Αυστραλιανό ντόμινο στις διεθνείς σχέσεις - Free Sunday
Αυστραλιανό ντόμινο στις διεθνείς σχέσεις
Εντυπωσιακές ανακατατάξεις μετά το «άδειασμα» Μπάιντεν στον Μακρόν

Αυστραλιανό ντόμινο στις διεθνείς σχέσεις

Η συμφωνία μεταξύ της Αυστραλίας, των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου για τη δημιουργία ενός είδους αμυντικής συμμαχίας στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, με στόχο να μπει ένας φραγμός στην ενίσχυση της στρατιωτικής επιρροής της Κίνας, προκαλεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον διεθνές οικονομικό, γεωπολιτικό ντόμινο.

Οι μεγάλοι χαμένοι

Μεγάλη χαμένη των εξελίξεων είναι, σε αυτή τη φάση, η Γαλλία. Πρόκειται για μια μεσαία πολιτική, στρατιωτική δύναμη, η οποία όμως ξεχωρίζει στο εσωτερικό της Ε.Ε. για δύο βασικούς λόγους.

Πρώτον, μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου στα πλαίσια του Brexit είναι το μόνο κράτος-μέλος της Ε.Ε. με τη δυνατότητα να προβάλει στρατιωτική ισχύ εκτός των ορίων της Ε.Ε.

Δεύτερον, η Γαλλία επιχειρηματολογεί με συνέπεια υπέρ της ενίσχυσης της στρατηγικής αυτονομίας της Ε.Ε. από το ΝΑΤΟ, το οποίο ο πρόεδρος Μακρόν έχει χαρακτηρίσει «κλινικά νεκρό».

Το Παρίσι είναι δικαιωμένο σε βασικές στρατηγικές επιλογές του, δεν έχει όμως την αναγκαία επιρροή για να επιβάλει ακόμα και τις σωστές απόψεις του στις ΗΠΑ και την Ε.Ε. Για παράδειγμα, οι Γάλλοι είχαν δώσει διπλωματική μάχη κατά των Αμερικανών και των συμμάχων στο Ιράκ. Με την εισβολή αυτή οδηγήθηκε σε αδιέξοδο η επέμβαση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, δημιουργήθηκε ένα ισλαμικό μέτωπο σε βάρος των ΗΠΑ και της Δύσης, επικράτησε για ένα διάστημα το Ισλαμικό Κράτος και πέρασε –σε μεγάλο βαθμό– ο έλεγχος του Ιράκ στο θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν.

Οι διεθνείς εξελίξεις όμως δεν προσδιορίζονται τόσο από την ποιότητα των στρατηγικών αναλύσεων, όσο από τον συσχετισμό δυνάμεων, ο οποίος με το πέρασμα του χρόνου διαμορφώνεται σε βάρος της Γαλλίας.

Ο πρόεδρος Μακρόν έδωσε τεράστια σημασία στην παρουσία της Γαλλίας στον Ινδικό και τον Ειρηνικό, εφόσον είναι η μόνη χώρα της Ε.Ε. με πληθυσμό σε αυτή την περιοχή, δύο εκατομμύρια στη Γαλλική Πολυνησία.

Η Γαλλία επενδύει σταθερά στην αμυντική συνεργασία με την Ινδία, η οποία πιέζεται από την ενίσχυση της κινεζικής επιρροής, ενώ την περίοδο 2016-2019 διαπραγματεύτηκε και ολοκλήρωσε μία εντυπωσιακή προμήθεια οπλικών συστημάτων στην Αυστραλία. Ο πυρήνας αυτής της συμφωνίας –η οποία θα είχε στρατηγικό βάθος δεκαετιών– ήταν η ναυπήγηση δώδεκα συμβατικών υποβρυχίων προηγμένης τεχνολογίας, τα οποία θα διέθεταν εξελιγμένα πυραυλικά συστήματα.

Με πρωτοβουλία της Γαλλίας άρχισαν να αναφέρονται συχνότερα στις εκθέσεις των ευρωπαϊκών θεσμών τα ζητήματα στρατηγικής στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, όπου ενισχύει συνεχώς το ειδικό βάρος της η Κίνα.

