική Επιτροπή» όταν παρουσίασε τη νέα σύνθεση της Επιτροπής στο ξεκίνημα της πενταετίας της, αλλά όπως συμβαίνει συνήθως στις Βρυξέλλες, οι θεωρίες και οι καλές προθέσεις απέχουν πολύ από τη σκληρή πραγματικότητα.

Ούτε το αεροδρόμιο

Η απόφαση Μπάιντεν για ταχύτατη και αιφνιδιαστική αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν έφερε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τους Ευρωπαίους συμμάχους. Φάνηκε ότι είχαν αυτοπεριοριστεί σε ένα βοηθητικό ρόλο στο Αφγανιστάν και δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν ούτε για λίγες εβδομάδες χωρίς τους Αμερικανούς.

Ενδεικτικό της στρατιωτικής αδυναμίας τους ήταν το γεγονός ότι δεν μπορούσαν να κρατήσουν, χωρίς τους Αμερικανούς, ούτε το αεροδρόμιο της Καμπούλ για να οργανώσουν την αποχώρηση όσων κινδύνευαν από την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία.

Δύο είναι οι λόγοι που εξηγούν τη στρατιωτική αδυναμία της Ε.Ε. Πρώτον δεν υπάρχει ευρωπαϊκή δύναμη επέμβασης για την αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων. Όλα γίνονται στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ ή βάσει συμφωνιών που αναδεικνύουν τον ηγεμονικό ρόλο των ΗΠΑ.

Η έλλειψη ευρωπαϊκής δύναμης επέμβασης οφείλεται με τη σειρά της στην πολιτική αδυναμία των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να διαχειριστούν ενδεχόμενες απώλειες στο πεδίο της μάχης. Οι Αμερικανοί έχασαν 13 στρατιωτικούς στην προσπάθειά τους να ελέγξουν το αεροδρόμιο της Καμπούλ και να οργανώσουν τη μεταφορά στο εξωτερικό φίλων και συνεργατών τους. Με εξαίρεση τη Γαλλία, η οποία υφίσταται ανάλογες στρατιωτικές απώλειες στις χώρες του ΣΑΚΕΛ, στην υποσαχάρια Αφρική, δεν υπάρχει άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε. ικανό να αντέξει πολιτικά στρατιωτικές απώλειες.

Επομένως, η έλλειψη ευρωπαϊκής δύναμης άμεσης επέμβασης έχει βαθύτερα πολιτικά αίτια τα οποία είναι δύσκολο έως αδύνατον να αντιμετωπιστούν.

Παρόλα αυτά, το χάος που επικράτησε στο Αφγανιστάν μετά την αιφνιδιαστική αποχώρηση των Αμερικανών έχει ενισχύσει τον προβληματισμό στις Βρυξέλλες υπέρ της λεγόμενης στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε. έναντι των ΗΠΑ στα ζητήματα της Άμυνας και υπέρ της δημιουργίας, σαν πρώτο βήμα, μιας επεμβατικής δύναμης 5.000 ανδρών και γυναικών.

Τέτοιους είδους ιδέες πιο εύκολα διατυπώνονται στους ευρωπαϊκούς θεσμούς παρά υλοποιούνται. Το πρόβλημα είναι ότι όλοι γνωρίζουν τη γεωπολιτική αδυναμία της Ε.Ε. και κινούνται ανάλογα. Οι Αμερικανοί αποφάσισαν μονομερώς την αιφνιδιαστική αποχώρησή τους από το Αφγανιστάν. Οι Ταλιμπάν δεν έδωσαν κάποια πρόσθετα χρονικά περιθώρια στους Ευρωπαίους για να απομακρύνουν τους συνεργάτες τους από το Αφγανιστάν. Ενισχύθηκε η εικόνα μιας Ε.Ε. που δεν μετράει τις διεθνείς εξελίξεις ούτε μπορεί να προστατεύσει αποτελεσματικά τους συνεργάτες της. Χαρακτηριστική, από την άποψη αυτή, ήταν η παραίτηση της υπουργού Εξωτερικών της Ολλανδίας η οποία ανέλαβε την ευθύνη για τη χαοτική οργάνωση της αποχώρησης των Ολλανδών και των συνεργατών τους από το Αφγανιστάν.

