Σε νέο διεθνές περιβάλλον οι σχέσεις Ε.Ε.-ΗΠΑ - Free Sunday
Σε νέο διεθνές περιβάλλον οι σχέσεις Ε.Ε.-ΗΠΑ
Η προεδρία Μπάιντεν δημιουργεί ευκαιρίες αλλά και υποχρεώσεις για τους «27».

Σε νέο διεθνές περιβάλλον οι σχέσεις Ε.Ε.-ΗΠΑ

Η προεδρία Μπάιντεν βάζει τέλος στην πιο σκοτεινή περίοδο των σχέσεων ΗΠΑ και Ε.Ε. Ο πρόεδρος Τραμπ ακολούθησε μια πολιτική που συνδύαζε την εσωστρέφεια και σε περιπτώσεις την ξενοφοβία με τη δυναμική αντίθεση στην ίδια την ύπαρξη της Ε.Ε.

Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, ο ιρλανδικής καταγωγής Μπάιντεν δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην πολυμερή συνεργασία μεταξύ των δυτικών συμμάχων, ενώ ως αντιπρόεδρος επί προεδρίας Ομπάμα είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει το Brexit και να βελτιώσει την προοπτική της Ε.Ε.

Το πρόβλημα

Το πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι δύο πλευρές είναι ότι οι ΗΠΑ, η Ε.Ε. και ολόκληρος ο κόσμος έχουν αλλάξει δραματικά το 2021 σε σύγκριση με το 2016. Επομένως, δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή στο παρελθόν, ούτε συνέχιση της πολιτικής Ομπάμα από τον πρόεδρο Μπάιντεν. Χρειάζονται μεγάλες αλλαγές και δυναμικές πρωτοβουλίες για να ανταποκριθούν η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ στις νέες προκλήσεις και να βάλουν τη στρατηγικής σημασίας διατλαντική συνεργασία σε σύγχρονες βάσεις.

Ο διχασμός

Αν και ο πρόεδρος Μπάιντεν είναι πολύ καλός γνώστης της διεθνούς πραγματικότητας και έτοιμος να ακολουθήσει μια εξωστρεφή στρατηγική, στην ομιλία κατά την τελετή ανάληψης των καθηκόντων του ελάχιστα αναφέρθηκε στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ.

Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία. Μετά τα έκτροπα στο Καπιτώλιο και τον διχασμό που προκάλεσε ο Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι του «έκλεψαν» εκατομμύρια ψήφους και την εκλογική νίκη, είναι λογικό να δώσει ο πρόεδρος Μπάιντεν απόλυτη προτεραιότητα στην αποκατάσταση της ενότητας του αμερικανικού λαού.

Η αποστολή του είναι εξαιρετικά σύνθετη, αν σκεφτούμε ότι η δημοτικότητα του Τραμπ δεν έπεσε κάτω από το 35%, παρά την άθλια δημόσια εικόνα του στην τελική φάση της τετραετίας του. Υπάρχουν, για παράδειγμα, πρόεδροι άλλων κρατών, όπως ο Ολάντ της Γαλλίας, που εγκατέλειψαν την εξουσία ταπεινωμένοι και με μονοψήφια ποσοστά δημοτικότητας χωρίς να έχουν διαπράξει τα αίσχη του Τραμπ.

Σύμφωνα με ορισμένες δημοσκοπήσεις, περισσότεροι από το 70% των ψηφοφόρων που προτίμησαν τον Τραμπ έχουν επηρεαστεί από την επιχειρηματολογία του για νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος.

Επομένως, η ενότητα του αμερικανικού λαού είναι αναγκαία προϋπόθεση για να ενισχυθούν η διεθνής επιρροή και το κύρος των ΗΠΑ και για να μπορέσει να περάσει ο Μπάιντεν στην αμερικανική κοινή γνώμη βασικές επιλογές της εξωτερικής πολιτικής του.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ θα κινηθεί γρήγορα σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής τα οποία είχε θέσει με άμεσο τρόπο στην κρίση των ψηφοφόρων. Θα χρειαστεί όμως κάποιον χρόνο για να προετοιμάσει τις επόμενες κινήσεις του και να εξουδετερώσει τις αντιδράσεις του φανατισμένου κοινού που εξακολουθεί να υποστηρίζει τον Τραμπ και την πολιτική του.

Λιγότερο ισχυρή

Το 2021 βρίσκει, για διάφορους λόγους, την Ε.Ε. λιγότερο ισχυρή απ’ ό,τι το 2016.

