Η οικονομία σε κρίσιμο σταυροδρόμι - Free Sunday
Η οικονομία σε κρίσιμο σταυροδρόμι
Συνυπάρχουν τα καλά και τα κακά νέα

Η οικονομία σε κρίσιμο σταυροδρόμι

Η ελληνική οικονομία βρίσκεται, για μια ακόμη φορά, σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Παρατηρούνται ικανοποιητικές επιδόσεις, ταυτόχρονα όμως αναδεικνύονται γνωστά διαρθρωτικά προβλήματα, ενώ η έξαρση της πανδημίας και το ενεργειακό μεγαλώνουν την αβεβαιότητα.

Αισιοδοξία με αστερίσκους

Η τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ (Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών) συνδυάζει την ικανοποίηση με τη δυναμική ανάκαμψη που παρατηρείται με σημαντικούς αστερίσκους σε ό,τι αφορά την προοπτική.

Ο ΙΟΒΕ εκτιμά ότι το 2021 το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 8% καλύπτοντας έτσι σχεδόν το σύνολο των απωλειών του 2020. Υπολογίζει επίσης ότι το 2022 η οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 4%. Αυτό σημαίνει ότι στα τέλη του 2022 το ΑΕΠ θα έχει αυξηθεί κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με τα τέλη του 2019, δίνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 1% για την τριετία 2020-2022. Αυτός είναι ο «ιστορικός» ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Εξαιρετικά χαμηλός αλλά ικανοποιητικός, αν επιτευχθεί, σε μία τριετία στην οποία κυριαρχεί η πανδημία.

Ο πρώτος αστερίσκος του ΙΟΒΕ έχει σχέση με την «αναζωπύρωση» της πανδημίας. Αν συνεχιστεί η έξαρση και επιβληθούν στην Ελλάδα και διεθνώς μέτρα, ο αναπτυξιακός ρυθμός του 2022 θα περιοριστεί στο 2%-2,5%, μετατρέποντας την τριετία σε τριετία στασιμότητας.

Ο δεύτερος αστερίσκος του ΙΟΒΕ έχει σχέση με τον ετήσιο αναπτυξιακό ρυθμό στη διάρκεια της δεκαετίας. Ειδικοί του ΙΟΒΕ εκτιμούν ότι δεν θα ξεπεράσει το 2%, ενώ θα πρέπει να ανέβει προς το 3% για να αρχίσουμε επιτέλους να συγκλίνουμε με την Ε.Ε. Ουσιαστικά, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, κ. Νίκος Βέττας, παρουσιάζει ένα σκεπτικό ανάλογο με αυτό που αναλύω στο τελευταίο μου βιβλίο «Κάτω από τον Πήχη».

Όπως επισημαίνει: «Υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης στη δεκαετία, άνω του 3% κατά μέσο όρο, θα μπορούν να επιτευχθούν μόνο με αύξηση της παραγωγικότητας και περαιτέρω προσέλκυση παραγωγικών συντελεστών, εξέλιξη που προϋποθέτει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές και στον δημόσιο τομέα».

Ο κ. Βέττας υπογραμμίζει ότι «κεντρικό σημείο προσοχής δεν μπορεί να είναι άλλο από την πορεία των δίδυμων ελλειμμάτων» και πως «η μεγέθυνση θα μετριάζεται από την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου, καθότι το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας παραμένει».

Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η ανάκαμψη είναι δυναμική αλλά χρειάζονται πολλά περισσότερα για να μετατραπεί σε δυναμική ανάπτυξη σε βάθος χρόνου για να αρχίσουμε να καλύπτουμε την απόσταση που μας χωρίζει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Προς το παρόν, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι γύρω στα δύο τρίτα του ευρωπαϊκού μέσου όρου και έχουμε κλείσει 40 χρόνια στην ΕΟΚ, μετέπειτα Ε.Ε., χωρίς να προσπεράσουμε οικονομικά άλλα κράτη-μέλη, ενώ είδαμε αρκετά από αυτά που ήταν λιγότερο αναπτυγμένα από την Ελλάδα να μας αφήνουν πίσω.

Καλύτερα ο προϋπολογισμός

Το 2020 έκλεισε με την Ελλάδα να έχει το δεύτερο μεγαλύτερο δημοσιονομικό έλλειμμα στην Ε.Ε. των «27» –10,1% του ΑΕΠ– και με διαφορά το υψηλότερο δημόσιο χρέος.

Τα στοιχεία του προϋπολογισμού για την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2021 επιτρέπουν κάποια συγκρατημένη αισιοδοξία σε ό,τι αφορά τα έσοδα. Κατά το εννιάμηνο ήταν 895 εκ. ευρώ, ή 2,7% πάνω από τον στόχο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος 2022-2025.

