Επιτέλους άρχισε η ανάκαμψη της οικονομίας - Free Sunday
Επιτέλους άρχισε η ανάκαμψη της οικονομίας
Ο δρόμος είναι ελπιδοφόρος αλλά δύσκολος

Επιτέλους άρχισε η ανάκαμψη της οικονομίας

Τα στοιχεία του δεύτερου τριμήνου του 2021 δείχνουν ότι επιτέλους άρχισε η δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.

Με το ξεκίνημα της πανδημίας προς το τέλος του πρώτου τριμήνου του 2020 εκφράστηκαν διάφορες υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις για πολύ μικρή μείωση του ΑΕΠ το 2020 και για γρήγορη ανάκαμψη της οικονομίας σε σχήμα V.

Η πανδημία αποδείχθηκε πιο ανθεκτική από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί και πολύ πιο δαπανηρή από δημοσιονομική και οικονομική άποψη. Στη συνέχεια επικράτησε οικονομικός ρεαλισμός με εκτιμήσεις για αύξηση του ΑΕΠ το 2021 κατά 3,5% - 4,5% ενώ η πτώση το 2020 ήταν της τάξης του 8,2%.

Η γενική εικόνα ήταν ότι το 2021 θα καλύπταμε περίπου τη μισή πτώση του ΑΕΠ το 2020 και μέχρι τα μέσα του 2022 θα επιστρέφαμε εκεί που ήμασταν στα τέλη του 2019 πριν την έναρξη της πανδημίας.

Καλύτερα από τις εκτιμήσεις

Προς το παρόν πηγαίνουμε καλύτερα από τις τελευταίες εκτιμήσεις, εφόσον η άνοδος του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2021 ήταν της τάξης του 16% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2020 και για το πρώτο εξάμηνο του 2021 έχουμε μια άνοδο του ΑΕΠ γύρω στο 7% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2020.

Τα καλά νέα δεν σταματούν εδώ. Είναι βέβαιο ότι και το τρίτο τρίμηνο, στο οποίο κυριαρχεί από οικονομική άποψη ο τουρισμός, θα υπάρξει μεγάλη άνοδος του ΑΕΠ. Ο Ιούλιος και κυρίως ο Αύγουστος θύμιζαν τα τουριστικά επίπεδα ρεκόρ του 2019 και ήταν πολύ πάνω από τις επιδόσεις του Ιουλίου και του Αυγούστου του 2020.

Επομένως, είναι βέβαιο ότι η δυναμική αύξηση του ΑΕΠ θα συνεχιστεί και το τρίτο «τουριστικό» τρίμηνο του 2021.

Από τον Αύγουστο έχουν αρχίσει να εισρέουν στην Ελλάδα τα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, τα οποία αναμένεται να συμβάλλουν στην ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας.

Μεγάλα οφέλη

Η έναρξη της δυναμικής ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας μάς ωφελεί με διάφορους τρόπους.

Πρώτον, περιορίζεται το χρονικό διάστημα το οποίο χρειαζόμαστε για να καλύψουμε τις οικονομικές απώλειες της πανδημίας.

Δεύτερον και κυριότερο, δημιουργούνται θέσεις απασχόλησης και εισοδήματα σε μια δύσκολη περίοδο για την οικονομία και κυρίως για την κοινωνία.

Τρίτον, δημιουργείται μία αυτόματη διόρθωση σε ό,τι αφορά στο δημοσιονομικό έλλειμμα που ξεπερνά το 10% του ΑΕΠ και το ασφαλιστικό έλλειμμα. Δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακόμη πόσο θα συμβάλλει η ανάκαμψη στον «αυτόματο» περιορισμό των ελλειμμάτων. Όσο μεγαλύτερη είναι η συμβολή της τόσο περιορίζονται οι πιθανότητες για δύσκολα διορθωτικά μέτρα.

Τέταρτον, δημιουργείται κλίμα εμπιστοσύνης στο εσωτερικό, εφόσον τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις διαπιστώνουν ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε και προσαρμόζουν την καταναλωτική και επενδυτική τους συμπεριφορά σε μια καλύτερη προοπτική.