Με τη συμφωνία Αυστραλίας, ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου μπαίνουν τα θεμέλια για μία στρατηγική συνεργασία, η οποία θα πάει πέρα από το 2040. Η Αυστραλία εγκαταλείπει τα γαλλικά υποβρύχια που χρησιμοποιούν κινητήρες ντίζελ, για να προμηθευτεί και στη συνέχεια να κατασκευάσει πυρηνοκίνητα υποβρύχια με τεχνογνωσία των ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό του Ηνωμένου Βασιλείου. Τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια δεν έχουν χρονικό όριο στην κατάδυσή τους και μπορούν να φέρουν ισχυρότερους πυραύλους μεγαλύτερου βεληνεκούς.

Δεν είναι η πρώτη φορά που δυτικοί σύμμαχοι διαγκωνίζονται για μεγάλης κλίμακας εξοπλιστικά προγράμματα. Είναι όμως η πρώτη φορά που ακυρώνεται μία σύμβαση που έχει ήδη υπογραφεί με πρωτοβουλία ενός εκ των συμβαλλομένων –της Αυστραλίας– και τη σθεναρή υποστήριξη των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι ΗΠΑ δεν θέλησαν να έρθουν σε συνεννόηση με τη Γαλλία για τη συμμετοχή της τελευταίας στο νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα, ώστε να περιοριστούν οι γαλλικές αντιδράσεις και να περάσει το μήνυμα της ενότητας της Δύσης μπροστά στην κινεζική «απειλή».

Οι αναλυτές δεν μπορούν να καταλήξουν σε ασφαλές συμπέρασμα, γιατί κινήθηκε με αυτό τον τρόπο ο πρόεδρος Μπάιντεν, ο οποίος δηλώνει ότι «οι ΗΠΑ επιστρέφουν» και πως επιδιώκουν ιδιαίτερα στενή συνεργασία με τους Ευρωπαίους σε ζητήματα στρατηγικής σημασίας. Θέλησε να δώσει προτεραιότητα στα αμερικανικά λόμπι των εξοπλισμών και της πυρηνικής βιομηχανίας; Θέλησε να αναβιώσει την «ειδική σχέση» με το Ηνωμένο Βασίλειο, δίνοντάς του απόλυτη προτεραιότητα έναντι της Γαλλίας; Δεν εμπιστεύτηκε τους Γάλλους σε ζητήματα μεταφοράς πυρηνικής τεχνογνωσίας; Θέλησε να δείξει ισχυρός και αποφασιστικός στην αμερικανική κοινή γνώμη μετά το φιάσκο της κατεπείγουσας αποχώρησης των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν; Θέλησε να περάσει το μήνυμα ότι η Γαλλία και η Ε.Ε. δεν χρειάζεται να έχουν ρόλο στον Ινδικό και στον Ειρηνικό Ωκεανό, επειδή εμφανίζονται πιο «μετρημένες» στην αντιπαράθεση με την Κίνα;

Το πιθανότερο είναι ότι θα μείνουμε χωρίς απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Στις διεθνείς σχέσεις άλλωστε όλα κρίνονται από πρωτοβουλίες και συγκεκριμένες ενέργειες.

Οι Γάλλοι κάνουν τώρα μια διαχείριση κόστους. Ανακάλεσαν προσωρινά τους πρεσβευτές τους από την Ουάσιγκτον και την Καμπέρα και ανέβαλαν για έναν-δυο μήνες την έναρξη μιας πιο στενής τεχνολογικής συνεργασίας ΗΠΑ-Ε.Ε., που αποφασίστηκε κατά την πρώτη επίσκεψη Μπάιντεν στην Ε.Ε.