Με τη βοήθεια της συγκράτησης των δαπανών είχαμε έλλειμμα 10,1 δισ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου έναντι αναθεωρημένου στόχου 13 δισ. ευρώ, ενώ το ίδιο διάστημα του 2020 το έλλειμμα ήταν 11,2 δισ. ευρώ.

Τον Σεπτέμβριο, τα φορολογικά έσοδα ήταν 27,8% πάνω από τον μηνιαίο στόχο και σε αυτό βοήθησε η εντυπωσιακή ανάκαμψη του τουρισμού, η οποία τόνωσε την κατανάλωση και αύξησε τα έσοδα από τους έμμεσους φόρους.

Αρχικός στόχος της κυβέρνησης ήταν τα έσοδα από τον τουρισμό το 2021 να φτάσουν στο 60% των εσόδων-ρεκόρ του 2019. Στη συνέχεια ο στόχος αυτός αναθεωρήθηκε προς τα κάτω από το οικονομικό επιτελείο και κυρίως τους παράγοντες του τουρισμού γιατί θεωρήθηκε υπερβολικά αισιόδοξος. Τα τουριστικά έσοδα θα κινηθούν, σύμφωνα με νέες εκτιμήσεις, πάνω από το 55% των εσόδων-ρεκόρ του 2019, ενώ είναι πιθανόν να πάνε αρκετά καλύτερα εφόσον παρατηρείται παράταση της τουριστικής περιόδου σε διάφορους τουριστικούς προορισμούς. Οι καλές τουριστικές επιδόσεις βοηθούν εκτός από την οικονομία και τον κρατικό προϋπολογισμό και αν συνεχιστούν θα κάνουν την αναγκαία δημοσιονομική διόρθωση λιγότερο δύσκολη.

Παρά τη βελτίωση της δυναμικής των φορολογικών εσόδων, παρατηρούνται οι «παραδοσιακές» αδυναμίες στην εκτέλεση του προϋπολογισμού. Έτσι οι πληρωμές του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, Ταμείου Ανάκαμψης, είναι μειωμένες σε σχέση με τον στόχο κατά 414 εκ. ευρώ. Έχουμε και έναν ετεροχρονισμό των επιχορηγήσεων προς ΟΚΑ (Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης) κατά 506 εκ. ευρώ. Υπάρχει κι ένα γενικότερο θέμα σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό σύστημα, εφόσον η «ουρά» των κύριων συντάξεων που δεν έχουν αποδοθεί ξεπερνάει τις 130.000, ενώ αν προσθέσουμε τα εφάπαξ και τις επικουρικές συντάξεις έχουμε εκατοντάδες χιλιάδες εκκρεμότητες. Η κυβέρνηση προσπαθεί, χωρίς επιτυχία προς το παρόν, να περιορίσει τις εκκρεμότητες αλλά έχει ένα διπλό δημοσιονομικό πρόβλημα να λύσει.

Πρώτον, χρειάζονται πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ για να κλείσουν οι εκκρεμότητες. Δεύτερον, αφού ικανοποιηθούν όλοι οι συνταξιούχοι, πιθανόν εντός του 2022, οι συντάξεις τους θα αρχίσουν να επιβαρύνουν σε μηνιαία βάση τον κρατικό προϋπολογισμό αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες.

Το ζήτημα είναι εξαιρετικά λεπτό, γιατί οι εκπρόσωποι των θεσμών θεωρούν ότι αυτού του είδους οι εκκρεμότητες έπρεπε να έχουν κλείσει με τα χρήματα που δόθηκαν στην Ελλάδα από το 2018, πριν από την επίσημη έξοδο από τα μνημόνια. Παρατηρούν επίσης ότι εκτός από τις υποχρεώσεις του Δημοσίου προς τους συνταξιούχους που δεν έχουν ικανοποιηθεί ακόμη –και οι οποίες αντιμετωπίζονται σαν ένα είδος κρυφού χρέους– το ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό έλλειμμα βρίσκεται ήδη σε επίπεδα-ρεκόρ σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ.

Το συμπέρασμα είναι ότι παρά τις θετικές εξελίξεις στον τομέα των φορολογικών εσόδων, παραμένουν σοβαρά προβλήματα διαφάνειας και αποτελεσματικότητας στον τομέα των δημοσίων δαπανών που επηρεάζουν αρνητικά τη δημοσιονομική διαχείριση.

Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2021 θα κινηθεί ξανά στο 9%-10% του ΑΕΠ και θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για δημοσιονομική προσαρμογή το 2022.

