Το ρεκόρ του τελευταίου «Ντα Βίντσι» - Free Sunday
Το ρεκόρ του τελευταίου «Ντα Βίντσι»

Το ρεκόρ του τελευταίου «Ντα Βίντσι»

Ο ανούσιος ανταγωνισμός των δισεκατομμυριούχων που ακυρώνει τη σημασία της τέχνης.

Πριν από περίπου έναν μήνα πωλήθηκε σε δημοπρασία το τελευταίο έργο του Λεονάρντο ντα Βίντσι που βρισκόταν στην κατοχή ιδιώτη, με τις ευλογίες του οίκου Christie’s και 450,3 εκατ. δολάρια να μεταφέρονται από το υπουργείο Πολιτισμού του Άμπου Ντάμπι στην τσέπη του Ρώσου Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ, ιδιοκτήτη του Σκορπιού. Η αγοραπωλησία έσπασε κάθε ρεκόρ, καθιστώντας τον πίνακα «Salvator Mundi» (Σωτήρας του Κόσμου) το πιο ακριβό έργο τέχνης που έχει πωληθεί ποτέ.

prokopiou

«Σωτήρας» αξίας 450 εκατ. δολαρίων

Ο πίνακας, σύμφωνα με τις περισσότερες πληροφορίες, δημιουργήθηκε γύρω στο 1500, έπειτα από απαίτηση του βασιλιά Λουδοβίκου της Γαλλίας και της εταίρας του Άννας της Βρετάνης. Περί το 1625 βρέθηκε στην κατοχή του βασιλιά Καρόλου της Αγγλίας και της γυναίκας του Εριέττας-Μαρίας. Μάλιστα, ο πίνακας βρισκόταν σε περίοπτη θέση στα ιδιαίτερα δωμάτια της βασίλισσας. Μέχρι το 1763 ο πίνακας βρισκόταν στην κατοχή του βρετανικού παλατιού, στη συνέχεια τα ίχνη του χάθηκαν, ώσπου το 1900 πωλήθηκε στον Φράνσις Κουκ, έναν διάσημο συλλέκτη τέχνης. Από τις πολλές προσπάθειες αποκατάστασής του ο πίνακας είχε αλλοιωθεί σε τέτοιο σημείο που οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι δεν είχε δημιουργηθεί από τον Ντα Βίντσι αλλά από τον μαθητή του Μπερναρντίνο Λουίνι. Το 1958 ο σερ Φράνσις Κουκ Δ΄ πούλησε τον πίνακα σε δημοπρασία για 45 λίρες, ως το μοναδικό έργο του αγαπημένου μαθητή του Ντα Βίντσι, Τζιοβάνι Αντόνιο Μπολτράφιο. Μέχρι το 2011 απέδιδαν το έργο στον Μπολτράφιο.

Το 2005 ο πίνακας πωλήθηκε στον Ρόμπερτ Σάιμον, συλλέκτη τέχνης, έναντι 8.450 ευρώ. Ο Σάιμον, ειδικός στα έργα τέχνης, είχε ενδείξεις ότι ίσως τελικά δημιουργός του πίνακα να ήταν ο Ντα Βίντσι και η τεχνοτροπία του να είχε άσχημα καλυφθεί εξαιτίας των κακών έργων αποκατάστασης. Από το 2005 έως το 2011 ο πίνακας βελτιώθηκε, οι φθορές αποκαταστάθηκαν και τελικά ταυτοποιήθηκε ως ένας από τους τελευταίους πίνακες του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Το 2013 ο Σουηδός ντίλερ Ιβ Μπουβιέ αγόρασε τον πίνακα έναντι 75 εκατ. δολαρίων σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s και στη συνέχεια το έργο πωλήθηκε στον Ρώσο ολιγάρχη Ντμίτρι Ριμπολόβλεβ έναντι 127,5 εκατ. δολαρίων. Ο τελευταίος πριν από έναν μήνα έκανε το deal της ζωής του, κερδίζοντας περισσότερα από 200 εκατ. δολάρια.

Ζήτημα στάτους

Η δημοπρασία που είχε ως αποτέλεσμα το αστρονομικό αυτό ποσό προκάλεσε έκπληξη και δυσαρέσκεια για τα δεδομένα της εποχής. Σε δημοσίευμα των «Financial Times» αναφέρεται πως το 2017 οι οίκοι δημοπρασιών είδαν τα έσοδά τους να ανεβαίνουν κατακόρυφα από τα ποσά που διέθεσαν δισεκατομμυριούχοι για έργα τέχνης. Η Τζορτζίνα Άνταμ, ειδική στην αγορά έργων τέχνης, εξηγεί πως οι πλούσιοι του πλανήτη έχουν διευρύνει την περιουσία τους ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, στη μετά κρίσης εποχή. Η Άνταμ χρησιμοποιεί ένα απλό παράδειγμα για να εξηγήσει το φαινόμενο της ακριβής τέχνης. Αν ένα ζευγάρι έχει περιουσία ύψους 10 δισ. δολαρίων, είναι πιθανό να διαθέσει ένα 10% του ποσού αυτού προκειμένου να τοποθετήσει έργα τέχνης ανεκτίμητης αξίας στους τοίχους των ήδη ακριβών σπιτιών του, τουτέστιν 1 δισ. δολάρια, που καθιστά έναν «Πικάσο» 40 εκατ. δολαρίων πολύ φτηνό γι’ αυτούς. Η αγορά αυθεντικών έργων τέχνης, κυρίως της μεταμοντέρνας εποχής ή του σουρεαλισμού, αποτελεί έπαθλο για τους δισεκατομμυριούχους του πλανήτη που ανταγωνίζονται μεταξύ τους και με αυτόν τον τρόπο δείχνουν το σθένος και το στάτους τους. Στην εποχή της μαζικής κατανάλωσης ο ολιγάρχης χρειάζεται εκείνο το μοναδικό κομμάτι που θα τον ορίσει ως πλούσιο που ξόδεψε μια αμύθητη περιουσία για έναν «Πικάσο» ή έναν «Ντα Βίντσι» και ταυτόχρονα ως καλλιεργημένο συλλέκτη που εκτιμά και αναγνωρίζει την αυθεντική τέχνη. Είναι όμως αυτός ο σκοπός;

