Η ανατροπή που ποτέ δεν έγινε - Free Sunday
Η ανατροπή που ποτέ δεν έγινε

Η ανατροπή που ποτέ δεν έγινε

Το ισπανικό κομματικό σύστημα εμφάνιζε παραδοσιακά πολλές ομοιότητες με το ελληνικό: ήταν περίπου συνομήλικα, ήταν δικομματικά με τάσεις σταδιακής σύγκλισης των θέσεών τους στο κέντρο, ήταν σταθερά μέσα από την περιοδική εναλλαγή στην κυβέρνηση του κεντροαριστερού και του κεντροδεξιού πυλώνα. Η ιστορία των πολιτικών πρωταγωνιστών των δύο χωρών εμφάνιζε επίσης πολλά κοινά σημεία. 

Τα δύο σοσιαλιστικά κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και το PSOE, βρέθηκαν στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και κυριάρχησαν στη βάση μιας αντιδεξιάς ρητορικής που πέτυχε τη στοίχιση πίσω από αυτά των ψηφοφόρων των κομμουνιστικών κομμάτων. Και στις δύο χώρες τα κομμουνιστικά κόμματα επιβίωσαν εκλογικά, περιορισμένα ωστόσο σε πολύ μικρούς ρόλους αντιπολιτευτικού –και μάλλον αναποτελεσματικού– λόγου εντός των Κοινοβουλίων. Στο δεξιό ημισφαίριο εδραιώθηκαν αντιστοίχως η Νέα Δημοκρατία και το Λαϊκό Κόμμα, τα οποία διαδέχτηκαν στην κυβέρνηση τα σοσιαλιστικά κόμματα στη βάση μιας συνειδητής προσπάθειας προσέγγισης του κεντρώου χώρου στα μέσα της δεκαετίας του 1990. 

Τα δύο κεντροδεξιά κόμματα ηττήθηκαν λίγο πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης για λόγους μη σχετιζόμενους με την οικονομία καθαυτή, το 2004 το ισπανικό και το 2009 το ελληνικό, και έτσι ήταν οι Σοσιαλιστές εκείνοι που κλήθηκαν να εφαρμόσουν τα μέτρα λιτότητας μετά το 2009. Υπό το βάρος της επιτυχίας των κινημάτων της άνοιξης του 2011, των Indignados στην Puerta del Sol και των Αγανακτισμένων της πλατείας Συντάγματος, οι δύο σοσιαλιστικές κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν σε παραίτηση στο τέλος του 2011. Αυτό ήταν ένα ακόμη κοινό στοιχείο της πολιτικής ιστορίας των δύο χωρών, όμως από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά μπορεί κανείς να εντοπίσει ένα πλήθος διαφορετικών εξελίξεων στην ιστορία των δύο χωρών.

Στην Ελλάδα, την πτώση της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου ακολούθησαν οι κατακλυσμιαίες εκλογές του Μαΐου 2012, στις οποίες ο ελληνικός δικομματισμός έχασε 45 ποσοστιαίες μονάδες, με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατος ο σχηματισμός κυβέρνησης από το κεντροδεξιό κόμμα, που τερμάτισε πρώτο με περίπου 19%. Ακόμα και η «επαναληπτική» εκλογή του Ιουνίου 2012 δεν έδωσε τη δυνατότητα σχηματισμού μονοκομματικής κυβέρνησης και έτσι σχηματίστηκε κυβερνητικός συνασπισμός που περιλάμβανε τα δύο τμήματα του δικομματισμού. 

Η συγκρότηση ενός τέτοιου συνασπισμού αφενός καθιστούσε πιο ασταθή τη νέα κυβέρνηση που έπρεπε να εφαρμόσει πρόγραμμα αυστηρής λιτότητας, αφετέρου άφηνε την ευκαιρία σε τρίτα κόμματα να ενισχύσουν τον εξισωτικό λόγο τους κατά του δικομματισμού. Η πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά μόλις δυόμισι χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων της και η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στη βάση ενός έντονα αντισυστημικού λόγου επιβεβαιώνουν τη σημασία που είχε για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα η αδυναμία της Νέας Δημοκρατίας να επικρατήσει καθαρά στις εκλογές του 2012. Η ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία της δεν της έδωσε τον χρόνο ώστε να προχωρήσει στο όποιο σχέδιο ανάταξης της οικονομίας και κυρίως στην παρουσίασή του ενόψει των εκλογών στις οποίες θα κρινόταν, ενώ η συνεργασία της με το ΠΑΣΟΚ όξυνε τη διάθεση ρήξης των ψηφοφόρων με τον δικομματισμό του παρελθόντος.

