Οικονομία: Ο κορονοϊός ήρθε για να μείνει - Free Sunday
Οικονομία: Ο κορονοϊός ήρθε για να μείνει
Κρίσιμοι μήνες ο Ιούνιος και ο Οκτώβριος.

Οικονομία: Ο κορονοϊός ήρθε για να μείνει

Με το πέρασμα του χρόνου αλλάζουν προς το χειρότερο οι εκτιμήσεις για την κλίμακα και τη διάρκεια της πανδημίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναθεωρηθούν και οι προβλέψεις για την πορεία της οικονομίας, εφόσον, αν δεν αφήσουμε πίσω μας την πανδημία του κορονοϊού, δεν θα μπορέσουμε να οργανώσουμε τη δυναμική ανάκαμψη που χρειάζονται η οικονομία και κυρίως η κοινωνία.

Υπάρχει και δεύτερο κύμα

Ο επικεφαλής της ομάδας που έχει συγκροτηθεί στον Λευκό Οίκο για την αντιμετώπιση του κορονοϊού, δρ. Άντονι Φάουτσι, είναι –σε αντίθεση με τον Πρόεδρο Τραμπ– σταθερός και αυστηρός στην προσέγγιση της πανδημίας. Θεωρεί ότι ο αριθμός των θανάτων στις ΗΠΑ θα κυμανθεί από 100.000 έως 250.000 και, το κυριότερο, προειδοποιεί ότι την περίοδο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου θα εκδηλωθεί ένα νέο κύμα κορονοϊού.

Αναφέρεται και στο προηγούμενο της πανδημίας Η1Ν1 του 2009, η οποία χτύπησε δύο φορές τις ΗΠΑ. Πρώτα τον Μάιο-Ιούνιο και στη συνέχεια ξανά στα τέλη Οκτωβρίου. Χρειάστηκε να φτάσουμε στον Αύγουστο του 2010 για να κηρύξει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, επίσημα, το τέλος της πανδημίας.

Ο Φάουτσι εκτιμά ότι το φθινόπωρο δεν θα έχουν στις ΗΠΑ επανάληψη της μεγάλης κρίσης που αντιμετωπίζουν σήμερα. Θεωρεί ότι η δυνατότητα των ΗΠΑ να κάνουν διαγνωστικά τεστ, ιχνηλάτηση και να απομονώνουν τους φορείς θα έχει ενισχυθεί. Επίσης, προβλέπει ότι οι κλινικές δοκιμές για τη φαρμακευτική αγωγή του κορονοϊού θα έχουν βελτιωθεί, ενισχύοντας την άμυνά μας μέχρις ότου δοθεί λύση με το εμβόλιο, από το οποίο, όμως, μπορεί να απέχουμε έναν έως ενάμιση χρόνο.

Ανάλογες εκτιμήσεις για τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού κάνουν και οι επιστημονικοί σύμβουλοι της σουηδικής κυβέρνησης. Οι Σουηδοί Σοσιαλδημοκράτες που βρίσκονται στην εξουσία δεν επιβάλλουν αυστηρά περιοριστικά μέτρα, με το σκεπτικό ότι ο κορονοϊός δεν μπορεί να ελεγχθεί πλήρως, εφόσον εξελίσσεται σε βάθος χρόνου. Κατά συνέπεια, θεωρούν ότι δεν υπάρχει λόγος να «κλείσουν» την οικονομία, γιατί σε διάστημα μηνών θα βρεθούν σε πλήρες οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο, χωρίς να έχουν λύσει το πρόβλημα της πανδημίας.

Η επιλογή της κυβέρνησης της Σουηδίας έχει προκαλέσει την αντίδραση του μεγαλύτερου μέρους της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.

Η σουηδική κυβέρνηση, πάντως, επιμένει στην επιλογή της και στελέχη της υπογραμμίζουν ότι οι άλλες κυβερνήσεις κάνουν πολιτικές επιλογές στη διαχείριση της πανδημίας αντί να ακολουθούν τις συμβουλές των επιστημόνων. Επικαλούνται τους επιστημονικούς συμβούλους της σουηδικής κυβέρνησης, οι οποίοι προβλέπουν δεύτερο και τρίτο κύμα κορονοϊού.