Δύο μέτωπα για το χρέος

Το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα «τρέφει» το δημόσιο χρέος, το οποίο κινείται πλέον αρκετά πάνω από το ψυχολογικό φράγμα του 200% του ΑΕΠ. Αν σκεφτούμε ότι όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση το 2009-2010 το δημόσιο χρέος ήταν κάτω από το 130% του ΑΕΠ, αντιλαμβανόμαστε τις διαστάσεις του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε.

Αυτή τη φορά, πάντως, μπορεί να έχουμε το μεγαλύτερο πρόβλημα, αλλά δεν είμαστε απομονωμένοι. Η πανδημία και τα μέτρα αντιμετώπισής της προκάλεσαν «έκρηξη» δημόσιου χρέους στην Ευρωζώνη με αποτέλεσμα να αλλάζουν οι υπολογισμοί σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε έγγραφο εργασίας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), το οποίο στηρίζεται σε μία ανάλυση 140 σελίδων, προτείνεται η αλλαγή του κανόνα του Συμφώνου Σταθερότητας για το δημόσιο χρέος από 60% σε 100% του ΑΕΠ.

Πρόκειται για εξαιρετικά σημαντική αλλαγή που δείχνει ότι ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, Κλάους Ρέγκλινγκ, είναι ταυτόχρονα αυστηρός και ρεαλιστής.

Το ερώτημα είναι αν η πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας θα ευδοκιμήσει, εφόσον είναι γνωστό ότι οι κυβερνήσεις των λεγόμενων «φειδωλών» –με πρώτη απ’ όλες την κυβέρνηση της Ολλανδίας– θέλουν τη διατήρηση των αυστηρών περιορισμών στο Σύμφωνο Σταθερότητας, 3% του ΑΕΠ για το δημοσιονομικό έλλειμμα και 60% του ΑΕΠ για το δημόσιο χρέος.

Ακόμη κι αν περάσουν οι θέσεις του Ρέγκλινγκ, θα πρέπει να υπάρξουν ειδικές ρυθμίσεις για την υπερχρεωμένη Ελλάδα. Ο κανόνας είναι ότι πρέπει να υπάρχουν πλεονάσματα, ώστε στο διάστημα εικοσαετίας οι χώρες με υπερβολικό δημόσιο χρέος να προσαρμοστούν στον κανόνα του Συμφώνου Σταθερότητας. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να πέσει σε μια εικοσαετία από δημόσιο χρέος 208% του ΑΕΠ σε δημόσιο χρέος 60% του ΑΕΠ, αλλά ούτε και στο αναθεωρημένο 100% του ΑΕΠ.

Κατά συνέπεια, πρέπει να διαπραγματευτούμε περισσότερο χρόνο, αφού πρώτα δούμε ποιο είναι το σενάριο που θα υιοθετηθεί. Η διαπραγμάτευση οδηγεί αναπόφευκτα και σε δεσμεύσεις.

Βόμβα από την Eurostat

Σαν να μην έφτανε ο διαρκής πονοκέφαλος του υπερβολικού χρέους, ήρθε μια νέα διαμάχη της ελληνικής κυβέρνησης με την Eurostat να κάνει ακόμη πιο σύνθετη την εικόνα.

Σύμφωνα με τους ειδικούς της Eurostat, οι εγγυήσεις που δόθηκαν από το Δημόσιο στα πλαίσια τιτλοποίησης κόκκινων δανείων των τραπεζών, με βάση τα προγράμματα Ηρακλής Ι και Ηρακλής ΙΙ, πρέπει να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό χρέους του Δημοσίου. Αν επικρατήσει αυτή η άποψη, το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί κατά 23 δισ. ευρώ, 13 εκατοστιαίες μονάδες ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Θα πρόκειται για ένα σοκ ανάλογο με εκείνο που είχε οδηγήσει στην επιδείνωση της ελληνικής κρίσης το 2009-2010. Τότε, η Eurostat είχε συμπεριλάβει στο δημόσιο χρέος οφειλές και εγγυήσεις των ΔΕΚΟ, ενώ είχε παρέμβει και στον τρόπο υπολογισμού των αμυντικών δαπανών.

Ελπίζω να υπάρξει ένας πολιτικός συμβιβασμός, ο οποίος θα αποτρέψει μια νέα απότομη αύξηση του χρέους που θα επηρεάσει την πιστοληπτική ικανότητα του Ελληνικού Δημοσίου.

