Στασιμοπληθωρισμός με ισχυρό ευρώ - Free Sunday
Στασιμοπληθωρισμός με ισχυρό ευρώ
Η οικονομία μπροστά σε νέου τύπου προκλήσεις

Στασιμοπληθωρισμός με ισχυρό ευρώ

Η ελληνική οικονομία ακολουθεί μία πορεία επιδείνωσης η οποία, αν δεν ανακοπεί, μπορεί να οδηγήσει σε έναν νέο κύκλο αυτοτροφοδοτούμενης κρίσης.

Αντιμετωπίζουμε προκλήσεις νέου τύπου και χρειάζεται μια νέα οικονομική στρατηγική στο ύψος των περιστάσεων.

Στασιμότητα και ακρίβεια

Τον Φεβρουάριο ο ετήσιος πληθωρισμός έφτασε το 7,2%, το οποίο είναι ρεκόρ 25ετίας. Ο πληθωρισμός που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι Έλληνες είναι πολύ υψηλότερος εξαιτίας της σύνθεσης του δείκτη τιμών καταναλωτή. Για παράδειγμα, το κόστος για τη στέγαση –που περιλαμβάνει ενοίκιο και θέρμανση– παρουσιάζει αύξηση της τάξης του 25%, η οποία ρίχνει το ήδη χαμηλό πραγματικό εισόδημα μη προνομιούχων και φτωχών συμπολιτών μας.

Το ρεκόρ 25ετίας στον πληθωρισμό σημαίνει ότι ποτέ δεν είχαμε τόσο υψηλό πληθωρισμό κατά τη διάρκεια της συμμετοχής μας στην Ευρωζώνη. Το ισχυρό ευρώ –το οποίο θα μας προστάτευε από την ακρίβεια– αποδεικνύεται αδύναμο μπροστά στα προβλήματα των εφοδιαστικών αλυσίδων, το κόστος της πράσινης μετάβασης, τη νέα ενεργειακή κρίση και τις συνέπειες της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη είναι ήδη στο 5,8% και πολλοί αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μπορεί να φτάσει στο 7% στη διάρκεια του 2022. Με τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ να είναι ήδη πάνω από το 8% και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να έχει ανοίξει έναν κύκλο καθυστερημένης αύξησης των επιτοκίων σε μια προσπάθεια να τον ελέγξει, η ακρίβεια δείχνει να έχει εξασφαλισμένο μέλλον στην Ε.Ε. και ειδικά στην Ελλάδα.

Οι οικονομικές δυσλειτουργίες και η κρίση που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία οδηγούν στο σταδιακό «ψαλίδισμα» των προγνώσεων για την οικονομική ανάπτυξη. Η πάντα αισιόδοξη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) εκτιμά πως η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη θα επιβραδυνθεί, αλλά δεν θα ανακοπεί. Η νέα της εκτίμηση είναι για ανάπτυξη 3,7% στην Ευρωζώνη για το 2022, με την προηγούμενη πρόγνωση στο 4,2%.

Απ’ την πλευρά του, το ΔΝΤ εκτιμά ότι η κρίση στην Ουκρανία θα αφαιρέσει μία μονάδα από την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας.

Το «ψαλίδισμα» των αναπτυξιακών στόχων έχει φτάσει και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με δημοσίευμα της έγκυρης «Ναυτεμπορικής», η κυβέρνηση προχωράει σε εσπευσμένη αναθεώρηση του προϋπολογισμού με τον πληθωρισμό να φτάνει μέχρι το 7% από… 0,8% που ήταν η πρόγνωση για το 2022 πριν από τρεις μήνες και την ανάπτυξη να περιορίζεται σε ένα εξαιρετικά ικανοποιητικό 3,5%-4%. Πριν από λίγους μήνες, η κυβέρνηση εκτιμούσε ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μπορούσε να ξεπεράσει το 2022 και το 5%.

