Επικίνδυνη συνάντηση της ελληνικής με την ευρωπαϊκή κρίση - Free Sunday
Επικίνδυνη συνάντηση της ελληνικής με την ευρωπαϊκή κρίση

Επικίνδυνη συνάντηση της ελληνικής με την ευρωπαϊκή κρίση

Οι εξελίξεις που σημειώθηκαν τις τελευταίες ημέρες σε ζητήματα μεγάλου ελληνικού ενδιαφέροντος δείχνουν πόσο επικίνδυνη μπορεί να είναι η συνάντηση της κρίσης που περνάει η Ελλάδα με την κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ε.Ε.

Περιορισμένη διευκόλυνση

Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης είχε επενδύσει πολλά στους Ευρωπαίους εταίρους για την άμεση ρύθμιση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου. Η επικοινωνιακή προσπάθεια της κυβέρνησης βρέθηκε αντιμέτωπη με τη δύσκολη οικονομική πραγματικότητα και δεν έφερε πολιτικά οφέλη.

Οι Ευρωπαίοι εταίροι έμειναν σταθεροί στην απόφασή τους να μην ασχοληθούν με την αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου πριν από τον Αύγουστο του 2018, οπότε αναμένεται η ολοκλήρωση της εφαρμογής του τρίτου προγράμματος-μνημονίου. Καλωσορίζουν τη στροφή 180 μοιρών που πραγματοποίησε η κυβέρνηση Τσίπρα στην οικονομική πολιτική το καλοκαίρι του 2015, επειδή όμως εξακολουθεί να υπάρχει ένα έλλειμμα αξιοπιστίας, θέλουν να δουν πρώτα την πλήρη εφαρμογή των συμφωνηθέντων, για να προχωρήσουν στη συνέχεια στην αναδιάρθρωση του χρέους του ελληνικού Δημοσίου.

Οι περισσότεροι από αυτούς μας το λένε ευγενικά, ενώ ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας κ. Σόιμπλε προτιμά πιο αυστηρές διατυπώσεις, του τύπου προχωρήστε στις αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές για να μείνετε στην Ευρωζώνη και το πρόβλημα του χρέους, το οποίο κατά την άποψή του δεν είναι το μεγαλύτερο από αυτά που αντιμετωπίζουμε, θα ρυθμιστεί αργότερα, με βάση το χρονοδιάγραμμα το οποίο έχει προσυπογράψει η κυβέρνηση Τσίπρα.

Το Eurogroup απλώς ανακοίνωσε τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που αφορούν το χρέος του ελληνικού Δημοσίου με βάση την απόφαση που είχε πάρει τον Μάιο του 2016. Τα μέτρα αυτά είναι θετικά, γιατί στέλνουν το μήνυμα της συνεργασίας της ελληνικής κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους εταίρους και βελτιώνουν το πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, τα μέτρα αυτά θα απαλλάξουν την Ελλάδα από υποχρεώσεις της τάξης του 20% του ΑΕΠ –κάτι λιγότερο από 40 δισ. ευρώ– μέχρι το 2060. Αποσκοπούν στη μετατροπή των κυμαινόμενων επιτοκίων που ισχύουν για τον δανεισμό του ελληνικού Δημοσίου σε σταθερά επιτόκια της τάξης του 1,5%, πριν αρχίσει η αύξηση των διεθνών επιτοκίων που όλοι προβλέπουν. 

Ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας κ. Ρέγκλινγκ ανέφερε ότι στην αρχή θα υπάρξει μια επιβάρυνση από την αντικατάσταση των εξαιρετικά χαμηλών κυμαινόμενων επιτοκίων με ένα σταθερό επιτόκιο της τάξης του 1,5%, στη συνέχεια όμως θα υπάρξουν μεγάλα οφέλη, εφόσον τα κυμαινόμενα επιτόκια θα πήγαιναν πολύ πάνω από το 1,5%. Αυτό σημαίνει ότι το ελληνικό Δημόσιο θα έχει σε βάθος χρόνου σημαντικά κέρδη σε σχέση με αυτό που θα συνέβαινε εάν δεν υπήρχε η οργανωμένη παρέμβαση των Ευρωπαίων εταίρων. Δεν υπάρχουν όμως άμεσα δημοσιονομικά οφέλη τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στη χαλάρωση της πολιτικής που ακολουθείται.