Το Brexit πέρασε από τη φάση του δημοψηφίσματος στην υλοποίησή του από 1ης Ιανουαρίου του 2021. Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι πλέον κράτος-μέλος της Ε.Ε. και αυτό είναι μια απώλεια στρατηγικής σημασίας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρείται, με ευρωπαϊκά κριτήρια, κράτος με μεγάλη επιρροή, ισχυρή οικονομία και στρατηγικές, στρατιωτικές δυνατότητες με τις οποίες μπορεί να συγκριθεί μόνο η Γαλλία από τους «27». Επιπλέον, διατηρεί πάντα μια ειδική σχέση με τις ΗΠΑ, που μπορεί να μην έχει τη σημασία του παρελθόντος, είχε τη δυνατότητα όμως να επηρεάσει θετικά τις σχέσεις Ε.Ε.-ΗΠΑ.

Τώρα, το Ηνωμένο Βασίλειο όχι μόνο δεν θα συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση αλλά θα επενδύσει, αναγκαστικά, στην υποβάθμιση της διατλαντικής συνεργασίας, για να μπορέσει να αναδείξει καλύτερα ενδεχόμενη προνομιακή συνεργασία του με τις ΗΠΑ και να ισχυροποιήσει μέσω αυτής τον παγκόσμιο ρόλο του.

Η Ε.Ε. είναι αποδυναμωμένη σε σύγκριση με το παρελθόν και εξαιτίας της αδυναμίας της να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αλλεπάλληλες κρίσεις που εκδηλώθηκαν.

Η οικονομία της Ευρωζώνης και συνολικά της Ε.Ε. πήγε αρκετά καλά μετά το 2015. Προτού όμως αφήσει πίσω της οριστικά τις συνέπειες από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 βυθίστηκε σε νέα οικονομική κρίση, που σχετίζεται με την πανδημία.

Οι επιδόσεις της Ε.Ε. στην αντιμετώπιση της πανδημίας είναι, συνολικά, κάτω του μετρίου και συγκρίνονται με τις επιδόσεις των ΗΠΑ επί προεδρίας Τραμπ. Μπορεί να εντυπωσιάζουν αρνητικά οι 400.000 θάνατοι στις ΗΠΑ από τον Covid-19, όμως η Ιταλία και η Ισπανία έχουν συγκρίσιμους θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους με τις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο εξαιτίας της πανδημίας. Το Βέλγιο, που φιλοξενεί τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, έρχεται πρώτο με διαφορά στους θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους εξαιτίας της πανδημίας.

Τα τελευταία χρόνια οι «27» είναι σε κατάσταση στρατηγικής σύγχυσης σε ό,τι αφορά τις εξωτερικές σχέσεις τους και την άμυνα. Δεν προωθούν επαρκώς την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 2% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ. Ταλαντεύονται σε ό,τι αφορά την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσουν σε σχέση με τη Ρωσία και την Τουρκία. Βλέπουν την επιρροή τους να περιορίζεται στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Βόρεια Αφρική και σε άλλες περιοχές στρατηγικής σημασίας.

Ο κόσμος αλλάζει

Τα εσωτερικά προβλήματα των ΗΠΑ και τη διεθνή υποχώρηση της Ε.Ε. συμπληρώνουν σημαντικές αλλαγές σε παγκόσμιο επίπεδο.

Στη διάρκεια της περιόδου 2016-2020 η Κίνα αναδείχθηκε σε νέα υπερδύναμη, αξιοποιώντας λάθη και παραλείψεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.

Η πανδημία έδωσε νέα ώθηση στην Κίνα, παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε από αυτήν. Ο μεθοδικός έως σκληρός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε τον Covid-19 η κινεζική ηγεσία βελτίωσε κι άλλο τη συγκριτική θέση της Κίνας. Είναι η μόνη μεγάλη οικονομία που έκλεισε το 2020 με αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) κατά 2%. Η πτώση του ΑΕΠ στις ΗΠΑ και στη Γερμανία ήταν της τάξης του 5%. Στο τελευταίο τρίμηνο του 2020 η οικονομία της Κίνας αναπτύχθηκε με ετήσιο ρυθμό 6,5%, ενώ με βάση τις προγνώσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) η αύξηση του κινεζικού ΑΕΠ θα ξεπεράσει το 8% το 2021.

Η θεαματική άνοδος της Κίνας συνδυάζεται και με μετατόπιση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας προς την Ανατολή (Νέα Ζηλανδία, Νότια Κορέα, Σιγκαπούρη, Ταϊβάν, Αυστραλία, Βιετνάμ κ.λπ.). Αναδεικνύονται πρωταθλητές στην αντιμετώπιση της πανδημίας και στην οικονομική ανάπτυξη, που κάνουν την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ να μοιάζουν κουρασμένες έως γερασμένες.

