Παναγιώτης Λιαργκόβας: Οι προβλέψεις του προϋπολογισμού είναι ρεαλιστικές - Free Sunday
Παναγιώτης Λιαργκόβας: Οι προβλέψεις του προϋπολογισμού είναι ρεαλιστικές

Παναγιώτης Λιαργκόβας: Οι προβλέψεις του προϋπολογισμού είναι ρεαλιστικές

Ως ρεαλιστικές χαρακτηρίζει τις προβλέψεις περί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας του προσχεδίου του προϋπολογισμού για το 2020 ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Πρόεδρος του ΔΣ και Επιστημονικός Διεθυντής του ΚΕΠΕ, Παναγιώτης Λιαργκόβας.

Κατ’ αρχάς, ποια είναι τα πρώτα σας σχόλια για το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2020 που παρουσίασε η κυβέρνηση;

Για το 2020, το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού προβλέπει οικονομική μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας κατά 2,8%. Η μεγέθυνση αυτή θα προέλθει από τις αυξήσεις στην ιδιωτική κατανάλωση (+1,8%), τις επενδύσεις (+13,4%) και τις εξαγωγές (+5,1%). Είναι ρεαλιστικές οι προβλέψεις αυτές; Ναι, είναι αρκετά ρεαλιστικές, ίσως αποδειχθούν και συντηρητικές. Η εκτίμησή τους βασίζεται σε δύο βασικά δεδομένα. Πρώτον, ότι το εξωτερικό περιβάλλον παρουσιάζει σημάδια επιδείνωσης. Πράγματι, η γερμανική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση ενώ οι αβεβαιότητες στον εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, δεν έχουν αποκλιμακωθεί. Άρα θα συνεχίσει η διεθνής αβεβαιότητα και μεγάλες οικονομίες θα επηρεαστούν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ενίσχυση της ανάπτυξης δεν μπορεί να προέλθει από το εξωτερικό, όπως συνέβαινε για παράδειγμα το 2018, όπου οι εξαγωγές είχαν σημειώσει αύξηση 8,7%. Το δεύτερο δεδομένο, το οποίο μετριάζει τις προοπτικές ανάπτυξης, είναι οι υψηλοί στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων που κληρονομήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για την υλοποίηση όλων των ελαφρύνσεων που έχει εξαγγείλει ο πρωθυπουργός. Αποτυπώνονται αυτές στο προσχέδιο του προϋπολογισμού;

Ναι, αποτυπώνονται. Μπορεί εύκολα να διαπιστώσει κανείς την αλλαγή της φιλοσοφίας που εμπεριέχει το προσχέδιο προϋπολογισμού του 2020. Ο τερματισμός της υπερφορολόγησης και αποεπένδυσης της ελληνικής οικονομίας σηματοδοτεί μια νέα οικονομική πολιτική με λιγότερη λιτότητα και περισσότερη ανάπτυξη. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων δεν έχουν αλλάξει ακόμη. Αλλά η εξάλειψη των υπερβάσεων αυτών είναι το πρώτο βήμα για τη διεκδίκηση της μείωσης των ίδιων των στόχων, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για την επιτάχυνση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, όπως αναγνωρίζει το ίδιο το προσχέδιο.

Ο προϋπολογισμός προβλέπει ανάπτυξη 2,8% για το 2020. Θεωρείτε ότι είναι εφικτός ο στόχος αυτός;

Θεωρώ ότι είναι εφικτός. Θα προέλθει κυρίως από τις επενδύσεις. Η εντυπωσιακή προβλεπόμενη αύξηση των επενδύσεων κατά 13,4% είναι απολύτως ρεαλιστική αν δει κανείς τους πρόδρομους δείκτες οικονομικής συγκυρίας. Όλοι κινούνται ανοδικά μετά το πρώτο εξάμηνο του 2019, με τον δείκτη οικονομικού κλίματος στις 107,0 μονάδες βάσης στο τρίτο τρίμηνο του έτους, έναντι 100,7 μονάδων στο δεύτερο τρίμηνο. Η ανάκαμψη του όγκου οικοδομικής δραστηριότητας από τον Απρίλιο του 2019, που αντανακλά την αύξηση πραγματικών επενδύσεων σε κατοικίες στο πρώτο εξάμηνο του έτους κατά 13,1% σε ετήσια βάση, υποδηλώνει ότι η στεγαστική αγορά βρίσκεται σε τροχιά εξομάλυνσης παρά τη μειωμένη προσφορά τραπεζικών πιστώσεων. Τέλος, η αύξηση αποθεμάτων στην οικονομία μεταξύ τρίτου τριμήνου 2018 και πρώτου τριμήνου 2019 ευνοεί την περαιτέρω ανάκαμψη των επενδύσεων.