Περιορισμένοι στόχοι

Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής φον ντερ Λάιεν έκανε μία φιλότιμη προσπάθεια, κατά τη διάρκεια της ομιλίας της στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την «κατάσταση της Ένωσης», να δημιουργήσει δυναμική υπέρ της ενίσχυσης του γεωπολιτικού ρόλου της Ε.Ε.

Πρώτον, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα της νέας συμφωνίας για τη μετανάστευση και το άσυλο την οποία προωθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χωρίς να βρίσκει μεγάλη ανταπόκριση στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όπως τόνισε στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η πρόοδος στη σχετική νομοθεσία είναι «επώδυνα αργή». Και συμπλήρωσε: «Τελικά καταλήγουμε σε ζήτημα εμπιστοσύνης. Εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών-μελών, εμπιστοσύνης των Ευρωπαίων ότι μπορεί να υπάρξει διαχείριση στη μετανάστευση. Εμπιστοσύνης ότι η Ευρώπη θα στέκεται πάντα στο ύψος της σε ό,τι αφορά τα καθήκοντά της προς τους πιο ευάλωτους και αυτούς που έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες».

Για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία της, η φον ντερ Λάιεν αναφέρθηκε στην προσπάθεια του δικτάτορα της Λευκορωσίας Λουκασένκο να χρησιμοποιήσει τις προσφυγικές – μεταναστευτικές ροές προς Πολωνία, Λετονία και Λιθουανία για να ασκήσει πολιτική πίεση στην Ε.Ε.

Το γεγονός ότι η φον ντερ Λάιεν αναφέρθηκε στα σχετικά εύκολα –τις ροές από την Λευκορωσία προς την Ε.Ε.– και απέφυγε τα δύσκολα –τις μεγαλύτερης κλίμακας ροές από την Τουρκία προς την Ε.Ε.– μπορεί να θεωρηθεί μία ακόμη απόδειξη της γεωπολιτικής αδυναμίας της Ε.Ε.

Δεύτερον, σε σχέση με την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, η φον ντερ Λάιεν τόνισε ότι η Ευρώπη πρέπει να μπορεί και να θέλει να κάνει περισσότερα πράγματα σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά απέφυγε να προβάλλει συγκεκριμένες δεσμεύσεις γνωρίζοντας τα πολιτικά όρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Αναφέρθηκε απλά στην αναγκαιότητα των κρατών-μελών να βελτιώσουν τη συνεργασία τους σε ζητήματα παρακολούθησης εξελίξεων, πληροφοριών, τη δυνατότητα στρατιωτικής συνεργασίας και την κατανόηση των απειλών στην ευρύτερη «γειτονιά» της Ε.Ε.

Ταυτόχρονα, ζήτησε την ανάπτυξη μιας ευρωπαϊκής πολιτικής Κυβερνοάμυνας. Η μόνη συγκεκριμένη πρόταση που έκανε για την ενίσχυση της στρατιωτικής, αμυντικής συμφωνίας ήταν η εξαίρεση από την επιβολή ΦΠΑ στην προμήθεια οπλικών συστημάτων που παράγονται στην Ε.Ε. από τα κράτη-μέλη της. Χρήσιμη πρόταση η οποία όμως έχει κυρίως οικονομική διάσταση και είναι αμφίβολο ότι θα υιοθετηθεί από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών.

Τέλος, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανακοίνωσε ότι κατά τη διάρκεια της γαλλικής προεδρίας του Συμβουλίου, το πρώτο εξάμηνο του 2022, θα πραγματοποιηθεί Σύνοδος Κορυφής για την Ευρωπαϊκή Άμυνα.

Οι παρεμβάσεις της φον ντερ Λάιεν δείχνουν τη διάθεσή της να συμβάλλει στην αναζήτηση στρατηγικής για κοινή Ευρωπαϊκή Άμυνα αλλά με πολύ χαλαρές δεσμεύσεις και σε βάθος χρόνου.