Δεν μπορούμε να κάνουμε ασφαλή πρόβλεψη για το ποια θα είναι η εξέλιξη της πανδημίας. Σε ό,τι αφορά, όμως, την οικονομία μπορούμε να κάνουμε δύο βασικές εκτιμήσεις.

Πρώτον, η υποτιθέμενη επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα από τον Μάιο είναι ήδη ξεπερασμένη από τις εξελίξεις για την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ.

Δεύτερον, η επιστροφή σε ένα είδος κανονικότητας σε ό,τι αφορά τη δημόσια υγεία δεν οδηγεί αυτόματα στην επιστροφή στην κανονικότητα στην οικονομία.

Η δεύτερη εκτίμηση ενισχύεται και απ’ όσα συμβαίνουν σε περιοχές όπως το Χονγκ Κονγκ, που θεωρητικά έχουν αφήσει πίσω τους την πανδημία. Οι «ουρές» σε ό,τι αφορά την αντιμετώπισή της στέκονται εμπόδιο στην πλήρη λειτουργία της οικονομίας, ενώ ο φόβος για την εκδήλωση δεύτερου κύματος εξακολουθεί να επηρεάζει την οικονομική και κοινωνική συμπεριφορά.

Είναι τέτοια η φύση του κορονοϊού, που μπορούμε να πούμε, σε ό,τι αφορά την οικονομία, ότι ήρθε για να μείνει. Θα είναι μαζί μας σαν πανδημία ή σαν απειλή εκδήλωσης δεύτερου κύματος τουλάχιστον μέχρι τον Νοέμβριο του 2020.

Ο επόμενος Ιούνιος θα είναι κρίσιμος, γιατί τότε θα αξιολογήσουμε την πορεία του κορονοϊού και τη δυνατότητα σταδιακής επιστροφής στη δημοσιονομική και οικονομική κανονικότητα. Κρίσιμος θα είναι και ο επόμενος Σεπτέμβριος, γιατί τότε θα μπορούμε να κάνουμε ακριβή εκτίμηση για το δεύτερο κύμα και τις πιθανές συνέπειές του.

Νέα κούρσα υπερχρέωσης

Στον οικονομικό τομέα ο κορονοϊός δημιουργεί νέα προβλήματα, που θα είναι μαζί μας για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ένα από τα σημαντικότερα είναι η νέα κούρσα υπερχρέωσης του Δημοσίου των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.

Σύμφωνα με την εκτίμηση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Στουρνάρα, η αύξηση του δημοσίου χρέους στην Ευρωζώνη θα είναι από 10% έως 20% του ΑΕΠ. Είναι φανερό ότι θα βρεθούν σε πιο δύσκολη θέση τα κράτη με υπέρογκο δημόσιο χρέος, όπως η Ελλάδα και η Ιταλία.

Η επιβάρυνση του χρέους θα εξελιχθεί δυναμικά με τρεις τρόπους. Θα έχουμε σημαντική αύξηση των δημοσίων δαπανών για να υποστηριχθούν οι επιχειρήσεις, οι εργαζόμενοι και η κοινωνία στο σύνολό της. Ήδη η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανακοίνωσε μέτρα για την κάλυψη των αναγκών τον Μάρτιο και τον Απρίλιο. Αν υποθέσουμε ότι ο Μάιος και ο Ιούνιος θα είναι κι αυτοί δύσκολοι, θα υπάρξει νέα δημοσιονομική επιβάρυνση.

Η αύξηση των δημοσίων δαπανών συνδυάζεται με τη μεγάλη μείωση των φορολογικών εσόδων. Τα στοιχεία του Μαρτίου είναι αρκετά ικανοποιητικά, αλλά η μεγάλη πτώση των δημοσίων εσόδων θα αρχίσει να εκδηλώνεται από τον Απρίλιο, οπότε θα έχουμε Πάσχα χωρίς έξοδο και χωρίς τόνωση της κατανάλωσης.

Η αρνητική δυναμική για τα δημόσια έσοδα εκδηλώθηκε σε ορισμένες οικονομικές δραστηριότητες ήδη από τον Μάρτιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου είχαμε μείωση στην κατανάλωση της βενζίνης της τάξης του 15%, ενώ την τελευταία εβδομάδα του Μαρτίου η μείωση έφτασε το 57%. Για τον Απρίλιο προβλέπεται μείωση της κατανάλωσης της βενζίνης κατά 70%-80% σε σχέση με τον Απρίλιο του 2019, εφόσον θα ενισχυθούν οι περιορισμοί και δεν θα υπάρξει πασχαλινή έξοδος. Ανάλογη θα είναι η μείωση στα φορολογικά έσοδα του Δημοσίου, αφού οι φόροι αναλογούν περίπου στα 2/3 της τιμής της βενζίνης στα πρατήρια.

