Γρ. Καλφέλης: «Να διερευνηθεί αν χρηματικά ποσά πήγαιναν σε υπουργούς» - Free Sunday
Γρ. Καλφέλης: «Να διερευνηθεί αν χρηματικά ποσά πήγαιναν σε υπουργούς»

Γρ. Καλφέλης: «Να διερευνηθεί αν χρηματικά ποσά πήγαιναν σε υπουργούς»

Την άποψη ότι πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσο από τη μαγνητοταινία που κατέθεσε ο κ. Μιωνής προκύπτουν αξιόποινες πράξεις υπουργών, έτσι ώστε αυτή να μπορέσει να αξιολογηθεί νόμιμα, εκφράζει ο καθηγητής Ποινικής Δικονομίας στο ΑΠΘ Γρηγόρης Καλφέλης.

Παράλληλα, με αφορμή τη δημοσιοποίηση διαλόγων από παρακολουθήσεις της ΕΥΠ, ο κ. Καλφέλης εκφράζει την ανησυχία του, γιατί ο εκάστοτε πρωθυπουργός, ο οποίος προΐσταται της ΕΥΠ, μπορεί, είτε το γνωρίζει είτε δεν το γνωρίζει, με την ανοχή του να επιτρέπει παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων Ελλήνων πολιτών για τους οποίους κάποια σκοτεινά κέντρα εξουσίας αρχίζουν να ενεργοποιούνται. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο, γιατί τομείς της κρατικής οντότητας μένουν αόρατοι και χωρίς δικαστική εποπτεία παραβαίνουν τον νόμο, τονίζει.

 

Υπάρχει το ενδεχόμενο οι ενστάσεις ακυρότητας που έχουν τεθεί από τον κ. Παπαγγελόπουλο να οδηγήσουν σε εμπλοκή αργότερα;

Κάποιες ενστάσεις μπορεί να έχουν μια βασιμότητα. Άλλες, όχι. Για παράδειγμα, ο κ. Παπαγγελόπουλος καλείται να δώσει εξηγήσεις ως ύποπτος. Με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), πρέπει να έχει πέντε μέρες για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του. Δεν κατάλαβα για ποιον λόγο η επιτροπή της Βουλής τού αρνήθηκε το πενθήμερο. Δεν νομίζω πάντως ότι από αυτόν τον λόγο θα οδηγηθούμε σε μια ναρκοθέτηση της διαδικασίας, αλλά βλέπω ότι υπάρχουν απ’ όλες τις πλευρές πολιτικές σκοπιμότητες και η όλη διαδικασία δεν προωθείται με ακραιφνώς δικονομικά χαρακτηριστικά.

 

Τη νομιμότητα και τη βασιμότητα των ενστάσεων ποιος θα την κρίνει;

Εδώ υπάρχει ένα δικονομικό πρόβλημα. Ο νέος ΚΠΔ προβλέπει ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών αποφασίζει για οποιαδήποτε διαφωνία που εγείρεται στην προκαταρκτική εξέταση. Στην κοινοβουλευτική προκαταρκτική εξέταση εφαρμόζεται ο ΚΠΔ, εφόσον δεν υπάρχει αντίστοιχη ρύθμιση. Από κάποιους έχει προταθεί το Δικαστικό Συμβούλιο για την επίλυση τέτοιων ζητημάτων. Το Δικαστικό Συμβούλιο προβλέπεται από τον νόμο ευθύνης υπουργών και θα συγκροτηθεί μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής, για να αποφασίσει για την παραπομπή ή την απαλλαγή των κατηγορουμένων. Αυτή είναι η μόνη εξουσία που έχει.

 

Αν δηλαδή ο κ. Παπαγγελόπουλος θελήσει να προσβάλει τη διαδικασία μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής, πού θα απευθυνθεί;

Η μόνη δυνατότητα που υπάρχει είναι να αποφασίσει η ίδια η Προκαταρκτική Επιτροπή, διότι άλλο όργανο δεν υπάρχει. Μπορεί όμως να θέσει αυτές τις ακυρότητες και στο Δικαστικό Συμβούλιο αργότερα, όταν συγκροτηθεί, αλλά, όπως σας είπα, η μόνη λειτουργική εξουσία που έχει είναι για την παραπομπή ή την απαλλαγή των κατηγορουμένων. Όμως, ενόψει του κενού που υπάρχει και από τη στιγμή που ο νομοθέτης προβλέπει ότι όλες οι ακυρότητες μπορούν να προταθούν μέχρι το αμετάκλητο της παραπομπής, αν θέλει το Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί ερμηνευτικά να αποδεχτεί ότι μπορεί να αποφανθεί και για τις ακυρότητες. Όμως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών δεν το προβλέπει.

