Το «καλό» κράτος και η «κακή» αγορά - Free Sunday
Το «καλό» κράτος και η «κακή» αγορά

Το «καλό» κράτος και η «κακή» αγορά

Η πρόσφατη επίσκεψη του Αμερικανού Προέδρου στην Κούβα έστρεψε την προσοχή μας εκ νέου στην επενδυμένη με μια μυθική αχλή χώρα της Καραϊβικής. Οι ομοιότητες της Κούβας με την Ελλάδα θα έπρεπε να είναι ελάχιστες. Τι κοινό θα μπορούσε να έχει ένα περιχαρακωμένο σοσιαλιστικό έθνος με μια σύγχρονη δυτική δημοκρατία; Η χρήση ενός ακραίου παραδείγματος, ωστόσο, μπορεί να διαφωτίσει κάποιες ιδιαίτερες πλευρές της ελληνικής αντίληψης και να εξακριβώσει το πώς επιτυγχάνεται η «σοσιαλιστική επαγγελία». Στην Κούβα η απόλυτη κυριαρχία του γραφειοκρατικού κράτους στη ζωή των πολιτών και η συντήρηση μιας ισχυρής επιφύλαξης, αν όχι απέχθειας, προς τις νεοφιλελεύθερες θεωρίες και τις παγκόσμιες αγορές αντιτίθενται αποφασιστικά στις κυρίαρχες τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας. Παράλληλα, η επίδραση του συστήματος αυτού στην οικονομική δραστηριότητα των ανθρώπων αναπόφευκτα επηρεάζει και την ψυχοσύνθεση του λαού.

Ιδιαίτερο στοιχείο της αποτελεί η διατήρηση στη συνείδηση του πληθυσμού της έννοιας της επανάστασης. Η οιονεί επανάσταση και η αντίσταση στον ιμπεριαλισμό νομιμοποιούν την εγκαθίδρυση μιας συγκεντρωτικής οικονομίας, αγκιστρωμένης στον κρατικό μηχανισμό. Στον δημόσιο τομέα απασχολείται το 80% των πολιτών, ενώ το υπόλοιπο κομμάτι του εργατικού δυναμικού βιοπορίζεται σε μικρές ιδιωτικές επιχειρήσεις, κυρίως στον τουρισμό και στην εστίαση. Ο ιδιωτικός τομέας επιτράπηκε σχετικά πρόσφατα, σε μια προσπάθεια να αυξηθεί η δραστηριότητα της αγοράς, και είναι το μόνο κομμάτι της οικονομίας το οποίο φορολογείται με συντελεστές από 40% έως 60%, ανάλογα με την περίπτωση. Στην Ελλάδα, λόγω της παράδοσης του εμφυλίου και της σύγχρονης Ιστορίας, υπάρχει μια παραδοσιακή δυσπιστία προς τη Δύση, με την κατηγορία ότι επιβουλεύεται την εθνική κυριαρχία. 

Η εγκαθίδρυση του κρατισμού ήταν ο τρόπος αντίστασης της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή φιλελευθεροποίηση και ο τρόπος με τον οποίο εκφράστηκε η σοσιαλδημοκρατία. Η έννοια του βολικού Δημοσίου το οποίο προσέχει τους εργαζόμενους δομήθηκε ως απάντηση απέναντι στον ανάλγητο και ξενικό κόσμο των εταιρειών. Η επιχειρηματικότητα θεωρείται αναγκαίο κακό, το οποίο συμπληρώνει τη λειτουργία της κοινωνίας και σε περιπτώσεις κρίσης γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος. Η γιγάντωση του Δημοσίου συνεχίζεται από τα κόμματα της Μεταπολίτευσης μέχρι και σήμερα στο όνομα της εξασφάλισης μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης για τους «τυχερούς» οι οποίοι θα διοριστούν και θα αποφύγουν την αβεβαιότητα της ιδιωτικής εργασίας.