Επιπλέον, ζητούν την αλληλεγγύη των άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε., υποστηρίζοντας ότι το θέμα δεν είναι μόνο οικονομικό και εθνικό, αλλά και ευρωπαϊκό με τη στρατηγική έννοια του όρου. Μετά από κάποιους δισταγμούς, ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρμόδιος για τις Εξωτερικές Σχέσεις, Μπορέλ, στήριξε τη Γαλλία, ενώ πιο τολμηρός στις δηλώσεις του σε βάρος των ΗΠΑ και της Αυστραλίας φάνηκε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Μισέλ. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, ήταν η πιο διακριτική στις δηλώσεις υποστήριξης που έκανε για τη Γαλλία, εκφράζοντας ίσως τη νοοτροπία που απέκτησε σαν υπουργός Άμυνας της Γερμανίας.

Ικανοποίηση Τζόνσον

Ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Μπόρις Τζόνσον, έχει κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένος από το «άδειασμα» της Γαλλίας από τους Αυστραλούς. Πιστός στη στρατηγική που οδήγησε στο Brexit, μπορεί τώρα να επιχειρηματολογήσει ότι αναβιώνει η «ειδική σχέση» Ηνωμένου Βασιλείου και ΗΠΑ, πως αξιοποιεί πλήρως τις δυνατότητες που προσφέρει η Κοινοπολιτεία και πως προωθεί μετά το Brexit τη λεγόμενη παγκόσμια Βρετανία.

Μετά το φιάσκο της αμερικανικής αποχώρησης από το Αφγανιστάν χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τους συμμάχους, ο Τζόνσον δέχθηκε σκληρή κριτική από Συντηρητική προκάτοχό του, Τερέζα Μέι, με το σκεπτικό ότι η έλλειψη ενημέρωσης των Βρετανών, οι οποίοι είχαν τη δεύτερη σημαντικότερη συμμαχική στρατιωτική παρουσία στο Αφγανιστάν, έδειξε ότι δεν υπάρχει η «ειδική σχέση» και η παγκόσμια Βρετανία.

Ο Τζόνσον απαντά με τη συμφωνία συνεργασίας ΗΠΑ, Αυστραλίας και Ηνωμένου Βασιλείου στους επικριτές του και δημιουργεί νέες δυνατότητες για την αμυντική και την πυρηνική βιομηχανία του Ηνωμένου Βασιλείου. Αρκετοί πάντως αναλυτές επισημαίνουν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ζημιώνεται οικονομικά από το Brexit και υποβαθμίζονται οι σχέσεις με τους Ευρωπαίους γείτονές του. Επομένως, δυναμικές κινήσεις αντιπερισπασμού, όπως με το εμβόλιο της AstraZeneca, ή την αμυντική συνεργασία με την Αυστραλία μπορεί να δημιουργούν την εντύπωση ότι διαχειρίζεται από θέση ισχύος το Brexit και προωθεί τη δημιουργία της λεγόμενης αγγλόσφαιρας.

Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ πιο δύσκολη για το Ηνωμένο Βασίλειο. Χάνει μεγάλες ευκαιρίες στην Ευρώπη αναλαμβάνοντας πρόσθετο ρίσκο στον Ινδικό και στον Ειρηνικό.

Οι Γάλλοι προχώρησαν ήδη στο προσωρινό «πάγωμα» της θεσμοθετημένης αμυντικής συνεργασίας Ηνωμένου Βασιλείου-Γαλλίας, ενώ είναι φανερό ότι θα κάνουν ό,τι μπορούν για να φέρουν σε δύσκολη θέση αυτούς που τους ζημίωσαν. Ένα από τα υποψήφια θύματα της διπλωματίας τους είναι η υπό διαπραγμάτευση συμφωνία εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας Αυστραλίας-Ε.Ε.

Γερμανική ουδετερότητα

Στις γαλλικές εκκλήσεις για έμπρακτη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη η Γερμανία απέφυγε να ανταποκριθεί. Είναι γνωστό ότι η Μέρκελ και η κεντροδεξιά δίνουν απόλυτη προτεραιότητα σε ζητήματα οικονομικής συνεργασίας και στην εξασφάλιση της αμυντικής «ομπρέλας» των ΗΠΑ για τη Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις των δημοσκόπων, η Γερμανία θα αποκτήσει μετά τις εκλογές της Κυριακής 26 Σεπτεμβρίου κυβέρνηση που θα στηρίζεται στους Σοσιαλδημοκράτες και στους Πράσινους, ενώ τον ρόλο του τρίτου αναγκαίου κυβερνητικού εταίρου θα παίξουν πιθανότερα οι Φιλελεύθεροι και με λιγότερες πιθανότητες και η Αριστερά.

Στην καλύτερη για την Ε.Ε. περίπτωση, οι Γερμανοί θα δεχθούν συμβολικές κινήσεις στην κατεύθυνση της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας, όπως είναι η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής δύναμης άμεσης επέμβασης. Το προηγούμενο πάντως της δημιουργίας της Frontex δεν δικαιολογεί αισιοδοξία για την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα των σχετικών πρωτοβουλιών.

Από τη στιγμή που θα ενισχυθούν οι Πράσινοι, θα αποκτήσουν ρόλο στη γερμανική κυβέρνηση και θα ενισχυθούν οι αντιρρήσεις του Βερολίνου στην αύξηση των αμυντικών δαπανών από 1,5% σε 2% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον στόχο που έχει θέσει το ΝΑΤΟ.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Γερμανία αποκλείεται να στηρίξει την προσπάθεια της Γαλλίας για ουσιαστική στρατηγική αυτονομία της Ε.Ε. έναντι των ΗΠΑ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Γαλλία είναι αρκετά μόνη σε αυτή την προσπάθεια. Εκτός από τη γερμανική ψυχρότητα, η γαλλική διπλωματία έχει να αντιμετωπίσει τις αντιρρήσεις των πρώην Ανατολικών, που θεωρούν ότι οι ΗΠΑ προσφέρουν τη βασική εγγύηση κατά του ρωσικού επεκτατισμού και τους δισταγμούς εξαιρετικά αναπτυγμένων, ή ουδέτερων κρατών-μελών που δεν θέλουν να αναλάβουν πρόσθετες οικονομικές υποχρεώσεις, ιδιαίτερα στον τομέα της άμυνας.

Η κρίση με τα υποβρύχια της Αυστραλίας, όπως και η κρίση με τη γρήγορη αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν αναδεικνύουν την έλλειψη κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής σε ζητήματα εξωτερικών σχέσεων και άμυνας. Από τη στιγμή που λείπει η κοινή πολιτική στους στρατηγικής σημασίας τομείς, λείπουν και οι επιλογές για τη διαχείριση των κρίσεων.

Η Κίνα προτεραιότητα των ΗΠΑ

Οι ΗΠΑ βγαίνουν κερδισμένες από την απόφαση Μπάιντεν για άμεση αποχώρηση των στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, εφόσον βάζουν τέλος σε μία εικοσαετή πολιτική και οικονομική «αιμορραγία». Άλλωστε, τη συμφωνία με τους Ταλιμπάν –χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με την κυβέρνηση της Καμπούλ– για αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν έκανε η κυβέρνηση Μπάιντεν.

Η αμερικανική κοινή γνώμη ήθελε να τερματιστεί η στρατιωτική παρουσία στο Αφγανιστάν, αλλά κρίνει ότι έγινε με πρόχειρο και ταπεινωτικό τρόπο, με αποτέλεσμα να πέφτει η δημοτικότητα του προέδρου Μπάιντεν.

Ο τελευταίος χειρίστηκε το θέμα της αμυντικής συνεργασίας με την Αυστραλία με έναν τρόπο που ενισχύει την εικόνα του ισχυρού ηγέτη, που παίρνει αποφάσεις και αναπτύσσει πρωτοβουλίες στη βάση του «πρώτα η Αμερική». Η κρίση με τη Γαλλία, λοιπόν, μπορεί να οφείλεται σε χειρισμούς που έχουν σχέση με την εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι ο Μπάιντεν είναι απόλυτα συνεπής στη στρατηγική που εφαρμόζει με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απομόνωση της Κίνας και το κλείσιμο μετώπων που εξασθενίζουν τη συγκριτική θέση των ΗΠΑ.