Ο τρίτος λόγος για τον οποίο θα αυξηθεί το δημόσιο χρέος είναι η πτώση του ΑΕΠ. Με το ΑΕΠ να παίρνει ξανά την κατηφόρα, το χρέος θα αυξηθεί σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, που είναι ένα από τα βασικά κριτήρια της βιωσιμότητάς του.

Δεν είναι δύσκολο να προβλέψουμε ότι η Ελλάδα θα βγει από την κρίση του κορονοϊού με ένα δημόσιο χρέος της τάξης του 190%-200% του ΑΕΠ. Το χρέος θα εξελιχθεί σε βαρίδι για την οικονομία μας. Θα υπάρξει νέα εκτίμηση της θέσης μας από τις αγορές, νέα ανάλυση της βιωσιμότητάς του από τους διεθνείς οργανισμούς και μια νέα πολιτική διαχείρισής του σε βάθος χρόνου.

Υπερχρέωση νοικοκυριών

Ο κορονοϊός δεν αυξάνει μόνο το χρέος του Δημοσίου αλλά και το ιδιωτικό χρέος. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπως και στις ΗΠΑ, οι δανειακές υποχρεώσεις των νοικοκυριών βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Η πανδημία οδηγεί σε μεγάλη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και σημαντική αύξηση της ανεργίας. Αυτό σημαίνει ότι πολλά νοικοκυριά δεν θα μπορέσουν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τράπεζες, εφορία και ασφαλιστικά ταμεία, με συνέπεια να αυξηθεί κι άλλο το ιδιωτικό χρέος.

Όσο πιο υπερχρεωμένα βγουν τα νοικοκυριά από την πανδημία, τόσο πιο συγκρατημένη θα είναι η κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών το επόμενο διάστημα.

Για παράδειγμα, οι Ευρωπαίοι τουρίστες –που τόσο έχουμε ανάγκη αυτό το καλοκαίρι– μπορεί να μην έρθουν, φοβούμενοι τον κορονοϊό ή την επανεμφάνισή του, ενώ πολλοί από αυτούς σίγουρα δεν θα έρθουν, γιατί δεν θα τους το επιτρέπει ο οικογενειακός προϋπολογισμός στη βάση των νέων υποχρεώσεών τους.

Επομένως, δεν μπορούμε να περιμένουμε γρήγορη και πλήρη επιστροφή στην οικονομική κανονικότητα ακόμη και στην περίπτωση που θα έχουμε αντιμετωπίσει, μέχρι τον Ιούνιο, την πανδημία.

Το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα δεν έχει φτάσει στα επίπεδα περισσότερο αναπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, έχει όμως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που το κάνουν εξαιρετικά επικίνδυνο σε συνθήκες κορονοϊού.

Έχει πίσω του μια περίοδο εκρηκτικής αύξησης που συνδυάζεται με τον μεγάλο περιορισμό των οικονομικών δυνατοτήτων των νοικοκυριών. Σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το ιδιωτικό χρέος δεν ρυθμίστηκε στην Ελλάδα μετά την κρίση του 2008-2009. Η απαράδεκτη καθυστέρηση δημιουργεί συνθήκες οικονομικής αστάθειας και αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες τώρα που ο κορονοϊός δημιουργεί ένα νέο κύμα υπερχρέωσης των νοικοκυριών.

Τέλος, η Ελλάδα έχει το ρεκόρ στην Ε.Ε. σε ό,τι αφορά τα κόκκινα δάνεια και είναι βέβαιο ότι θα διεκδικήσει το ρεκόρ και στα δάνεια που θα κοκκινίσουν ή θα ξανακοκκινίσουν. Το ρεκόρ σε διάφορα είδη δανείων που δεν εξυπηρετούνται συνδυάζεται με τον προβληματικό χαρακτήρα του τραπεζικού μας συστήματος, το οποίο παλεύει ακόμα με τις συνέπειες της κρίσης του 2015.