 

Μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την αμερόληπτη δικανική κρίση μιας επιτροπής η οποία απαρτίζεται από στελέχη πολιτικών κομμάτων;

Αυτός είναι ένας λόγος για να αλλάξει η νομοθεσία περί ευθύνης υπουργών. Την άλλαξε ο κ. Καστανίδης το 2011, αλλά αυτό το σημείο δεν εθίγη. Όμως δεν είναι μία ακραιφνώς ποινική διαδικασία, είναι μία κοινοβουλευτικο-ποινική διαδικασία. Έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά και κοινοβουλευτικής διαδικασίας και ποινικής διαδικασίας. Στα σημεία όπου υπάρχουν κενά ρυθμίσεων, ο νομοθέτης προέβλεψε να εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΠΔ. Η προκαταρκτική εξέταση είναι ένα στάδιο πριν την κίνηση ποινικής δίωξης, η οποία μέχρι στιγμής δεν έχει αποφασιστεί. Θα αποφασιστεί με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της Προκαταρκτικής Επιτροπής και με τη λήψη αυτής της απόφασης ο νόμος προβλέπει τη συγκρότηση του Δικαστικού Συμβουλίου, που θα αποφασίσει για την παραπομπή ή την απαλλαγή.

 

Αξιοποιούνται σωστά τα παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά στοιχεία;

Η δικονομία μας –όπως και οι δικονομίες των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και η δικονομία του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ– προβλέπει σε κάποιες περιπτώσεις τη δυνατότητα να λαμβάνονται υπόψη παράνομα αποδεικτικά μέσα, όταν μέσω αυτών θα αποδειχθεί μια σοβαρότερη αξιόποινη πράξη ή όταν τα επικαλείται ο κατηγορούμενος για την απόδειξη της αθωότητάς του.

Η δική μας δικονομία, ατυχέστατα και απαράδεκτα, το 2008, μετά την υπόθεση Ζαχόπουλου, προέβλεψε να μη γίνεται ποτέ δεκτό ένα παράνομο αποδεικτικό μέσο. Η νομολογία μας, όμως, μέχρι σήμερα κάνει δεκτή τη δυνατότητα να αξιολογηθεί ένα παράνομο αποδεικτικό μέσο, αρκεί να αποκαλύπτεται μια σοβαρότερη αξιόποινη πράξη. Επί ΣΥΡΙΖΑ, το 2016, ψηφίστηκε η δυνατότητα μόνο στα εγκλήματα που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Διαφθοράς και του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος να λαμβάνονται υπόψη και παράνομα αποδεικτικά μέσα. Η ρύθμιση αυτή καταργήθηκε με τον νέο ΚΠΔ που ισχύει από 1/7/2019, αλλά ατυχέστατα ο κ. Τσιάρας τον επανέφερε τον Νοέμβριο του 2019.

 

Γιατί ατυχέστατα;

Είμαι αναφανδόν υπέρ της άποψης να τροποποιηθεί συνολικά το άρθρο 177 παρ. 2 του ΚΠΔ και να επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη και παράνομα αποδεικτικά μέσα σε όλα τα εγκλήματα, όταν μέσω αυτών των μέσων αποδεικνύεται βαρύτερο έγκλημα ή το επικαλείται ο κατηγορούμενος για απόδειξη της αθωότητάς του. Δέστε το εξής παράδοξο: Πριν από πέντε χρόνια, ένα βράδυ σε ένα μπαρ στο Λονδίνο κάποιος ομολόγησε, χωρίς να γνωρίζει ότι ηχογραφείται, ότι ήταν συναυτουργός στην εισαγωγή μιας μεγάλης ποσότητας ηρωίνης. Σ’ εμάς αυτή η ομολογία δεν θα λαμβανόταν υπόψη. Διότι έχει επιτραπεί για κακουργηματική φοροδιαφυγή ή για τη δωροδοκία πολιτικού προσώπου να λαμβάνεται υπόψη ένα παράνομο αποδεικτικό μέσο, αλλά όχι για την απόδειξη μιας ανθρωποκτονίας ή ενός βιασμού ή εμπορίας ναρκωτικών. Για μένα, είναι αξιακή αντίφαση.

 

Τι γίνεται με τη συγκεκριμένη ηχογράφηση που κατατέθηκε στην επιτροπή;

Σωστά η ηχογράφηση προσήχθη στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, την κατεξοχήν διωκτική αρχή της ελληνικής πολιτείας. Πρέπει, αφού πιστοποιηθεί η τεχνική αυθεντικότητά της, να διερευνηθεί αν μέσω αυτής της μαγνητοταινίας θα αποδειχθούν σοβαρότερες αξιόποινες πράξεις, π.χ. δωροδοκία υπουργού ή ξέπλυμα βρόμικου χρήματος ή οποιαδήποτε άλλη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Διαφθοράς ή του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος. Αν ισχύει αυτό, πρέπει να αξιολογηθεί σοβαρά και να ληφθεί υπόψη.

 

Σε πρώτη ανάγνωση ή ακρόαση του περιεχομένου, διαπιστώσατε ότι υπάρχουν τέτοιες πράξεις;

Στο άρθρο 347 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ) προβλέπεται η εμπορία επιρροής, δηλαδή όταν κάποιος εμπορεύεται ότι έχει ισχύ και μπορεί να κάνει εξυπηρετήσεις. Αυτό είναι ένα πλημμέλημα όμως. Έτσι όπως διάβασα τους διαλόγους, δεν βλέπω άλλη αξιόποινη πράξη. Διαβάζω όμως ότι κυκλοφορούν διάφορα χρηματικά ποσά. Είναι προς αποδεικτική διερεύνηση αν πήγαιναν σε συγκεκριμένους αποδέκτες που είχαν υπουργική θέση. Τότε μπορούν να προκύψουν σοβαρές αξιόποινες πράξεις και να γίνει δεκτή αυτή η παράνομη μαγνητοταινία.