Οι πίνακες σαν μετοχές

Η τέχνη σαν επένδυση αποτελεί νέο φαινόμενο για την ελίτ του πλανήτη. Πρόκειται για μία εκλεκτή αγορά, η οποία υπακούει στους δικούς της κανόνες και όχι στις αρχές της πραγματικής οικονομίας. Όπως αναφέρει η Σάρον Κοέν, πρώην επικεφαλής στο τμήμα λαθρεμπορίας στο γραφείο του εισαγγελέα του Μανχάταν, «στην τέχνη μπορείς να έχεις μια συναλλαγή όπου αγοραστής και πωλητής αναφέρονται ως ανώνυμοι. Σε κανέναν άλλον κλάδο, σε καμία άλλη αγορά, σε κανέναν άλλον τομέα, δεν μπορείς να ξεφύγεις χωρίς να δηλώσεις τα στοιχεία αγοραστή και πωλητή». Η πρακτική της δημοπράτησης των έργων τέχνης σε αυτές τις τιμές αρχίζει σταδιακά να αμφισβητείται έντονα από ιστορικούς τέχνης και δημοσιογράφους. «Πρόκειται για μια βάρβαρη εμπορευματοποίηση της καλής τέχνης που είναι δείγμα και κληροδότημα του παρελθόντος και του πολιτισμού» αναφέρει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ Όλαβ Βέλθιους και συμπληρώνει πως 25 καλλιτέχνες ήταν υπεύθυνοι για το 45% των συνολικών πωλήσεων από δημοπρασίες για το 2017. Πολλοί λίγοι καλλιτέχνες, δηλαδή, πωλούνται υπερβολικά ακριβά, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα brand name, μια μαρκετινίστικη λογική του «κορυφαίου της αγοράς» που απαξιώνει την τέχνη καθώς και άλλους εξίσου αξιόλογους ζωγράφους.

Επιπλέον, από τη στιγμή που στο τραπέζι της τέχνης τα ποσά που παίζονται είναι αστρονομικά, δεν χάνεται μόνο η ουσία αλλά και η αθωότητα. Όπως αναφέρει στους «Financial Times» ο Τόμας Κράιστ, επικεφαλής του Basel Institute κατά της διαφθοράς, «ο χώρος της τέχνης έχει γίνει η καλύτερη παιδική χαρά για ξέπλυμα χρήματος που προέρχεται από εμπόριο ναρκωτικών, trafficking, εμπόριο όπλων και οποιαδήποτε άλλη παράνομη δραστηριότητα μπορεί να σκεφτεί κανείς». Είναι η έλλειψη κανόνων που καθιστά τα deals θελκτικά απέναντι σε μικρές ή μεγαλύτερες παρατυπίες.

Στην περίπτωση του Ριμπολόβλεφ, η τέχνη λειτούργησε ενισχυτικά για την ήδη αμύθητη περιουσία του νέου ιδιοκτήτη του Σκορπιού. Τον περασμένο Μάιο ο Ρώσος κροίσος είχε πουλήσει σε δημοπρασία του οίκου Christie’s τον πίνακα του Πολ Γκογκέν με τίτλο «Το Σπίτι» έναντι 22 εκατ. δολαρίων, ενώ τον είχε αγοράσει 54 εκατ. ευρώ. Στην περίπτωση του «Ντα Βίντσι» στάθηκε ιδιαίτερα τυχερός, καθώς μέσα σε 19 λεπτά τα 127,5 εκατ. δολάρια που είχε διαθέσει έγιναν 450 εκατ. δολάρια. Προφανώς ο Ρώσος μεγιστάνας δεν κέρδισε κάτι που δεν είχε, ενδεχομένως για την πάμπλουτη ελίτ του πλανήτη η τέχνη να είναι μόνο η μεταξωτή κορδέλα που κόβει όποιος καταφέρει να τερματίσει πρώτος σε μια κούρσα, σε ένα νέας μορφής χρηματιστήριο που αποκλείει όλους τους μικρομετόχους και αφήνει τις αμφιλεγόμενες συναλλαγές στους «μεγάλους» παίκτες. Έτσι, υποτιμάται το έπαθλο και αναδεικνύεται αυτός που το κερδίζει – αυτός άλλωστε είναι και ο στόχος του. Τουλάχιστον ο «Ντα Βίντσι» των 450 εκατ. δολαρίων θα είναι διαθέσιμος προς θέαση στο Λούβρο του Άμπου Ντάμπι αντί να κοσμεί ένα ψυχρό σαλόνι αναμένοντας πότε θα αποφασίσει ο ιδιοκτήτης του ότι ήρθε η ώρα να εκμεταλλευτεί την πολυτελή «επένδυσή» του.