Συνολικά, πιστεύετε ότι η κυβέρνηση θα έχει το δημοσιονομικό χώρο για να υλοποιήσει το σχέδιό της για την οικονομία στη μεταμνημονιακή περίοδο;

Με βάση το προσχέδιο, επιτυγχάνεται το 2020 το συμφωνηθέν πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% και έτσι δεν διακυβεύεται η δημοσιονομική ισορροπία. Υπάρχει όμως μια διαφορά έναντι των προηγούμενων ετών. Στον προϋπολογισμό του 2020, τερματίζεται η πολιτική των υπερ-πλεοανασμάτων, την οποία βιώσαμε την περίοδο 2016-18. Η επίτευξη της δημοσιονομικής ισορροπίας θα βασιστεί στη μεγαλύτερη ανάπτυξη που θα αυξήσει τα φορολογικά έσοδα αλλά και στον εξορθολογισμό των δαπανών που θα προέλθει από την επέκταση της επισκόπησης δαπανών και τη μετάβαση σε προϋπολογισμό προγραμμάτων.

Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση ότι κόβει κάποιες ενισχύσεις που ο ίδιος ως κυβέρνηση έδινε από το υπερ-πλεόνασμα. Το σχόλιό σας;

Με την επιδοματική πολιτική που ακολουθούσε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν θεραπεύονταν τα προβλήματα στη ρίζα τους. Δεν μειώνεις την φτώχεια με το να δώσεις ένα ευρώ, χωρίς να έχεις αναπτύξει μόνιμους θεσμούς κοινωνικής προστασίας. Επιπλέον, τα επιδόματα ήταν προϊόν αφαίμαξης της οικονομίας. Βασίστηκαν σε υπερβάσεις στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων. Για παράδειγμα, η συνολική υπέρβαση στόχων κατά την περίοδο 2016-18 έφτασε τα €11,4 δις. Για να συγκεντρωθεί το ποσό αυτό, υπήρξε υπερφορολόγηση και μείωση του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, δηλαδή επιπλέον λιτότητα που δηλητηρίασε την ελληνική οικονομία, αύξησε τις ανισότητες και την φτώχεια και δημιούργησε πρόσθετες ληξιπρόθεσμες οφειλές των φορολογούμενων προς το δημόσιο συνολικού ύψους €18,1 δις.

Αλήθεια, γιατί, κατά την άποψή σας, οι δανειστές εμμένουν στο ύψος των πλεονασμάτων και δεν αποδέχονται από τώρα τη μείωσή τους;

Όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο πείθονται οι δανειστές ότι η κυβέρνηση είναι προσανατολισμένη στον στόχο της ανάπτυξης. Η αξιοπιστία δεν δημιουργείται ξαφνικά. Χτίζεται μέρα με τη μέρα. Είμαι αισιόδοξος, λοιπόν, ότι μέσα στο 2020 θα διαπραγματευτούν τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων με την ελληνική κυβέρνηση, έχοντας όμως μπροστά τους απτά αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής.

Η ελληνική οικονομία μοιάζει να βγαίνει σταδιακά από την κρίση. Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι προοπτικές της;

Διάφοροι δείκτες (π.χ. ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης) αλλά και η συμπεριφορά των ίδιων των αγορών φανερώνουν ότι τα πράγματα αλλάζουν. Η ελληνική οικονομία σταδιακά βγαίνει από την κρίση. Οι προοπτικές είναι πολύ θετικές παρά την σχετική επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος. Θα μπορούσαμε να δούμε αυτή την επιδείνωση ως μια «ιδιότυπη ευκαιρία»: η χώρα να κάνει ό,τι απαιτείται προκειμένου να εκπέμψει διεθνώς μήνυμα σταθερότητας και προόδου, ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις και να επωφεληθεί ενδεχομένως από πιθανές κεντρικές δράσεις για την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας (πχ ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ), στις οποίες τα προηγούμενα χρόνια απέτυχε να συμμετάσχει.

Πολλοί μιλούν για την ανάγκη ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου για τη χώρα. Υπάρχει κάτι τέτοιο; Και, σε ποιες κατευθύνσεις θεωρείτε ότι θα πρέπει να κινηθεί;

Αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι ένα εξωστρεφές μοντέλο ανάπτυξης. Για να υπάρξει αυτό, χρειάζονται τολμηρές μεταρρυθμίσεις. Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση έχει ήδη επιδείξει τολμηρότητα (π.χ. στη μεταρρύθμιση του κράτους, στην επιβολή του νόμου και της τάξης, στη μείωση της φορολογίας). Κρίνοντας από τις νέες πρωτοβουλίες που παίρνει σχετικά με μεταρρυθμίσεις στην παιδεία (π.χ. νέος νόμος-πλαίσιο για την ανώτατη παιδεία), στο επιχειρείν (π.χ. αναπτυξιακό νομοσχέδιο) και στο φορολογικό πλαίσιο, εκτιμώ ότι παραπάνω τάση θα συνεχιστεί.