Υπάρχει επίσης ένα λεπτό ζήτημα, το οποίο τόσο η κυβέρνηση όσο και οι Ευρωπαίοι εταίροι και πιστωτές αποφεύγουν για προφανείς λόγους. Με βάση το δεύτερο πρόγραμμα-μνημόνιο, τα κέρδη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των κεντρικών τραπεζών από τις αγοραπωλησίες ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου, τα οποία υπολογίζονται σε 10 δισ. ευρώ για την περίοδο 2014-2020, θα επέστρεφαν στο ελληνικό Δημόσιο για να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη της οικονομίας. 

Ο κ. Τσίπρας και ο κ. Βαρουφάκης έβγαλαν την Ελλάδα από το δεύτερο πρόγραμμα-μνημόνιο για να την εντάξουν στο σκληρότερο και μεγαλύτερης διάρκειας τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο, στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται η ευεργετική ρύθμιση για τα 10 δισ. ευρώ. Τα κέρδη της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών θα πάνε, με βάση τους κανόνες του τρίτου προγράμματος-μνημονίου, στους Ευρωπαίους εταίρους για να καλύψουν ένα μέρος από το κόστος της διαχείρισης του ελληνικού χρέους, η οποία άρχισε με την ανακοίνωση των βραχυπρόθεσμων μέτρων.

Στον δρόμο τα νέα μέτρα

Από τη συζήτηση που είχε στο Eurogroup και την ενημέρωση που έκανε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Χουλιαράκης στην Ομάδα Εργασίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που παρακολουθεί την εφαρμογή του τρίτου προγράμματος-μνημονίου προκύπτει ότι τα σκληρά μέτρα και οι μνημονιακές καταστάσεις θα συνεχιστούν πέρα από το 2018, για το οποίο έχει προγραμματιστεί πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ.

Οι «σκληροί» του Eurogroup ζητούν να διατηρηθεί το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα για μία δεκαετία σε αυτό το ύψος, οι «μετριοπαθείς» ζητούν δημοσιονομικό πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για μία πενταετία και ο κ. Χουλιαράκης, με βάση όσα είπε, φαίνεται να αποδέχεται ότι θα διατηρηθεί το εξαιρετικά υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα «για μερικά χρόνια». Η κυβέρνηση επιδιώκει να διατηρηθεί το υψηλό πλεόνασμα και η αυστηρή λιτότητα που βρίσκεται πίσω από αυτό για κάτι λιγότερο από μία πενταετία μετά το 2018.

Εάν σκεφτούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδίκησε και πήρε την εξουσία στις αρχές του 2015 για να βάλει «εδώ και τώρα» τέλος στη λιτότητα και στο μνημόνιο και έχει καταλήξει να παρατείνει τη λιτότητα και το μνημόνιο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μέχρι το 2022, αντιλαμβανόμαστε τις διαστάσεις του πολιτικού προβλήματος που έχει δημιουργηθεί. Σε μια περίοδο κατά την οποία η Ε.Ε. έχει περιέλθει σε πολιτική και θεσμική κρίση, η οποία εκδηλώθηκε με το Brexit και παίρνει κι άλλες διαστάσεις, είναι φανερό ότι οι οικονομικοί κανόνες που θα επιβληθούν στην ελληνική κυβέρνηση θα είναι ιδιαίτερα αυστηροί, εφόσον δεν υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις για σημαντικές πρωτοβουλίες των ισχυρών της Ευρωζώνης υπέρ της ελληνικής οικονομίας.