Πέμπτον, ικανοποιούνται οι Ευρωπαίοι πιστωτές και οι διεθνείς αγορές, εφόσον βλέπουν το ελληνικό ΑΕΠ να αυξάνεται και το χρέος του ελληνικού Δημοσίου σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ να μειώνεται. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομία στηρίζει τη λεγόμενη βιωσιμότητα του χρέους και έτσι οι διεθνείς αγορές θα εξακολουθήσουν να μας δανείζουν με εξαιρετικά χαμηλά ή και μηδενικά επιτόκια για όσο διάστημα ακολουθείται η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Οι καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας βοηθούν και στην άνοδο κατηγορίας σε ό,τι αφορά την πιστοληπτική αξιολόγηση του ελληνικού Δημοσίου και των ελληνικών τραπεζών από τους διεθνείς οίκους.

Το ζήτημα του πληθωρισμού

Η καλή αντίδραση της οικονομίας ενισχύει όπως είναι φυσικό τη θέση της κυβέρνησης και δημιουργεί μια αρκετά μεγάλη αμηχανία στα κόμματα της αντιπολίτευσης και ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ.

Τα πολιτικά στελέχη της αντιπολίτευσης αφήνουν τώρα κατά μέρος τους υπολογισμούς για την ανάκαμψη και την αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας και ανεβάζουν το θέμα των πληθωριστικών πιέσεων σε βάρος της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και κυρίως του οικογενειακού προϋπολογισμού.

Η ενίσχυση του πληθωρισμού είναι ένα διεθνές φαινόμενο από το οποίο είναι πρακτικά αδύνατο να ξεφύγει η Ελλάδα. Συνδέεται με την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας η οποία μεγαλώνει τη ζήτηση για συγκεκριμένα προϊόντα, με τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας αλλά και με κινήσεις μεγάλων παικτών όπως είναι η Ρωσία στο φυσικό αέριο, ο ΟΠΕΚ στο πετρέλαιο και η Κίνα στις εξαγωγές και στις μεταφορές.

Στις συνθήκες που περιγράψαμε είναι λογικό να ενισχύονται οι πληθωριστικές πιέσεις, αλλά βέβαια πολλές από τις πρωτοβουλίες που αναπτύσσονται έχουν και κερδοσκοπικά χαρακτηριστικά. Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα είχε περίπου μηδενικό και σε αρκετές περιπτώσεις αρνητικό πληθωρισμό. Αυτό δεν είναι καλό για την οικονομία και θεωρείται από τους ειδικούς σαν δείγμα αδυναμίας προσαρμογής στις νέες συνθήκες και χάραξης αναπτυξιακής πορείας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει καταστατική υποχρέωση να διαμορφώνει με την πολιτική της έναν πληθωρισμό της τάξης του 2% στην Ευρωζώνη, σε ετήσια βάση. Το ποσοστό αυτό θεωρείται το καλύτερο για την ενθάρρυνση της οικονομικής δραστηριότητας, την προώθηση των επενδύσεων ακόμη και τη διαχείριση του δημόσιου χρέους.

Ο περίπου μηδενικός ή και αρνητικός πληθωρισμός δεν ήταν καλός για την ελληνική οικονομία, στήριζε όμως το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών κατά την περίοδο της πανδημίας.

Τώρα η κατάσταση εξομαλύνεται σε ό,τι αφορά την οικονομία, σε διεθνές και ελληνικό επίπεδο, οι πληθωριστικές πιέσεις όμως ασκούν μεγάλη πίεση στο πραγματικό εισόδημα πολλών συμπολιτών μας.

Οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι συνταξιούχοι και σε μεγάλο βαθμό οι αγρότες είχαν πλήρη εισοδηματική κάλυψη από την κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Επειδή μάλιστα πολλά νοικοκυριά περιόρισαν, λόγω των μέτρων, τις δαπάνες τους, είδαμε μια σταθερή αύξηση στην αποταμίευση και τις τραπεζικές καταθέσεις.

Υπάρχει όμως μεγάλο πρόβλημα με το μέρος του ιδιωτικού τομέα που δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες και τα εκατομμύρια εργαζομένων οι οποίοι έχουν χαμηλό εισόδημα, είναι άνεργοι ή προσπαθούν να τα καταφέρουν σε πολύ μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις που είναι αποκομμένες από το τραπεζικό σύστημα.