 

Και αν πιθανολογηθούν ή διαπιστωθούν τέτοιες πράξεις, πρέπει να παραπεμφθεί το θέμα στην Εισαγγελία Διαφθοράς;

Αν προκύψει ότι υπάρχει κακούργημα που υπάγεται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Διαφθοράς, θα πάει σε αυτόν.

 

Δηλαδή στην κ. Τουλουπάκη, η οποία θεωρείται ύποπτη για κακουργηματικές πράξεις…

Ο Κώδικας δεν είχε υπόψη του την αντίφαση που προκύπτει ενόψει των συγκεκριμένων περιστατικών που έχουμε μπροστά μας.

 

Προκύπτει μια προδιάθεση της πολιτικής εξουσίας των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ να ελέγξει τους θεσμούς;

Αυτή είναι η πιο σοβαρή περιγραφή που μπορεί να κάνει κανείς.

 

Εντάσσετε σε αυτή και την υπόθεση των παρακολουθήσεων επί κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ;

Για μένα, είναι ακόμη πιο σοβαρό. Διότι αφορά «νόμιμες παρακολουθήσεις» από την ΕΥΠ. Όμως ο νόμος, που υπάρχει από το 1995 και εντάχθηκε στον ΠΚ στο άρθρο254, προβλέπει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου για συγκεκριμένα κακουργήματα μόνο και με βούλευμα Δικαστικού Συμβουλίου. Σε έκτακτες μόνο περιπτώσεις με εισαγγελική διάταξη που πρέπει να επικυρωθεί εντός τριημέρου με βούλευμα. Η ΕΥΠ, όμως, η οποία υπάγεται θεσμικά στον εκάστοτε πρωθυπουργό, έκανε παρακολουθήσεις χωρίς καμία δικαστική έγκριση. Ο νόμος το προβλέπει για λόγους εθνικής ασφάλειας, αλλά δεν συνέτρεχε τέτοιος λόγος. Ο πρώην πρωθυπουργός είχε συναίσθηση, είχε εποπτεία ότι γίνονταν αυτές οι παρακολουθήσεις; Είναι δυνατό χωρίς δικαστική εποπτεία να αίρεται το τηλεφωνικό απόρρητο των Ελλήνων πολιτών; Αν γίνεται αυτό, έχουμε κατάλυση βασικών συνταγματικών δικαιωμάτων.

 

Ποιος είναι υπόλογος γι’ αυτό που έγινε;

Ο πρωθυπουργός, ο οποίος αποδέχεται να γίνονται παρακολουθήσεις χωρίς δικαστικό βούλευμα και χωρίς να υπάρχουν πραγματικά γεγονότα που να αιτιολογούν ότι έγινε για λόγους εθνικής ασφάλειας. Από κει και πέρα γίνεται αποικιοποίηση των θεσμών, υπάρχει ένα αυτονομημένο τμήμα της κρατικής εξουσίας το οποίο θέλει να καταλύσει τις διακρίσεις των εξουσιών. Μια εκτελεστική εξουσία που ως πολιτικός Λεβιάθαν αποφασίζει για τα πάντα.

 

Μήπως γίνεται σε ειδικές περιπτώσεις;

Πριν από έναν χρόνο έγινε μια έρευνα από την Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών, από την οποία προκύπτει ότι είχαν εκδοθεί 3.000 εισαγγελικές διατάξεις για άρση του τηλεφωνικού απορρήτου για λόγους αντιμετώπισης της τρομοκρατίας. Εκτιμώ ότι ούτε οι εισαγγελικές αρχές ελέγχουν τα πραγματικά γεγονότα τα οποία επικαλείται η ΕΥΠ όταν ζητάει εισαγγελική διάταξη για άρση ενός βασικού συνταγματικού δικαιώματος, του απορρήτου των επικοινωνιών. Η νομοθεσία μας για την άρση του απορρήτου πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής και να αίρεται μόνο με εισαγγελική διάταξη και μόνο για τα κακουργήματα που προβλέπει ο νόμος.

 

Ποιο είναι δηλαδή το συμπέρασμά σας;

Έτσι όπως έχει η νομοθεσία μας, ο εκάστοτε πρωθυπουργός μπορεί ανά πάσα στιγμή, είτε το γνωρίζει είτε δεν το γνωρίζει, με την ανοχή του να επιτρέπει παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων Ελλήνων πολιτών για τους οποίους κάποια σκοτεινά κέντρα εξουσίας αρχίζουν να ενεργοποιούνται. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο, γιατί τομείς της κρατικής οντότητας μένουν αόρατοι και χωρίς δικαστική εποπτεία παραβαίνουν τον νόμο.