Η Κούβα κατάφερε με την ίδια συνταγή να εξαλείψει την ανεργία, διορίζοντας σχεδόν όλο τον πληθυσμό στις δημόσιες υπηρεσίες. Για να επιτευχθούν φυσικά αυτά τα επίπεδα απασχόλησης χορηγούνται μισθοί της τάξης των 50 ευρώ τον μήνα. Το εισόδημα των πολιτών συμπληρώνεται με μια σειρά παροχών, όπως ειδικά χαμηλές τιμές για κάποια τρόφιμα. Τίμημα αυτής της πρακτικής, ωστόσο, αποτελεί η κατάσχεση από τις αρχές του 90% της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Όπως κάθε χώρα η οποία βρίσκεται σε καθεστώς απομόνωσης, η Κούβα δεν μπορεί να επωφεληθεί από τους μηχανισμούς του εμπορίου και της αγοράς για να προσαρμοστούν οι τιμές των προϊόντων στα χαμηλότερα εισοδηματικά δεδομένα, κάτι το οποίο έχει ως αποτέλεσμα τη φτωχοποίηση του πληθυσμού. 

Η αδυναμία της οικονομίας που για χρόνια κάλυπταν οι Σοβιετικοί, το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας καθιστούν τις όποιες εισαγωγές δεδομένων για τη Δύση προϊόντων (τα οποία δεν απαγορεύονται από το εμπάργκο) ασύμφορες. Η ύπαρξη ενός ανώτατου ορίου διαθέσιμων πόρων για τον πληθυσμό κρατά τις τιμές ψηλά, δεδομένης της σταθερής ζήτησης. Στην Ελλάδα τίθεται συχνά η ύπαρξη εθνικού νομίσματος ως όπλου το οποίο θα μπορούσε να διορθώσει μια τέτοια κατάσταση. Οι περιορισμένες συναλλαγματικές ροές, ωστόσο, και η απουσία αντιστοιχίας εισαγωγών-εξαγωγών θα καθιστούσαν την άλογη εκτύπωση χρήματος ανούσια. 

H προκύπτουσα ρευστότητα θα οδηγούσε σε απευθείας αύξηση των τιμών χωρίς κάποια ανάλογη αύξηση στην κατανάλωση, οδηγώντας με μαθηματική βεβαιότητα στην υπερπληθωριστική τρέλα η οποία παρατηρείται, για παράδειγμα, στη Βενεζουέλα. Η κεντρική τράπεζα της Κούβας επιστρατεύει ένα ακόμη όπλο, κρατώντας το εθνικό νόμισμα σε σταθερή ισοτιμία με το δολάριο χάριν της νομισματικής σταθερότητας. Μια ελληνική κυβέρνηση η οποία θα υιοθετούσε τη δραχμή σύντομα θα προσέφευγε στην ίδια λύση για να αποφύγει μια συναλλαγματική τρικυμία η οποία θα εξαφάνιζε τις καταθέσεις των πολιτών διά της υποτίμησης του νομίσματος.

Αθήνα-Αβάνα

Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα, όπου το κράτος ελέγχει σχεδόν το σύνολο του πλούτου, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα να τον διαμοιράσει όπως αυτό κρίνει καλύτερα, οι δυνατότητες των πολιτών για προσωπική εξέλιξη και κοινωνική κινητικότητα είναι από περιορισμένες έως αδύνατες. Η έλλειψη κινήτρων για κάποιου είδους προκοπή, καθώς επίσης και η απουσία ανταμοιβής για την επινοητικότητα και τη βελτίωση της παραγωγικότητας, φέρουν τα σημάδια τους σε διάφορα σημεία της Κούβας. Οι αγορές είναι μονίμως υποτροφοδοτούμενες, με εμφανή την αδυναμία των εργοστασίων να αντεπεξέλθουν στις ανάγκες του πληθυσμού. Αποτέλεσμα αυτού είναι μεγάλες ουρές νωρίς το πρωί για την προμήθεια βασικών αγαθών μπροστά στη θέα άδειων ραφιών. 

