Επενδυτική «τρύπα» απειλεί την οικονομική ανάπτυξη - Free Sunday
Επενδυτική «τρύπα» απειλεί την οικονομική ανάπτυξη
Κυβέρνηση, οικονομία μπροστά σε μια σύνθετη πρόκληση.

Επενδυτική «τρύπα» απειλεί την οικονομική ανάπτυξη

Με βάση τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2018, η Ελλάδα βρίσκεται σε επενδυτικό αδιέξοδο.

Οι επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα αναλογούσαν μόνο στο 11,1% του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν), με το ποσοστό στο 12,9% του ΑΕΠ το 2017 και στο 12,1% του ΑΕΠ το 2016.

Είναι μια πραγματική επενδυτική καταστροφή, αν σκεφτούμε ότι το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. το 2018 ήταν 20,4%.

Πληρώσαμε ακριβά την προ κρίσης στρατηγική, η οποία στηρίχτηκε στη σύγκλιση των εισοδημάτων χωρίς να έχει εξασφαλιστεί η σύγκλιση στη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Έτσι, φτάσαμε το μέσο εισόδημα στο 94% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, για να το δούμε στη συνέχεια να κατρακυλάει κάτω από τα 2/3 του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το χειρότερο είναι ότι όσο διαρκεί η μεγάλη επενδυτική μας υστέρηση είναι πρακτικά αδύνατο να καλύψουμε τη χαμένη απόσταση σε ανάπτυξη και βιοτικό επίπεδο.

Αρνητική εικόνα

Οι επενδύσεις αντιπροσώπευαν στην Ελλάδα το 2007 το 26% του ΑΕΠ, ενώ υποχώρησαν στο 17,5% του ΑΕΠ το 2010, όταν άρχισε με κάθε επισημότητα η διαχείριση της ελληνικής κρίσης στη βάση των μνημονίων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε παγκόσμιο ουραγό στις επενδύσεις, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, κινούμενη κάπου μεταξύ της Ζιμπάμπουε, της Γουινέας-Μπισάου και της Σομαλίας. Η τελευταία, με επενδύσεις 6,5% του ΑΕΠ, είναι ό,τι χειρότερο έχει να παρουσιάσει ο πίνακας της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Για να αντιληφθούμε την απόσταση που πρέπει να καλύψουμε, το 2018 οι επενδύσεις στην Τουρκία αναλογούσαν στο 29,6% του ΑΕΠ, στην Ιρλανδία στο 23,4%, στην Ισπανία στο 21,2% και στην Κύπρο στο 19,4%.

Τα ιδιαίτερα αρνητικά για την Ελλάδα στοιχεία εξηγούν, σε μεγάλο βαθμό, το συγκριτικό οικονομικό και πολιτικό πλεονέκτημα του Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του.

Οι περισσότεροι πολίτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αν δεν υπάρξουν πρωτοβουλίες για τη μείωση της φορολογίας και την ενίσχυση, με διάφορους τρόπους, της επιχειρηματικότητας, η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να αφήσει πίσω της την επενδυτική μιζέρια. Χωρίς νέες επενδύσεις δεν υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας πολλών και καλά αμειβόμενων νέων θέσεων εργασίας.

Το πρόβλημα είναι ότι η μείωση της φορολογίας και η βελτίωση του οικονομικού και επιχειρηματικού περιβάλλοντος είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την αύξηση των επενδύσεων, δεν οδηγούν όμως απαραίτητα στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Κι αυτό γιατί η βασική σύγκριση που κάνουν οι επενδυτές δεν είναι μεταξύ της κυβέρνησης Μητσοτάκη και της κυβέρνησης Τσίπρα, οπότε μια θετική απόφαση θα ήταν εύκολη, αλλά μεταξύ του επενδυτικού προορισμού που είναι η Ελλάδα και των εναλλακτικών επενδυτικών προορισμών.

Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας έχει δημιουργηθεί σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. ένα φιλοεπενδυτικό περιβάλλον που ξεπερνάει κατά πολύ τους ευνοϊκούς φορολογικούς συντελεστές και το καλό οικονομικό, επιχειρηματικό κλίμα. Αυτά πλέον θεωρούνται αυτονόητα και υπάρχουν άλλα σημαντικά κριτήρια στα οποία στηρίζουν τις αποφάσεις τους οι επενδυτές, ιδιαίτερα αυτοί που έχουν μακροπρόθεσμη στρατηγική σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας.

Τους ενδιαφέρουν, μεταξύ των άλλων, οι δυνατότητες χρηματοδότησης με ανταγωνιστικούς όρους, η αποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, το νομοθετικό πλαίσιο και η λειτουργία της Δικαιοσύνης, η στάση της περιφέρειας, του δήμου, της τοπικής κοινωνίας, η αδειοδότηση, η χωροταξία κ.λπ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, και βασικοί υπουργοί, όπως ο κ. Χατζηδάκης και ο κ. Γεωργιάδης, κάνουν ό,τι μπορούν για να βελτιώσουν το επιχειρηματικό, επενδυτικό πλαίσιο, να προωθήσουν συγκεκριμένες επενδύσεις και να στείλουν θετικά μηνύματα στους ενδιαφερόμενους επενδυτές.

