Η κυβέρνηση στα βαθιά νερά του μεταναστευτικού - Free Sunday
Η κυβέρνηση στα βαθιά νερά του μεταναστευτικού
Ο Μητσοτάκης επαναπροσδιορίζει το προσφυγικό-μεταναστευτικό σε μεταναστευτικό-προσφυγικό πρόβλημα.

Η κυβέρνηση στα βαθιά νερά του μεταναστευτικού

Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης αποφάσισε να καλύψει το μεγάλο κενό στο μεταναστευτικό-προσφυγικό που άφησε πίσω της η κυβέρνηση Τσίπρα.

Πρόκειται για μία στρατηγικής σημασίας πρωτοβουλία. Εάν καταφέρει να περάσει η κυβέρνηση από τα λόγια στα έργα και να φέρει καλό αποτέλεσμα, θα αλλάξει το πολιτικό σκηνικό υπέρ της.

Οι πολίτες θα αισθανθούν ότι η Ελλάδα διαμορφώνει και δεν υφίσταται τις εξελίξεις, το αίσθημα της ασφάλειας θα ενισχυθεί και η λειτουργία του κράτους θα αναβαθμιστεί.

Στην αντίθετη περίπτωση, θα μείνουμε εκεί που είμαστε. Το πρόβλημα δεν θα αντιμετωπιστεί και θα συνεχιστεί η πολιτική διαμάχη που επιβεβαιώνει την έλλειψη αποτελεσματικότητας της πολιτικής τάξης και την ανυπαρξία του κράτους σε ό,τι αφορά τα μεγάλης σημασίας δύσκολα θέματα.

Σημαντική στροφή

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεκίνησε την εφαρμογή της νέας πολιτικής επαναπροσδιορίζοντας το πρόβλημα. Θεωρεί ότι το πρόβλημα είναι πρώτα μεταναστευτικό και μετά προσφυγικό, ενώ μέχρι σήμερα στον δημόσιο διάλογο επικρατεί η άποψη ότι έχουμε να κάνουμε με προσφυγικό που έχει και μια μεταναστευτική διάσταση.

Ο επαναπροσδιορισμός είναι αναγκαίος και επιβάλλεται από τη σύνθεση αυτών που έρχονται στην πατρίδα μας. Σχετικά μικρό ποσοστό από αυτούς, της τάξης του 20%-25%, προέρχονται από τη Συρία, ενώ οι περισσότεροι προέρχονται από το Αφγανιστάν και χώρες της Αφρικής.

Αυτοί που έρχονται από το Αφγανιστάν έχουν διανύσει τη μισή Ασία και δεκάδες κράτη για να καταλήξουν στην πατρίδα μας, πύλη εισόδου στην Ε.Ε.

Tα τελευταία ρεπορτάζ των διεθνών τηλεοπτικών δικτύων περιλαμβάνουν δηλώσεις ατόμων που μόλις έφτασαν με λαστιχένιες μηχανοκίνητες βάρκες από την Τουρκία στα νησιά του Αιγαίου, από τις οποίες προκύπτει ότι οι περισσότεροι είναι Αφγανοί και επιδιώκουν να πάνε σε αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. όπου ήδη έχουν εγκατασταθεί συγγενείς τους στα πλαίσια των ροών του 2015-2016.

Καλό είναι, λοιπόν, να γνωρίζουμε ποιο ακριβώς πρόβλημα έχουμε να αντιμετωπίσουμε.

Χωρίς εύκολες λύσεις

Το μεταναστευτικό είναι ένα σύνθετο διεθνές πρόβλημα που αναπτύσσεται συνεχώς στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης των ευκαιριών και των προβλημάτων. Οι πρόσφυγες υπολογίζονται, σε παγκόσμιο επίπεδο, γύρω στα 65 εκατομμύρια, με τους περισσότερους από αυτούς να είναι πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα, δηλαδή να μετακινούνται σε άλλες περιοχές της πατρίδας τους σε αναζήτηση σχετικής ασφάλειας.

Οι μετανάστες που ζουν και εργάζονται σε άλλη χώρα από αυτήν όπου γεννήθηκαν είναι εκατοντάδες εκατομμύρια και ο αριθμός τους συνεχώς αυξάνεται. Δεν είναι μόνο η παγκόσμια οικονομία που τρέφει τη μαζική μετανάστευση αλλά και ειδικές συνθήκες, όπως η δημογραφική έκρηξη στην Αφρική, τα φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής που οδηγούν στην παραγωγική και οικονομική απαξίωση ολόκληρες περιοχές, η επανάσταση του internet που εξασφαλίζει τη σχετική πληροφόρηση, διευκολύνει τις συγκρίσεις και ενισχύει τα κίνητρα για τη μετανάστευση.

