Η Λυδία Κονιόρδου εμπνέεται από τον Σόιμπλε - Free Sunday
Η Λυδία Κονιόρδου εμπνέεται από τον Σόιμπλε

Η Λυδία Κονιόρδου εμπνέεται από τον Σόιμπλε


Η ομάδα Χρώμα παρουσίαζε στο Θέατρο Τέχνης το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Το παιχνίδι του τέλους» (Endgame). Η Λυδία Κονιόρδου υπέγραφε την μετάφραση και υποδυόταν τον αλαζόνα Χαμ. Πηγή έμπνευσης για την ερμηνεία του ρόλου στάθηκε η μελέτη του πάνω στο πρόσωπο του γερμανού υπουργού οικονομικών  Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε. Η μεγάλη κυρία της ελληνικής θεατρικής σκηνής και σήμερα υπουργός Πολιτισμού εξηγούσε γιατί.


Μετά από τόσους ρόλους, αυτή την πορεία και την καταξίωση με ποιον τρόπο επιλέγετε κάθε φορά τη νέα σας δουλειά;

Προσπαθώ πάντα, κατά το μέτρο του δυνατού, οι επιλογές μου είτε ρόλων σαν ηθοποιός, είτε έργων σαν σκηνοθέτης, να έχουν μια σύνδεση με αυτό που βιώνει ο άνθρωπος στην εποχή που ζούμε. Να αποκαλύπτει τις βαθύτερες αιτίες πίσω από τα φαινόμενα, που συχνά μας παραπλανούν και να φωτίζει τη συνείδηση, κυρίως σήμερα που όλα τα θέματα της ύπαρξης μας τίθενται υπό αμφισβήτηση  και επαναπροσδιορίζονται. Με αυτή την έννοια νιώθω ότι είναι πολιτικές οι επιλογές μου,  με την ευρύτερη σημασία της λέξης, δηλαδή απευθύνομαι σαν καλλιτέχνης- πολίτης  σε θεατές-πολίτες. Δεν με ενδιαφέρει η συναισθηματική εκτόνωση ή η αισθητική απόλαυση, χωρίς να τα υποτιμώ. Πιστεύω ότι στην επείγουσα εποχή μας το θέατρο χρειάζεται να υπηρετήσει τον ρολό για τον όποιο γεννήθηκε: διάλογος, σύγκρουση ιδεών, ανύψωση της ευαισθησίας και συνειδητοτητας, αφύπνιση της μνήμης.

Αισθάνεστε πως οι συνάδελφοί σας, ιδιαίτερα οι νέοι, να σας αντιμετωπίζουν ως «θεσμό», άρα λιγότερο αυθόρμητα; 

Δεν με έχει απασχολήσει αυτό το ερώτημα. Ωστόσο παρατηρώ ότι άλλα νέα παιδιά είναι πολύ αυθόρμητα και άλλα πιο συγκρατημένα. Όμως, ο τρόπος μου είναι ίδιος απέναντι σε όλους, άμεσος, χωρίς σοβαροφάνειες, ειλικρινής και θέλω να πιστεύω με χιούμορ, οπότε οι αποστάσεις γρήγορα ξεθωριάζουν

Μεταφράζοντας το έργο του Μπέκετ, «Το παιχνίδι του τέλους» (Engame), ποιες σκέψεις σας δημιουργήθηκαν; 

Μετέφρασα  το Endgame  γιατί είναι ένα έργο που με απασχολεί από την εφηβική σχεδόν ηλικία,  όταν η γιαγιά μου με μύησε στον κόσμο του Μπεκετ. Σε κάθε περίοδο το ξαναδιάβαζα και σταδιακά μου αποκαλυπτόταν  το βαθύτερο νόημα του. Σήμερα, πλέον, το έργο είναι συγκλονιστικά άμεσο. ότι παλιότερα φάνταζε σαν «παράλογο», σήμερα είναι απόλυτα λογικό μέσα στον παραλογισμό του. Σαν τα απανταχού  μνημόνια, για παράδειγμα, που ενώ όλοι ξέρουν και το παραδέχονται δημόσια ότι δεν οδηγούν πουθενά, τα εφαρμόζουν,  συνεχίζοντας το παράλογο «παιχνίδι», περιμένοντας και ελπίζοντας ότι κάτι μπορεί να αλλάξει στην επομένη «παρτίδα». Ακόμα και με το θέμα της κλιματικής αλλαγής: όλοι ξέρουν, εδώ και καιρό, ότι θα οδηγήσει σε μεγάλες καταστροφές, όμως συνεχίζουν «το παιχνίδι» των συμφερόντων, της οικονομίας και της εξουσίας, αδιαφορώντας για τις τραυματικές επιπτώσεις στη ζωή όλων μας. Ακόμα και το κυνήγι της τρομοκρατίας, από τη μια και από την άλλη,  ο παραλογισμός του εφοδιασμού των τρομοκρατών με όπλα. Τα παραδείγματα δεν έχουν τελειωμό, το έργο σου τα αποκαλύπτει με μια κοφτερή διαύγεια και σαρκαστικό χιούμορ που δεν χαρίζεται σε τίποτα. Φυσικά το έργο πάει ακόμα βαθύτερα σε σκέψεις φιλοσοφικές για την ύπαρξη, που όμως εκφράζονται με αφοπλιστική αμεσότητα και χιούμορ.

Μιλήστε μας για τον ρόλο σας στην παράσταση;

Ο ρόλος του Χαμ που παίζω είναι ένα πρόσωπο που συγκεντρώνει επάνω του όλων των ειδών τις εξουσίες,  την οικονομική, ταξική, πνευματική. Τις επιβάλλει όλες αδυσώπητα , μέσα από την σύμβαση του παιχνιδιού, άλλα και της τρομοκρατίας, στα πιο «αδύναμα» πρόσωπα γύρω του, τον πατερά του, τη μανά του, τον Κλοβ. Τα πρόσωπα αυτά εξαρτώνται από αυτόν, άλλα και αυτός εξαρτάται από την παρουσία και τις υπηρεσίες τους. Έτσι συνεχίζεται το παιχνίδι, που φλερτάρει με το τέλος, άλλα δεν τελειώνει, απλώς συρρικνώνεται. Ο ρόλος είναι ίσως ο πιο σύνθετος ρόλος που έχω παίξει ποτέ, συμβολίζει για μένα όλον το δυτικό πολιτισμό με τις αντιφάσεις του. Την αλαζονεία, τον σαδισμό, άλλα και την γνώση και την αβυσσαλέα μοναξια. Πηγη έμπνευσης μου στάθηκε η μελέτη πάνω στο πρόσωπο του γερμανού υπουργού οικονομικών  Σόϊμπλε.

Τι είναι αυτό που στην ιστορία της ανθρωπότητας μας οδηγεί στον αλληλοσπαραγμό;

Η αδυναμία του ανθρωπινού εγκέφαλου να χωρέσει την επίγνωση ότι είναι ο εαυτός του άλλα και το αντίθετο. Ότι φέρει τόσο το φως όσο και το σκοτάδι, το αρσενικό και το θηλυκό, το θύτη και το θύμα. Όταν αυτή η γνώση κατακτηθεί από τον άνθρωπο, τότε ο Αλλος, ο Διαφορετικός  δεν θα είναι πια απειλή άλλα μόνο ένα άλλο πρίσμα της ίδιας της ύπαρξης του ανθρώπου. Τότε ο αλληλοσπαραγμός θα αποκαλυφθεί αυτοκαταστροφικός και άνευ νοήματος.

Είναι ο Μπέκετ πεσιμιστής;

Ο Μπεκετ είδε, όπως βλέπουν τα μεγάλα πνεύματα, πίσω από τις κουρτίνες της αυταπάτης και της ψευδαισθησης. Άντεξε, με την τόλμη του νου και τον σαρκασμό της ιρλανδέζικης φλέβας του, να δει το προφανές κατάματα και μάλιστα πολύ νωρίς.  Ο λόγος του ήταν  προφητικός, τώρα είναι μια φωνή που ρίχνει φως σε αυτό που ζούμε, στην εποχή που τελειώνει και αλλάζει. Δεν είναι ούτε αισιόδοξος, ούτε απαισιόδοξος. Απλώς στοχάζεται με χιούμορ και Είναι. 

Τι σας κάνει να αισιοδοξείτε αυτές τις ημέρες;

Δεν μπορώ να είμαι ούτε αισιόδοξη,  ούτε απαισιόδοξη. Αισθάνομαι ότι είμαστε σε μια πολύ κρίσιμη καμπή στην εξέλιξη του πολιτισμού, έτσι όπως τον έχουμε γνωρίσει. Όλοι νιώθουμε ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε με τον ίδιο τρόπο. Ούτε να γυρίσουμε πίσω το ποτάμι γίνεται. Μόνο να κάνουμε την υπέρβαση μπορούμε, άλλα δεν ξέρω αν οι παγκόσμιες ισορροπίες θα το καταφέρουν. Ο καθένας μας έχει επείγουσα δουλεία να καμώνεται ατομικά και συλλογικά, στο μέτρο που του αναλογεί, για να επηρεάσει την κρίσιμη μάζα που θα κρίνει το μέλλον. Άλλα πρέπει να αντέξουμε να δούμε χωρίς φόβο.

Η ελληνική θεατρική σκηνή δεν φαίνεται να πτοείται από την κρίση, ως προς την πληθώρα και τη διαφορετικότητα των παραστάσεων που παρουσιάζει. Είναι αυτή μια μορφή αντίστασης στο «φρένο» που μας θέτουν οι περιστάσεις;

Ο άνθρωπος έχει ανάγκη το θέατρο, την πνευματική δημιουργία γενικότερα, σαν το οξυγόνο της ψυχής του. Ειδικά σήμερα, που όλα ανατρέπονται, που ο αληθινός διάλογος είναι απαραίτητος, για να βγάλει άκρη ο καθένας με τα ερωτήματα που τον απασχολούν. Ιδιαίτερα τα νέα παιδιά, που βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, σε σχέση με τον κομφορμισμό των προηγούμενων γενεών, χρειάζονται να ακούσουν και να προβληματιστούν με ιδέες, σχετικές με την ύπαρξη τους,  τις πραγματικές αιτίες για το σημείο που φτάσαμε και το όραμα του αύριο. Στο θέατρο όλες αυτές οι ιδέες παίρνουν μορφή με τρόπο που ψυχαγωγεί, με χιούμορ και με συγκίνηση. Δεν είναι απορίας άξιο λοιπόν που καλές παραστάσεις γεμίζουν. Εκεί, που πρέπει να προσέξει κάνεις είναι με τι κόστος συνεχίζουν να γίνονται αυτές οι παραστάσεις από την πλευρά των δημιουργών.  Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι περισσότερες είναι με την ηρωική αυτοθυσία και την εθελοντική πρόσφορα των καλλιτεχνών, χωρίς σίγουρη αμοιβή, εφ όσον εξαρτάται από την προσέλευση των θεατών, με σίγουρο όμως το ρίσκο. Αυτό είναι απόδειξη ότι ο καλλιτέχνης θα συνεχίσει να δημιουργεί, ανεξαρτήτως της υλικής απολαβής, γιατί αυτό ξέρει να κάνει και αυτό δίνει νόημα στην ύπαρξη του.  Να συνεχίζει τον διάλογο με κάθε τρόπο, ακόμα και στο δρόμο. Να μην σωπάσει. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα είναι εύκολα. Για παράδειγμα η παράσταση μας είναι με μηδενικό προϋπολογισμό. Γιατί πολύ απλά το Θέατρο Τέχνης έχει μηδενική επιχορήγηση και δεν μπορεί να καλύψει όλες τις παράγωγες. Εμείς, όμως, θέλουμε να στηρίξουμε αυτό το ιστορικό θέατρο, που δεν ξεχνώ ότι στάθηκε κάποτε το θεατρικό μου σπίτι, διπλά στον Κάρολο Κουν. Η αλληλεγγύη μεταξύ μας θα βοηθήσει να επιβιώσουμε, να κρατηθούμε όρθιοι στην καταιγίδα. Στο θέατρο περνάμε το ζόρι που πέρανε όλοι οι συμπολίτες μας. Απλά δουλεύουμε, πολλές φορές χωρίς να πληρωνόμαστε.  Μέχρι ποτέ όμως;

Κάθε φορά που αλλάζει ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου διαβάζουμε τόσα πολλά διχαστικά –νομίζω κανείς δεν έχει εξαιρεθεί του «εθιμοτυπικού»… Φέτος, εσείς αισθανθήκατε την ανάγκη να παράσχετε ψήφο εμπιστοσύνης στον Στάθη Λιβανικό. Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε να δημοσιοποιήσετε αυτή την επιστολή; Και πως κρίνετε την μέχρι τώρα πορεία του Εθνικού υπό τη νέα διεύθυνση;

Πράγματι, όλοι οι διευθυντές του Εθνικού, που εγώ τουλάχιστον θυμάμαι, έχουν υποστεί, πριν καλά ξεκινήσουν επιθέσεις απαξιώθηκες, συχνά προσβλητικές. Ακόμα και ο μεγάλος αναμορφωτής του Εθνικού, ο Νίκος Κουρκούλης, που σε αυτόν οφείλουμε το Εθνικό που έχουμε τώρα, με παρόμοια άδικη κριτική αντιμετωπίστηκε. Ευτυχώς, για μας δεν το έβαλε κάτω και έκανε έργο ζωής να δώσει νέα πνοή στον ρημαγμένο αυτό οργανισμό. Τον Στάθη τον στήριξα δημόσια,  γιατί συμμερίζομαι την αγωνιά του για την θεατρική παιδεία. Είμαστε πολύ πίσω στο θεατρικό παιδαγωγικό σύστημα, παρ’ ότι έχουμε πολύ ταλαντούχους μαθητές και αφοσιωμένους δάσκαλους. Το θέμα, όμως, δεν είναι ατομικό.  Χρειάζεται να προβληματιστούμε επάνω στην παιδαγωγική του θεάτρου και φυσικά στην εκπαίδευση σκηνοθετών, για να προχωρήσουμε από την παλαιότερη εμπειρική προσέγγιση στην παιδεία. Κάποτε ήταν σπουδαία, σήμερα όμως δεν αρκεί. Είναι γνωστή η αγάπη του Λιβάνου για την παιδεία, η αγωνιά και η αγάπη του για τους νέους ηθοποιούς και σκηνοθέτες. Δεν μπορώ παρά να συμπαρασταθώ. Όσο για το έργο του, με εξαίρεση την Πειραματική που τώρα ξεκάνει υπό την διεύθυνση του, δεν μπορεί να κριθεί, γιατί σεβάστηκε τις συμβάσεις που είχαν γίνει από τον Σωτήρη Χατζάκη. Θα πρέπει να του δοθεί η απαραίτητη συνεχεία στη θητεία του για να μπορέσει να πραγματοποιήσει το όραμα του. Ωστόσο κρατώ σαν πολύ θετικό, την διοργάνωση διεθνούς θερινού στούντιο αρχαίου δράματος στους Δελφούς, με την συνεργασία του Διεθνούς Κέντρου Δελφών και την Ένωση Θεάτρων Ευρώπης. Το Εθνικό θέατρο έχει ιστορικό ρολό την καλλιέργεια και την εκπαίδευση των νέων ηθοποιών, ελλήνων και ξένων, πάνω στο αρχαίο δράμα. Χαίρομαι που αυτό επιτέλους υλοποιείται.