Πρόβλημα για την Ε.Ε. η αδυναμία του Μπάιντεν - Free Sunday
Πρόβλημα για την Ε.Ε. η αδυναμία του Μπάιντεν
Οι Δημοκρατικοί κινδυνεύουν να χάσουν τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου

Πρόβλημα για την Ε.Ε. η αδυναμία του Μπάιντεν

Η άνοδος του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ ήταν μία ιδιαίτερα θετική εξέλιξη για την Ε.Ε. Δεν οδήγησε στην αυτόματη αντιμετώπιση σημαντικών προβλημάτων που χωρίζουν τις δύο πλευρές, αλλά επανέφερε τις σχέσεις ΗΠΑ και Ε.Ε. σε ένα παραδοσιακό πλαίσιο διαλόγου, συνεννόησης και αναζήτησης αμοιβαία αποδεκτών λύσεων.

Ο Τραμπ είχε θέσει σε αμφισβήτηση τη συνεργασία με την Ε.Ε. και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες προβάλλοντας έναν νεο-απομονωτισμό πίσω από το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική».

Η χαρά των Ευρωπαίων με την εκλογική νίκη του Μπάιντεν και την ήττα του Τραμπ δυστυχώς δεν κράτησε πολύ. Έναν χρόνο μετά την εγκατάστασή του στον Λευκό Οίκο, ο Μπάιντεν εμφανίζει έντονα σημάδια πολιτικής αδυναμίας και κόπωσης. Οι Βρυξέλλες και οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις αρχίζουν να αναρωτιούνται ξανά πιο θα είναι το μέλλον των διατλαντικών σχέσεων σε περίπτωση αποδυνάμωσης του Μπάιντεν και των Δημοκρατικών, ενώ ενισχύεται και το σενάριο της επιστροφής του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, το οποίο θεωρείται καταστροφικό για τις σχέσεις ΗΠΑ - Ε.Ε. και αυτού που αποκαλούμε Δύση.

Έχει αναπτυχθεί αρνητική δυναμική και οι εξελίξεις τρέχουν. Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι οι Δημοκρατικοί θα χάσουν τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου 2022 και μαζί με αυτές την οριακή πλειοψηφία στα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ. Σε αυτή την περίπτωση θα έχουμε μία αδύναμη προεδρία Μπάιντεν, την οποία θα σπεύσουν να αξιοποιήσουν οι Ρεπουμπλικάνοι, οι οποίοι παραμένουν εντυπωσιακά συσπειρωμένοι γύρω από τον Τραμπ.

Η αποχώρηση από το Αφγανιστάν

Ένα χρόνο μετά την άνοδο στην προεδρία, η δημοτικότητα του Μπάιντεν είναι στο 40%. Το ποσοστό θεωρείται ιδιαίτερα χαμηλό σε ένα σύστημα που στηρίζεται στην πολιτική αναμέτρηση δύο «μονομάχων», γεγονός που επιβάλλει δημοτικότητα της τάξης του 50% για να υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες εκλογικής επιτυχίας.

Το γεγονός που πυροδότησε την πτώση της δημοτικότητας του Μπάιντεν ήταν η ξαφνική, με ταπεινωτικούς όρους, αποχώρηση των στρατευμάτων των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν.

Η απεμπλοκή των Αμερικανών από το Αφγανιστάν είχε αποφασιστεί και ανακοινωθεί από τον πρόεδρο Τραμπ. Την πραγματοποίησε ο πρόεδρος Μπάιντεν, αλλά με έναν τρόπο που επανέφερε στη συλλογική μνήμη των Αμερικανών την άτακτη αποχώρησή τους από τη Σαϊγκόν μετά την επικράτηση των κομμουνιστικών δυνάμεων στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Επί Μπάιντεν, λοιπόν, είχαμε τον νέο συμβολισμό της συρρίκνωσης της παγκόσμιας ισχύος των ΗΠΑ. Η οργανωτική και επικοινωνιακή διαχείριση της εσπευσμένης αποχώρησης των τελευταίων αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν ήταν καταστροφική.

Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί συνεργάτες των Αμερικανών και των συμμάχων τους αφέθηκαν ανυπεράσπιστοι στο έλεος των Ταλιμπάν, όπως και πολλών γυναικών οι οποίες είχαν υπεύθυνες θέσεις στην κυβέρνηση που κατέρρευσε ή πρωταγωνιστούσαν, σε επίπεδο κοινωνίας, στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών.

Μπορεί η αποχώρηση από το Αφγανιστάν να προκάλεσε –με τον τρόπο που έγινε– μεγάλη ζημιά στο «προφίλ» του Μπάιντεν, από την οποία δεν έχει συνέλθει, οι λόγοι όμως για τη σταδιακή υποχώρηση της δημοτικότητάς του είναι πολλοί και σύνθετοι.

Ο ρόλος του πληθωρισμού

Η δυναμική επιστροφή του πληθωρισμού διεθνώς, αλλά ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, ροκανίζει τη δημοτικότητα του Μπάιντεν. Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ έχει εκτοξευθεί σε ένα εντυπωσιακό 7%, με την ενεργειακή ακρίβεια και τις ανατιμήσεις των τροφίμων να φέρνουν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση τα φτωχότερα στρώματα των μειονοτήτων που στήριξαν αποφασιστικά με την ψήφο τους τον Μπάιντεν στις προεδρικές εκλογές.

Οι ειδικοί προβλέπουν «αποκλιμάκωση» του πληθωρισμού στις ΗΠΑ, οι περισσότεροι από αυτούς όμως αναφέρονται σε σενάρια διατήρησής του γύρω στο 5% για το σύνολο του 2022.

Οι ονομαστικοί μισθοί αυξάνονται, παρά τα φιλολαϊκά ανοίγματα του Μπάιντεν, με ρυθμό χαμηλότερο του πληθωρισμού και αυτό δημιουργεί μεγάλα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα.

Είναι τέτοια η πίεση που δέχονται, σε συνθήκες πανδημίας, οι χαμηλόμισθοι, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών, ώστε αναπτύσσεται το φαινόμενο της «μεγάλης παραίτησης». Δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανοί και Αμερικανίδες εγκαταλείπουν τις θέσεις εργασίας τους επειδή θεωρούν ότι δεν αμείβονται επαρκώς ή μπορεί να αναζητήσουν, στην ψηφιακή εποχή, μια διαφορετική απασχόληση στο σπίτι τους, κοντά στην οικογένειά τους και χωρίς τους κινδύνους του COVID-19.

Η αγορά εργασίας στις ΗΠΑ εμφανίζει παραδοσιακά μεγάλη κινητικότητα και η διαφορά με το παρελθόν είναι ότι αυτοί που αφήνουν τη δουλειά τους το κάνουν χωρίς να έχουν εξασφαλίσει άλλη θέση εργασίας.

Δύσκολη η συνέχεια

Ο υψηλός πληθωρισμός μπορεί να δημιουργήσει ένα ντόμινο αρνητικών εξελίξεων. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ «διαρρέει» ότι μπορεί να υπάρξουν τέσσερις αυξήσεις βασικών επιτοκίων εντός του 2022 για να γίνει η νομισματική πολιτική λιγότερο χαλαρή και να αρχίσει η καταπολέμηση του πληθωρισμού.

Η άνοδος των επιτοκίων βρίσκει το Χρηματιστήριο και την αγορά ακινήτων σε συνθήκες «φούσκας». Οι μετοχές έσπασαν αλλεπάλληλα ιστορικά ρεκόρ, βοηθούμενες από το δωρεάν χρήμα που βάζει στην οικονομία η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, ενώ εντυπωσιακές ανατιμήσεις παρατηρούνται και στα ακίνητα.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν η σταδιακή άνοδος των βασικών επιτοκίων θα φέρει μία ομαλή προσαρμογή στις χρηματιστηριακές αξίες και στις τιμές των ακινήτων ή θα παρατηρηθούν φαινόμενα ανάλογα με εκείνα που οδήγησαν στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.