Στη μετανάστευση υπάρχει μια πολύ σκοτεινή πλευρά, εφόσον εκτιμάται ότι υπάρχουν 16 εκατομμύρια σύγχρονοι σκλάβοι στον ιδιωτικό τομέα και 4,8 εκατομμύρια άτομα που είναι θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Οι περισσότεροι από αυτούς δεσμεύονται από χρέη, πραγματικά ή εικονικά, που δημιούργησαν για να μεταναστεύσουν.

Ο χάρτης της παγκόσμιας μετανάστευσης αλλάζει συνεχώς ανάλογα με τις οικονομικές εξελίξεις. Η Πολωνία είναι γνωστή για τη φυγή των κατοίκων της, ιδιαίτερα της νεολαίας, κατά προτίμηση προς αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε., ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και τη Γερμανία. Η υπερσυντηρητική κυβέρνηση της Πολωνίας, που αναμένεται να επικρατήσει με άνεση στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές, ακολουθεί σκληρή γραμμή στο προσφυγικό, αρνούμενη να δεχτεί τη μετεγκατάσταση μερικών χιλιάδων προσφύγων στην Πολωνία για να υπάρξει αποτελεσματικότερη ευρωπαϊκή διαχείριση του προβλήματος.

Αυτό όμως που περνάει συνήθως απαρατήρητο είναι ότι η Πολωνία, η οποία έχει πίσω της δύο δεκαετίες πραγματικά εντυπωσιακής οικονομικής ανάπτυξης, έχει το ρεκόρ στην προσέλκυση μεταναστών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2018 αναζήτησαν εποχική ή σταθερή απασχόληση πάνω από 1,1 εκατομμύρια πολίτες άλλων κρατών στην Πολωνία, με τους περισσότερους να προέρχονται από τη γειτονική Ουκρανία. Ο αριθμός των μεταναστών στην Πολωνία αυξήθηκε το 2017 κατά 32% σε σχέση με το 2016. Στη δεύτερη θέση του πίνακα του ΟΟΣΑ έρχονται οι ΗΠΑ, που υποδέχτηκαν περισσότερους από 600.000 μετανάστες το 2017, στην τρίτη η Γερμανία με περισσότερους από 400.000 και στην τέταρτη η Αυστραλία με 400.000.

Επομένως, η σωστή διαπίστωση ότι το πρόβλημα είναι πρώτα μεταναστευτικό και μετά προσφυγικό δεν οδηγεί στην αυτόματη επίλυσή του. Η οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει στην Ελλάδα μια ιδιαίτερα σύνθετη κατάσταση σε ό,τι αφορά το μεταναστευτικό. Τη δεκαετία της κρίσης έχουν φύγει από την Ελλάδα, σε αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό, περισσότεροι από 400.000 συμπολίτες μας, οι περισσότεροι νέοι, καλά εκπαιδευμένοι και δυναμικοί. Ταυτόχρονα, αποχώρησαν από την Ελλάδα γύρω στους 180.000 Αλβανοί μετανάστες. Πολλοί από αυτούς επέστρεψαν στην πατρίδα τους, όπου η οικονομία βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, ενώ άλλοι πήγαν να εργαστούν σε περισσότερο αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. και στις ΗΠΑ.

Οι μετανάστες που έρχονται μέσω Τουρκίας στα ελληνικά νησιά επιδιώκουν να πάνε σε αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. Δεν θέλουν να μείνουν στην πατρίδα μας, γνωρίζοντας ότι δεν είναι σε θέση να τους προσφέρει τις επαγγελματικές ευκαιρίες που αναζητούν. Αυτό σημαίνει ότι τα περί ενσωμάτωσης –η οποία ούτως ή άλλως είναι μία εξαιρετικά δύσκολη κοινωνική υπόθεση– είναι εκτός τόπου και χρόνου σε ό,τι αφορά την προτίμηση των μεταναστών και τις δυνατότητες της οικονομίας μας.

