Ελ. Συμεωνίδου- Καστανίδου:«Οι νόμοι δεν εφαρμόζονται πάντα σωστά και με ίσους όρους για όλους» - Free Sunday
Ελ. Συμεωνίδου- Καστανίδου:«Οι νόμοι δεν εφαρμόζονται πάντα σωστά και με ίσους όρους για όλους»

Ελ. Συμεωνίδου- Καστανίδου:«Οι νόμοι δεν εφαρμόζονται πάντα σωστά και με ίσους όρους για όλους»

Δεν υπάρχει «αδυναμία» αλλά μόνο «αδιαφορία» σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των νόμων, επισημαίνει στη συνέντευξή της στην F.S. η καθηγήτρια του Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών και κοσμήτορας της Νομικής του ΑΠΘ, Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου. Αν το κράτος αποφασίσει να επέμβει, διαθέτει πολύ ισχυρούς μηχανισμούς «πειθούς», δηλώνει η κ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ενώ εκφράζει την ικανοποίησή της για το ότι οι βασικές αρχές των αλλαγών στον Ποινικό Κώδικα παραμένουν αναλλοίωτες και την ελπίδα της ότι θα υπάρξει διακομματική συνεννόηση με βάθος δεκαετίας στο ζήτημα της σωφρονιστικής πολιτικής. Θεωρεί, δε, επιβεβλημένο να αλλάξει το καθεστώς και η αστυνομία να καθορίζει τη στάση της με γνώμονα τη συνεπή εφαρμογή του νόμου σε κάθε περίπτωση και όχι τις υποδείξεις της πολιτικής της ηγεσίας.

 

Ο Ποινικός Κώδικας αλλάζει ξανά μέσα σε λίγο καιρό. Πόσο ιδεολογική είναι η αξιολόγηση του παράνομου; Πρόκειται περί της αυστηρής Δεξιάς και της επιεικούς Αριστεράς;

Ο νέος Ποινικός Κώδικας είναι το αποτέλεσμα μακράς και επίπονης προσπάθειας θεωρητικών του ποινικού δικαίου, δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων, που εργάστηκαν στο πλαίσιο τεσσάρων διαφορετικών επιτροπών από το 2010 μέχρι σήμερα. Ανθρώπων που, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, εργάστηκαν συλλογικά, με μοναδικό τους μέλημα τη δημιουργία ενός Ποινικού Κώδικα που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απόψεις για την ποινή και τη λειτουργία της και θα σέβεται τις βασικές αρχές του κράτους δικαίου. Νομίζω ότι αυτό έχει επιτευχθεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Πέρα και πάνω από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Γι’ αυτό και βλέπετε ότι οι αλλαγές που υιοθετούνται είναι εντελώς περιφερειακές. Οι βασικές αρχές του Ποινικού Κώδικα παραμένουν αναλλοίωτες και αυτό είναι ένα ελπιδοφόρο μήνυμα.

 

Η κοινωνία δείχνει να πιστεύει ότι οι νόμοι δεν εφαρμόζονται. Είναι μια φλύαρη εντύπωση ή μια βάσιμη πεποίθηση;

Θα έλεγα ότι οι νόμοι δεν εφαρμόζονται στον βαθμό που θα θέλαμε. Δεν εφαρμόζονται πάντα. Δεν εφαρμόζονται με ίσους όρους για όλους. Δεν εφαρμόζονται πάντα σωστά. Αυτό είναι μια πραγματικότητα, που οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να οργανώσει μια σύγχρονη και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση.

 

Ως ένα παράδειγμα αδυναμίας εφαρμογής των νόμων προσφέρεται ο αντικαπνιστικός νόμος. Το επιχείρημα θα το έχετε ακούσει: όταν το κράτος δεν μπορεί να εφαρμόσει τον νόμο για το κάπνισμα, θα τα βάλει με τη «νύχτα»;

Δεν υπάρχει «αδυναμία» εφαρμογής των νόμων, αλλά μόνο «αδιαφορία» σε ό,τι αφορά την εφαρμογή τους. Η αδιαφορία επιτρέπει τη διόγκωση και τον πολλαπλασιασμό των παραβατικών συμπεριφορών. Αν το κράτος αποφασίσει να επέμβει, διαθέτει πολύ ισχυρούς μηχανισμούς «πειθούς».

 

Αν δηλαδή διαπιστωθεί αύξηση σε μια κατηγορία, να αυξάνει τις ποινές ή/και να καταργεί τον ποινικό χαρακτήρα για κάποιες συμπεριφορές που τείνουν να εξαφανιστούν;

Θα ξεκινήσω από το τελευταίο. Το ποινικό δίκαιο πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες κάθε κοινωνίας σε δεδομένη ιστορική στιγμή. Επιπλέον, το ποινικό δίκαιο διαθέτει τις πιο επαχθείς κυρώσεις, με έντονο στιγματιστικό χαρακτήρα, και για τον λόγο αυτόν πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για τις πιο σοβαρές προσβολές των πιο σημαντικών κοινωνικών αγαθών. Όταν, λοιπόν, μια συμπεριφορά παύει να απασχολεί την κοινωνία, το ποινικό δίκαιο ασφαλώς δεν πρέπει να ασχολείται μαζί της.