Οι μέθοδοι παρέμβασης που εφαρμόζουν σήμερα η Ομοσπονδιακή Τράπεζα και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχουν βελτιωθεί πολύ σε σχέση με την κρίση του 2008. Δυστυχώς, όμως, η κερδοσκοπία είναι σήμερα πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι ήταν την περίοδο που οδήγησε στη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση. Για παράδειγμα, η λεγόμενη σκιώδης τραπεζική έχει αναπτυχθεί εντυπωσιακά εκτός ουσιαστικού ελέγχου, ενώ αχαλίνωτη είναι η κερδοσκοπία γύρω από τα κρυπτονομίσματα. Η συστημική αστάθεια μπορεί να πάρει επικίνδυνες διαστάσεις.

Προβληματική υπερδύναμη

Η αμερικανική οικονομία εμφανίζεται πανίσχυρη σε σχέση με την ευρωπαϊκή σε δύο κρίσιμους τομείς, τα χρηματοπιστωτικά και την ψηφιακή οικονομία. Συνολικά όμως έχει τεράστιο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, όπως δείχνει το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η αμερικανική βιομηχανία γνωρίζει μια εμπορική πανωλεθρία, με το εμπορικό έλλειμμα της χώρας να τραβάει συνεχώς την ανηφόρα, ενώ το παραδοσιακό πλεόνασμα σε επίπεδο υπηρεσιών, που οφείλεται κυρίως στις αμερικανικές επενδύσεις στο εξωτερικό και στη χρηματοπιστωτική τους κυριαρχία, δεν μπορεί πλέον να αντισταθμίσει το εμπορικό έλλειμμα.

Τον Νοέμβριο του 2021, το έλλειμμα των ΗΠΑ στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών έφτασε τα 80,2 δισ. δολάρια, αυξημένο κατά 13 δισ. σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2021 και κατά 28,6% σε επίπεδο δωδεκαμήνου.

Το μεγαλύτερο πλεόνασμα στις διμερείς συναλλαγές αγαθών και υπηρεσιών με τις ΗΠΑ καταγράφει η Κίνα ακολουθούμενη από την Ε.Ε., όπου φυσικά το πλεόνασμα αφορά κυρίως ισχυρές οικονομίες όπως της Γερμανίας.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ΗΠΑ χάνουν σε διεθνές επίπεδο τη μάχη της παραγωγής και του ανταγωνισμού, με μεγάλο και σταθερό νικητή την Κίνα.

Τα στοιχεία του εξωτερικού ισοζυγίου δείχνουν ότι αν οι ΗΠΑ δεν προχωρήσουν στην αναδιάρθρωση και στην παραγωγική ενίσχυση της οικονομίας τους, θα δουν να αμφισβητείται και ο ρόλος της υπερδύναμης.

Αποτυχία στην πανδημία

Τα θετικά στοιχεία σε ό,τι αφορά την αμερικανική οικονομία είναι η δυναμική ανάκαμψη και η γρήγορη επιστροφή της ανεργίας σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Οι επιτυχίες αυτές επί προεδρίας Μπάιντεν σκιάζονται από τον πληθωρισμό, τη διαφαινόμενη άνοδο επιτοκίων και τη χρηματιστηριακή διόρθωση, τις φοβερές οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες και το ολοένα μεγαλύτερο έλλειμμα διεθνούς ανταγωνιστικότητας.

Και στον τομέα της πανδημίας, οι επιδόσεις του Μπάιντεν είναι απογοητευτικές. Παρά την ευαισθησία που έδειξε –σε αντίθεση με τον προκλητικά αδιάφορο Τραμπ– και το πρόγραμμα εμβολιασμού που εφάρμοσε, το αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό.