Το ειδικό βάρος της Ε.Ε. αλλά και των ΗΠΑ στην παγκόσμια οικονομία είναι σε φάση υποχώρησης, με την Ε.Ε. να έχει το μεγαλύτερο πρόβλημα.

Η μείωση της επιρροής των ΗΠΑ και της Ε.Ε. στις παγκόσμιες εξελίξεις αναδεικνύεται στην Αφρική, όπου η ανάπτυξη στηρίζεται ολοένα και περισσότερο στη συνεργασία με την Κίνα. Μείωση επιρροής παρατηρείται και στη Λατινική Αμερική, με τις ΗΠΑ να μην προσδιορίζουν τις εξελίξεις στον βαθμό που το έκαναν κατά το παρελθόν και τις κεντροδεξιές και κεντροαριστερές πολιτικές δυνάμεις της Ε.Ε. να περιορίζονται σε ρόλο παρατηρητών.

Και σε εύφλεκτα σημεία του πλανήτη, όπου ΗΠΑ και ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν παρέμβει με δυναμικό τρόπο σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, η κατάσταση άλλαξε σε βάρος τους.

Στο Αφγανιστάν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι επιταχύνουν την αποχώρησή τους, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους Ταλιμπάν. Στο Ιράκ οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοι ολοκληρώνουν την αποχώρησή τους έχοντας εξουδετερώσει το Ισλαμικό Κράτος, αλλά χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα για την αυξανομένη επιρροή του Ιράν στη χώρα.

Στη Βόρεια Αφρική η αποσταθεροποίηση δικτατοριών με τη βοήθεια της Δύσης δεν οδήγησε σε εκδημοκρατισμό και ανάπτυξη. Η Λιβύη έχει ουσιαστικά διχοτομηθεί. Η Αίγυπτος πέρασε από την «Αραβική Άνοιξη» στον έλεγχο των Αδελφών Μουσουλμάνων και στη συνέχεια σε μια νέα στρατιωτική δικτατορία υπό τον Σίσι. Ακόμη και η Τυνησία, που θεωρείται υπόδειγμα σε ό,τι αφορά τον εκδημοκρατισμό μετά την κατάρρευση του καθεστώτος Μπεν Άλι, συγκλονίζεται από ταραχές λόγω της μεγάλης πτώσης του βιοτικού επιπέδου και των κοινωνικών προβλημάτων.

Σημαντικές διαφορές

Η επικράτηση Μπάιντεν διευκολύνει τη συνεννόηση μεταξύ ΗΠΑ και Ε.Ε. σε αναζήτηση κοινών λύσεων. Δεν καταργεί όμως τη σύγκρουση συμφερόντων και τις διαφορές στον τρόπο προσέγγισης σημαντικών θεμάτων.

Πρώτον, οι ΗΠΑ θα επιμείνουν επί Μπάιντεν –όπως επί Τραμπ– στην αύξηση των αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών κρατών προς το 2% του ΑΕΠ, ο οποίος είναι ο στόχος που έχει συμφωνηθεί στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.

Οι Αμερικανοί θεωρούν, απολύτως δικαιολογημένα, ότι δεν είναι δυνατόν να επιβαρύνονται οι φορολογούμενοί τους για τη διατήρηση της ισχυρής στρατιωτικής παρουσίας τους στην Ευρώπη με τους Ευρωπαίους φορολογούμενους να αποφεύγουν τις δικές τους υποχρεώσεις.

Το βασικό πρόβλημα το δημιουργεί η στάση της Γερμανίας, στην οποία οι αμυντικές δαπάνες κινούνται κάτω από το 1,5% του ΑΕΠ. Η αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ενίσχυση της διατλαντικής σχέσης.

Δεύτερον, οι ΗΠΑ είναι ενοχλημένες από το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα στις συναλλαγές με την Ε.Ε., το οποίο οφείλεται κυρίως στο εμπορικό πλεόνασμα που επιτυγχάνει η Γερμανία στις διμερείς συναλλαγές με τις ΗΠΑ.

Τα θηριώδη ελλείμματα των ΗΠΑ με την Κίνα και τη Γερμανία διευκολύνουν τον Τραμπ και άλλους δημαγωγούς στην επιχειρηματολογία τους υπέρ προστατευτικών μέτρων για να σωθούν θέσεις εργασίας από τον ανταγωνισμό ξένων πολυεθνικών.

