Taxibeat vs Uber: Πού μοιάζουν, πού διαφέρουν - Free Sunday
Taxibeat vs Uber: Πού μοιάζουν, πού διαφέρουν

Taxibeat vs Uber: Πού μοιάζουν, πού διαφέρουν

Η συζήτηση ή μάλλον οι αντιδράσεις που προκάλεσε το προσχέδιο νόμου του υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών σχετικά με τις πλατφόρμες διαμεσολάβησης για τα ταξί έφερε στην επιφάνεια, εκτός από το ζήτημα της επίδρασης της τεχνολογίας στην καθημερινότητά μας, μια σειρά ερωτήματα.

Τα περισσότερα από αυτά αφορούσαν το τι είναι και τι ακριβώς κάνει η εταιρεία Beat (γνωστότερη μέχρι πρόσφατα ως Taxibeat), αλλά και ποια σχέση μπορεί να έχει με μια άλλη πλατφόρμα, την Uber, η οποία σταδιακά μπαίνει κι αυτή στη ζωή μας.

Αν κάποιος θελήσει να γενικεύσει, μπορεί να πει ότι Beat και Uber είναι σχεδόν ταυτόσημες: δύο ηλεκτρονικές εφαρμογές διαμεσολάβησης για μεταφορές και μετακινήσεις ή, για να το πούμε πιο απλά, δύο εφαρμογές που φέρνουν σε επαφή ανθρώπους που επιθυμούν να πάνε κάπου και ανθρώπους που μπορούν να τους μεταφέρουν.

Ωστόσο, πέρα από αυτή τη βασική ομοιότητα, Beat και Uber διακρίνονται από τεράστιες διαφορές, καθώς η πρώτη «πατά» πάνω στις υφιστάμενες υποδομές και νομικό πλαίσιο, ενώ η άλλη ουσιαστικά δημιουργεί νέα δεδομένα σε αυτό που χοντρικά μπορούμε να ονομάσουμε «αγορά ταξί».

Η «δική μας» Beat

Το Beat (τέως Taxibeat) γεννήθηκε το 2011, εν μέσω κρίσης, από την... δυσκολία του δημιουργού και CEO της επιχείρησης Νίκου Δρανδάκη να βρει ταξί για να μετακινηθεί. Ο κ. Δρανδάκης συνειδητοποίησε ότι τα smartphones, πλέον, χρησιμοποιούνται από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού και ότι οι υπηρεσίες GPS που παρέχουν είναι όλο και καλύτερες. Έτσι, έφτιαξε μια εφαρμογή (application ή app) για τα πιο διαδεδομένα λειτουργικά συστήματα smartphones μέσω της οποίας ο πελάτης του ταξί θα μπορούσε να δει ποιοι επαγγελματίες οδηγοί ταξί βρίσκονται στην περιοχή του και ποιος από αυτούς θα τον εξυπηρετούσε για τη διαδρομή που θέλει να κάνει.
Στην ουσία, το Taxibeat, μία από τις πρώτες τέτοιες πλατφόρμες, απευθύνθηκε και στα δύο... συμβαλλόμενα μέρη: ο πελάτης μέσω της εφαρμογής έβρισκε εύκολα και γρήγορα, με την απλή ενεργοποίηση της εφαρμογής στο κινητό του τηλέφωνο, ταξί και οι επαγγελματίες οδηγοί ταξί που ήταν εγγεγραμμένοι στην πλατφόρμα διασφάλιζαν εργασία σε περίοδο κρίσης.
Σταδιακά η χρήση του Taxibeat επεκτάθηκε και σήμερα με αυτό συνεργάζονται περίπου 8.000 οδηγοί ταξί και δεκάδες χιλιάδες πελάτες στην Αθήνα και (λιγότεροι, σύμφωνα με τον κ. Δρανδάκη) στη Θεσσαλονίκη, ενώ η εφαρμογή άρχισε να εξαπλώνεται και στο εξωτερικό.
Μια ιδιαιτερότητα της εφαρμογής είναι ότι οι πελάτες έχουν τη δυνατότητα να αξιολογούν ηλεκτρονικά τους οδηγούς που τους παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς, ενώ κατά την αναζήτηση ταξί η εφαρμογή εμφανίζει όχι μόνο τα ελεύθερα ταξί αλλά και φωτογραφίες των οδηγών τους, όπως και γενική εικόνα των αξιολογήσεων που αυτοί έχουν λάβει.
Μάλιστα, σε παλαιότερη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ o Νίκος Δρανδάκης είχε σημειώσει χαρακτηριστικά ότι «σε σχέση με τους οδηγούς, οι ανάγκες τούς έκαναν προοδευτικά πιο ανοιχτούς σε νέες ιδέες που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη δουλειά τους και, ναι, έχουν κάνει σημαντικά βήματα για να αναβαθμίσουν τις υπηρεσίες που προσφέρουν».
Πάντως, η τακτική αυτή του Taxibeat, το οποίο πρόσφατα αγοράστηκε από την OneTaxi, θυγατρική του κολοσσού της αυτοκινητοβιομηχανίας Daimler, για το ποσό των 40 εκατ. ευρώ, φαίνεται ότι εξόργισε τον ΣΑΤΑ, το συνδικάτο των ταξιτζήδων στην Αττική, οι οποίοι σε ανάρτησή τους στο Facebook τη συνέκριναν με τις... πόρνες στις βιτρίνες στο Άμστερνταμ.