Ο Μπάιντεν ανέβηκε στην εξουσία με την πανδημία σε έξαρση και την αμερικανική κοινή γνώμη να στρέφεται κατά του Τραμπ, ο οποίος δεν είχε εκτιμήσει σωστά τον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία.

Στις 20 Ιανουαρίου 2021, στο ξεκίνημα της τετραετίας Μπάιντεν, είχαμε στις ΗΠΑ 4.380 θανάτους το 24ωρο και 3.056 θανάτους ημερήσιο μέσο όρο της τελευταίας εβδομάδας.

Στις 24 Ιανουαρίου 2022, έναν χρόνο και λίγες ημέρες μετά, είχαμε 2.181 θανάτους το 24ωρο και ημερήσιο μέσο όρο της τελευταίας εβδομάδας 2.369 θανάτους.

Συγκρίνοντας τις εβδομαδιαίες επιδόσεις βλέπουμε μία μικρή σχετικά βελτίωση η οποία χάνει τη σημασία της σε βάθος χρόνου. Οι ΗΠΑ έφτασαν τις 870.000 θανάτους από την πανδημία, με τους περισσότερους να έχουν καταγραφεί επί προεδρίας Μπάιντεν απ’ ό,τι επί προεδρίας Τραμπ.

Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι αποκλειστικά αμερικανικό. Το «δυτικό» μοντέλο αντιμετώπισης της πανδημίας δείχνει εξαιρετικά προβληματικό αν σκεφτούμε ότι οι ΗΠΑ, η Ε.Ε. των «27» και το Ηνωμένο Βασίλειο μαζί πλησιάζουν το ψυχολογικό φράγμα των 2 εκατομμυρίων θανάτων από την πανδημία.

Πρόκειται για μια αποτυχία διεθνοπολιτικών διαστάσεων, αν σκεφτούμε ότι στην Κίνα –απ’ όπου ξεκίνησε η πανδημία– οι θάνατοι δεν ξεπερνούν τους 5.000, με τον πληθυσμό του 1,4 δισ. να ξεπερνάει κατά πολύ τα 840 εκ. των ΗΠΑ, της Ε.Ε. και του Ηνωμένου Βασιλείου.

Το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν γνωρίζει ποια θα είναι η εξέλιξη της πανδημίας και πώς θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Η πανδημία λειτουργεί σαν καταλύτης στην υπερσυγκέντρωση πλούτου και ισχύος –εκτιμάται ότι τα σχετικά έσοδα της φαρμακοβιομηχανίας Pfizer έχουν ξεπεράσει τα 100 δισ. δολάρια– και στη διεύρυνση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων.

Αμερικανικές ιδιαιτερότητες

Το αμερικανικό κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον εμφανίζει σημαντικές ιδιαιτερότητες.

Πρώτον, παρατηρείται μία πρωτοφανής πόλωση, η οποία οδηγεί και σε ανάπτυξη θεωριών και σεναρίων για έναν νέο εμφύλιο.

Τα έκτροπα του Καπιτωλίου, τα οποία τώρα εξετάζονται από την αμερικανική Δικαιοσύνη, αντιμετωπίζονται από πολλούς αναλυτές σαν «πρόβα» γι’ αυτά που μπορεί να ακολουθήσουν.

Ενδεικτικό της πόλωσης είναι το γεγονός ότι ο Τραμπ εξακολουθεί να παίζει χωρίς αντίπαλο στο εσωτερικού του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και σχεδιάζει την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο.

Δεύτερον, το σύστημα εξουσίας είναι εξαιρετικά σύνθετο και αποδεικνύεται δυσλειτουργικό σε περίοδο κρίσης, όπου οι αποφάσεις πρέπει να παίρνονται και να εφαρμόζονται γρήγορα.

Οι αντιρρήσεις δύο Δημοκρατικών γερουσιαστών έχουν σταθεί εμπόδιο στην υπερψήφιση κρίσιμων νόμων και έχουν καθυστερήσει το φιλόδοξο οικονομικό πρόγραμμα του Μπάιντεν, όπως και την εφαρμογή της στρατηγικής της πράσινης μετάβασης.