Και σε αυτό το ζήτημα είναι δύσκολο να κινηθεί η Γερμανία στην κατεύθυνση που επιθυμούν οι ΗΠΑ. Είναι γνωστό ότι οι γερμανικές κυβερνήσεις υπερασπίζονται το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα που επιτυγχάνει η δυναμική και εξωστρεφής γερμανική οικονομία, ακόμη και στο εσωτερικό της Ευρωζώνης.

Τρίτον, η Ουάσινγκτον θα ζητήσει από τις Βρυξέλλες και τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μια αυστηρότερη αντιμετώπιση της Ρωσίας. Ο Μπάιντεν θα προβάλει την ιδεολογική αντίθεση προς το αυταρχικό καθεστώς που έχει δημιουργήσει ο Πούτιν και θα επιμείνει στις κυρώσεις, με παράλληλη υποστήριξη της κυβέρνησης της Ουκρανίας, που δέχεται μεγάλη πίεση από τη Ρωσία.

Η καλύτερη συνεννόηση Ε.Ε.-ΗΠΑ περνάει υποχρεωτικά από την υπέρβαση της διαφοράς των δύο πλευρών σε ό,τι αφορά την κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2.

Υπάρχει μια αντίφαση στην ευρωπαϊκή διαχείριση του όλου θέματος. Από τη μια ισχύουν εδώ και μία πενταετία κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας για την ενσωμάτωση της Κριμαίας, που έχουν μεγάλο κόστος για την ευρωπαϊκή οικονομία. Από την άλλη η Γερμανία συνεργάζεται με τη Ρωσία στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2. Η μεγαλύτερη ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία θα επιτρέψει στην τελευταία να αυξήσει τα έσοδά της από τις πωλήσεις φυσικού αερίου κι έτσι να προμηθευτεί από την παγκόσμια αγορά οτιδήποτε της στερούν οι ευρωπαϊκές οικονομικές κυρώσεις.

Τέταρτον, βασικό κριτήριο για την εξέλιξη των διατλαντικών σχέσεων θα είναι και η στάση της Ε.Ε. έναντι της Κίνας.

Η Ρωσία είναι ο παραδοσιακός στρατηγικός αντίπαλος των ΗΠΑ. Η Κίνα, όμως, είναι ο νέος βασικός στρατηγικός αντίπαλος, με πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες στην οικονομία, ιδιαίτερα την ψηφιακή, από τη Ρωσία.

Ο Τραμπ έκανε το λάθος να κάνει οικονομικό, εμπορικό αγώνα σε δύο μέτωπα. Κήρυξε τον πόλεμο στην Κίνα κρατώντας σε απόσταση και δημιουργώντας προβλήματα και στις σχέσεις με την Ε.Ε. Είναι πλέον τέτοιες η ισχύς και η επιρροή της Κίνας, ώστε μόνο ενωμένες οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. μπορούν να ασκήσουν σοβαρή πίεση για να επηρεάσουν την πολιτική της.

Η Ε.Ε. κινείται προς το παρόν αυτόνομα και ολοκλήρωσε τη συμφωνία με την Κίνα για το επενδυτικό πλαίσιο τις τελευταίες ημέρες της προεδρίας Τραμπ. Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τους Αμερικανούς σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την Κίνα προκειμένου να υπάρξει θεαματική βελτίωση της συνεργασίας Ε.Ε.-ΗΠΑ.

Τι ζητούν οι Ευρωπαίοι

Ο Μπάιντεν ικανοποίησε ήδη δύο από τα βασικά αιτήματα των Ευρωπαίων, που ήταν η επιστροφή των ΗΠΑ στη Συμφωνία του Παρισιού για την αποτροπή της κλιματικής αλλαγής και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ).

Ο Τραμπ έφτασε στο σημείο να διακόψει τη χρηματοδότηση του ΠΟΥ από τις ΗΠΑ και να ανακοινώσει την απόσυρση της χώρας του από τον παγκόσμιο οργανισμό μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Η πανδημία αποτελεί μια παγκόσμια απειλή και ο Τραμπ στάθηκε εμπόδιο στην κοινή αντιμετώπισή της σε παγκόσμιο επίπεδο.

Οι πρώτες αποφάσεις του Μπάιντεν ανοίγουν τον δρόμο για τη δυναμική επιστροφή των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα, στο οποίο πρωταγωνίστησαν σε βάθος δεκαετιών.