Η Uber και η gig economy

Από την άλλη πλευρά, η Uber ήταν τέκνο αλλά και ένας πρωτοπόρος της αποκαλούμενης «gig economy» ή «οικονομίας διαμοιρασμού». Στην αρχική της μορφή η Uber ήταν κι αυτή μια εφαρμογή για έξυπνες συσκευές η οποία έπαιζε τον ρόλο του διαμεσολαβητή για υπηρεσίες μεταφορών.
Ωστόσο, σε αντίθεση με την Taxibeat, η οποία απευθύνθηκε σε επαγγελματίες του ταξί, η Uber απευθύνθηκε σε οποιονδήποτε έχει ένα αυτοκίνητο και χρόνο για να εργαστεί ως οδηγός, παρέχοντας υπηρεσίες ταξί. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η Uber εμφανίστηκε το 2009, εν μέσω κρίσης, καθώς η συγκεκριμένη υπηρεσία έδινε τη δυνατότητα συμπληρωματικού ή και «κανονικού» εισοδήματος σε ανθρώπους που είχαν χάσει τη δουλειά τους λόγω της κρίσης.
Αν και αρχικά η Uber φτιάχτηκε για να εξυπηρετεί υπηρεσίες λιμουζίνας, από το 2012 επέτρεψε σε απλούς πολίτες να παρέχουν υπηρεσίες ταξί με τα δικά τους αυτοκίνητα, αφού πρώτα εγγραφούν σε μητρώο της εταιρείας και ελεγχθούν από αυτήν για την ικανότητά τους να οδηγούν, αλλά και για ζητήματα συμπεριφοράς και υγείας.
Σημειώνεται ότι σταδιακά η Uber έχει αρχίσει σε χώρες εκτός ΗΠΑ να συνεργάζεται και με «κανονικά» ταξί, ωστόσο σε πολλές πόλεις του κόσμου –από το Παρίσι και τη Ρώμη μέχρι το Ρίο ντε Τζανέιρο και τη Νέα Υόρκη– οι επαγγελματίες ταξί έχουν κάνει διαδηλώσεις και έχουν εξαπολύσει δριμείες επιθέσεις κατά της εταιρείας, μιλώντας ακόμη και για «πειρατεία», ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις η Uber έχει υποχρεωθεί να συνεργάζεται μόνο με επαγγελματίες οδηγούς ή έχουν τεθεί περιορισμοί στον αριθμό των οδηγών που εργάζονται γι’ αυτήν.