Γι’ αυτό αποκτούν τεράστια σημασία οι ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου 2022. Αν, όπως όλα δείχνουν, τις χάσουν οι Δημοκρατικοί, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν οι Ρεπουμπλικάνοι πλειοψηφία στη Γερουσία και στο Κογκρέσο, το έργο του προέδρου Μπάιντεν θα γίνει ακόμη πιο δύσκολο.

Τρίτον, οι ΗΠΑ έχουν φυλετικές και κοινωνικές αντιθέσεις που ξεπερνούν κατά πολύ αυτές που παρατηρούνται στην Ε.Ε. και στέκονται εμπόδιο στην αποτελεσματική λειτουργία της Δημοκρατίας.

Αυτή την περίοδο, δίνεται μια σκληρή μάχη από τον πρόεδρο Μπάιντεν να εξουδετερωθούν νομοθετικές πρωτοβουλίες των Ρεπουμπλικάνων σε επίπεδο Πολιτειών, οι οποίες αποσκοπούν – κατά την εκτίμηση του Λευκού Οίκου– στον περιορισμό της συμμετοχής των μειονοτήτων στην εκλογική διαδικασία.

Οι τεράστιες οικονομικές διαφορές προκαλούν προβλήματα συνοχής στο Δημοκρατικό Κόμμα. Από τη μια, έχουμε την ανάγκη να καλυφθούν πολιτικά οι μειονότητες και οι πιο φτωχοί πολίτες, τους οποίους εκφράζει η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών. Από την άλλη, πρέπει να ικανοποιηθεί και η λεγόμενη μεσαία τάξη, την οποία εκφράζει η λεγόμενη μετριοπαθής πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος.

Σε αυτή τη φάση, η αριστερή πτέρυγα θεωρεί ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν καλύπτει με την πολιτική της τις ανάγκες των μη προνομιούχων και των φτωχών. Ενδεχόμενη απογοήτευση της αριστερής πτέρυγας μπορεί να οδηγήσει, εκτός από εσωτερικές πολιτικές διαμάχες, και στην αποχή απογοητευμένων Δημοκρατικών ψηφοφόρων στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου.

Η διεθνής διάσταση

Ο Μπάιντεν, όπως και ο Τραμπ, θεωρεί ότι η Κίνα είναι ο στρατηγικός αντίπαλος των ΗΠΑ. Η διαφορά είναι ότι ο Μπάιντεν προσπαθεί να ενισχύσει την πολύπλευρη συνεργασία μεταξύ των δυτικών χωρών και στην περιοχή του Ινδικού και του Ειρηνικού Ωκεανού για να ελέγξει την επέκταση της επιρροής της Κίνας.

Προς το παρόν, πάντως, οι επιδόσεις των ΗΠΑ στην οικονομία και στην αντιμετώπιση της πανδημίας δεν είναι στο επίπεδο που επιβάλλει ο στρατηγικός ανταγωνισμός με τη νέα υπερδύναμη.

Επιπλέον, η αμερικανική στρατηγική σε ό,τι αφορά την Κίνα γίνεται πιο δύσκολη εξαιτίας της κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης των ΗΠΑ με τη Ρωσία γύρω από το θέμα της Ουκρανίας.

Ο Πούτιν κινείται μεθοδικά και δυναμικά και προσπαθεί να αναβιώσει, στο μέτρο του δυνατού, τη σφαίρα επιρροής της Μόσχας πριν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Η κρίση Ε.Ε. - Λευκορωσίας του έδωσε την ευκαιρία να ενισχύσει την επιρροή του στο καθεστώς Λουκασένκο. Οι ταραχές στο Καζακστάν του έδωσαν τη δυνατότητα να προβάλει τη Ρωσία σαν επεμβατική, σταθεροποιητική δύναμη.