 

Πρέπει μια κοινωνία να αναπροσαρμόζει την ποινική αξιολόγηση των πράξεων που χαρακτηρίζει παράνομες με βάση τους δείκτες εγκληματικότητας;

H απάντηση είναι σύνθετη. Μέχρι τώρα συνέβαινε αυτό που λέτε. Είναι άλλωστε η πιο εύκολη για κάθε κυβέρνηση λύση: χρειάζεται μόνο μια διάταξη νόμου για να επιβεβαιώσει το ενδιαφέρον της για την αντιμετώπιση του εγκλήματος. Έχει ωστόσο αποδειχθεί ότι οι υψηλές ποινές δεν λειτουργούν κατ’ ανάγκην αποτρεπτικά. Η Ελλάδα λ.χ. είχε μέχρι τον Ιούλιο έναν από τους πιο αυστηρούς Ποινικούς Κώδικες της Ευρώπης –και εξακολουθεί να έχει ένα εξαιρετικά αυστηρό συνονθύλευμα πολύ αυστηρών ειδικών ποινικών νόμων– αλλά αυτό δεν οδήγησε σε μείωση της εγκληματικότητας.

 

Τι επηρεάζει τους δείκτες εγκληματικότητας;

Είναι πολλοί οι παράγοντες που επηρεάζουν τους δείκτες εγκληματικότητας. Πολύ πιο αποτελεσματική για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας είναι μια οργανωμένη και συνεπής πολιτική πρόληψης του εγκλήματος, που στη χώρα μας, δυστυχώς, είναι άγνωστη. Σε διεθνές επίπεδο, άλλωστε, είναι γνωστό ότι η καλύτερη αντεγκληματική πολιτική είναι μια καλή κοινωνική πολιτική, για την οργάνωση της οποίας χρειάζεται, δυστυχώς, πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια απ’ ό,τι η ψήφιση μιας ποινικής διάταξης.

Πολύ πιο αποτελεσματική από τις υψηλές ποινές είναι επίσης η οργάνωση της έκτισής τους με τέτοιον τρόπο ώστε να υποστηρίζεται η κοινωνική επανένταξη και να αποτρέπεται η υποτροπή. Σε διεθνές επίπεδο αυτή τη στιγμή προωθούνται οι λεγόμενες εναλλακτικές ποινές στο πλαίσιο της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, έτσι ώστε στις φυλακές να βρίσκονται τελικά μόνο οι δράστες των πολύ σοβαρών εγκλημάτων.

Καταλήγω, λοιπόν, λέγοντας ότι η αντιμετώπιση του εγκλήματος απαιτεί σοβαρό σχεδιασμό όταν διαπιστώνεται η αύξηση της εγκληματικότητας σε κάποιους τομείς της κοινωνικής μας ζωής.

 

Η αστυνομία άλλες φορές δέχεται κριτική ότι δεν αντιδρά και άλλες ότι υπεραντιδρά. Είναι πρόβλημα εκπαίδευσης ή στρατηγική αποδυνάμωσής της;

Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η αστυνομία καθορίζει τη στάση της ανάλογα με τις υποδείξεις της πολιτικής της ηγεσίας και όχι με γνώμονα τη συνεπή εφαρμογή του νόμου σε κάθε περίπτωση. Αυτό κάποια στιγμή θα πρέπει να αλλάξει. Θα πρέπει να γίνει κοινή συνείδηση ότι το έργο της αστυνομίας είναι μόνο να εφαρμόζει τον νόμο για χάρη της κοινωνίας.

 

Οι εγκληματικές δραστηριότητες με έδρα τις φυλακές, οι πρόωρες αποφυλακίσεις, αλλά και οι άδειες που δεν λήγουν ποτέ, έχουν κλονίσει την εμπιστοσύνη στο σωφρονιστικό σύστημα. Υπάρχει σωφρονισμός στις φυλακές ή πρόκειται για μια διαρκώς ανεκπλήρωτη επαγγελία;

Όπως ήδη φάνηκε από προηγούμενη απάντησή μου, «σωφρονισμός» δεν γινόταν ποτέ στις φυλακές. Αντίθετα, ο συγχρωτισμός των καταδίκων για ήσσονος σημασίας εγκλήματα με βαρυποινίτες και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης –για τις οποίες έχει καταδικαστεί πολλές φορές η χώρα μας από το ΕΔΔΑ– κατέληξαν να θεωρούνται οι φυλακές σχολεία προετοιμασίας έμπειρων εγκληματιών. Χρειάζεται μια άλλη πολιτική. Χρειάζεται σχεδιασμός σε βάθος δεκαετίας και συνεπής εφαρμογή των αποφάσεων που θα ληφθούν, με διακομματική συνεννόηση. Σε αυτό ελπίζω.

 

Πόση κανονικότητα μπορεί να έχουμε όταν η προστασία της ατομικής και της συλλογικής ασφάλειας ανησυχεί την κοινωνία;

Η ασφάλεια είναι σημαντική για κάθε άνθρωπο και κάθε κοινωνία. Και η εξασφάλισή της αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση του κράτους, που διαθέτει όλα τα μέσα και τους μηχανισμούς για την αντιμετώπιση του εγκλήματος. Αυτό που λείπει είναι το μακρόπνοο σχέδιο και η συνεπής εφαρμογή του, χωρίς στρεβλώσεις και ιδεοληψίες. Αξίζει να θυμόμαστε ότι δεν υπάρχει πραγματική ελευθερία χωρίς ασφάλεια, στο πλαίσιο πάντα των αρχών που επιβάλλει η δημοκρατία.