Όλοι αυτοί δέχονται μεγάλη πίεση από την αύξηση του πληθωρισμού, η οποία είναι λογική από οικονομική άποψη αλλά δυσβάσταχτη από κοινωνική.

Η κατάσταση πάντως δεν πρόκειται να αλλάξει στο άμεσο μέλλον εάν σκεφθούμε ότι ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ ξεπερνά το 4% και στη Γερμανία πλησιάζει τα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας δεκαπενταετίας.

Η διεθνής και ευρωπαϊκή άνοδος του πληθωρισμού πυροδοτεί και τις συζητήσεις στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για το αν και πότε πρέπει να εγκαταλειφθεί η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης που συμβάλλει στην αύξηση του πληθωρισμού.

Η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, επιμένει στη συνέχιση αυτής της πολιτικής παρά τις αντιρρήσεις που εκφράζει η διοίκηση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΕΚΤ επαναπροσδιόρισε τον στόχο για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη από κάτι λιγότερο από 2% που ήταν επί Ντράγκι, σε 2% ετησίως σε βάθος χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι με την πολιτική της μπορεί να συμβάλλει στην άνοδο του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη αρκετά πάνω από το 2% για ένα διάστημα, υπό την προϋπόθεση ότι σε βάθος χρόνου ο ετήσιος πληθωρισμός θα είναι της τάξης του 2%.

Δύο θέματα

Με την ενίσχυση του πληθωρισμού είμαστε υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουμε δύο θέματα.

Πρώτον, την πίεση που ασκείται στο πραγματικό εισόδημα πολλών νοικοκυριών και στην εξασθένιση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων που πλήττονται από τον εισαγόμενο πληθωρισμό.

Ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, και το οικονομικό επιτελείο θα πάρουν τα αναγκαία μέτρα για να περιοριστούν οι συνέπειες, δεν μπορούν όμως να προστατεύσουν πλήρως τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις από ένα διεθνές φαινόμενο.

Το πιθανότερο είναι ότι μετά από μερικούς μήνες και ανάλογα με τις εξελίξεις η κυβέρνηση θα προσαρμόσει την εισοδηματική πολιτική, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις κατώτατες αποδοχές, στις νέες συνθήκες.

Το σημαντικότερο ζήτημα, όμως, από την ενίσχυση των διεθνώς πληθωριστικών πιέσεων έχει σχέση με το ενεργειακό κόστος. Η Ε.Ε. έχει υψηλό ενεργειακό κόστος συγκρινόμενη με τις ΗΠΑ και η Ελλάδα έχει από τα υψηλότερα ενεργειακά κόστη μεταξύ των 27 της Ε.Ε. Δημιουργείται έτσι τεράστιο πρόβλημα για το εμπορικό ισοζύγιο, την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας μας, τα οικονομικά των μικρομεσαίων και πολύ μικρών οικογενειακών επιχειρήσεων και για τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών.

Δημιουργείται επίσης ένα ευρύτερο θέμα επιτυχημένης εφαρμογής του Σχεδίου Ανάκαμψης που στηρίζεται στα κονδύλια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Το 37% των συνολικών κονδυλίων θα πάνε, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις και τον σχεδιασμό, στην ενέργεια και στην πράσινη μετάβαση.

Από τη στιγμή που η τεράστια οικονομική προσπάθεια σε αυτή την κατεύθυνση συνδυάζεται με την αύξηση του κόστους ενέργειας, δημιουργούνται ένα σωρό δυσλειτουργίες. Η κοινή γνώμη δυσκολεύεται να παρακολουθήσει μία οικονομική, επενδυτική πολιτική στο όνομα μιας πιο καθαρής ενέργειας που έχει αρχίσει να γίνεται ολοένα ακριβότερη.