Η υπερχρέωση που περιγράψαμε παρατηρείται και σε επίπεδο επιχειρήσεων. Σε διεθνές επίπεδο, πάντως, το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχουν οι ΗΠΑ, όπου οι επιχειρήσεις στηρίχτηκαν στην έκδοση ομολογιακών δανείων με αμφίβολης ποιότητας κριτήρια, τα οποία τώρα απειλούν την οικονομική σταθερότητα. Στην Ε.Ε. και στην Ελλάδα η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων γίνεται κυρίως μέσω του τραπεζικού συστήματος, όπου τα κριτήρια είναι αυστηρότερα.

Περισσότεροι στο περιθώριο

Αυτά που συμβαίνουν στην Ιταλία μάς προειδοποιούν για τα προβλήματα που προκαλεί ο κορονοϊός στους μη προνομιούχους και στους φτωχούς.

Ο αρχικός ενθουσιασμός, με τους Ιταλούς να βγαίνουν στα μπαλκόνια για να ενθαρρύνουν τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό που δίνουν τη μάχη, στην πρώτη γραμμή, κατά του κορονοϊού, έχει αρχίσει να δίνει τη θέση του, σε πολλές φτωχές περιοχές και συνοικίες, στην απογοήτευση και στην οργή.

Στην Ελλάδα –όπως στην Ιταλία– έχουμε υψηλά ποσοστά παράλληλης οικονομίας, ανεργίας, φτωχών και περιθωριοποιημένων εξαιτίας της προηγούμενης κρίσης. Πολλοί από αυτούς στερούνται στοιχειώδους κοινωνικής προστασίας, ενώ έχουν πολύ περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες.

Στην Ιταλία πολλοί βγαίνουν στα μπαλκόνια για να εκδηλώσουν την αγανάκτησή τους, επειδή πλέον δεν έχουν χρήματα για να αγοράσουν τρόφιμα, ενώ στα ρεπορτάζ των ΜΜΕ καταγράφονται περιπτώσεις πολιτών οι οποίοι εμφανίζονται στα σούπερ μάρκετ και ζητούν να προμηθευτούν τα βασικά χωρίς να πληρώσουν.

Η κυβέρνηση της Ιταλίας αντέδρασε σε αυτή την κατάσταση θέτοντας στη διάθεση της τοπικής αυτοδιοίκησης ένα κονδύλι 400 εκατ. ευρώ για να καλυφθούν οι ανάγκες σε τρόφιμα των πιο φτωχών πολιτών. Το κονδύλι θεωρείται εντελώς ανεπαρκές, άρα δείχνει προς ποια κατεύθυνση κινούνται οι εξελίξεις στην Ιταλία, αλλά και τα ζητήματα που θα αντιμετωπίσουμε σε έναν-δυο μήνες στην Ελλάδα.

Η πτώση του ΑΕΠ

Η πανδημία προκαλεί μεγάλη πτώση του ΑΕΠ σε όλες τις χώρες. Θεωρητικά, η πτώση θα διαρκέσει 3-6 μήνες και στη συνέχεια θα υπάρξει δυναμική ανάπτυξη που θα επιτρέψει την κάλυψη του χαμένου εδάφους σε 6-12 μήνες.

Η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, όμως, αποδεικνύονται πιο σύνθετες από τη θεωρία.

Κατ’ αρχάς, μας ενδιαφέρει το επίπεδο της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας, το οποίο θα προσδιορίσει τη βάση εκκίνησης την επόμενη μέρα.

Σε έκθεση του ΟΟΣΑ περιλαμβάνεται η εκτίμηση ότι η Γερμανία θα γνωρίσει προσωρινή κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας που μπορεί να φτάσει το 29%, ενώ στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό μπορεί να είναι 35%. Αντίθετα, η εκτίμηση για την Ιρλανδία είναι για προσωρινή πτώση της οικονομικής δραστηριότητας «μόλις» 15%. Αυτού του είδους οι εκτιμήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ακριβείς, έχουν όμως ενδιαφέρον, γιατί στηρίζονται στην ανάλυση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε οικονομίας. Οι ειδικοί θεωρούν ότι η Ιρλανδία θα τα πάει καλύτερα από τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, γιατί έχει μια εξωστρεφή οικονομία που στηρίζεται στις πολυεθνικές του φαρμάκου και της ψηφιακής οικονομίας, που δείχνουν να είναι από τους κερδισμένους της κρίσης ή να υφίστανται μικρότερες απώλειες από τους άλλους κλάδους.