Πιο συγκρατημένο το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής προβλέπει, ανάλογα με το σενάριο, ανάπτυξη 2,2%-2,7%.

Το Ουκρανικό έχει διάρκεια

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σενάρια του οίκου Moody’s για την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία.

Ο διεθνής οίκος δίνει πιθανότητες 55% σε μία ταχεία επίλυση με κατάπαυση του πυρός και κάποιου είδους ειρήνευση. Σε αυτή την περίπτωση εκτιμά ότι το πετρέλαιο θα κινηθεί γύρω στα 110 δολάρια το βαρέλι, το φυσικό αέριο θα είναι πιο ακριβό με 35 δολάρια ανά εκατομμύριο BTU και θα υπάρξει βραχυπρόθεσμη στροφή στο επίσης εξαιρετικά ακριβό LNG (Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο), σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η ενεργειακή εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Το βασικό σενάριο του Moody’s συμπληρώνεται από ένα θετικό σενάριο, με πιθανότητες πραγματοποίησης μόλις 15%, με τον Πούτιν να αλλάζει στάση και να ανοίγει ο δρόμος για μια ευρύτερη συνεννόηση.

Υπάρχει όμως και το κακό σενάριο μιας μακροχρόνιας σύγκρουσης με τα ρωσικά στρατεύματα να καταλαμβάνουν το Κίεβο, να επιβάλουν ένα ελεγχόμενο από αυτούς κατοχικό καθεστώς και να αναπτύσσονται οι δυνάμεις της αντίστασης. Με βάση αυτό το σενάριο, στο οποίο ο οίκος Moody’s δίνει πιθανότητες πραγματοποίησης 30%, η τιμή του πετρελαίου θα φτάσει τα 150 δολάρια το βαρέλι και το φυσικό αέριο θα κοστίζει 50 δολάρια ανά εκατομμύριο BTU.

Δεν θεωρώ ιδιαίτερα αξιόπιστες τις οικονομικές, πολιτικές εκτιμήσεις των διεθνών οίκων αξιολόγησης, γιατί έχουν την τάση να εκτιμούν τα γεγονότα και την προοπτική με βάση την κερδοφορία τους.

Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία, όποιο σενάριο και να πραγματοποιηθεί, ότι η διεθνής οικονομία έχει μπροστά της μία περίοδο πληθωρισμού και συμπίεσης διαθέσιμου εισοδήματος. Αν προσθέσουμε και τη σταδιακή αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες, προκειμένου να ελεγχθεί ο πληθωρισμός, φτάνουμε σε ένα σενάριο οικονομικής στασιμότητας ή και ύφεσης με υψηλό πληθωρισμό.

Ο στασιμοπληθωρισμός που νομίζαμε ότι τον είχαμε αφήσει οριστικά πίσω μας είναι ξανά μπροστά μας, με μία βασική διαφορά. Σημειώνεται με την Ελλάδα να έχει πλέον ισχυρό νόμισμα, γεγονός που δεν της επιτρέπει να αξιοποιήσει τις ευκολίες του παρελθόντος, όπως ήταν η διολίσθηση ή και η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.

Κίνδυνος αδιεξόδου

Η συμμετοχή μου στην Επιτροπή Ασφάλειας και Άμυνας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μού επιτρέπει να έχω συνολική εικόνα για τις εξελίξεις. Λίγες ώρες πριν από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ήμουν σε αποστολή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε Εσθονία και Λιθουανία, ενώ μόνο στη διάρκεια των τελευταίων ημερών συντονιστήκαμε με Βρετανούς κοινοβουλευτικούς για κοινή αντιμετώπιση της κρίσης, πληροφορηθήκαμε λεπτομερειακά για τις εξελίξεις στη Μολδαβία από στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που οργανώνουν την υποδοχή προσφύγων από την Ουκρανία και συζητήσαμε με τον υπουργό Άμυνας της Ουκρανίας την πορεία του πολέμου και το πώς θα μπορούσαμε να ενισχύσουμε την πολιτική και στρατιωτική υποστήριξή μας στην Ουκρανία.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγω είναι ότι όποια και να είναι η πορεία των στρατιωτικών επιχειρήσεων, η ουκρανική κρίση θα είναι μαζί μας για πολλά χρόνια.