Μπορεί να υπάρξει δυναμική λαϊκή αντίδραση στα αυξημένα τιμολόγια της ΔΕΗ και των ιδιωτών παρόχων αλλά και στα ολοένα ακριβότερα καύσιμα, η τιμή των οποίων είναι κατά τα 2/3 φόροι. Να θυμίσουμε ότι το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων αναπτύχθηκε στη Γαλλία σαν αντίδραση στην απόφαση του προέδρου Μακρόν να επιβάλλει πρόσθετο περιβαλλοντικό φόρο στα καύσιμα. Τελικά, υποχρεώθηκε να πάρει πίσω την επιβάρυνση στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος και να προχωρήσει σε παροχές ετήσιου ύψους 11 δισεκατομμυρίων ευρώ, σε μια προσπάθεια να περιορίσει την αντίδραση στην πολιτική του.

Γνωρίζουμε ότι αυτά τα ζητήματα είναι εξαιρετικά ευαίσθητα από οικονομική και κοινωνική άποψη και οι μεγάλες αυξήσεις που έρχονται στα ήδη υψηλά τιμολόγια της ΔΕΗ και των ιδιωτών παρόχων εκτός από μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα είναι και μεγάλο πολιτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση.

Δύσκολή προσαρμογή

Αν κρίνουμε από τις αυξήσεις στις διεθνείς τιμές και κυρίως του φυσικού αερίου, την άνοδο του κόστους των εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και την άνοδο του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στην Ελλάδα, η κυβέρνηση χρειάζεται επειγόντως ένα νέο μείγμα ενεργειακής πολιτικής.

Η προσαρμογή στις νέες συνθήκες είναι εξαιρετικά δύσκολη γιατί έχουν δημιουργηθεί σημαντικές εκκρεμότητες.

Πρώτον, η Ελλάδα έφυγε πολύ γρήγορα από τον λιγνίτη χωρίς να διαπραγματευτεί στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας εξαιρέσεις και προσθετά χρονικά περιθώρια, όπως έκαναν με επιτυχία η Βουλγαρία και η Πολωνία.

Δεύτερον, το φυσικό αέριο που έχει επιλεγεί σαν μεταβατικό καύσιμο σπάει κάθε ρεκόρ στις διεθνείς τιμές του και αποδεικνύεται εξαιρετικά δαπανηρό έως ασύμφορο.

Τρίτον, οι ΑΠΕ, οι οποίες αποτελούν σε βάθος χρόνου τη λύση, δεν είναι σωστά οργανωμένες. Οι μικροί παραγωγοί επιδοτούνται πέρα από κάθε οικονομική λογική. Οι μεγάλοι παίκτες ευνοούνται με διάφορους τρόπους, ενώ είναι περισσότεροι εκείνοι που θέλουν να κερδοσκοπήσουν με τις άδειες που έχουν αποκτήσει από εκείνους που θέλουν να τις αξιοποιήσουν για να επενδύσουν.

Επίσης υπάρχει τεράστια καθυστέρηση στις επενδύσεις σε συστήματα αποθήκευσης ενέργειας χωρίς τα οποία δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικές οι ΑΠΕ.

Τέταρτον, η ΔΕΗ έχει σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα και πιέζεται από τον αναγκαστικό περιορισμό του κύκλου εργασιών της σε όφελος των ιδιωτών παρόχων. Στο ξεκίνημα της τετραετίας Μητσοτάκη ενισχύθηκε από την αύξηση των τιμολογίων και την ευνοϊκή διεθνή συγκυρία σε ό,τι αφορά το κόστος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, τώρα όμως βρίσκεται αντιμέτωπη με μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση.

Πέμπτον, δεν έχουν δημιουργηθεί ακόμα αποτελεσματικές ρυθμιστικές αρχές και το θεσμικό πλαίσιο για να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός σε όφελος της εθνικής οικονομίας και των καταναλωτών. Όλες αυτές οι δυσλειτουργίες δεν ήταν ιδιαίτερα εμφανείς όσο ήταν ευνοϊκή η διεθνής συγκυρία στον ενεργειακό τομέα. Τώρα, όμως, παίρνουν μεγαλύτερες διαστάσεις και μπορεί να περιορίσουν την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής και την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας.

Ο άγνωστος Χ

Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας ξεκίνησε σε συνθήκες αβεβαιότητας. Η αβεβαιότητα έχει σχέση με την εξέλιξη της πανδημίας για την οποία δεν υπάρχουν ασφαλείς προγνώσεις.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όπως όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ακολουθεί μία πολιτική όσο το περισσότερο δυνατόν κανονικής λειτουργίας της οικονομίας, παρά την απειλή του COVID-19.