Η Ελλάδα, με μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες, θεωρείται ιδιαίτερα ευάλωτη από τον κορονοϊό και έχει σημασία να βρούμε τρόπους να περιορίσουμε –στο μέτρο του δυνατού– την προσωρινή καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα μας.

Μόνη λύση το ευρωομόλογο

Στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί, η μόνη σοβαρή λύση σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι το ευρωομόλογο.

Υπάρχουν βέβαια υποστηρικτικά και συμπληρωματικά μέτρα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και αποφάσεων Eurogroup για χαλάρωση δημοσιονομικής πειθαρχίας, δεν επαρκούν όμως για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών του κορονοϊού.

Αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις των κυβερνήσεων της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας και της Φινλανδίας, δεν μοιάζει ιδιαίτερα πιθανή η έκδοση ευρωομολόγου. Οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών προτιμούν την ενίσχυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας από την αμοιβαιοποίηση του χρέους.

Η κοινή γνώμη σε αυτές τις χώρες είναι διαμορφωμένη στην κατεύθυνση ότι μπορούν να τα καταφέρουν μόνες τους λόγω της εξωστρεφούς οικονομίας τους και της καλής κατάστασης των δημόσιων οικονομικών τους και πως δεν χρειάζεται να αναλάβουν πρόσθετα βάρη των λιγότερο οικονομικά επιτυχημένων της Ευρωζώνης.

Πρόκειται για ένα δόγμα που προσυπογράφουν οι βασικές πολιτικές δυνάμεις. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ολλανδίας, που εμφανίζεται πιο άκαμπτη από τη Γερμανία. Ο πρωθυπουργός Ρούτε είναι Φιλελεύθερος, ενώ ο πρώην υπουργός Οικονομικών Ντάισελμπλουμ, ο οποίος θεωρούσε ότι η Ελλάδα έπεσε έξω από τα ποτά και τα ξενύχτια, είναι Εργατικός. Ο σημερινός υπουργός Οικονομικών Χούκστρα είναι κεντροδεξιός και αντέδρασε στην πρόταση για έκδοση ευρωομολόγου με προκλητικό τρόπο. Κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διερευνήσει τι λάθη έκαναν οι κυβερνήσεις των κρατών της Ευρωζώνης που προτείνουν το ευρωομόλογο και δεν είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν με τις δικές τους δυνάμεις την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών του κορονοϊού.

Διακομματική είναι η αντίθεση στην έκδοση ευρωομολόγου και στη Γερμανία. Η κ. Μέρκελ και οι Χριστιανοδημοκράτες λένε αποφασιστικά «όχι» και την ίδια στάση τηρεί ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών Σολτς. Επαναλαμβάνει το «όχι» του χριστιανοδημοκράτη προκατόχου του, Σόιμπλε, παρά το γεγονός ότι οι σημερινές συνθήκες καθιστούν πιο αναγκαία την έκδοση του ευρωομολόγου.

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης πρωταγωνιστεί στην πολιτική προσπάθεια υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγου, αλλά οι υπολογισμοί του πολιτικού κόστους που κάνουν οι κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας και της Φινλανδίας οδηγούν σε μια επίμονη άρνηση.

Επικαλούνται, για να δικαιολογήσουν την άρνησή τους, τον λεγόμενο «ηθικό κίνδυνο», δηλαδή το ενδεχόμενο αυτοί που δεν είναι συνεπείς και αποτελεσματικοί στη δημοσιονομική διαχείριση να φορτώσουν –μέσω του ευρωομολόγου– τα λάθη και τα ελλείμματά τους στους συνεπείς και αποτελεσματικούς.

Το επιχείρημα του ηθικού κινδύνου ήταν ισχυρό στην προηγούμενη κρίση, γιατί δεν υπήρχε αμφιβολία ότι χώρες όπως η Ελλάδα είχαν χάσει τον έλεγχο των δημόσιων οικονομικών. Σήμερα όμως δεν ισχύει. Όλες οι οικονομίες της Ευρωζώνης με διαρθρωτικές αδυναμίες και πρόβλημα δημόσιου χρέους πέρασαν από μια δύσκολη περίοδο προσαρμογής και έχουν πιστοποιητικά καλής οικονομικής συμπεριφοράς από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Επιπλέον, ο κορονοϊός δεν έχει σχέση με το επίπεδο διαχείρισης των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Είναι ένα είδος κοινής απειλής και ανωτέρας βίας που επιβάλλει συσπείρωση και αλληλεγγύη.