Τα ρωσικά στρατεύματα δεν πέτυχαν τον στόχο του κεραυνοβόλου πολέμου –κατά τα χιτλερικά πρότυπα–, προωθούν όμως τις θέσεις τους και είναι φανερό ότι η Ρωσία θα «καταπιεί» με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μεγάλο μέρος των εδαφών της Ουκρανίας, ιδιαίτερα αυτών που εξασφαλίζουν έξοδο στη Μαύρη Θάλασσα.

Η κυβέρνηση της Ουκρανίας ή θα δεχθεί μία ταπεινωτική συμβιβαστική λύση, με αποτέλεσμα να αυτοκαταργηθεί, ή θα συνεχίσει έναν ηρωικό αγώνα ο οποίος όμως μπορεί να φέρει θετικό για την Ουκρανία αποτέλεσμα μόνο σε βάθος χρόνου.

Επομένως, η ουκρανική κρίση και οι σχετικές οικονομικές και διεθνοπολιτικές αναταράξεις έχουν εξασφαλισμένο μέλλον.

Θεωρώ πάντως ότι και η διεθνής οικονομία μπορεί να λειτουργήσει, με μία μερική παράκαμψη της ρωσικής οικονομίας, αρκετά αποτελεσματικά. Το ειδικό βάρος της ρωσικής οικονομίας στην παγκόσμια οικονομία δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό, συγκρίνεται με αυτό της Ιταλίας. Αν εξαιρέσουμε την ενέργεια, όπου η Ρωσία έχει –με ευθύνη των Ευρωπαίων– δεσπόζουσα θέση στην ευρωπαϊκή αγορά, όλα τα άλλα αντιμετωπίζονται χωρίς υπερβολικό κόστος.

Εκτιμώ, λοιπόν, ότι η ουκρανική κρίση θα είναι μαζί μας για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τον Πούτιν να επενδύει στην αποσταθεροποίηση και στο χάος και τους Ουκρανούς να οραματίζονται αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος της Ρωσίας.

Μετά από ένα διάστημα αρκετών μηνών θα ομαλοποιηθεί η κατάσταση στις διεθνείς αγορές, ενώ οι εθνικές οικονομίες θα αφομοιώσουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τις αναπόφευκτες σημαντικές επιβαρύνσεις από το υψηλότερο κόστος της ενέργειας μέχρι τη σημαντική αύξηση των αμυντικών δαπανών.

Το πρόβλημα της Ελλάδας

Αυτή η νέα περίοδος προσαρμογής –με χαρακτηριστικά στασιμοπληθωρισμού για την Ευρωζώνη– θα είναι ιδιαίτερα δύσκολη για την ελληνική οικονομία. Συνδυάζονται διάφοροι αρνητικοί παράγοντες για να κάνουν την προοπτική γκρίζα ή και σκοτεινή.

Η βασική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας έχει σχέση με τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της. Τα στοιχεία δείχνουν εφιαλτικά. Το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε κατά 35% το 2021 σε σχέση με το 2020 και σχεδόν 100% τον Ιανουάριο του 2022 σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2021.

Παράλληλα, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών περίπου τετραπλασιάστηκε, από 2,7 δισ. το 2019 σε 10,6 δισ. ευρώ το 2021.

Επί δραχμής θα προχωρούσαμε πρώτα σε μία επιθετική διολίσθηση του εθνικού νομίσματος και στη συνέχεια σε μία ανταγωνιστική υποτίμηση για να ενισχυθεί η διεθνής θέση της οικονομίας μας. Παράλληλα, θα υπήρχαν αντισταθμιστικές δραχμικές αυξήσεις για να περιοριστεί κάπως η ζημιά στο πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών.