Η απειλή όμως εμφανίζεται ενισχυμένη. Η κατάσταση τον Σεπτέμβριο του 2021 είναι πολύ χειρότερη από την κατάσταση τον Σεπτέμβριο του 2020, ακόμα και από τον Νοέμβριο του 2020 όταν αυξήθηκαν επικίνδυνα θάνατοι και εισαγωγές σε ΜΕΘ.

Εάν καταφέρει η κυβέρνηση να ελέγξει την πανδημία, θα συμβάλλει στην κανονική λειτουργία της οικονομίας και στη μετατροπή της ανάκαμψης σε δυναμική ανάπτυξη. Εάν, όμως, υπάρξει μεγάλη υγειονομική επιδείνωση στη διάρκεια των επόμενων μηνών με αποτέλεσμα να ληφθούν αυστηρότερα περιοριστικά μέτρα, τότε η ανάκαμψη θα κινδυνεύσει από την πανδημία και τις συνέπειές της.

Ασφαλής πρόγνωση δεν μπορεί να γίνει γιατί πολλά εξαρτώνται από την πολιτική της κυβέρνησης, την ανταπόκριση της κοινωνίας, τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, τις μεταλλάξεις.

Ο άγνωστος Χ για την πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένει η πανδημία. Είναι εντυπωσιακό ότι 18 μήνες μετά το ξεκίνημα της δοκιμασίας δεν γνωρίζουμε, διεθνώς και στην Ελλάδα, προς τα πού ακριβώς βαδίζουμε και ποια θα είναι η χρονική διάρκεια της πανδημίας.

Η εξέλιξη της πανδημίας επηρεάζει άμεσα την οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Για παράδειγμα, επιταχύνει την ψηφιοποίηση της οικονομίας σε όφελος των πολυεθνικών του κλάδου μεγαλώνοντας τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Δημιουργούνται πανίσχυρες εταιρείες που συμβάλλουν στην συγκέντρωση του πλούτου ενώ έχουν παράλληλα τη δυνατότητα να φοροαποφεύγουν ή και να φοροδιαφεύγουν σε διεθνές επίπεδο.

Η Ε.Ε. δυσκολεύεται να αντιδράσει σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι αποφεύγει συνεχώς να επιβάλλει με δική της πρωτοβουλία φορολογία στους αμερικανικούς κολοσσούς που νέμονται την ευρωπαϊκή αγορά. Καθυστερεί ελπίζοντας ότι θα βρεθεί συναινετική λύση στα πλαίσια του ΟΟΣΑ και έτσι αποφεύγει μία σκληρή οικονομική, εμπορική αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ.

Τα γνωστά παλιά προβλήματα

Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, για να μετατραπεί σε δυναμική και σταθερή ανάπτυξη, πρέπει να αφήσει πίσω της την πανδημία και να αντιμετωπίσει νέες προκλήσεις όπως είναι η έκρηξη του ενεργειακού κόστους.

Υπάρχουν όμως και τα «παραδοσιακά» προβλήματα της ελληνικής οικονομίας που μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να επηρεάσουν αρνητικά την πορεία της.

Το πρώτο από αυτά είναι το μεγάλο δημοσιονομικό, ασφαλιστικό έλλειμμα το οποίο δεν ξέρουμε ακριβώς σε ποιο βαθμό είναι διαρθρωτικό και σε ποιο βαθμό συγκυριακό.

Το δεύτερο πρόβλημα έχει σχέση με τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Η πορεία των εξαγωγών είναι ικανοποιητική, ταυτόχρονα όμως παρατηρείται μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών. Αυτό οδηγεί στη διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος και κατά κάποιον τρόπο στην «εξαγωγή» θέσεων εργασίας.

Το 2020 αποκτήσαμε ξανά πρόβλημα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με αποτέλεσμα να επιστρέψουμε στα λεγόμενα δίδυμα ελλείμματα που προηγήθηκαν της κρίσης του 2009-2010.

Η μεγάλη αύξηση των τουριστικών εσόδων περιορίζει το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η μεγάλη εξάρτησή μας όμως από εισαγόμενα καύσιμα και ενέργεια λειτουργεί στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.