Η δημοσιονομική εξάρτηση της θρησκευτικής ουδετερότητας - Free Sunday
Η δημοσιονομική εξάρτηση της θρησκευτικής ουδετερότητας

Η δημοσιονομική εξάρτηση της θρησκευτικής ουδετερότητας

Τελικά το κοινό ανακοινωθέν Εκκλησίας-πολιτείας δεν ήταν κοινό, δεν ήταν ανακοινωθέν και δεν υπογραφόταν ούτε από την Εκκλησία ούτε από την πολιτεία. Από κοινό ανακοινωθέν εξελίχθηκε τελικά –από την πλευρά της Εκκλησίας τουλάχιστον– σε μια δήλωση προθέσεων, η οποία δεν υπογραφόταν από εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους ούτε της Εκκλησίας ούτε της πολιτείας.

Το τελευταίο προκύπτει σαφώς από το γεγονός ότι η συμφωνία θα ισχύσει εφόσον εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και την Ιερά Σύνοδο. Και εφόσον βέβαια στη συνέχεια γίνει νόμος του κράτους.

Ουσιαστικά, τα μείζονα ζητήματα, τα οποία ο πρωθυπουργός και ο αρχιεπίσκοπος αποφάσισαν να αναδιατάξουν στις σχέσεις των δύο πλευρών, είναι δύο: η εκκλησιαστική περιουσία και το εργασιακό καθεστώς των ιερωμένων.

Η ασαφής εκκλησιαστική περιουσία

Σε ό,τι αφορά το πρώτο, είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ζήτημα. Διότι η γενική εικόνα περί εκκλησιαστικής περιουσίας είναι εξαιρετικά θολή και σε πολλές περιπτώσεις διαστρεβλωμένη.

Η άποψη ότι η Εκκλησία είναι ένας ιδιαίτερα πλούσιος οργανισμός στηρίζεται περισσότερο σε εκτιμήσεις παρά σε αντικειμενικές τεκμηριωμένες αναλύσεις. Και αυτό διότι αγνοεί το πολυδαίδαλο σχήμα των περίπου 10.000 εκκλησιαστικών οργανισμών, που μπορεί να έχουν κοινές διαχειρίσεις, αλλά πρόκειται για πολλά και ανεξάρτητα μεταξύ τους νομικά πρόσωπα. Ο αρχιεπίσκοπος έχει γράψει ότι το 96% της εκκλησιαστικής περιουσίας έχει δοθεί στο κράτος.

Για παράδειγμα, η Εκκλησία φέρεται να είναι μέτοχος στην Εθνική Τράπεζα. Όμως ο πραγματικός μέτοχος είναι η Μητρόπολη Ιωαννίνων, ο προκαθήμενος της οποίας είναι ο διαχειριστής των κληροδοτημάτων Ζωσιμά και Σταύρου, του ιδρυτή της Τράπεζας.

Με την ευρεία έννοια του όρου αυτό είναι εκκλησιαστική περιουσία, με τη νομική έννοια του όρου είναι πολύ αμφίβολο αν μπορεί να θεωρηθεί.

Ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Μάξιμος, η εκλογή του οποίου οφείλεται στην επιμονή του αρχιεπισκόπου, δήλωσε ότι η συμφωνία Τσίπρα-Ιερώνυμου είναι μια συμφωνία που δίνει πολλές δυνατότητες. Μπορεί να συνεισφέρει σε αυτήν τα κληροδοτήματα;

Ένα άλλο παράδειγμα, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί, είναι τα πολλά διαμερίσματα τα οποία δωρητές κληροδοτούν στις ενορίες της γειτονιάς τους. Η δωρεά δεν γίνεται στην Εκκλησία αλλά σε ενοριακά συμβούλια ή ταμεία, τα οποία είναι αυτόνομοι οργανισμοί με δικό τους ΑΦΜ, που είναι επίσης εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορούν να ενταχθούν στην «εκκλησιαστική περιουσία», αν βέβαια τα ξέρει η Εκκλησία.

Στις περισσότερες, δε, περιπτώσεις τα ενοίκια είναι χαμηλότερα από την αγοραία τιμή, γιατί χρησιμοποιούνται για κοινωνικούς σκοπούς. Θεωρητικά σε φτωχές οικογένειες, αν και δεν είναι κανόνας αυτό. Γα παράδειγμα, το Χαρίσειο Γηροκομείο της Θεσσαλονίκης, ίδρυμα του οποίου προεδρεύει ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, νοίκιαζε με χαμηλό ενοίκιο διαμέρισμά του στο κέντρο της Θεσσαλονίκης στον δήμαρχο Γιάννη Μπουτάρη, που δύσκολα εντάσσεται στην κατηγορία των εχόντων ανάγκη.

Ένα παράδειγμα διαφιλονικούμενων εκτάσεων είναι οι πλαγιές του Ολύμπου, που διεκδικεί η Μονή του Αγίου Διονυσίου. Στη συμφωνία προβλέπεται παραίτηση του κράτους υπέρ της Εκκλησίας. Η μονή, όμως, δεν ανήκει στην Εκκλησία.