Με την Ελλάδα στην Ευρωζώνη δεν υπάρχει δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος. Επομένως, θα πρέπει να ενισχύσουμε τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας με άλλα μέσα, όπως οι νέου τύπου βιομηχανικές επενδύσεις και η αναδιάρθρωση του παραγωγικού δυναμικού, τα οποία φαίνεται να ξεπερνούν τις δυνατότητες του πολιτικού και οικονομικού μας συστήματος.

Με στασιμοπληθωρισμό με ισχυρό ευρώ δεν υπάρχουν και οι δυνατότητες συγκράτησης της πτώσης του πραγματικού εισοδήματος που είχαμε κατά το παρελθόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, προτίμησε να αναβάλει την αναγκαία αύξηση του κατώτατου μισθού. Με αυτή την επιλογή έκανε πιο δύσκολο τον χειμώνα για τα νοικοκυριά και ειδικά για τους μη προνομιούχους και φτωχούς συμπολίτες μας, αλλά κέρδισε κάποιους πόντους σε ό,τι αφορά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Οι εισοδηματικές αυξήσεις, αν και εντελώς αναγκαίες από κοινωνική άποψη, είναι βέβαιο ότι θα λειτουργήσουν πληθωριστικά σε μια οικονομία με τόσα διαρθρωτικά προβλήματα και θα ρίξουν κι άλλο την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να έχουμε νέα διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος και του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Μόνο ένα τουριστικό ρεκόρ ανάλογο με εκείνο του 2019 μπορεί να προσφέρει ανάσα στην ελληνική οικονομία, για να πάει με κάπως ανεκτούς όρους στο φθινόπωρο και στον χειμώνα του 2022-2023. Όμως ο κύκλος οικονομικής αποτυχίας και τουριστικής επιτυχίας, στον έναν ή στον άλλον βαθμό, δεν οδηγεί πουθενά. Απλά ανακουφίζει κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου επαγγελματικά και κοινωνικά στρώματα και εξασφαλίζει κάποια περιθώρια ελιγμών στην κυβέρνηση.

Χαμένη τετραετία

Η ελληνική οικονομία ολοκληρώνει μία ακόμη χαμένη τετραετία. Το τέλος των μνημονίων και η άνοδος του Μητσοτάκη στην εξουσία δημιούργησαν μία υπερβολική, όπως αποδείχθηκε, αισιοδοξία.

Μεσολάβησαν η κρίση της πανδημίας, η νέα ενεργειακή κρίση και η κρίση της Ουκρανίας, για να αναδείξουν τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας μας και τη δυσκολία που έχει για να προσαρμοστεί σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, το οποίο είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικό και σε αρκετές περιπτώσεις επικίνδυνο.

Πάντα θα υπάρχει κάποιου είδους αναταραχή ή και κρίση που θα εξηγεί τη σχετική αποτυχία της ελληνικής οικονομίας. Όμως, η πραγματική εξήγηση πρέπει να αναζητηθεί στα διαρθρωτικά προβλήματα που δεν αντιμετωπίζονται και στα σοβαρά λάθη και παραλείψεις που γίνονται, με βάση μία «δημοσκοπική» διαχείριση χωρίς προοπτική.

Το 2019, χρονιά που μοιράστηκε μεταξύ των κυβερνήσεων Τσίπρα και Μητσοτάκη, είχαμε ανάπτυξη 1,9%. Το 2020 είχαμε πτώση του ΑΕΠ κατά 9%. Το 2021 είχαμε δυναμική ανάκαμψη με αύξηση του ΑΕΠ κατά 8,3%. Αυτό σημαίνει ότι η οικονομία στις αρχές του 2022 είναι περίπου εκεί που την παρέλαβε ο Μητσοτάκης στα μέσα του 2019 με τη σημαντική διαφορά ότι έχουν αυξηθεί επικίνδυνα το χρέος και τα ελλείμματα.