Δυσκολεύομαι πάντως να αντιληφθώ πώς οι κυβερνητικοί αρμόδιοι προχώρησαν στη χορήγηση εγγυήσεων του Δημοσίου 23 δισ. ευρώ χωρίς να έχουν μία γραπτή και «δεμένη» συμφωνία με την Eurostat. Το επιχείρημα μάλιστα που χρησιμοποίησαν κατά της πρότασης Στουρνάρα για τη δημιουργία bad bank ήταν ότι θα οδηγούσε σε υπέρμετρη αύξηση του δημόσιου χρέους. Αν δεν υπάρξει μία πολιτική συνεννόηση με την Eurostat, θα έχουμε τελικά την υπέρμετρη αύξηση του δημόσιου χρέους χωρίς την bad bank, η οποία θα έκανε πιο εύκολη από οικονομική και κοινωνική άποψη την εξυγίανση των τραπεζών μέσα από την απαλλαγή τους από τα κόκκινα δάνεια.

Η έκβαση της διαμάχης της ελληνικής κυβέρνησης με τη Eurostat έχει τεράστια σημασία. Αν δεν αποτρέψουμε μια απόφαση που θα οδηγήσει σε νέα μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους, θα υπάρξει αρνητική αντίδραση των οίκων αξιολόγησης. Το χειρότερο είναι ότι θα ενισχυθεί η επιχειρηματολογία εκείνων που δεν θέλουν να συμπεριληφθούν τα ελληνικά ομόλογα στις αγορές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με βάση το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που εφαρμόζει, όταν τελειώσει τον Μάρτιο του 2022 το ειδικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για την πανδημία (PEPP), στο οποίο συμπεριελήφθη και η Ελλάδα αν και δεν πληροί τα κριτήρια του «κλασικού» προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Η ασυνεννοησία ελληνικής κυβέρνησης -  Eurostat δείχνει ότι πρέπει να είμαστε περισσότερο προσεκτικοί στα ζητήματα δημοσιονομικής διαχείρισης, ελλείμματος, χρέους γιατί δεν μπορούν να αποκλειστούν αρνητικές εξελίξεις στο σύνθετο ευρωπαϊκό θεσμικό περιβάλλον.

Ενεργειακή απειλή

Η Ε.Ε. έχει εισέλθει σε περίοδο ενεργειακής κρίσης, με την Ελλάδα να αποτελεί και σε αυτό το ζήτημα τον αδύναμο κρίκο της Ευρωζώνης.

Οι Ευρωπαίοι εταίροι εμφανίζονται και αυτή τη φορά διχασμένοι, με αποτέλεσμα οι συζητήσεις της απαγορευτικά ακριβής ενέργειας να αναβληθούν για τη Σύνοδο Κορυφής που θα πραγματοποιηθεί στα μέσα Δεκεμβρίου. Όπως είπε η Επίτροπος Ενέργειας, Κάντρι Σίμσον, με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Δεν υπάρχει ένα βραχυπρόθεσμο εργαλείο που να ταιριάζει σε όλα τα κράτη-μέλη, των οποίων το ενεργειακό μίγμα και οι πολιτικές φορολόγησης της ενέργειας διαφέρουν σημαντικά». Έκανε τη μελαγχολική διαπίστωση μετά το Συμβούλιο υπουργών Ενέργειας που πραγματοποιήθηκε, χωρίς αποτέλεσμα, στο Λουξεμβούργο.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστήριξε τη θέση ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι η κερδοσκοπία στην αγορά άνθρακα έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην αύξηση της τιμής του ρεύματος. Κατά την άποψη των Επιτρόπων, η μεγάλη αύξηση των τιμών οφείλεται στην ανάκαμψη και στη διεθνή συγκυρία και όχι στον τρόπο λειτουργίας της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας ή στις πολιτικές της Ε.Ε. για το κλίμα.

Η Γερμανία, η Ολλανδία και άλλα επτά κράτη-μέλη εκφράζουν επίσημα την αντίθεσή τους στην αναμόρφωση της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας και σε οποιεσδήποτε «βιαστικές» κινήσεις.

Η ευρωπαϊκή ακινησία στο ενεργειακό δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα στην ελληνική οικονομία. Συνδυάζουμε την έλλειψη διεθνούς ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας μας με το εξαιρετικά υψηλό ενεργειακό κόστος και με τη στρεβλή –αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα– οργάνωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Η ΔΕΗ έστειλε ήδη ειδοποιήσεις στις βιομηχανικές επιχειρήσεις για αλλαγή των συμβάσεων προμήθειας και την εισαγωγή ρήτρας χονδρεμπορικής αγοράς από 1ης Δεκεμβρίου.

