Τα χρέη, βαρίδι για την ελληνική οικονομία - Free Sunday
Τα χρέη, βαρίδι για την ελληνική οικονομία
Αν και υπάρχουν θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία το 2020, τα χρέη απορροφούν το εισόδημα των καταναλωτών.

Τα χρέη, βαρίδι για την ελληνική οικονομία

Παρά τις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2020, οι λογαριασμοί, οι φόροι και τα χρέη θα συνεχίσουν να αποτελούν βραχνά για τα ελληνικά νοικοκυριά, απορροφώντας μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους.

Αποκαλυπτική είναι η έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ), σύμφωνα με την οποία στην Ελλάδα η ιδιωτική κατανάλωση τη διετία 2017-2018 αυξήθηκε 1% ετησίως, για να υποχωρήσει σε 0,2% το εννεάμηνο του 2019, παρά την επιτάχυνση της αύξησης της απασχόλησης στο οκτάμηνο (από 1,7% το 2018 σε 2% το 2019), τις φορολογικές ελαφρύνσεις, την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου, που καθόλου δεν εμπόδισαν τη μείωση της ανεργίας. Ωστόσο, αν και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 5% το α΄ εξάμηνο, η ιδιωτική κατανάλωση περιορίστηκε σε 0,4%.

Όπως αναφέρει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ: «Η αδυναμία της κατανάλωσης των νοικοκυριών να ακολουθήσει την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματός τους οφείλεται, κυρίως, στις υψηλές υποχρεώσεις τους και στις ρυθμίσεις όσων εξ αυτών δεν εξυπηρετούνται υπό την πίεση των κατασχέσεων και πλειστηριασμών. Στα χρόνια της κρίσης, η κάμψη της κατανάλωσης των νοικοκυριών ήταν μονίμως μικρότερη από την κάμψη του διαθέσιμου εισοδήματός τους, γεγονός που απέτρεψε μία ακόμη μεγαλύτερη ύφεση στον πραγματικό τομέα της οικονομίας. Παράλληλα, οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ήταν αρνητικές, εξέλιξη που αποτύπωνε την αδυναμία τους να ανταποκριθούν στις δανειακές, φορολογικές κ.ά. υποχρεώσεις, συμβάλλοντας στο μείζον τραπεζικό πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το 2018 και το α΄ εξάμηνο του 2019 το διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται ταχύτερα της κατανάλωσης. Μάλιστα, είναι πιθανό να έχουμε αντιστροφή των επιπτώσεων: η αύξηση, δηλαδή, του διαθέσιμου εισοδήματος να ωφελεί πλέον λιγότερο τον ρυθμό ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας και περισσότερο το τραπεζικό σύστημα, ως αποτέλεσμα της αποπληρωμής υποχρεώσεων και της αύξησης των καταθέσεων».

Ειδικότερα, από έρευνα που διεξήγαγαν ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων & Λιανικής Πωλήσεως Ελλάδος (ΣΕΛΠΕ) και το Εργαστήριο Ηλεκτρονικού Εμπορίου (ELTRUN) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών προκύπτει ότι το 44% του μηνιαίου εισοδήματος των νοικοκυριών πηγαίνει σε πληρωμές λογαριασμών (ΔΕΚΟ κ.ά.) και φόρων. Επίσης, σύμφωνα με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), περισσότεροι από 1,2 εκατομμύρια φορολογούμενοι έχουν υποστεί κατασχέσεις, ενώ περίπου 1,8 εκατομμύρια οφειλέτες είναι εκτεθειμένοι σε αναγκαστικά μέτρα είσπραξης.

«Από την παραπάνω ανάλυση προκύπτει πως η ιδιωτική κατανάλωση είναι και θα παραμείνει τουλάχιστον και το 2020 δέσμια του βάρους ανειλημμένων χρεών και, συνεπώς, είναι πιθανό να μην μπορεί να επιδράσει με την προσδοκώμενη επεκτατική συνεισφορά της στην ουσιαστική ανάκαμψη της οικονομίας» καταλήγει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.