Όλα ανάποδα

Η διαχείριση του μεταναστευτικού-προσφυγικού από την κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι πολιτικά ριψοκίνδυνη, γιατί όλα όσα μας αφορούν στο συγκεκριμένο θέμα έγιναν ανάποδα τα τελευταία χρόνια, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Πρώτον, ο ΣΥΡΙΖΑ στην αρχική κυβερνητική του φάση συνδύασε την καταστροφική για την οικονομία αμφισβήτηση της Ευρωζώνης με την επίσης καταστροφική εφαρμογή της θεωρίας του «λιάζονται» στο προσφυγικό-μεταναστευτικό.

Την περίοδο 2015-2016 άφησε να περάσουν πάνω από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες από την Τουρκία στην Ελλάδα και να προωθηθούν μέσω αυτής σε αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε., κυρίως στην Αυστρία, στη Γερμανία και στη Σουηδία.

Με την αδιαφορία της, η κυβέρνηση Τσίπρα επιβράβευσε τα κυκλώματα των διακινητών, που έβγαλαν δισεκατομμύρια, και «εκδικήθηκε» την Ε.Ε., δημιουργώντας μεγάλη κοινωνική αναταραχή και δίνοντας την ευκαιρία στην άκρα Δεξιά να πολλαπλασιάσει τα ποσοστά της στις χώρες που υποδέχτηκαν μέσα σε έναν χρόνο πρόσφυγες και μετανάστες που αναλογούσαν στο 1%-2% του πληθυσμού τους.

Δεύτερον, ύστερα από μια περίοδο ασυδοσίας, κατά την οποία δήλωνε ότι δεν υπάρχουν σύνορα, ο κ. Τσίπρας υποχρεώθηκε να δεχτεί ταπεινωτικές ρυθμίσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που μετέτρεψαν την Ελλάδα στη μόνη ευρωπαϊκή χώρα εγκλωβισμού προσφύγων και μεταναστών. Όποιος μπαίνει στην Ελλάδα δεν έχει το δικαίωμα να προωθηθεί, όπως το 2015-2016, σε αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε. και αν το κάνει επιστρέφεται σε αυτήν.

Τρίτον, έχοντας μετατρέψει την Ελλάδα σε χώρα εγκλωβισμού, ο κ. Τσίπρας δεν έκανε καμία προσπάθεια να αξιοποιήσει τη συνεννόηση Ε.Ε.-Τουρκίας, που επιτρέπει τις επαναπροωθήσεις. Το ιδεολογικό επιχείρημα των κυβερνητικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι η Τουρκία είναι μια χώρα που δεν σέβεται τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών της και γι’ αυτό είναι εξ ορισμού επικίνδυνη για όσους έχουν έρθει στην Ελλάδα, ανεξάρτητα αν προέρχονται από το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Συρία ή τη Σομαλία.

Χαρακτηριστικό το σχετικό ρεπορτάζ της γερμανικής «Die Welt» (3/10): «Η Ελλάδα είναι και πάλι ελκυστική για παράτυπους μετανάστες λόγω της χρόνιας αποτυχίας των ελληνικών αρχών να απελάσουν άτομα χωρίς δικαίωμα ασύλου […]. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι την πρωτόδικη απόρριψη χορήγησης ασύλου δεν διαδέχεται σχεδόν ποτέ μια τελεσίδικη, που αποτελεί όμως προϋπόθεση για την επαναπροώθηση στην Τουρκία».

Με βάση τα επίσημα στοιχεία που επικαλείται η γερμανική εφημερίδα, από τον Απρίλιο του 2016 μέχρι τον Αύγουστο του 2019 είχαμε την επαναπροώθηση 1.907 παράτυπων μεταναστών στην Τουρκία, ενώ ήρθαν από αυτήν 110.000. Όπως επισημαίνει η «Die Welt», από τους 50 που έρχονται, ένας επιστρέφεται. Το αποτέλεσμα είναι να έχει δημιουργηθεί μια ουρά αιτούντων άσυλο που ξεπερνάει τους 75.000 και να μετατρέπονται οι υποτιθέμενοι χώροι υποδοχής σε σύγχρονα κολαστήρια.

Τέταρτον, από την αρχή της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης η Ε.Ε. επέβαλε καθεστώς διαχείρισης ανθρωπιστικής κρίσης, που μέχρι τότε ίσχυε μόνο για τρίτες χώρες οι οποίες είχαν διαλυμένη οικονομία και δημόσια διοίκηση λόγω εμφυλίου ή κάποιας μεγάλης καταστροφής.