Η κίνηση της ΔΕΗ θεωρείται αναγκαία με τον τρόπο που λειτουργεί η αγορά για την προάσπιση των καλώς εννοούμενων συμφερόντων της, προκαλεί όμως τεράστιες επιβαρύνσεις. Η μέση χονδρεμπορική τιμή του Οκτωβρίου διαμορφώνεται γύρω στα 200 ευρώ/MWh , ενώ είναι πιθανό να παραμείνει σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα για αρκετούς μήνες. Αυτό σημαίνει ότι το ενεργειακό κόστος για πολλές βιομηχανικές επιχειρήσεις μπορεί να τριπλασιαστεί ή και να αυξηθεί ακόμη παραπάνω.

Η μέση χονδρεμπορική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφώνεται αρκετές ημέρες στην Ελλάδα σε διπλάσια ή τριπλάσια επίπεδα απ’ ό,τι στη Γερμανία. Είναι φανερό ότι σε αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ενίσχυση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων ή για οικονομική σύγκλιση της Ελλάδας με την Ε.Ε.

Εκφράζεται η άποψη, χαρακτηριστικά τα σχετικά ρεπορτάζ της Καθημερινής, ότι στην Ελλάδα έχουμε και πρόβλημα οργάνωσης του χρηματιστηρίου ενέργειας. Όπως επισημαίνεται: «Η διαπραγμάτευση του συνόλου της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας πραγματοποιείται μέσω της ημερήσιας χονδρεμπορικής αγοράς, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές αγορές, στις οποίες το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς λειτουργεί μέσω διμερών συμβολαίων με κλειδωμένες τιμές που αντισταθμίζουν τον κίνδυνο στην περίπτωση αύξησης των τιμών για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες».

Όπως και να ‘χει, η πρώτη ενεργειακή κρίση που εκδηλώθηκε στην Ε.Ε. κατά την περίοδο της λεγόμενης πράσινης μετάβασης χτυπάει την ελληνική οικονομία πολύ πιο σκληρά απ’ ό,τι τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Η ευρωπαϊκή ακινησία στο ενεργειακό μάς υποχρεώνει σε δυναμικές πρωτοβουλίες, σε εθνικό επίπεδο, οι οποίες όμως δεν διαφαίνονται στον οικονομικό και πολιτικό ορίζοντα.

Το ζήτημα του πληθωρισμού

Ο πολλαπλασιασμός του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία και τις επιχειρήσεις συνδυάζεται με μεγάλη αύξηση στις τιμές των πρώτων υλών και πολλαπλασιασμό του κόστους των διεθνών μεταφορών. Υπάρχουν βιομηχανίες και επιχειρήσεις που έχουν επιβαρυνθεί, σε ό,τι αφορά το κόστος παραγωγής ή λειτουργίας, με 20%-40%. Πολλές από αυτές δεν αντέχουν την επιβάρυνση και θα περιορίσουν την παρουσία τους στην ελληνική και διεθνή αγορά κλείνοντας λιγότερες νέες παραγγελίες. Η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με αιτήματα για μείωση της φορολογίας στον λογαριασμό του ρεύματος και ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Ήδη έχουν δεσμευτεί 500 εκ. ευρώ για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, χρειάζονται όμως πολλά περισσότερα. Το κυριότερο, οποιαδήποτε κυβερνητική-κρατική παρέμβαση, δεν μπορεί να εξαφανίσει τις επιβαρύνσεις από τις διεθνείς αυξήσεις και τη δυσλειτουργία της αγοράς ενέργειας.

Οι ειδικοί του ΙΟΒΕ δεν αναμένουν τους επόμενους μήνες αποκλιμάκωση του ενεργειακού κόστους, ενώ θεωρούν πιθανή μια νέα μικρή άνοδό του το επόμενο έτος.

Προς το παρόν, η αύξηση των τιμών της ενέργειας και των καυσίμων προσθέτει 0,5% στον ελληνικό πληθωρισμό. Η επιβάρυνση είναι χαμηλότερη απ’ ό,τι σε άλλες χώρες της Ε.Ε. και ο ελληνικός πληθωρισμός παραμένει εξαιρετικά χαμηλός, αν σκεφτούμε ότι στις ΗΠΑ έχει ξεπεράσει το 5% και στη Γερμανία βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο της εικοσαετίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ΙΟΒΕ προβλέπει πληθωρισμό μόλις 0,6%-0,8% για το 2021. Το πρόβλημα βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά εισοδήματα που δεν αντέχουν την επιστροφή του πληθωρισμού και στην ελληνική βιομηχανία και σε διάφορες επιχειρήσεις που δεν αντέχουν την αύξηση του κόστους κατά 20%-40% εξαιτίας του συνδυασμού διαφόρων παραγόντων.