Μέχρι πριν από λίγους μήνες επικρατούσε η άποψη ότι το 2022 θα ήταν χρονιά εκρηκτικής οικονομικής ανάπτυξης που μπορούσε να αλλάξει, προς το καλύτερο, τη δυναμική της οικονομίας.

Αυτή η εκτίμηση έχει ξεπεραστεί από τις αρνητικές εξελίξεις. Εκτιμώ ότι ο κίνδυνος του στασιμοπληθωρισμού είναι εξαιρετικά σοβαρός και πως το Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο δεν έχουν τη δυνατότητα επεξεργασίας της νέας οικονομικής στρατηγικής που έχει ανάγκη η χώρα.

Η τριετία ή τετραετία του Μητσοτάκη θα κλείσει επιβεβαιώνοντας τον αρνητικό κανόνα των τελευταίων σαράντα ετών. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι σταθερά κάτω από το 1%, γεγονός που εξηγεί τη συνεχή πτώση μας στην εσωτερική οικονομική κατάταξη της Ε.Ε. Έχουμε καταντήσει να έχουμε κατά κεφαλήν ΑΕΠ ίσο με τα δύο τρίτα του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Σαράντα χρόνια κράτος-μέλος της Ε.Ε. η Ελλάδα, δεν κατάφερε να φτάσει ή να ξεπεράσει οικονομικά οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος, ενώ την έφτασαν ή την ξεπέρασαν ένα σωρό, από τον Πολωνία μέχρι την Ιρλανδία.

Έλλειψη εφεδρειών

Μέχρι πριν από λίγους μήνες θεωρούσαμε ότι η αναμφισβήτητη επιτυχία του Νότου και της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που είναι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, θα λειτουργούσε σαν καταλύτης της ανάπτυξης και θα μας έβγαζε από την εξαιρετικά δύσκολη θέση.

Όσο σημαντικό και να είναι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, δεν αρκεί για να μας βγάλει από την κρίση, ενώ οι γνώριμες δυσλειτουργίες του πολιτικού και οικονομικού συστήματος μπορεί να περιορίσουν την αποτελεσματικότητά του.

Όπως το θέλει η κακή παράδοση των τελευταίων πενήντα ετών, η ελληνική κυβέρνηση αιφνιδιάστηκε από μία ακόμη ενεργειακή κρίση. Δεν είχε προχωρήσει στις αναγκαίες αλλαγές στον ενεργειακό τομέα, ενώ έκανε ένα σοβαρό λάθος προχωρώντας σε μία πρόωρη και πρόχειρη απολιγνιτοποίηση, με ταυτόχρονη αύξηση της εξάρτησής μας από το εισαγόμενο φυσικό αέριο.

Το ενεργειακό μετατράπηκε έτσι σε πέτρα στον λαιμό της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με τον διεθνή οίκο Wood, το ενεργειακό κόστος μπορεί να φτάσει στην Ελλάδα το 2022 στο 11,9% του ΑΕΠ.

Το 2020, οπότε η ύφεση που είχε προκαλέσει η πανδημία είχε ρίξει τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, το ενεργειακό κόστος είχε περιοριστεί στο 3% του ΑΕΠ.

Το 2019, μια πιο αντιπροσωπευτική χρονιά, το ενεργειακό κόστος ήταν –σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του οίκου Wood– στην Ελλάδα 4,5% του ΑΕΠ. Μεταξύ του αντιπροσωπευτικού 2019 και του εξαιρετικά προβληματικού 2022 θα έχουμε μία επιβάρυνση στο ενεργειακό μας κόστος της τάξης του 7,4% του ΑΕΠ.