Ο κ. Τσίπρας δέχτηκε αυτού του είδους τη μεταχείριση, σε μια προσπάθεια να εξιλεωθεί έναντι των Ευρωπαίων εταίρων ύστερα από τη σύγκρουση της κυβέρνησής του με την Ευρωζώνη και τον πρωταγωνιστικό ρόλο της στην κρίση του 2015-2016.

Το αποτέλεσμα είναι τα 2/3 των ευρωπαϊκών κονδυλίων που διατίθενται στην Ελλάδα για την κάλυψη των αναγκών των προσφύγων και των μεταναστών να δίνονται σε ΜΚΟ και διεθνείς οργανισμούς. Έτσι, χάθηκε η ευκαιρία να χρηματοδοτηθεί, μέσα από την αντιμετώπιση της κρίσης, η αναβάθμιση του ελληνικού Δημοσίου, των λειτουργιών και των στελεχών του.

Από το ξεκίνημα της κρίσης η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει σε απόσταση… αδιαφορίας τη δημόσια διοίκηση και τις ένοπλες δυνάμεις, αφήνοντας ελεύθερο ένα τεράστιο πεδίο. Η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης ήταν εσωτερική και αφορούσε το πώς θα έχει ο Καμμένος την υπογραφή για τη σίτιση των προσφύγων και των μεταναστών και πώς θα κυριαρχεί στα σχετικά έργα υποδομής η Intrakat του Ομίλου Κόκκαλη.

Πέμπτον, η Ελλάδα, ως χώρα πρώτης υποδοχής, υφίσταται άδικες διακρίσεις στη βάση της Συνθήκης «Δουβλίνο ΙΙ». Η Φον ντερ Λάιεν, η οποία θα αντικαταστήσει τον Γιούνκερ στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την 1η Νοεμβρίου, έχει δηλώσει ότι πρέπει να αλλάξουν οι κανόνες σε όφελος των χωρών πρώτης υποδοχής, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι οι θέσεις της θα γίνουν δεκτές από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Μετά τον Σαλβίνι

Φαίνεται, πάντως, ότι αναπτύσσεται στην Ε.Ε. ένας προβληματισμός προς τη σωστή κατεύθυνση.

Το κίνητρο έδωσε η αποχώρηση του υπουργού Εσωτερικών Σαλβίνι και της Λέγκας από τον κυβερνητικό συνασπισμό της Ιταλίας. Ο Σαλβίνι είχε επιβάλει μια αδιάλλακτη πολιτική στο προσφυγικό-μεταναστευτικό, εμφανίζοντας την Ιταλία θύμα της ευρωπαϊκής αδιαφορίας. Απαγόρευε την αποβίβαση προσφύγων και μεταναστών από τα πλοιάρια που τους έφερναν κυρίως από τη Λιβύη χωρίς προηγούμενη συμφωνία για την κατανομή των περισσοτέρων από αυτούς σε άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε.

Η σκληρή γραμμή που ακολούθησε αποδείχθηκε πολύ δημοφιλής. Τα ποσοστά της Λέγκας εκτοξεύτηκαν προς το 35% στις ευρωεκλογές, ενώ δημοσκόποι και αναλυτές κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι θα πλησίαζε το φράγμα του 40%.

Ο Σαλβίνι διαχειρίστηκε την ισχύ του με αλαζονικό τρόπο, έκανε λάθος υπολογισμούς και βρέθηκε εκτός κυβερνητικού συνασπισμού, χωρίς να μπορέσει να επιβάλει πρόωρες εκλογές.

Τα ποσοστά του βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε υποχώρηση και η Ε.Ε. τρέχει να καλύψει βασικές ανάγκες της Ιταλίας, τώρα που κυριαρχεί στην κυβέρνηση Κόντε το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα, για να μην υπάρξει νέα πολιτική ευκαιρία για τον Σαλβίνι και τους υποστηρικτές του.

Με βάση όσα έχουν συμφωνηθεί αλλά δεν έχουν ανακοινωθεί επίσημα, υπάρχει ένας κύκλος πρόθυμων κρατών-μελών που θα δέχονται τη μετεγκατάσταση προσφύγων που θα αποβιβάζονται σε Ιταλία και Μάλτα, για να περιοριστεί η κοινωνική και πολιτική ένταση.