Σκλήρυνση στο προσφυγικό

Η αυστηροποίηση των κανόνων στον οικονομικό τομέα συνέπεσε χρονικά με τη σκλήρυνση της ευρωπαϊκής πολιτικής στο προσφυγικό-μεταναστευτικό. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι από τον Μάρτιο του 2017 θα «ξεπαγώσει» η συμφωνία Δουβλίνο ΙΙ, βάσει της οποίας οι παράτυποι μετανάστες που έχουν πρώτη χώρα εισόδου στην Ε.Ε. την Ελλάδα και καταλήγουν σε άλλες χώρες της Ε.Ε. θα επιστρέφονται υποχρεωτικά στην Ελλάδα.

Πρόκειται για μία ιδιαίτερα σκληρή για την Ελλάδα απόφαση για μια σειρά λόγους. Πρώτον, η χώρα μας, μετά το κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου και την αναβάθμιση της ευρωτουρκικής συνεργασίας, έχει μετατραπεί σε χώρα εγκλωβισμού προσφύγων και μεταναστών. Δημιουργούνται έτσι οι προϋποθέσεις για ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση παράτυπων μεταναστών στη χώρα μας, εφόσον είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι από αυτούς που έρχονται στην Ελλάδα μέσω Τουρκίας είναι παράτυποι μετανάστες και όχι πρόσφυγες.

Δεύτερον, η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εκδηλώνεται σε μια περίοδο κατά την οποία δεν έχει προχωρήσει το πρόγραμμα της μετεγκατάστασης 160.000 προσφύγων από την Ελλάδα και την Ιταλία σε άλλες χώρες της Ε.Ε., ούτε λειτουργεί το ευρωπαϊκό σύστημα αξιολόγησης των αιτήσεων ασύλου και της επαναπροώθησης στην Τουρκία όσων δεν μπορούν να θεωρηθούν πολιτικοί πρόσφυγες.

Τρίτον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κινείται κατά των καλώς εννοούμενων ελληνικών συμφερόντων, ενώ οι σχέσεις Ε.Ε. και Τουρκίας βρίσκονται σε κρίση – είναι χαρακτηριστικό ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τάχθηκε με μεγάλη πλειοψηφία υπέρ του «παγώματος» των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και η Άγκυρα απειλεί να στείλει περισσότερους πρόσφυγες και μετανάστες στα ελληνικά νησιά.

Και σε αυτό το ζήτημα συναντιέται η ελληνική κρίση, που εκδηλώνεται με τη μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα εγκλωβισμού προσφύγων και μεταναστών, με την ευρωπαϊκή κρίση, που εκδηλώνεται με την άνοδο της σκληρής και της άκρας Δεξιάς εξαιτίας του 1 εκατομμυρίου προσφύγων και μεταναστών που η κυβέρνηση Τσίπρα επέτρεψε να περάσει από την Τουρκία σε Γερμανία, Αυστρία και Σουηδία μέσω Ελλάδας και την αντίδραση των άλλων πολιτικών δυνάμεων.

Το μήνυμα του συνεδρίου

Την πολιτική αντίδραση στην άνοδο της σκληρής και άκρας Δεξιάς εξαιτίας του προσφυγικού εξέφρασε η καγκελάριος Μέρκελ στο συνέδριο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος το οποίο την επανεξέλεξε στην ηγεσία, σκληραίνοντας την πολιτική της έναντι των προσφύγων και των μεταναστών. Τόνισε απευθυνόμενη στους συνέδρους ότι η μπούρκα θα απαγορευτεί, όπου το επιτρέπει ο γερμανικός νόμος, για να μην υπάρξει πλήρης κάλυψη του προσώπου των γυναικών που ακολουθούν την αυστηρή μουσουλμανική παράδοση, εφόσον κάτι τέτοιο δεν είναι συμβατό με μια ανοιχτή κοινωνία που αναγνωρίζει τα δικαιώματα των γυναικών. 