Στην ομιλία της για την «κατάσταση της Ένωσης» φάνηκε ότι απέχουμε πολύ από μια πολιτική Ένωση η οποία θα άνοιγε τον δρόμο στην Ευρωπαϊκή Άμυνα.

Γερμανικοί δισταγμοί

Από τις 8 – 10 Σεπτεμβρίου 2021 πήρα μέρος στις εργασίες του πολιτικού γραφείου της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΕΛΚ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που πραγματοποιήθηκαν στο Κοινοβούλιο. Ήταν μια καλή ευκαιρία να ακούσω και να ανταλλάξω απόψεις με τους κορυφαίους της γερμανικής κεντροδεξιάς, την καγκελάριο Μέρκελ, τον πρόεδρο του ομοσπονδιακού κοινοβουλίου Σόιμπλε, τον υποψήφιο των Χριστιανοδημοκρατών για την καγκελαρία, στις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου, Άρμιν Λάσετ, την υπουργό Άμυνας της Γερμανίας Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ.

Διαπίστωσα ότι όλοι τους ήταν πολύ μετρημένοι σε ό,τι αφορά την αύξηση των αμυντικών δαπανών της Γερμανίας στα πλαίσια του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ και τη μελλοντική συμβολή της χώρας τους στην Ευρωπαϊκή Άμυνα.

Δεν υπάρχει πολιτικός στη γερμανική κεντροδεξιά που να υποστηρίζει μεγάλη αύξηση των αμυντικών δαπανών προκειμένου να ενισχυθεί το ειδικό βάρος της Γερμανίας και του συνόλου της Ε.Ε. στις σχέσεις με τις ΗΠΑ.

Όλοι υπογράμμισαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ότι όσα συνέβησαν με την αιφνιδιαστική αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν, ανέδειξαν την αναγκαιότητα να κινηθούμε στην κατεύθυνση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, αποφεύγοντας όμως συγκεκριμένες δεσμεύσεις σε αυτή την κατεύθυνση.

Πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, στην τελική ευθεία προς τις βουλευτικές εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Πράσινοι εμφανίζονται ενισχυμένοι σε βάρος των Χριστιανοδημοκρατών και μπορεί να αποτελέσουν το ισχυρό δίδυμο της επόμενης κυβέρνησης συνασπισμού. Δεν φτάνει που η γερμανική κεντροδεξιά θέλει να αποφύγει πρόσθετες αμυντικές υποχρεώσεις της Γερμανίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά αλλάζει και ο πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων υπέρ των Σοσιαλδημοκρατών και των Πρασίνων οι οποίοι τάσσονται ευθέως κατά οποιασδήποτε αύξησης των αμυντικών δαπανών και ανάληψης πρόσθετων υποχρεώσεων στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.

Επομένως έχουμε το κράτος-μέλος της Ε.Ε. με την ισχυρότερη οικονομία να διστάζει να κινηθεί προς την κατεύθυνση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Στην καλύτερη περίπτωση οι Γερμανοί θα δεχθούν τη μελλοντική δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής επεμβατικής δύναμης υπό τον όρο ότι θα είναι υπό αυστηρό ευρωπαϊκό πολιτικό έλεγχο και θα τους απαλλάξει από την υποχρέωση να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες, οι οποίες κινούνται γύρω στο 1,5% του ΑΕΠ.

Με παρέμβασή μου κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής απόψεων με τους κορυφαίους της γερμανικής κεντροδεξιάς στο Βερολίνο, έθεσα το ζήτημα στην υπουργό Άμυνας της Γερμανίας Κραμπ-Καρενμπάουερ. Υποστήριξα ότι μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου, μόνο ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε., η Γαλλία, έχει σοβαρές δυνατότητες προβολής ισχύος εκτός της Ε.Ε. και έχει μία πολιτική τάξη που μπορεί να διαχειριστεί το κόστος, επικοινωνιακό και πολιτικό ενδεχόμενων απωλειών προσωπικού των ενόπλων δυνάμεων.