Όλα αυτά θα κριθούν στην πράξη, γιατί σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει τεράστια απόσταση μεταξύ της ευρωπαϊκής διπλωματίας και των κοινών αποφάσεων και της εφαρμογής των συμφωνηθέντων.

Η στροφή Μακρόν

Την αναζήτηση μιας αποτελεσματικής πολιτικής για το μεταναστευτικό-προσφυγικό διευκολύνει η εντυπωσιακή στροφή του Προέδρου της Γαλλίας. Ο Μακρόν έχει ασκήσει δριμύτατη κριτική σε Όρμπαν και Σαλβίνι για τη σκληρή πολιτική που ακολουθούν και προβάλλει μια φιλελεύθερη εναλλακτική στρατηγική με συγκεκριμένους περιορισμούς.

Τελευταία, όμως, ζητεί από τους συμπατριώτες του να σταματήσουν να κρύβονται από το πρόβλημα, το οποίο είναι κυρίως μεταναστευτικό, και να τον στηρίξουν στην αποτελεσματική αντιμετώπισή του. Όπως λέει χαρακτηριστικά, δεν θα ανεχτεί την κοκεταρία αυτών που δεν θέλουν να μιλάνε για τη μετανάστευση και συμπληρώνει ότι τους μετανάστες δεν τους συναντούν στην καθημερινή τους ζωή οι προνομιούχοι, αλλά μπορεί να έρχονται σε αρκετά δύσκολη θέση εξαιτίας της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης οι μη προνομιούχοι.

Οι αυστηρές απόψεις Μακρόν δεν εκφράζουν το σύνολο της εκλογικής και κοινωνικής βάσης του προεδρικού κόμματος που έχει δημιουργήσει, απαντούν όμως πλήρως στις ανησυχίες του κοινού του κεντροδεξιού κόμματος των Ρεπουμπλικάνων και του ακροδεξιού Εθνικού Συναγερμού της Λεπέν.

Στο κόμμα Μακρόν το 38% θεωρεί, με βάση τις δημοσκοπήσεις, τη μετανάστευση απειλή, ενώ το ποσοστό ανεβαίνει στο 82% στην κεντροδεξιά και στο 86% στην άκρα Δεξιά.

Το 47% των ψηφοφόρων του κόμματος Μακρόν θεωρεί πολύ χαλαρή την πολιτική που εφαρμόζεται στο μεταναστευτικό, με το ποσοστό να εκτινάσσεται στο 88% στην κεντροδεξιά και στο 89% στην άκρα Δεξιά.

Οι επικριτές του Γάλλου Προέδρου θεωρούν ότι η διαφαινόμενη αυστηροποίηση της πολιτικής του στο μεταναστευτικό έχει σχέση με τις προεδρικές εκλογές του 2022. Δεν θέλει να αφήσει πολιτικό χώρο στην κεντροδεξιά, που βρίσκεται ήδη σε πολύ δύσκολη θέση, και κυρίως στην άκρα Δεξιά και τη Λεπέν, που όλα δείχνουν ότι θα είναι και πάλι η βασική του αντίπαλος στις προεδρικές εκλογές.

Οι έρευνες της κοινής γνώμης, πάντως, δείχνουν μια γενικότερη τάση των Γάλλων υπέρ της εφαρμογής μιας αυστηρότερης μεταναστευτικής πολιτικής. Δεν τους ενοχλεί τόσο ο αριθμός των μεταναστών, ούτε οι ενδεχόμενες παρενέργειες για την οικονομία, όσο η άρνησή τους να συμβάλουν στην κοινωνική ενσωμάτωσή τους. Το σχετικό ποσοστό αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια από 56% σε 66%, δηλαδή 2/3 των Γάλλων λένε «όχι» στη μετανάστευση, γιατί δεν υπάρχουν δυνατότητες κοινωνικής ενσωμάτωσης και μεγαλώνουν τα προβλήματα σε ό,τι αφορά την κοινωνική συνοχή.