Η θεωρία του ηθικού κινδύνου αποτελεί πολιτική πρόκληση όταν προβάλλεται από εκείνους που δεν παίζουν πάντα το παιχνίδι σύμφωνα με τους κανόνες. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ολλανδίας, που από τη μια ηθικολογεί για τα ελλείμματα και το χρέος και από την άλλη οργανώνει τη φοροαποφυγή πολυεθνικών επιχειρήσεων για να ενισχύσει το ανταγωνιστικό πλεονέκτημά της στο εσωτερικό της Ευρωζώνης. Με αυτόν τον τρόπο στερεί πολύτιμα φορολογικά έσοδα από αυτούς που κατηγορεί για το δημοσιονομικό τους έλλειμμα.

Την επόμενη εβδομάδα θα αποσαφηνιστεί η στάση των κρατών-μελών της Ευρωζώνης σε σχέση με το ευρωομόλογο. Αν, όπως όλα δείχνουν, επιμείνουν οι κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας και της Φινλανδίας στην άρνησή τους, η διαχείριση της κρίσης θα είναι πιο δύσκολη για την Ευρωζώνη και ειδικά για την Ιταλία και την Ελλάδα.

Διαφορετική προσέγγιση

Τα οικονομικά προβλήματα που προκαλεί ο κορονοϊός είναι πρωτόγνωρα και πηγαίνουν σε βάθος χρόνου.

Δεν έχουμε να κάνουμε με μια κλασικού τύπου ύφεση, όπου μπορείς να περιορίσεις τις αρνητικές συνέπειες με την αύξηση των δημοσίων δαπανών και την τόνωση της ζήτησης. Ο κορονοϊός χτυπάει ταυτόχρονα τη ζήτηση, εφόσον περιορίζει την κατανάλωση και την οικονομική δραστηριότητα, και την προσφορά, εφόσον αδρανοποιεί ολόκληρους κλάδους της οικονομίας.

Οι οικονομικά επιτυχημένοι της Ευρωζώνης κάνουν ένα λάθος στρατηγικής σημασίας, γιατί ερμηνεύουν τη σημερινή οικονομική κρίση με τους όρους της προηγούμενης. Θα διαπιστώσουν ότι είναι λιγότερο ισχυροί απ’ ό,τι ίσως νομίζουν. Στη Γερμανία η Volkswagen, η μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία στον κόσμο, αφήνει απλήρωτους για ένα απροσδιόριστο διάστημα 80.000 εργαζόμενους, εφόσον βρίσκεται αντιμέτωπη με μια καταστροφική πτώση της ζήτησης αλλά και την αδυναμία να συνεχίσει την παραγωγή χωρίς να εκθέσει τους εργαζόμενους στον κίνδυνο του κορονοϊού.

Τα πολυκαταστήματα Kaufhof, μια φίρμα ταυτισμένη με τη μεταπολεμική άνοδο της γερμανικής οικονομίας, ζήτησαν ήδη προστασία από τους πιστωτές τους, γιατί αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα στο νέο περιβάλλον.

Η Deutsche Bank, η μόνη γερμανική τράπεζα που προσπάθησε να παγκοσμιοποιηθεί, είναι εδώ και χρόνια βυθισμένη στα προβλήματα και θα δοκιμαστεί σκληρά στις νέες συνθήκες.

Επομένως, αυτοί που λένε «όχι» στο ευρωομόλογο λειτουργούν στη βάση της ανάμνησης της οικονομικής ισχύος και όχι στη βάση της σημερινής κατάστασης της οικονομίας τους.

Και στην Ελλάδα έχουμε πρόβλημα με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται πολλοί την οικονομική πραγματικότητα. Η κυβέρνηση δέχεται μεγάλη πίεση από την αντιπολίτευση να αυξήσει την οικονομική στήριξη στους εργαζόμενους και σε διάφορους κλάδους της οικονομίας. Όλα προβάλλονται στη βάση διεκδικήσεων χωρίς κανέναν σοβαρό υπολογισμό του κόστους και των ενδεχόμενων συνεπειών.