Τόνισα ότι μόνο αν ακολουθήσει η Γερμανία το παράδειγμα της Γαλλίας θα υπάρξουν σοβαρά βήματα προόδου στη δημιουργία κοινής Ευρωπαϊκής Άμυνας. Υπογράμμισα όμως ότι για ιστορικούς και πολιτικούς λόγους είναι πολύ δύσκολο για τη Γερμανία να ακολουθήσει το παράδειγμα της Γαλλίας. Το μιλιταριστικό και ναζιστικό παρελθόν της Γερμανίας κάνει, δικαιολογημένα, πιο διστακτική την πολιτική της τάξη, ενώ η απώλεια προσωπικού των ενόπλων δυνάμεων σε επιχειρήσεις εκτός Ε.Ε. θεωρείται πολιτικά αδιανόητη.

Υπάρχει ένα ευρύτερο ζήτημα στρατηγικής. Η Γερμανία δίνει προτεραιότητα στην οικονομική συνεργασία εφόσον έχει ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα στο εσωτερικό της Ε.Ε. και διεθνώς. Είναι λογικό λοιπόν να κρατάει αποστάσεις από επιλογές που θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα στη λειτουργία της οικονομίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι προχώρησε στην ολοκλήρωση της κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Nordstream 2 παρά τις αντιρρήσεις των ΗΠΑ, της Πολωνίας, της Ουκρανίας των χωρών της Βαλτικής οι οποίες θεωρούν ότι η μεγαλύτερη εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό φυσικό αέριο θα διευκολύνει τη Μόσχα στη χρηματοδότηση των ενόπλων δυνάμεών της και της επεκτατικής πολιτικής της.

Και στο ζήτημα της Κίνας η Γερμανία τάσσεται κατά μιας στρατιωτικής περικύκλωσης της νέας υπερδύναμης, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει προβλήματα στην πολυδιάστατη οικονομική συνεργασία.

Νέο άδειασμα από Μπάιντεν

Ενώ οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί προσπαθούν να συνέλθουν από το σοκ της μονομερούς απόφασης του Μπάιντεν για αιφνιδιαστική άμεση αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, ήρθε ο νέος αιφνιδιασμός για τη δημιουργία ισχυρής συμμαχίας ΗΠΑ, Αυστραλίας και Ηνωμένου Βασιλείου, με σκοπό να περιοριστεί η ενίσχυση της στρατιωτικής επιρροής της Κίνας στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Θα δημιουργήσει κρίση στις σχέσεις Γαλλίας – ΗΠΑ και νέες δυσκολίες στη συνεννόηση Ε.Ε. – ΗΠΑ.

Βάση της νέας συμφωνίας είναι η ναυπήγηση πυρηνοκίνητων υποβρυχίων από την Αυστραλία με τη βοήθεια αμερικανικής και βρετανικής τεχνογνωσίας.

Πρόκειται για ένα εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμα με ορίζοντα δεκαετίας που οδήγησε στην ακύρωση, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης της Αυστραλίας, της συμφωνίας με τη Γαλλία για τη ναυπήγηση 12 υποβρυχίων, με κινητήρες ντίζελ, από γαλλικές εταιρείες για τις ανάγκες του πολεμικού ναυτικού της Αυστραλίας. Πρόκειται για μία σύμβαση 10 δισεκατομμυρίων ευρώ η οποία θα αποτελούσε τη βάση της αμυντικής συνεργασίας Γαλλίας - Αυστραλίας στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό.

Ύστερα από μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου και Αυστραλίας, οι Αυστραλοί άλλαξαν τη στρατηγική τους. Δίνουν προτεραιότητα στη συνεργασία με ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο σε βάρος της Γαλλίας και επιδιώκουν να αποκτήσουν, σε βάθος χρόνου, υποβρύχια με πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες σε ό,τι αφορά την ανάσχεση της κινεζικής ισχύος στον Ινδικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό.