Η στροφή του Μακρόν, ο οποίος είναι ο σημαντικότερος πολιτικός παράγοντας της Ε.Ε. στον φιλελεύθερο πολιτικό χώρο, έχει τεράστια σημασία για την Ελλάδα και την κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Ενισχύει την ευρωπαϊκή δυναμική υπέρ της δικαιότερης μεταχείρισης των χωρών πρώτης υποδοχής και υπονομεύει την επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος προσπαθεί να ταυτίσει τις επιλογές Μητσοτάκη με την πολιτική του Όρμπαν, παρά το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης ήταν από τους πρώτους που έθεσαν θέμα Όρμπαν στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ). Η στάση Μακρόν, ο οποίος χαρακτηρίζει το πρόβλημα πρώτα και κύρια μεταναστευτικό, δικαιώνει τις επιλογές Μητσοτάκη και προσφέρει νέες ευρωπαϊκές δυνατότητες στην κυβέρνηση.

Η σχέση με Ερντογάν

Η πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη για το μεταναστευτικό-προσφυγικό και ο ρυθμός εφαρμογής της επηρεάζονται από τις αποφάσεις του Προέδρου της Τουρκίας Ερντογάν.

Το 2015-2016 αυξήθηκαν συστηματικά οι ροές προς την Ελλάδα και την Ε.Ε. με τη βοήθεια του τουρκικού κράτους και παρακράτους. Ο Τούρκος Πρόεδρος έχει δηλώσει ότι αν δεν ικανοποιηθεί η Τουρκία, θα αυξήσει ξανά τις ροές, στέλνοντας πολλούς από τα 3,6 εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες από τη Συρία που ζουν ή εργάζονται στην Τουρκία προς τα ελληνικά νησιά.

Διαμαρτύρεται επειδή κατά την άποψή του η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν χρηματοδοτεί την παραμονή, σε αξιοπρεπείς συνθήκες, των προσφύγων από τη Συρία στην Τουρκία. Οι αρμόδιοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απαντούν ότι από τα 6 δισ. ευρώ χρηματοδότησης που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της άτυπης συμφωνίας Βρυξελλών- Άγκυρας, έχουν ήδη δοθεί τα 5,6 δισεκατομμύρια. Είναι βέβαιο ότι θα συνεχιστεί, μετά τις κατάλληλες συνεννοήσεις, η χρηματοδότηση της Τουρκίας για να κρατήσει στα εδάφη της τους πρόσφυγες από τη Συρία.

Το πρόβλημα όμως είναι πιο σύνθετο, γιατί η τουρκική οικονομία έχει χάσει την αναπτυξιακή δυναμική της και ενώ στην αρχή ήταν εύκολη η μετατροπή των περισσότερων προσφύγων σε μετανάστες με την ένταξή τους στην επίσημη ή την παράλληλη τουρκική οικονομία, τώρα τα πράγματα έχουν γίνει πιο δύσκολα.

Η τουρκική κοινή γνώμη έχει στραφεί κατά των προσφύγων-μεταναστών από τη Συρία, ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή της Κωνσταντινούπολης, όπου παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωσή τους.

Σύμφωνα με έρευνες της κοινής γνώμης (Ινστιτούτο Metropoll), 75% των Τούρκων διαφωνούν με την ανοχή που δείχνει η κυβέρνηση Ερντογάν στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, ενώ 34% ζητούν να επιστρέψουν στη Συρία ακόμη και αν συνεχίζεται ο εμφύλιος. Με βάση την ίδια έρευνα, 41% των ψηφοφόρων του κόμματος του Ερντογάν διαφωνούν με την κυβερνητική πολιτική και αυτό εξηγεί, στην αντίληψη της κυβερνητικής ηγεσίας, την απώλεια της Κωνσταντινούπολης στις δημοτικές εκλογές.

Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες από τη Συρία απομακρύνονται από την Κωνσταντινούπολη, ενώ οι συνεχιζόμενες πολεμικές επιχειρήσεις στη Συρία, στην περιοχή του Ιντλίμπ, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να δημιουργήσουν άλλους 500.000 πρόσφυγες. Ο Ερντογάν προσπαθεί να βγει από τη δύσκολη θέση με την πρόταση που παρουσίασε και από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, να δημιουργηθεί μια ζώνη ασφαλείας στη Συρία –υπό τουρκικό έλεγχο– στην οποία θα επιστρέψουν εκατομμύρια πρόσφυγες και θα αναπτυχθεί και με ευρωπαϊκά και με τουρκικά κονδύλια.

Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, γιατί προϋποθέτει την επιβολή τουρκικής κυριαρχίας σε εδάφη της Συρίας που είναι κοντά στα σύνορα με την Τουρκία και ελέγχονται από τους Κούρδους.