Οι κινήσεις Μπάιντεν είναι λύτρωση για τους Αυστραλούς, οι οποίοι υφίστανται ήδη εμπάργκο από την Κίνα στις εξαγωγές άνθρακα που πραγματοποιούν, ενώ δέχονται συστηματικά και επίσημα πιέσεις από το Πεκίνο για την προσαρμογή της εξωτερικής πολιτικής τους.

Η αμερικανική πρωτοβουλία κρίνεται ιδιαίτερα θετικά από τις κυβερνήσεις της Ιαπωνίας, της Νότιας Κορέας και της Ταϊβάν, οι οποίες συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι το Πεκίνο έχει ξεπεράσει τα όρια στην άσκηση οικονομικών πιέσεων και στην ενίσχυση της στρατιωτικής παρουσίας του στη Νότια και Ανατολική Θάλασσα της Κίνας. Ακόμη και το Βιετνάμ και οι Φιλιππίνες στηρίζουν, έμμεσα, μια πιο αποφασιστική στάση των ΗΠΑ έναντι της Κίνας.

Ο Μπάιντεν βγαίνει κερδισμένος στην αμερικανική κοινή γνώμη, οι ΗΠΑ ενισχύουν φιλίες και αποκτούν συμμαχίες στην ευρύτερη περιοχή και το πελατολόγιο της αμυντικής και πυρηνικής βιομηχανίας των ΗΠΑ διευρύνεται.

Η Ουάσιγκτον συνεργάζεται ήδη με Ιαπωνία, Ινδία και Αυστραλία για τον περιορισμό της επιρροής της Κίνας στην περιοχή. Η συμφωνία των τεσσάρων (Quad) συμπληρώνεται τώρα από την υπό διαμόρφωση αμυντική συμμαχία Αυστραλίας, ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου.

Όλες οι κινήσεις των Αμερικανών γίνονται με βάση την εκτίμηση ότι οι εξελίξεις τον νέο αιώνα θα προσδιοριστούν από την πορεία της αναμέτρησης σε όλους τους τομείς συμπεριλαμβανόμενης της στρατιωτικής παρουσίας και επιρροής μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.

Η αντίδραση της Κίνας

Η κινεζική ηγεσία θεωρεί τη δημιουργία της συμμαχίας Αυστραλίας, ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου επιθετική σε βάρος της κίνηση στην ευρύτερη περιοχή της.

Στην αντίληψη των Κινέζων, η χώρα τους δεν είναι επιθετική και σε αντίθεση με τις ΗΠΑ δεν έχει να επιδείξει στρατιωτικές επεμβάσεις σε μακρινές περιοχές του πλανήτη.

Είναι γεγονός πάντως ότι η Κίνα αυξάνει θεαματικά τις αμυντικές της δαπάνες, ενισχύει τη στρατιωτική παρουσία της στη Νότια και στην Ανατολική Θάλασσα της Κίνας και προσπαθεί να επιβάλει τους όρους της –άλλοτε οικονομικούς, άλλοτε γεωπολιτικούς– σε γειτονικές χώρες, ή χώρες της ευρύτερης περιοχής.

Για παράδειγμα, η Αυστραλία αντιμετωπίζει κινεζικό εμπάργκο στις εξαγωγές συγκεκριμένων προϊόντων της, ενώ Βιετνάμ και Φιλιππίνες θεωρούν ότι η Κίνα επιμένει στην αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τους.

Σύμφωνα με αναλυτές, η μεγάλη αυτοπεποίθηση της κινεζικής ηγεσίας στηρίζεται στην εντυπωσιακή ενίσχυση της οικονομίας της τα τελευταία χρόνια, στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας και σε μια αίσθηση ότι έχουν επικρατήσει οι δυνάμεις της εσωστρέφειας στις ΗΠΑ και σε άλλες δυτικές χώρες, με αποτέλεσμα να ενισχύεται το συγκριτικό της αποτέλεσμα.

Μετά την πρωτοβουλία Μπάιντεν για τη στρατιωτική συνεργασία με Αυστραλία και Ηνωμένο Βασίλειο, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ και οι συνεργάτες του θα πρέπει να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους.