Η νέα οικονομική κρίση είναι διαφορετικού τύπου και θα πάει σε βάθος χρόνου. Επομένως, η αντιπολιτευτική ρουτίνα του παρελθόντος –«ψίχουλα οι ενισχύσεις», «υπάρχουν τα λεφτά, αλλά τα δίνουν στους πλούσιους»– δεν έχει σχέση με τις σημερινές συνθήκες, ούτε πείθει το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης, το οποίο αντιλαμβάνεται τις διαστάσεις της πρόκλησης που αντιμετωπίζουμε.

Κανόνες επιβίωσης

Για να μη βρεθούμε τον Ιούνιο ή τον Σεπτέμβριο σε δημοσιονομικό και οικονομικό αδιέξοδο, πρέπει να ακολουθήσουμε ορισμένους κανόνες στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής.

Πρώτον, πρέπει να γίνει διαφοροποίηση μεταξύ των σημερινών ενισχύσεων, που απλώς βάζουν την οικονομία σε καταστολή, και των ενισχύσεων που θα χρειαστούν για τη δυναμική ανάκαμψη μόλις το επιτρέψουν οι συνθήκες.

Δεύτερον, πρέπει να αλλάξουμε τους υπολογισμούς και τον σχεδιασμό, εφόσον είναι πλέον φανερό ότι η οικονομική κρίση που συνδέεται με τον κορονοϊό θα διαρκέσει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι είχε αρχικά υπολογιστεί.

Τρίτον, πρέπει να εξασφαλίσουμε την αναγκαία υποστήριξη εργαζομένων και επιχειρήσεων, χωρίς όμως να φτάσουμε στα τέλη του 2020 με το χρέος να πλησιάζει το 200% του ΑΕΠ.

Αν μπούμε σε νέα φάση υπερχρέωσης, θα βρεθούμε στη συνέχεια αντιμέτωποι με μία ακόμη δύσκολη δεκαετία.

Τέταρτον, έχουμε υποχρέωση να προχωρήσουμε τη ρύθμιση και τη δραστική μείωση του ιδιωτικού χρέους. Η απαράδεκτη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε σε αυτό το ζήτημα δημιουργεί ένα σωρό οικονομικές και κοινωνικές παρενέργειες.

Πέμπτον, η Ελλάδα και οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης θα βρεθούν αντιμέτωπες με τεράστια κοινωνικά προβλήματα, που μπορεί να οδηγήσουν σε πολύ σκληρές καταστάσεις ή και ανθρωπιστική κρίση.

Επιβάλλονται παρεμβάσεις υπέρ των φτωχών και περιθωριοποιημένων συμπολιτών μας, πολλοί από τους οποίους δεν καλύπτονται από τα μέτρα που ανακοινώθηκαν.

Έκτον, χρειαζόμαστε μια στρατηγική εξόδου από την κρίση με μέτρα σταδιακής χαλάρωσης που θα είναι απόλυτα τεκμηριωμένα και σωστά μελετημένα. Διαφορετικά, θα κινδυνεύσουμε με ένα μπρος-πίσω σε σχέση με τον κορονοϊό, χαλάρωση μέτρων και στη συνέχεια αναγκαστική επιστροφή σε αυστηρούς περιορισμούς, που θα συμβάλει στη δημιουργία κρίσης αξιοπιστίας.

Κατά την άποψή μου, αντιμετωπίζουμε την πιο σύνθετη οικονομική κρίση της μεταπολεμικής περιόδου. Οι δυσκολίες δεν θα πρέπει να μας οδηγήσουν στην παραίτηση, αλλά στη συνεννόηση, στην κοινή και αποτελεσματική δράση και στην αλληλεγγύη.

Στο ζήτημα της προστασίας της δημόσιας υγείας οι κινήσεις του Μητσοτάκη, της κυβέρνησης και των αρμοδίων θεωρούνται πλέον υποδειγματικές από τους Ευρωπαίους εταίρους, οι οποίοι αναφέρονται συνεχώς στο ελληνικό καλό παράδειγμα. Το ίδιο μπορούμε να επιτύχουμε και στον τομέα της οικονομίας παρά τις μεγάλες δυσκολίες.