Συχνά η χώρα ξεμένει από κάτι απλό, όπως ζυμαρικά ή είδη καθαριότητας, για μέρες ή εβδομάδες. Η Ελλάδα οσμίστηκε μια τέτοια κατάσταση την περίοδο του πανικού των capital controls. Το αδιέξοδο της ελληνικής στάσης εντοπίζεται, ωστόσο, στις καταρρέουσες εθνικές υποδομές, στην «επιχειρηματικότητα του τυροπιτάδικου» και στη γενική απελπισία της παραμένουσας στη χώρα νεολαίας, η οποία με τον καιρό μετατρέπεται σε απάθεια. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά όταν ο νέος ή ο κάθε πολίτης αντιλαμβάνεται το κράτος ως τοπικό άρχοντα ο οποίος χρεώνει προστασία σε όσους θέλουν να δραστηριοποιηθούν στον «χώρο ελέγχου» του.

Καμία ανάλυση, ωστόσο, δεν μπορεί εύκολα να αποδώσει την επίδραση την οποία ασκεί στον ψυχισμό των πολιτών ο δυϊσμός κράτους-οικονομίας. Στην Κούβα, όπου το καθεστώς θεωρείται ότι διαθέτει το αλάθητο, η όποια δυσκολία αποδίδεται σε εξωγενείς παράγοντες οι οποίοι επιβουλεύονται τη χώρα. Αυτό εγκαθιδρύει στην ιδεολογία όλων την απουσία της ανάγκης για υπευθυνότητα και αυτοκριτική. 

Η αποδοχή της μετριότητας ως φυσιολογικής κατάστασης οδηγεί σε αδυναμία στοιχειώδους ανταγωνισμού με άλλα έθνη και στη σύνδεση του χαμηλότερου βιοτικού επιπέδου με το «τίμημα της επανάστασης». Στην Ελλάδα η αδυναμία αποδοχής της αλήθειας έχει κοστίσει σε χρόνο και χρήμα μέσω της συνεχιζόμενης ύφεσης. Για τα δεινά της πατρίδας ευθύνονται τα «αρπακτικά των αγορών», οι κακοί Γερμανοί και η τρόικα. Εδώ εντοπίζεται και η αιτία για την καθυστέρηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, καθότι αυτές αποτελούν έμμεση παραδοχή ότι η προϋπάρχουσα νοοτροπία συνεισέφερε στο σημερινό αδιέξοδο.

Σκοπός, ωστόσο, δεν πρέπει να είναι η δαιμονοποίηση μιας σοσιαλιστικής πορείας με έντονο τον κρατισμό και την επιδίωξη κάποιας αυτάρκειας. Ο μέσος Κουβανός μπορεί να θεωρεί εαυτόν ευτυχισμένο και υπερήφανο. Το σοσιαλιστικό μοντέλο κατάφερε, για παράδειγμα, να διατηρήσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο σε υγεία και παιδεία, καθώς επίσης και πολύ χαμηλά επίπεδα εγκληματικότητας. Πολλοί παλαιότεροι, άλλωστε, ισχυρίζονται ότι όταν η Ελλάδα ήταν φτωχότερη, ο κόσμος ήταν πιο ευτυχισμένος. 

Δεν πρέπει, ωστόσο, να παραγνωρίζεται η παρατηρούμενη τάση των ανθρώπων να εξωραΐζουν το παρελθόν. Παράλληλα, πρέπει να εμπεδωθεί στην αντίληψη της κοινωνίας ότι η αποφυγή της έκθεσης στον διεθνή ανταγωνισμό δεν συνάδει μακροπρόθεσμα με τη διατήρηση των δυτικών ανέσεων μέσω κάποιας απροσδιόριστης μεθόδου. Και είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαίο να μην ντύνονται οι αποτυχίες του έθνους με τον μανδύα της ιδεολογίας, αλλά να γίνονται εφαλτήρια αναγέννησης και δημιουργικότητας.