Στην Ισπανία, αντιθέτως, οι εκλογές που ακολούθησαν την πτώση της σοσιαλιστικής κυβέρνησης, τον Δεκέμβριο του 2011, δεν ήταν σαρωτικές για τον παλαιό δικομματισμό, καθώς αυτός έχασε μόλις 20 ποσοστιαίες μονάδες, το μεγαλύτερο κομμάτι των οποίων επιβάρυνε μάλιστα το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Στις ισπανικές «πρώτες εκλογές της κρίσης» το κεντροδεξιό Λαϊκό Κόμμα πέτυχε καθαρή νίκη και σχημάτισε μονοκομματική και συνεπώς σταθερότερη κυβέρνηση, που ολοκλήρωσε τη θητεία της στα τέλη του 2015. Έχοντας τον χρόνο να σταθεροποιήσει τις απώλειες της οικονομίας, ή έστω να «κανονικοποιήσει» τη λιτότητα, το Λαϊκό Κόμμα πέτυχε να περιορίσει την ανεξέλεγκτη εκροή των ψηφοφόρων του «παλαιού» συστήματος –και των Σοσιαλιστών και όχι μόνο των δικών του– προς το νεοσύστατο αντισυστημικό κόμμα των Podemos ή το νεοϊδρυθέν μεταρρυθμιστικό κόμμα των Ciudadanos. 

Στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2015 το Λαϊκό Κόμμα έχασε 16% από τη δύναμη του 2011 και το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχασε άλλο ένα 6% από τη δύναμη του 2011, ποσοστά που όταν αθροιστούν με αυτά των απωλειών του 2011 φτάνουν στα ύψη των απωλειών του αντίστοιχου ελληνικού δικομματισμού. Όμως οι απώλειες ήταν τμηματικές και τελικά ο μακρύς χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ των «πρώτων εκλογών της κρίσης» το 2011 και των επόμενων το 2015 λειτούργησε ως επιβραδυντής για την εκδήλωση των αντιδικομματικών συναισθημάτων στην κάλπη.

Επιπρόσθετα, η παραμονή του PSOE στην αντιπολίτευση, σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ, το διατήρησε στη σκέψη των ψηφοφόρων ως εναλλακτική επιλογή. Έτσι, στις εκλογές του 2015 δεν επήλθε η εκλογική κατάρρευση του «παλαιού συστήματος», παρά το γεγονός ότι στη σκηνή εισήλθαν δυναμικά δύο νέα κόμματα με πολύ υψηλά ποσοστά: οι Podemos συγκέντρωσαν περίπου 21% και οι Ciudadanos 14%.

Οι ιστορίες των δύο χωρών είχαν ήδη διαφοροποιηθεί, παρ’ ότι πολλοί ισχυρίστηκαν ότι η Ισπανία βρισκόταν μετά τις εκλογές του περασμένου Δεκεμβρίου απλώς ένα βήμα πίσω από την εκλογική τύχη που επιφύλασσε η ιστορία για τον ελληνικό δικομματισμό το 2012. Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης από το ισπανικό Κοινοβούλιο και η προκήρυξη νέων εκλογών στις 26 Ιουνίου 2016 έκαναν πολλούς να πιστέψουν ότι αυτός ο άτυπος δεύτερος γύρος των εκλογών θα έδινε το τελικό χτύπημα στα «παλαιά κόμματα». Όμως η ελληνική ανατροπή δεν ήρθε ποτέ στην Ισπανία. Λαϊκό Κόμμα και PSOE ενίσχυσαν τα ποσοστά τους σε βάρος των νεοπαγών Podemos και Ciudadanos, καθώς η εκλογική καταγραφή του Δεκεμβρίου και η αστάθεια των επόμενων μηνών λόγω του μη σχηματισμού κυβέρνησης φαίνεται να ενεργοποίησαν τους συντηρητικούς ψηφοφόρους κατά των Podemos και, ως εκ τούτου, υπέρ του Λαϊκού Κόμματος. 

Από την άλλη, η απροθυμία των Podemos να συνεργαστούν με τους Ciudadanos σε μια κυβέρνηση (το 20% των ψηφοφόρων των Podemos έδιναν ευθύνες για το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων στο ίδιο το κόμμα τους) και η παράλληλη απόφασή τους να συμπράξουν με το αριστερό μετα-κομμουνιστικό κόμμα απενεργοποίησαν πολλούς από εκείνους που τους είχαν στηρίξει τον Δεκέμβριο του 2015 –καθώς η κίνηση έδινε καθαρό στίγμα για την ιδεολογική τοποθέτηση ενός κινήματος που είχε εκκινήσει ως απο-ιδεολογικοποιημένο– και τελικά τους κράτησαν μακριά από την κάλπη. 

Η προκήρυξη των δεύτερων εκλογών, της 26ης Ιουνίου 2016, και μάλιστα μετά από αρκετό διάστημα από τις πρώτες, της 20ής Δεκεμβρίου 2015, έδωσε τη δυνατότητα ανασύνταξης των παραδοσιακών ταυτίσεων του εκλογικού σώματος της χώρας, ειδικά εκείνων που σχετίζονται με τον κοινωνικό συντηρητισμό και με την αντίθεση στον εθνικισμό των περιφερειών. Η επαναφορά και των δύο ταυτίσεων λειτούργησε σε βάρος του ελευθεριακού, και ταυτόχρονα καθαρού υπέρμαχου του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των περιφερειών, κόμματος των Podemos. Οι βαθιές διαιρέσεις πεθαίνουν τελικά δύσκολα.