Το εντυπωσιακό είναι ότι η ελεγχόμενη σκλήρυνση της πολιτικής της γερμανικής κυβέρνησης στο προσφυγικό-μεταναστευτικό δεν ικανοποίησε πλήρως τους συνέδρους, οι οποίοι ψήφισαν, παρά τις αντιρρήσεις της καγκελαρίου, την κατάργηση της διπλής υπηκοότητας. Στην αντίληψή τους, δεν μπορεί να είναι κάποιος ταυτόχρονα Τούρκος και Γερμανός ή υπήκοος κάποιας άλλης μουσουλμανικής χώρας και Γερμανός, θα πρέπει να επιλέξει. Η πολιτική της κυβέρνησης είναι διαφορετική και η κ. Μέρκελ ξεκαθάρισε ότι δεν θα την αλλάξει εξαιτίας της απόφασης του συνεδρίου. Μεγάλο πρόβλημα έχει η καγκελάριος και ηγέτις του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος με το αδελφό Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα της Βαυαρίας. 

Ο αντιπρόεδρος του Χριστιανοκοινωνικού Κόμματος και επικεφαλής της πολιτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κ. Βέμπερ καλωσόρισε την πολιτική στροφή της καγκελαρίου υπέρ μιας πιο αυστηρής πολιτικής έναντι των προσφύγων και των μεταναστών, υπογράμμισε όμως ότι το κόμμα του επιμένει στην επιβολή ετήσιας οροφής 200.000 ατόμων σε ό,τι αφορά την υποδοχή προσφύγων και μεταναστών στη Γερμανία για να μην επαναληφθούν όσα συνέβησαν το 2015, οπότε η Γερμανία υποδέχτηκε γύρω στο 1 εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες. Η καγκελάριος Μέρκελ υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται να υπάρξει οροφή, το Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα της Βαυαρίας όμως θεωρεί την επιβολή οροφής αναγκαία προϋπόθεση για τη συνεργασία με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2017.

Η απόφαση του πρωθυπουργού κ. Τσίπρα να ανοίξει τα σύνορα με την Τουρκία το 2015 και να αφήσει ανεξέλεγκτα τα προσφυγικά-μεταναστευτικά ρεύματα προκάλεσε κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις στις ευρωπαϊκές χώρες τελικού προορισμού των προσφύγων και των μεταναστών και το ζήτημα κυριαρχεί στην πολιτική αντιπαράθεση. Η σκλήρυνση της στάσης της γερμανικής κεντροδεξιάς στο ζήτημα μπορεί να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις στην προσπάθεια να ελεγχθεί η πολιτική άνοδος της ξενοφοβικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία και εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που μπορεί να φέρει σε ακόμη πιο δύσκολη θέση την Ελλάδα.

Η ελληνική κρίση

Η ελληνική κρίση επιδεινώθηκε το 2015-2016 για τέσσερις βασικούς λόγους.

Πρώτον, η Ελλάδα μετατράπηκε, μετά την έξοδο της Κύπρου από το δικό της πρόγραμμα-μνημόνιο τον Μάρτιο του 2016, στη μοναδική μνημονιακή χώρα της Ευρωζώνης. Υποβαθμίστηκε έτσι η θέση της στο εσωτερικό της Ε.Ε. και περιορίστηκαν ακόμη περισσότερο οι διαπραγματευτικές της δυνατότητες.

Δεύτερον, η επ’ αόριστον παράταση της λιτότητας και του προγράμματος-μνημονίου από μια κυβέρνηση που είχε υποσχεθεί τον άμεσο τερματισμό τους εξουθένωσε ένα σημαντικό τμήμα της οικονομίας και της κοινωνίας που έχει φτάσει στο όριο της αντοχής του.

Τρίτον, η μεγάλη αύξηση των προσφυγικών-μεταναστευτικών ρευμάτων μέσω Ελλάδας, με την ανοχή της κυβέρνησης Τσίπρα, οδήγησε στην αντίδραση των θιγόμενων ευρωπαϊκών χωρών, με αποτέλεσμα να μετατραπεί η χώρα μας σε χώρα εγκλωβισμού προσφύγων και μεταναστών. Συνδυάζεται έτσι η οικονομική και κοινωνική κρίση με το προσφυγικό-μεταναστευτικό, με κίνδυνο να υπάρξουν εντυπωσιακές κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις. Το ζήτημα περιπλέκεται και εξαιτίας της έντασης που επικρατεί στις σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας και της απειλής του Προέδρου Ερντογάν να μετατρέψει τη ροή προσφύγων και μεταναστών σε διπλωματικό όπλο.