Οι Ευρωπαίοι ζητούν από τις ΗΠΑ και την επιστροφή στη συμφωνία για μη απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ιράν. Οι ΗΠΑ αποσύρθηκαν μονομερώς από τη συμφωνία το 2018 με πρωτοβουλία του Τραμπ. Ο Μπάιντεν επιθυμεί την επιστροφή στη συμφωνία, αλλά θα ζητήσει πρόσθετες εγγυήσεις από την Τεχεράνη για να ικανοποιηθεί το Ισραήλ, το οποίο θεωρεί ότι διευκολύνει τις πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν. Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα ζητήσει επίσης από το Ιράν να περιορίσει τις πολιτικο-στρατιωτικές του παρεμβάσεις σε Ιράκ, Συρία, Λίβανο και Υεμένη. Κατά συνέπεια, είναι μακρύς ο δρόμος για την επιστροφή των σχέσεων των ΗΠΑ και της Ε.Ε. με το Ιράν σε περίοδο μικρότερων εντάσεων.

Η Ε.Ε. ζητεί από τις ΗΠΑ μια πιο δίκαιη φορολογία των ψηφιακών κολοσσών και ένα είδος αντιμονοπωλιακού ελέγχου των δραστηριοτήτων τους ειδικά στην Ε.Ε.

Η πανδημία ενίσχυσε κι άλλο τη θέση των ψηφιακών κολοσσών των ΗΠΑ και μεγάλωσε το ψηφιακό χάσμα που χωρίζει τις ΗΠΑ, που κυριαρχούν, από την Ε.Ε., που έχει μείνει στην τρίτη θέση, πολύ πίσω από την Κίνα, που πλησιάζει τις ΗΠΑ.

Η επιβολή ευρωπαϊκής φορολογίας στους ψηφιακούς κολοσσούς των ΗΠΑ που φοροαποφεύγουν συστηματικά αντιμετωπίζεται μέχρι σήμερα από την Ουάσινγκτον ως επιθετική ενέργεια που μπορεί να οδηγήσει σε εμπορικά αντίποινα σε βάρος της Ε.Ε. Οι Βρυξέλλες ελπίζουν ότι θα βρεθεί μια συμβιβαστική λύση στα πλαίσια του ΟΟΣΑ με τη βοήθεια του Μπάιντεν, ο οποίος έχει ταχθεί δημόσια υπέρ της επιβολής υψηλότερης φορολογίας στις εξαιρετικά επιτυχημένες ψηφιακές πολυεθνικές και στις μεγάλες περιουσίες.

Στη βελτίωση της συνεργασίας Ε.Ε. και ΗΠΑ αναμένεται να συμβάλει και το πολιτικό άδειασμα των δεξιόστροφων Ευρωπαίων λαϊκιστών, από τον Σαλβίνι και τον Όρμπαν μέχρι τη Λεπέν και τον Κατσίνσκι, από τον Μπάιντεν. Ο Τραμπ είχε δημιουργήσει ισχυρές πολιτικές συμμαχίες και στο εσωτερικό της Ε.Ε., με βασικό στόχο τον αποσυντονισμό και τη διάλυσή της.

Κοινή αδυναμία

Την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ ενώνει, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η κοινή αδυναμία τους στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν την τελευταία πενταετία.

Στο Αφγανιστάν φαίνεται να χάνουν τον πολιτικο-στρατιωτικό έλεγχο. Βρίσκονται μπροστά σε μια δύσκολη απόσυρση, η οποία μπορεί να δημιουργήσει νέες δυνατότητες για τους Ταλιμπάν και την ισλαμική τρομοκρατία γενικότερα.

Ανάλογη είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται στο Ιράκ, με ΗΠΑ και ευρωπαϊκές δυνάμεις να αποσύρονται χωρίς να μπορούν ελέγξουν τις σιιτικές πολιτοφυλακές που ελέγχονται από την Τεχεράνη. Οι ΗΠΑ εμφανίζονται εξαντλημένες από πολέμους τους οποίους κέρδισαν στο πεδίο των μαχών, χωρίς όμως να μπορέσουν να οργανώσουν την «ειρήνη» σύμφωνα με τις επιδιώξεις τους. Οι Ευρωπαίοι είναι σε χειρότερη κατάσταση, εφόσον έχουν χάσει κάθε δυνατότητα προβολής ισχύος ύστερα από την αποτυχία τους στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Λιβύη, στον εμφύλιο στη Συρία.

Ο σύγχρονος κόσμος είναι πολύ πιο δύσκολος ή και επικίνδυνος για την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ, οι οποίες βλέπουν την παγκόσμια επιρροή τους να περιορίζεται. Αυτό είναι ένα σημαντικό κίνητρο –έστω αρνητικό– για να συνεννοηθούν καλύτερα για την αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων.