Επιλεκτική η διαχείριση της ρωσικής απειλής - Free Sunday
Επιλεκτική η διαχείριση της ρωσικής απειλής
Η κυβέρνηση Τσίπρα αποφάσισε να πειραματιστεί και σε αυτό το ζήτημα.

Επιλεκτική η διαχείριση της ρωσικής απειλής

Ως ευρωβουλευτής συμμετέχω σε επιτροπές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που ασχολούνται με το ζήτημα και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι περισσότερες κυβερνήσεις της Ε.Ε. των «28» κάνουν επιλεκτική διαχείριση της ρωσικής απειλής με ή χωρίς εισαγωγικά. Άλλοτε τη θεωρούν σοβαρή και άλλοτε ανύπαρκτη, ανάλογα με τους ελιγμούς τακτικής και τα συμφέροντα που επικρατούν τη συγκεκριμένη στιγμή.

Τα όρια της απειλής

Η Ρωσία του Πούτιν προκαλεί δικαιολογημένο προβληματισμό, γιατί είναι πιστή σε μια παράδοση ρωσικού-σοβιετικού επεκτατισμού και έχει ένα σύστημα εξουσίας που στηρίζεται στον περίπου απόλυτο επικοινωνιακό και πολιτικό έλεγχο και στην οικονομική κυριαρχία των ολιγαρχών, οι περισσότεροι από τους οποίους φτιάχτηκαν με την εύνοια του στελεχών του μηχανισμού του ΚΚΣΕ και της KGB.

Η σημερινή Ρωσία στέλνει σε πολλές περιπτώσεις τα λάθος μηνύματα, δεν αντιμετωπίζεται όμως από τους Ευρωπαίους ως μεγάλη απειλή. Αυτό φαίνεται στο χαμηλό επίπεδο των αμυντικών δαπανών σημαντικών χωρών όπως η Γερμανία, η οποία, θεωρητικά, απειλείται από την πολιτική της Ρωσίας.

Η κυβέρνηση Μέρκελ αφιερώνει στις αμυντικές δαπάνες μόλις το 1,2% του ΑΕΠ της Γερμανίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στις ΗΠΑ είναι 3,5% του ΑΕΠ. Γι’ αυτό ο Πρόεδρος Τραμπ καταγγέλλει σε κάθε ευκαιρία την άρνηση των Γερμανών να αυξήσουν αμέσως τις αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ και στη συνέχεια στο 4% του ΑΕΠ. Απειλεί μάλιστα ότι οι ΗΠΑ θα αυτονομηθούν από το ΝΑΤΟ εάν δεν αναλάβουν οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι μεγαλύτερες οικονομικές υποχρεώσεις.

Είναι φανερό ότι αν οι Ευρωπαίοι αξιολογούσαν τη ρωσική απειλή ως εξαιρετικά σοβαρή, θα προχωρούσαν στην άμεση και δραστική αύξηση των αμυντικών δαπανών.

Ουκρανία και Κριμαία

Η Ρωσία δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ανταγωνιστεί τις χώρες που αποτελούν τη Δύση και ο μεγάλος ανταγωνιστής των ΗΠΑ, της Ε.Ε. και της Ιαπωνίας είναι η Κίνα. Αυτή αμφισβητεί τη δυτική κυριαρχία σε οικονομικό αλλά και στρατιωτικό επίπεδο.

Η προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία και η αποσταθεροποίηση της Ανατολικής Ουκρανίας με τη στήριξη των ρωσόφιλων αυτονομιστών από τη Ρωσία είναι οι αρνητικές εξελίξεις που συντηρούν τη ρωσική απειλή στην αντίληψη αυτών που παίρνουν τις αποφάσεις στην Ε.Ε. και στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις.

Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη δεν αισθάνεται να απειλείται από τη Ρωσία, με βάση τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών. Αυτό περιορίζει τον ζήλο των περισσότερων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και οδηγεί σε μια διαφοροποιημένη προσέγγιση της ρωσικής απειλής.

Η Πολωνία παίρνει, κατά την άποψή μου, πιο σοβαρά απ’ όλους τους άλλους τη ρωσική απειλή. Αυτό εξηγείται από την καταπίεση των Πολωνών από την τσαρική Ρωσία και τον σοβιετικό κομμουνισμό.

Οι Πολωνοί κάνουν κριτική στους Γερμανούς επειδή δεν λαμβάνουν πάντα υπόψη τους τα στρατηγικά τους συμφέροντα και προχωρούν σε ανάπτυξη της συνεργασίας με τη Ρωσία, αγνοώντας αυτό που αντιλαμβάνονται ως ρωσική απειλή.

Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου North Stream 2, η οποία, αν προχωρήσει, θα δώσει οικονομικά πλεονεκτήματα στη Ρωσία, που θα προμηθεύει το φυσικό αέριο, και θα παρακάμψει το σύστημα αγωγών της Ουκρανίας, περιορίζοντας δραστικά τα έσοδα της χώρας από τη μεταφορά ρωσικού φυσικού αερίου.

Ο Πρόεδρος Τραμπ κατήγγειλε την πλήρη ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία κακοποιώντας τα σχετικά στατιστικά στοιχεία, εφόσον αυτή η εξάρτηση δεν είναι τόσο μεγάλη όσο ισχυρίζεται και περιορίζεται με το πέρασμα του χρόνου. Άλλωστε ο ίδιος ο Πρόεδρος Τραμπ, ο οποίος βλέπει ρωσική διείσδυση παντού, κατηγορείται στις ΗΠΑ ότι κέρδισε τις προεδρικές εκλογές αξιοποιώντας τη ρωσική του διασύνδεση ιδιαίτερα σε επίπεδο επικοινωνίας, προπαγάνδας στο Internet.

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα επιλεκτικής πολιτικής διαχείρισης της «ρωσικής απειλής» μας δίνει η συντηρητική κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Από τη μια καταγγέλλει τις παράνομες δραστηριότητες των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών σε βρετανικό έδαφος και συντονίζει τα διπλωματικά αντίμετρα σε επίπεδο Ε.Ε. και ΝΑΤΟ και από την άλλη αποφεύγει τη λήψη οικονομικών μέτρων που θα περιόριζαν αισθητά την παρουσία των κεφαλαίων των Ρώσων ολιγαρχών στη βρετανική οικονομία.

Η στροφή του Τσίπρα

Η ελληνική κυβέρνηση πραγματοποίησε τους τελευταίους μήνες μια εντυπωσιακή στροφή στο ζήτημα της αντιμετώπισης της ρωσικής διείσδυσης.

Στην αρχή εμφανίστηκε ενθουσιασμένη με τις επενδύσεις Ιβάν Σαββίδη στη Βόρεια Ελλάδα και την αυτοπροβολή του ιδίου ως οικονομικού παράγοντα με στενές σχέσεις με τον Πρόεδρο Πούτιν. Είναι γνωστό ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ, όπως και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους με το πέρασμα του λιμανιού της Θεσσαλονίκης στον έλεγχο κοινοπραξίας με ισχυρή παρουσία των συμφερόντων Σαββίδη.

Το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση Τσίπρα εμφανίζεται να πρωταγωνιστεί στην προσπάθεια περιορισμού της ρωσικής επιρροής στα Δυτικά Βαλκάνια, η οποία, αν εξετάσουμε τα στοιχεία για τις εμπορικές συναλλαγές και τις επενδύσεις, δεν είναι ιδιαίτερα σημαντική.

Η κυβερνητική ηγεσία αυτοπροβάλλεται στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ ως πρωταγωνιστής εξελίξεων, όπως είναι η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ, οι οποίες, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται, κλείνουν τον δρόμο στη ρωσική διείσδυση στα Δυτικά Βαλκάνια.

Η περιγραφή από την κυβέρνηση ρωσικών παρεμβάσεων στην Ελλάδα που έχουν σχέση με τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ και η δήλωση για απέλαση Ρώσων διπλωματών δίνουν άλλη διάσταση στο ζήτημα. Ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του στέλνουν το μήνυμα ότι είναι έτοιμοι να υιοθετήσουν μια αυστηρή πολιτική που μπορεί να φέρει σε αντιπαράθεση την Αθήνα με τη Μόσχα.

Το Μαξίμου μπορεί να ακολουθεί αυτή την πορεία σε μια προσπάθεια να ενισχύσει το αμερικανικό χαρτί της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Μπορεί επίσης να εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα, όπως εξυπηρετούσε μέχρι πριν από λίγο καιρό τα συμφέροντα του Ιβάν Σαββίδη ή να προσπαθεί να απαξιώσει τη λαϊκή αντίδραση στη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ στη βάση της θεωρίας της παρασκηνιακής ξένης παρέμβασης.

Η στροφή της κυβέρνησης κάνει πιο σύνθετη την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής σε δύσκολες συνθήκες. Σε αυτά τα ζητήματα δεν μετράνε συνήθως οι κυβερνητικοί ελιγμοί αλλά το ειδικό βάρος κάθε χώρας, το οποίο αυτή την περίοδο είναι μειωμένο σε ό,τι αφορά την Ελλάδα.

Αρκεί η σύγκριση με την Τουρκία του Ερντογάν, η οποία δεν συμμετέχει στο ευρωνατοϊκό οικονομικό εμπάργκο κατά της Ρωσίας, προμηθεύεται υπερσύγχρονα οπλικά συστήματα από τη Ρωσία και εξακολουθεί να θεωρείται από τις ΗΠΑ, την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ στρατηγικής σημασίας εταίρος. Ενδεικτική των κανόνων της διεθνούς διπλωματίας είναι η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ να προωθήσει την παράδοση των μαχητικών αεροσκαφών τύπου F-35 στην Τουρκία σε μια περίοδο κατά την οποία η Άγκυρα συνεργάζεται στενά με τη Μόσχα, ενώ η Αθήνα υποβάλλει τα αντιρωσικά της διαπιστευτήρια στην Ουάσινγκτον.