Η κατάσταση βελτιώνεται συνεχώς σε σχέση με την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο είναι η σύγκριση με τους εναλλακτικούς επενδυτικούς προορισμούς, κυρίως στην Ε.Ε.

Η σύνθεση των επενδύσεων

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύνθεση των επενδύσεων, όπως αναλύεται στο δελτίο του ΣΕΒ (Οκτώβριος 2019).

Οι επιχειρηματικές επενδύσεις ήταν το 2018 γύρω στο 6% του ΑΕΠ, ποσοστό που αναλογεί σε περίπου 10 δισ. ευρώ. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. ήταν 13% του ΑΕΠ. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι κάτω από το μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου και έχουν υποχωρήσει περισσότερο από 30% σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.

Στις άλλες κατηγορίες επενδύσεων, στις δημόσιες και κυρίως στις επενδύσεις των νοικοκυριών, οι οποίες περιλαμβάνουν τις επενδύσεις σε κατοικίες, η πτώση είναι ακόμη πιο εντυπωσιακή. Πριν από την κρίση οι επενδύσεις των νοικοκυριών ξεπερνούσαν τα 20 δισ. τον χρόνο, ενώ το 2018 ήταν της τάξης των 5 δισ. ευρώ.

Τα κυβερνητικά μέτρα φαίνεται να αλλάζουν την κατάσταση, εφόσον η μείωση του ΕΝΦΙΑ και κυρίως η μη επιβολή ΦΠΑ σε νεόδμητα διαμερίσματα και κατοικίες έχουν προκαλέσει εντυπωσιακή αύξηση από εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Υπήρξε μήνας όπου η αύξηση στην Αττική σε σχέση με τον ίδιο μήνα του 2018 ξεπέρασε το 400%. Εάν επιβεβαιωθεί αυτή η τάση, θα υπάρξει μεγάλη αύξηση των «οικογενειακών» επενδύσεων, που θα συμβάλει στην κάλυψη του μεγάλου επενδυτικού κενού και στην τόνωση της οικονομίας.

Πιο δύσκολη είναι η κατάσταση σε ό,τι αφορά τις δημόσιες επενδύσεις. Ο προϋπολογισμός του 2020 δεν είναι φιλόδοξος στο συγκεκριμένο ζήτημα, απλώς αποσκοπεί στο να σταματήσει η επιπλέον μείωση, σε σχέση με τον προγραμματισμό, των δημοσίων επενδύσεων που χαρακτήριζε την τετραετία Τσίπρα. Είναι πολύ πιθανό να χρησιμοποιηθούν οι επιστροφές από τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τη διαχείριση των ελληνικών ομολόγων για τη χρηματοδότηση πρόσθετων δημοσίων επενδύσεων, αλλά πρέπει να αναζητηθούν πιο φιλόδοξες και ριζοσπαστικές λύσεις.

Πρώτον, η κυβέρνηση πρέπει να επιχειρήσει την αναγκαία αναδιάρθρωση των δημοσίων δαπανών, που παραμένουν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, υπέρ των δημοσίων επενδύσεων.

Δεύτερον, πρέπει να βελτιώσει τη συνεννόηση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ώστε να υπάρξει καλύτερη χρηματοδότηση των επενδυτικών πρωτοβουλιών στην Ελλάδα και να γίνουν δεκτά νέα επενδυτικά εργαλεία, όπως, για παράδειγμα, τα «πράσινα» ομόλογα που θα εκδοθούν μαζικά στη Γερμανία από ειδικό οργανισμό που δεν θα θεωρείται κρατικός, για να μην προσμετρώνται οι εκδόσεις αυτές στο δημόσιο χρέος, για να διευκολυνθεί η πράσινη μετάβαση της οικονομίας.

Όσο περισσότερα χρήματα διαθέσει το ελληνικό Δημόσιο για να συμπληρώσει την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση επενδύσεων στην Ελλάδα, τόσο πιο γρήγορα θα κινηθούμε στη σωστή κατεύθυνση. Τα χρόνια της κρίσης η αδυναμία του ελληνικού Δημοσίου να φανεί συνεπές στις υποχρεώσεις στη χρηματοδότηση που είχε καθυστέρησε την καταβολή ευρωπαϊκών κονδυλίων με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος να χάσουμε τις τελικές προθεσμίες και μαζί με αυτές αρκετά δισεκατομμύρια.

Την κατάσταση περιπλέκει και η υστέρηση των ελληνικών επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά τη λεγόμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Είμαστε σε όλες τις διεθνείς αξιολογήσεις και στους σχετικούς πίνακες πολύ πίσω στις νέες τάσεις αυτοματοποίησης, στις ανταλλαγές δεδομένων στις τεχνολογίες παραγωγής, στο διαδίκτυο των πραγμάτων, το cloud computing. Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι επενδύσεις στην Ελλάδα όχι μόνο πρέπει να αυξηθούν θεαματικά αλλά και να αποκτήσουν νέες, ποιοτικές διαστάσεις, προσαρμοσμένες στις ανάγκες της εποχής.