Είναι φανερό ότι αυτή η δραματική επιδείνωση επηρεάζει άμεσα την κατάσταση και την προοπτική της ελληνικής οικονομίας. Η κυβέρνηση συνέβαλε στην αύξηση του ενεργειακού κόστους μεγαλώνοντας την εξάρτηση από το εισαγόμενο φυσικό αέριο, ικανοποιώντας το πανίσχυρο λόμπι του φυσικού αερίου που έχει άμεση πρόσβαση στο Μαξίμου και στην οικογένεια Μητσοτάκη και αφήνοντας το φυσικό αέριο να καθορίσει, μέσω του προβληματικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας, τις τιμές της χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας.

Το αποτέλεσμα είναι τραγικό. Η Ελλάδα έχει κατά διαστήματα την υψηλότερη τιμή χονδρικής στην ηλεκτρική ενέργεια στην Ε.Ε. και οι εταιρείες του κλάδου βγάζουν υπερκέρδη, που κατά την εκτίμηση της αντιπολιτευόμενης «Εφημερίδας των Συντακτών» μπορεί να φτάνουν τα 2 δισ. ευρώ.

Ανεξάρτητα από την ακρίβεια των υπολογισμών, είναι γεγονός ότι οι επιλογές της κυβέρνησης αύξησαν ακόμη περισσότερο τα ενεργειακά μας βάρη και οδήγησαν σε μία απαράδεκτη κατάσταση. Από τη μία έχουμε εταιρείες που αντλούν τεράστια υπερκέρδη και τη δημιουργία ολιγαρχών που βρίσκονται κοντά στην κυβέρνηση. Από την άλλη έχουμε νοικοκυριά που δεν τα βγάζουν πέρα με τον λογαριασμό του ηλεκτρικού, ελευθέρους επαγγελματίες και μικρομεσαίους που δεν αντέχουν τις επιβαρύνσεις, τη βιομηχανία που χάνει αγορές εξαιτίας του ολοένα αυξανόμενου ενεργειακού κόστους.

Το πρόβλημα είναι τεράστιο, με μεγαλύτερες οικονομικές διαστάσεις απ’ ό,τι οι επιδοτήσεις και τα δάνεια του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, που είναι της τάξης των 5-6 δισ. τον χρόνο.

Το χειρότερο είναι ότι το λόμπι του φυσικού αερίου έχει αρχίσει να ρίχνει βαριά τη σκιά του και πάνω από την κατανομή των κονδυλίων και των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ.

Ουσιαστικά, πρόκειται για δύο ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους που επωφελήθηκαν από τη στροφή Μητσοτάκη υπέρ του φυσικού αερίου, αντλούν υπερκέρδη από τον προσδιορισμό της χονδρικής τιμής της ενέργειας με βάση το φυσικό αέριο, κυριαρχούν στα δημόσια έργα και στις Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) και είναι οι μεγάλοι ωφελημένοι από τις ολοένα αυξανόμενες απευθείας αναθέσεις που πραγματοποιεί η κυβέρνηση.

Με την εντυπωσιακή εύνοια υπέρ των δύο επιχειρηματικών ομίλων δημιουργείται ένα αναπτυξιακό, χρηματοδοτικό μπλοκάρισμα εφόσον –ιδιαίτερα ο πιο ευνοημένος από τους δύο– δεν έχουν τη δυνατότητα να προωθήσουν έγκαιρα τόσα έργα μαζί. Οι άλλες εταιρείες του κλάδου περιορίζονται αναγκαστικά σε ρόλο υπεργολάβων, ενώ δημιουργούνται και επιχειρηματικές αντιπαλότητες που θεωρείται αναπόφευκτο ότι θα απασχολήσουν σύντομα και τις Βρυξέλλες. Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά την έκρηξη του κόστους στις κατασκευές, η οποία κάνει ακόμη πιο δύσκολη την έγκαιρη χρηματοδότηση και εκτέλεση των έργων, αντιλαμβανόμαστε ότι το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, όσο σημαντικά και να είναι, δεν αρκούν για να αντιμετωπιστεί η οικονομική επιδείνωση.