Σε ό,τι αφορά την Ουκρανία, ο Πούτιν θεωρεί χωρίς επιστροφή την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία που πραγματοποιήθηκε το 2014. Εξακολουθεί να στηρίζει τους ρωσόφωνους αυτονομιστές της ανατολικής Ουκρανίας και συγκεντρώνει στρατεύματα στα σύνορα με την Ουκρανία για να στείλει το μήνυμα ότι δεν θα δεχθεί τη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε.

Ο Μπάιντεν είναι αποφασισμένος να απαντήσει στην πρόκληση Πούτιν, είναι υποχρεωμένος όμως να επενδύει πολιτικό χρόνο και κεφάλαιο σε αυτή την υπόθεση. Η Ρωσία δεν είναι βέβαια η υπερδύναμη που ήταν άλλοτε, είναι σε θέση όμως να προκαλέσει γενικευμένη αποσταθεροποίηση στην Ευρώπη.

Οι χειρισμοί της Ουάσιγκτον τη φέρνουν συχνά σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους. Βερολίνο και Παρίσι ζητούν μια πιο ήπια και εποικοδομητική πολιτική έναντι της Μόσχας. Αντίθετα, η Πολωνία και οι πρωτεύουσες των χωρών της Βαλτικής ζητούν μια πιο δυναμική στάση, ενώ η Ουκρανία θεωρεί ότι ΗΠΑ και Ε.Ε. έχουν τάση υποχωρητικότητας έναντι της Ρωσίας.

Επομένως, η κρίση στις σχέσεις με τη Ρωσία στέκεται εμπόδιο στην οργάνωση του στρατηγικού ανταγωνισμού με την Κίνα, ενώ είναι πιθανό –αν συνεχιστεί– να στείλει τη Ρωσία στην οικονομική αγκαλιά της Κίνας.

Από την πλευρά της, η Κίνα θεωρεί ότι ο συσχετισμός δυνάμεων θα αλλάξει υπέρ της το 2022. Παρακολουθεί τα προβλήματα του Μπάιντεν και των Δημοκρατικών και περιμένει τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου για να βγάλει τα αναγκαία πολιτικά συμπεράσματα. Στο Πεκίνο επικρατεί η άποψη ότι η επανεκλογή στα τέλη του χρόνου του Σι Τζινπίνγκ στην ηγεσία για τρίτη πενταετία θα ενισχύσει την αποτελεσματικότητα του συστήματος εξουσίας.

Βρυξέλλες και ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα ήθελαν έναν πιο δυναμικό και αποτελεσματικό Μπάιντεν. Το πρόβλημα είναι ότι και αυτές δεν δίνουν το καλό παράδειγμα σε ό,τι αφορά τον δυναμισμό και την αποτελεσματικότητα στις διεθνείς σχέσεις.

Εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των Ευρωπαίων για τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα, ενώ η πολιτική κατάσταση παραμένει ρευστή. Νέες αμφιβολίες για την κυβερνητική σταθερότητα στην Ιταλία, προεδρικές εκλογές στη Γαλλία με τον Μακρόν να έχει ισχυρό πλεονέκτημα αλλά και σχετικά χαμηλά ποσοστά αποδοχής της πολιτικής του, δύσκολοι υπολογισμοί στη Γερμανία στα πλαίσια ενός κυβερνητικού συνασπισμού του οποίου τα μέλη δεν έχουν πάντα τις ίδιες απόψεις για τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, τη Ρωσία, ακόμη και για τη λειτουργία του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2.

Οι Ευρωπαίοι πάντως είναι ενωμένοι, με κάποιες εξαιρέσεις όπως ο Όρμπαν, στην επιθυμία τους να τα καταφέρει ο Μπάιντεν και να ενισχύσουν τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ. Δυστυχώς, η πολιτική επιτυχία του Μπάιντεν δεν μοιάζει εξασφαλισμένη. Σε αυτή τη φάση, οι πιθανότητες είναι σε βάρος του.