Μιλώντας στον Alpha, ο πρωθυπουργός είπε ότι σε λίγα χρόνια το μεγαλύτερο μέρος των λειτουργικών δαπανών της Εκκλησίας, δηλαδή τα 200 εκατ. που της δίνει το ελληνικό κράτος, θα καλύπτεται από την αξιοποίηση της περιουσίας της. Το μέχρι τώρα παράδειγμα της προσπάθειας για αξιοποίηση των εκτάσεων στη Φασκομηλιά της Βουλιαγμένης, εδώ και τέσσερα χρόνια, όχι μόνο δεν απέδωσε χρήματα αλλά πρόσφερε πολλή σκανδαλολογία. Για να υπάρχει μια τάξης μεγέθους, αν το «μεγαλύτερο μέρος» των 200 εκατ. στα οποία αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός είναι, ας πούμε, το 80%, δηλαδή 160 εκατ., θα πρέπει να σημειωθεί ότι το 2016 μόνο 10 ελληνικές εταιρείες κινήθηκαν πάνω από αυτό το ποσό.

Κληρικοί στα πρόθυρα απόλυσης

Αυτή ακριβώς η βεβαιότητα του πρωθυπουργού, ότι πολύ σύντομα δεν θα χρειάζεται η επιχορήγηση του κράτους, ενίσχυσε την εργασιακή αβεβαιότητα των κληρικών, οι οποίοι αισθάνθηκαν ότι το κράτος προσπαθεί να απαλλαγεί από τη μισθοδοσία τους. Τις ανησυχίες ενίσχυσε η αποστροφή του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι αδειάζουν 10.000 θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα, οι οποίες θα επαναπροκηρυχθούν, όπως διαβεβαίωσε και ο πρωθυπουργός.

Όμως το πρόβλημα με τους δημοσίους υπαλλήλους δεν είναι ο αριθμός τους αλλά το μισθολογικό κόστος. Όσο το μισθολογικό κόστος εξακολουθεί να βαραίνει το δημόσιο ταμείο, δεν δημιουργείται η διαφορά που θέλει να εκμεταλλευτεί η κυβέρνηση καλλιεργώντας την προσδοκία 10.000 προσλήψεων και πυροδοτώντας εμμέσως πλην σαφώς έναν αντικληρικαλισμό για τις θέσεις που καταλάμβαναν στο Δημόσιο, στερώντας τες από άλλες κοινωνικές ομάδες.

Όμως, αυτή τη στιγμή, οι εκτιμήσεις για τον ακριβή αριθμό των ιερωμένων που μισθοδοτούνται ως δημόσιοι υπάλληλοι είναι αντικρουόμενες.

Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση μιλά για 10.000, εκτιμήσεις ανθρώπων που γνωρίζουν καλά τον χώρο κάνουν λόγο για 6.000. Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Οι οργανικές θέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι 10.400 και οι κενές θέσεις υπολογίζονται περίπου σε 2.500. Ο εισαγωγικός μισθός ενός κληρικού είναι τα 644 ευρώ και ο μισθός του αρχιεπισκόπου είναι 2.600 ευρώ.

Όμως η «έκφραση της βούλησης» του πρωθυπουργού και του αρχιεπισκόπου δεν διευκρινίζει με ποιον τρόπο οι ιερείς θα στερηθούν την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, η οποία προστατεύεται από το καθεστώς της μονιμότητας.

Ο Δημητριάδος Ιγνάτιος είπε ότι αυτό αποτελεί «μαζική απόλυση», που θα έχει ως αποτέλεσμα τη «μεγαλύτερη και βιαιότερη αλλαγή εργασιακών σχέσεων στην ιστορία του ελληνικού κράτους», και προειδοποίησε ότι οι ιερείς απειλούνται με απώλεια εργασιακών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

Το ερώτημα, το οποίο ετέθη από πολλούς καθηγητές, ανάμεσα στους οποίους και ο κ. Κονιδιάρης, είναι αν θα υποστούν την αλλαγή αυτή και οι ιερωμένοι των μητροπόλεων οι οποίες ανήκουν στο Πατριαρχείο, άρα δεν συμπεριλαμβάνονται στη συμφωνία Τσίπρα-Ιερώνυμου.

Ο καθηγητής Κονιδιάρης δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να δίνονται υπερεξουσίες στους υψηλά ιστάμενους στην ιεραρχία της Εκκλησίας, που θα μπορούν να προσλαμβάνουν και να απολύουν κατά το δοκούν.

Σε κάθε περίπτωση, αν βρεθεί η διαδικασία των απολύσεων, σύμφωνα με κάποιες διαρροές, ο αρχιεπίσκοπος δεν θα ήταν αντίθετος στην παροχή στον φορολογούμενο της δυνατότητας καταγραφής στη φορολογική του δήλωση της επιθυμίας οι φόροι του να διατίθενται για θρησκευτικούς σκοπούς.

Πρόκειται για ένα μοντέλο που λέγεται γερμανικό και ισχύει σε Αυστρία, Δανία, Φινλανδία, Ισλανδία και κάποια καντόνια της Ελβετίας, σύμφωνα με το οποίο όποιος δεν επιθυμεί εξαιρείται από τον φόρο της Εκκλησίας, Kirchensteuer.

Η πρόταση είχε κατατεθεί και από τον ΣΥΡΙΖΑ, το 2013, διά του Τάσου Κουράκη, ο οποίος είχε πει ότι εναλλακτική πρόταση είναι να επιβληθεί ειδικός φόρος σε όσους πολίτες δηλώνουν κατά την υποβολή της φορολογικής τους δήλωσης ότι είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, ο οποίος θα αποδίδεται στην Εκκλησία.

Δεν αποκλείεται να συζητηθεί, αν ο αρχιεπίσκοπος καταφέρει να περάσει τη συμφωνία…