Τέταρτον, η πολιτική αναταραχή που παρατηρείται σε μια σειρά χώρες της Ε.Ε. και οι εκλογικές αναμετρήσεις που ξεκίνησαν την περασμένη Κυριακή με τις προεδρικές εκλογές στην Αυστρία και το δημοψήφισμα για τη συνταγματική αναθεώρηση στην Ιταλία και θα καταλήξουν στις βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 2017 προετοιμάζουν μια νέα πολιτική γεωγραφία στην Ε.Ε. Στο μεσοδιάστημα η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να περιμένει ουσιαστική ευρωπαϊκή βοήθεια στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης και του προσφυγικού-μεταναστευτικού.

H ευρωπαϊκή διάσταση

Όσον αφορά την Ευρώπη, η κρίση εξελίσσεται σε διαφορετικά επίπεδα.

Η απόφαση των Βρετανών, με το δημοψήφισμα του Ιουνίου, υπέρ της αποχώρησής τους από την Ε.Ε. προκάλεσε πολιτικές και θεσμικές αναταράξεις, εφόσον επιβεβαιώθηκε στην πράξη ότι η ένταξη στην Ε.Ε. ενός κράτους δεν είναι μη αναστρέψιμη.

Η κρίση κλιμακώθηκε στην Ε.Ε. μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ, με ένα πρόγραμμα το οποίο περιλαμβάνει την υποβάθμιση των σχέσεων ΗΠΑ-Ε.Ε. και τον περιορισμό ή και την κατάργηση της ασπίδας ασφαλείας που προσφέρουν οι ΗΠΑ στους συμμάχους τους από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.

Το προσφυγικό-μεταναστευτικό, το οποίο οφείλεται σε σημαντικό βαθμό σε πολέμους και εμφύλιες συρράξεις στη «γειτονιά» της Ε.Ε., οι οποίες ξέφυγαν από κάθε έλεγχο, είναι ένας ακόμη καταλύτης της ευρωπαϊκής κρίσης. Δοκιμάζεται η κοινωνική συνοχή σε πολλές χώρες-μέλη, ενώ ενισχύονται οι δυνάμεις της σκληρής και της άκρας Δεξιάς.

Η αίσθηση ότι πολλά από τα μεγάλα προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά οδηγεί πολλούς Ευρωπαίους πολίτες στην υιοθέτηση της καταγγελίας του συστήματος, το οποίο κυριαρχείται από τις δυνάμεις της κεντροδεξιάς και της κεντροαριστεράς, και σε αντισυστημικές πολιτικές επιλογές. Μέρος της ευρωπαϊκής κρίσης είναι και οι άνισες οικονομικές επιδόσεις των χωρών-μελών, οι οποίες οδηγούν σε μεγαλύτερες δυσκολίες συνεννόησης και σε ορισμένες περιπτώσεις σε επικοινωνιακή και πολιτική αντιπαλότητα.

Προς την έξοδο

Ο συνδυασμός της ελληνικής και της ευρωπαϊκής κρίσης κάνει πολύ πιο δύσκολη την αντιμετώπιση των προβλημάτων μας. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος, η Ελλάδα εγκλωβίστηκε στο τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο και η επιδείνωση του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος κάνει την αναγκαία προσαρμογή πιο δύσκολη και επώδυνη. Οι ολοένα μεγαλύτερες δυσκολίες στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης ίσως εξηγούν την απόφαση του πρωθυπουργού κ. Τσίπρα να προχωρήσει σε χριστουγεννιάτικες παροχές στους χαμηλοσυνταξιούχους, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό το σενάριο της προσφυγής στις κάλπες στη διάρκεια των επόμενων μηνών.