Η μέθοδος που ακολουθεί ο Μητσοτάκης είναι να αντιμετωπίζει τα προβλήματα και να δημιουργεί διαύλους επικοινωνίας ακόμη και με τους πιο δύσκολους συνομιλητές. Αυτό εξηγεί και τη συνάντηση που είχε με τον Πρόεδρο Ερντογάν στο περιθώριο των εργασιών της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.

Η ελληνική κυβέρνηση στηρίζει την ευρωπαϊκή χρηματοδότηση της κάλυψης των αναγκών των προσφύγων που βρίσκονται στην Τουρκία. Στο Μαξίμου εκτιμούν ότι θα υπάρξει σε διάστημα μηνών συνεννόηση με τον Ερντογάν για τον έλεγχο των ροών. Πολλά όμως θα εξαρτηθούν από την αποτελεσματικότητα της ελληνικής πλευράς. Διαφορετικά θα συμπεριφερθεί ο Ερντογάν αν εκτιμήσει ότι έχει μπροστά του μια «χαλαρή» Ελλάδα παρά τις όποιες αυστηρές δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών και διαφορετικά αν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος που λειτουργεί αποτελεσματικά και ασκεί πίεση στην Τουρκία να συμπεριφερθεί υπεύθυνα και να αναλάβει τις υποχρεώσεις της.

Το πρώτο βήμα

Το πρώτο βήμα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη, στο πλαίσιο της νέας μεταναστευτικής πολιτικής, είναι η σταδιακή αποσυμφόρηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου με τη μεταφορά 10.000 αιτούντων άσυλο στην ενδοχώρα.

Ήδη οι περιφερειάρχες κλήθηκαν να αναλάβουν τις ευθύνες τους και να προετοιμάσουν νέες δομές υποδοχής ή να φιλοξενήσουν μετανάστες και πρόσφυγες σε ξενοδοχειακές μονάδες της περιοχής τους με χρήματα που θα καλυφθούν κυρίως από ευρωπαϊκά κονδύλια.

Προς το παρόν συνεχίζονται οι αυξημένες ροές, με αποτέλεσμα να υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να εμφανιστούν στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου περισσότεροι πρόσφυγες και μετανάστες από αυτούς που θα μεταφερθούν στην ενδοχώρα.

Έχω εκφράσει τις επιφυλάξεις μου για την κυβερνητική απόφαση, με το σκεπτικό ότι μπορεί να λειτουργήσει σαν κίνητρο στα κυκλώματα των διακινητών, εφόσον πάντα ο στόχος είναι να μεταφέρουν κόσμο στα ελληνικά νησιά, για να πάνε στη συνέχεια στην ενδοχώρα και να δοκιμάσουν από εκεί την τύχη τους για μετακίνηση και εγκατάσταση σε αναπτυγμένες χώρες της Ε.Ε.

Σε διάστημα μερικών μηνών θα γνωρίζουμε εάν η κυβερνητική πολιτική οδηγεί στην αποσυμφόρηση των νησιών και στην επιστροφή πολλών μεταναστών που δεν δικαιούνται άσυλο στην Τουρκία ή προσελκύει περισσότερους μετανάστες και πρόσφυγες στα ελληνικά νησιά.

Χρειάζεται και χρόνος για την ωρίμανση της ελληνικής κοινής γνώμης, ώστε να δεχτεί –εάν χρειαστεί– την εφαρμογή μέτρων όπως η λειτουργία κλειστών χώρων υποδοχής ή μετεγκατάσταση αιτούντων άσυλο όχι στην ενδοχώρα αλλά σε άλλα νησιά με σχετικά μικρό πληθυσμό και μεγάλες εκτάσεις που μπορούν να αξιοποιηθούν γι’ αυτόν τον σκοπό.

Αν ο Μητσοτάκης καταφέρει να αντιμετωπίσει το μεταναστευτικό, που τείνει να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις, θα βγούμε κερδισμένοι ως κράτος και ως κοινωνία και η κυβέρνηση θα έχει πολιτικά οφέλη.

Στην αντίθετη περίπτωση, θα ακολουθήσουμε μια πορεία στο άγνωστο με αναταράξεις και με την εκδήλωση νέας κρίσης εμπιστοσύνης σε βάρος της κυβέρνησης και του πολιτικού συστήματος.