Ανθεκτική η ελληνική οικονομία

«Η ελληνική οικονομία εμφανίζει αντοχές στις εξωτερικές πιέσεις και διατηρεί φέτος ρυθμό ανάκαμψης ανάλογο με τα επίπεδα του 2018 ή και λίγο μεγαλύτερο» επισημαίνει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, «με βάση τα νέα δεδομένα, που προκάλεσε η πρωτοφανής σε έκταση αναθεώρηση των επιδόσεων του α΄ εξαμήνου του 2019 από την ΕΛΣΤΑΤ (από 1,5% στο 2,1%, ετησίως), καθώς και η αντίστοιχη μεγέθυνση κατά 2,3% το γ΄ τρίμηνο του έτους, αρκεί το ΑΕΠ να αυξηθεί κατά 1,5% το δ΄ τρίμηνο προκειμένου να επιτευχθεί ο επίσημος στόχος για 2% το 2019. Συνεπώς, από τυπική άποψη, η ελληνική οικονομία θα ξεκινήσει με σχετικά καλές προϋποθέσεις την επιδίωξη του υψηλότερου αναπτυξιακού στόχου (2,8%) για το 2020. Από ουσιαστική, ωστόσο, άποψη, η αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας παραμένει ποιοτικά εύθραυστη και εξωτερικά ευάλωτη. Εύθραυστη, γιατί στηρίζεται, κυρίως, στην εξωτερική ζήτηση (εξαγωγές, τουρισμός) και στην επανεκκίνηση των κατασκευών και όχι τόσο στις επενδύσεις ή στην ιδιωτική κατανάλωση, που παραμένουν χωρίς δυναμική. Ευάλωτη, γιατί η διεθνής οικονομική επιβράδυνση συνεχίζεται, παρά τις όψιμες ενδείξεις κάποιας ανακοπής αυτής της τάσης, και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι σταθερά εντείνονται, με υπαρκτό πάντα τον κίνδυνο μιας νέας οικονομικής ύφεσης ή και κρίσης».

Οι προϋποθέσεις

Το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ τονίζει σταθερά πως για τη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας από μια φάση ήπιας ανάκαμψης σε μια φάση αναζήτησης διατηρήσιμης αναπτυξιακής δυναμικής χωρίς αποκλεισμούς απαιτείται η τήρηση τριών προϋποθέσεων: η αύξηση των θέσεων πλήρους απασχόλησης, η υλοποίηση σημαντικού όγκου ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων και, κυρίως, ο μετασχηματισμός του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας μας.

Ωστόσο, όπως σημειώνει, «καμία από αυτές δεν εξελίσσεται ικανοποιητικά ως σήμερα, ώστε οι προσδοκίες ταχείας επιστροφής της οικονομίας και της κοινωνίας σε δυναμική συνοχής και ανάπτυξης να είναι ρεαλιστικές. Βασική αιτία για την κατάσταση αυτή είναι το ότι η ελληνική οικονομία, παρά την προσωρινή ρύθμιση και βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, παραμένει “αιχμάλωτη” στην παγίδα του ιδιωτικού χρέους (και της συνακόλουθης έκθεσης των τραπεζών στον όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων), ενός φαινομένου που έχει παγκόσμια διάσταση».

Η ιδιωτική κατανάλωση

Αναφερόμενο στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το γ΄ τρίμηνο του 2019 (10ο συνεχόμενο) κατά 2,3%, το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ θέτει τα εξής ερωτήματα:

Πόσο στέρεη είναι η ανάκαμψη αυτή του ΑΕΠ, όταν στο εννεάμηνο (2,2%) βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση των καθαρών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών (6,6%) και στη δημόσια κατανάλωση (3%);

Πόσο ποιοτική μπορεί να είναι η εν λόγω ανάκαμψη, όταν η κατανάλωση των νοικοκυριών και οι ακαθάριστες πάγιες επενδύσεις περιορίζονται σε αυξήσεις μόλις 0,2% και 1%, αντίστοιχα, στο εννεάμηνο του 2019;

«Με τα αποτελέσματα του γ΄ τριμήνου και συνολικά του εννεαμήνου του 2019 επιβεβαιώνεται η ανησυχία του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για απουσία δυναμικής ενδογενών μηχανισμών, όπως της ιδιωτικής κατανάλωσης και των παραγωγικών επενδύσεων, με συνέπεια να δημιουργείται ένα πλέγμα δυνητικών εμπλοκών στη μετάβαση της χώρας σε σταθερά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Τα προσκόμματα εντοπίζονται και στους τρεις πυλώνες επεκτατικής δυναμικής (εξαγωγές, επενδύσεις και κατανάλωση)» διαπιστώνει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.