Ο Μπάιντεν, όπως ο Τραμπ, θεωρεί την Κίνα στρατηγικό αντίπαλο. Δεν εφαρμόζει όμως το «πρώτα η Αμερική» με τον εσωστρεφή και μοναχικό τρόπο του Τραμπ, αλλά ενισχύοντας συμμαχίες και δημιουργώντας νέες φιλίες με στόχο την ενίσχυση ενός διεθνούς συστήματος στο οποίο θα κυριαρχούν οι ΗΠΑ και θα έχουν στη διάθεσή τους σημαντικές εφεδρείες στην αντιπαράθεση με την Κίνα.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν το οικονομικό συγκριτικό πλεονέκτημα της Κίνας είναι τόσο ισχυρό, όσο δείχνουν τα στατιστικά στοιχεία. Οι πρόσφατες δυσκολίες της Evergrande –του κινεζικού κατασκευαστικού κολοσσού με μεγάλη επιρροή στο real estate και χρέη που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει, αξίας εκατοντάδων δισ. δολαρίων– αφήνει να εννοηθεί ότι πίσω από τη βιτρίνα των κινεζικών οικονομικών ρεκόρ μπορεί να κρύβεται μια σύνθετη οικονομική πραγματικότητα.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών, η οικοδομή και οι κατασκευές αναλογούν στο 29% του ΑΕΠ της Κίνας και μια «φούσκα» ακινήτων μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη δυναμική της οικονομίας της.

Η Κίνα θα υπερασπιστεί αποφασιστικά το στάτους της δεύτερης υπερδύναμης που απέκτησε τα τελευταία χρόνια, αλλά θα δοκιμαστούν οι οικονομικές και γεωπολιτικές αντοχές της.

Η ώρα των αποφάσεων

Στον όγδοο χρόνο της ευρωπαϊκής παρουσίας μου, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι στην Ε.Ε. έχουν εκπαιδευτεί να διαχειρίζονται σε βάθος χρόνου τα προβλήματα, χωρίς να τα λύνουν. Αυτή άλλωστε είναι μία από τις βασικές θέσεις που υποστηρίζω στο νέο μου βιβλίο «Κάτω από τον Πήχη».

Μετά και την υπονόμευση της θέσης της Γαλλίας στον Ινδικό και τον Ειρηνικό –με πρωτοβουλία του προέδρου Μπάιντεν– η Ε.Ε. είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις, τις οποίες κατά κανόνα αποφεύγει.

Το πρώτο ζήτημα έχει να κάνει με τη στρατηγική της έναντι της Κίνας. Θα σταθεί στο πλευρό των ΗΠΑ επιδιώκοντας την περιχαράκωση της νέας υπερδύναμης, ή θα ακολουθήσει μια διαφορετική, πιο ευέλικτη στρατηγική;

Το δεύτερο ζήτημα αφορά στις σχέσεις της Ε.Ε. με τη Ρωσία. Θα συνεχίσουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να βάζουν όρια στη συνεργασία με το καθεστώς Πούτιν;

Όσο οι Ευρωπαίοι ακολουθούν αυτή τη στρατηγική, τόσο περισσότερο προσεγγίζει η Ρωσία την Κίνα, με τους όρους της τελευταίας. Αν δεχθούμε ότι ο βασικός στρατηγικός αντίπαλος της Ε.Ε. και των ΗΠΑ είναι η Κίνα, τότε θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να ενθαρρυνθεί η Ρωσία για να κρατήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερες αποστάσεις από αυτή.

Τέλος, η Ε.Ε. θα πρέπει να ενισχύσει τον ρόλο της στο ΝΑΤΟ, αλλά και τη στρατηγική αυτονομία της έναντι των ΗΠΑ σε ζητήματα άμυνας, για να μπορέσει να επιβάλει μια πιο πειθαρχημένη συμπεριφορά στη Ρωσία –για παράδειγμα στην Ουκρανία– και για να είναι σε θέση να διαπραγματευτεί, ή τουλάχιστον να συζητήσει βασικές στρατηγικές επιλογές με τις ΗΠΑ.