Η απόφαση της κεντροδεξιάς κυβέρνησης της Αυστραλίας έχει τεράστια πολιτική σημασία γιατί ανεβάζει την ένταση στις σχέσεις με την Κίνα, η οποία αντιλαμβάνεται την συνεργασία ΗΠΑ, Αυστραλίας, Ηνωμένου Βασιλείου σαν σοβαρή απειλή για την ασφάλειά της. Οι σχέσεις της Αυστραλίας με την Κίνα είναι ήδη δύσκολες, γι’ αυτό το Πεκίνο επιβάλλει περιορισμούς συγκεκριμένων προϊόντων από την Αυστραλία, όπως για παράδειγμα άνθρακα. Η κινεζική αγορά είναι τεράστιας σημασίας για την οικονομία της Αυστραλίας και γίνονται σοβαρές προσπάθειες συγκεκριμένες εξαγωγές να στραφούν προς άλλες αγορές, όπως της Ινδίας.

Με την πρωτοβουλία που πήρε ο Μπάιντεν έστειλε τέσσερα πολιτικά μηνύματα.

Πρώτον, επιβεβαίωσε ότι στρατηγική προτεραιότητα των ΗΠΑ είναι η «περικύκλωση» της «επεκτατικής» Κίνας.

Δεύτερον, έδειξε σαφή προτίμηση στη συνεργασία με το Ηνωμένο Βασίλειο έναντι της συνεργασίας με τη Γαλλία και την Ε.Ε. Προφανώς οι Αμερικάνοι εμπιστεύονται περισσότερο τους Βρετανούς σε ευαίσθητα ζητήματα πυρηνικής τεχνολογίας και θεωρούν ότι είναι περισσότερο αποφασισμένοι από τους Ευρωπαίους να στηρίξουν την αμερικανική στρατηγική περιορισμού της Κίνας.

Τρίτον, με τον τρόπο που κινήθηκε ο Μπάιντεν έδειξε να αδιαφορεί πλήρως για το ρόλο της Γαλλίας στην περιοχή και την υπό διαμόρφωση στρατηγική της Ε.Ε. Είναι χαρακτηριστικό ότι έκανε τις ανακοινώσεις για τη συμμαχία των ΗΠΑ με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο στον Ινδικό και Ειρηνικό, 24 ώρες προτού δημοσιεύσει η Ε.Ε. τη δική της στρατηγική για τη μεγάλης σημασίας περιοχή.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Τραμπ είχε δείξει μεγαλύτερο σεβασμό στον Μακρόν και τη Γαλλία από ό,τι ο Μπάιντεν.

Τέταρτον, με την πρωτοβουλία του ο Μπάιντεν έστειλε μήνυμα στους Ευρωπαίους ότι οι αποφάσεις του θα στηρίζονται στο «πρώτα η Αμερική», θα είναι μονομερείς και δεν θα λαμβάνουν υπόψη τους τα στρατηγικά συμφέροντα της Ε.Ε. και των κρατών-μελών της.

Οι μεθοδεύσεις Μπάιντεν δικαιώνουν τον Μακρόν ο οποίος είχε χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό». Δημιουργούν ένα αίσθημα εθνικής ταπείνωσης στους Γάλλους οι οποίοι στερήθηκαν απροειδοποίητα ένα εξαιρετικά σημαντικό συμβόλαιο για τη ναυπήγηση 12 υποβρυχίων σε μία ευρύτερη συνεννόηση με την Αυστραλία για το ρόλο των δύο χωρών στον Ινδικό και Ειρηνικό Ωκεανό.

Ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Λεντριάν μίλησε για «μαχαιριά στην πλάτη» από συμμάχους της Γαλλίας η οποία θα ρίξει το επίπεδο της συνεργασίας τους σε βάθος χρόνου.

Το ερώτημα είναι εάν ο νέος αιφνιδιασμός των Ευρωπαίων από τον Μπάιντεν και η ταπείνωση της Γαλλίας θα δημιουργήσουν επιτέλους μία δυναμική υπέρ της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ ή θα αποδειχθεί ένα ακόμη επεισόδιο στην πορεία γεωπολιτικής εξασθένισης της Ε.Ε.