Ευρωπαϊκή κριτική στον Τραμπ με κενό στρατηγικής - Free Sunday
Ευρωπαϊκή κριτική στον Τραμπ με κενό στρατηγικής

Ευρωπαϊκή κριτική στον Τραμπ με κενό στρατηγικής

Η Φον ντερ Λάιεν, η οποία θα αντικαταστήσει τον Γιούνκερ στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής την 1η Νοεμβρίου, χαρακτήρισε τη νέα Επιτροπή γεωπολιτική. Θέλησε με αυτόν τον τρόπο να δείξει ότι η Ε.Ε. πρέπει να αναπτύξει κοινή στρατηγική σε έναν ανταγωνιστικό, διαρκώς μεταβαλλόμενο και συχνά επικίνδυνο κόσμο.

Διαφορετικά, οι Ευρωπαίοι θα μείνουμε πολύ πίσω σε σχέση με τους Αμερικανούς και τους Κινέζους, ενώ σχετικά σύντομα θα μας ξεπεράσουν και οι Ινδοί.

Σε αυτή τη φάση η Ε.Ε. βλέπει τη στρατηγική της επιρροή να μειώνεται και εξαιτίας του Brexit, το οποίο θα της στερήσει τις στρατιωτικές, διπλωματικές, οικονομικές δυνατότητες του Ηνωμένου Βασιλείου.

Εάν κρίνουμε, πάντως, από τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών, η Ε.Ε. δεν έχει την πολυτέλεια να αναβάλει επ’ αόριστον την αναζήτηση κοινής στρατηγικής που θα αναδείξει τις γεωπολιτικές της δυνατότητες.

Από την Ουκρανία μέχρι την Κίνα, περνώντας από τη Συρία και την Τουρκία, ο Τραμπ εφαρμόζει το δόγμα «πρώτα η Αμερική», αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες που μπορεί να έχουν οι επιλογές του για την Ε.Ε.

Οι νέοι κανόνες του παιχνιδιού είναι πλέον γνωστοί σε όλους και δεν υπάρχουν περιθώρια παρερμηνείας της στρατηγικής του Προέδρου των ΗΠΑ, ο οποίος είναι πολύ πιθανό να εξασφαλίσει και δεύτερη τετραετία στις προεδρικές εκλογές του 2020.

Η Ε.Ε. δεν δείχνει ικανή να αντιδράσει αποτελεσματικά στην απώλεια της αμερικανικής ασπίδας προστασίας και στην αυτονόμηση των ΗΠΑ από το διεθνές σύστημα στο οποίο πρωταγωνίστησαν κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου. Με το πέρασμα του χρόνου μεγαλώνει το κόστος της ευρωπαϊκής αδράνειας.

Ουκρανικό αδιέξοδο

Ο Τραμπ κέρδισε τις προεδρικές εκλογές του 2016 και στη συνέχεια χρειάστηκε τρία χρόνια για να απαλλαγεί από την κατηγορία ότι η προεκλογική του εκστρατεία στηρίχτηκε και στη ρωσική διαδικτυακή παρέμβαση σε βάρος της Δημοκρατικής αντιπάλου του, Χίλαρι Κλίντον.

Στις 25 Ιουλίου 2019 ο ειδικός εισαγγελέας Μίλερ έβαλε τέλος με την κατάθεσή του στο Κογκρέσο στη «ρωσική έρευνα» για ενδεχόμενη ανάμειξη ρωσικών συμφερόντων στην προεκλογική εκστρατεία των προεδρικών του 2016 σε όφελος του Τραμπ και σε βάρος της Κλίντον.

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Πρόεδρος Τραμπ τηλεφώνησε στον Ουκρανό ομόλογό του Ζελένσκι –έναν κωμικό της τηλεόρασης που αξιοποίησε την απογοήτευση των Ουκρανών με το ολιγαρχικό σύστημα διακυβέρνησης για να θριαμβεύσει στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές– και του άσκησε πίεση να διερευνήσει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες στην Ουκρανία του Χάντερ Μπάιντεν, γιου του Τζο Μπάιντεν, πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ και ισχυρού διεκδικητή του χρίσματος των Δημοκρατικών για τις προεδρικές του 2020.

Με το τηλεφώνημα αυτό ο Τραμπ πέρασε από τη ρωσική στην ουκρανική περίοδο της προεδρίας του. Με βάση τις αποκαλύψεις που έγιναν από πληροφοριοδότες, πιθανότατα της προεδρίας και του υπουργείου Εξωτερικών, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ άφησε να εννοηθεί στον Ουκρανό ομόλογό του ότι θα καθυστερούσε η χορήγηση της προγραμματισμένης οικονομικής, στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ εάν δεν προχωρούσε άμεσα σε μια επιχείρηση κάθαρσης σε βάρος του γιου Μπάιντεν.

Οι σχετικές αποκαλύψεις πήραν μορφή χιονοστιβάδας στα τέλη Σεπτεμβρίου - αρχές Οκτωβρίου και δημιούργησαν την εντύπωση ότι πλήθος Αμερικανών αξιωματούχων και παραγόντων –από τον πρέσβη των ΗΠΑ στην Ε.Ε. και γνωστό χορηγό της προεκλογικής εκστρατείας Τραμπ, Σόνγκλαντ, μέχρι τον προσωπικό δικηγόρο του Τραμπ και πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης, Τζουλιάνι– εργάστηκαν στο εξωτερικό όχι για να προωθήσουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ αλλά για να καλύψουν τις πολιτικές ανάγκες του Τραμπ.

Η παρέμβαση στον Ουκρανό Πρόεδρο δημιούργησε μεγάλη εντύπωση, γιατί η Ουκρανία βρίσκεται σε εξαιρετικά δύσκολη θέση. Την τελευταία πενταετία ακολουθεί φιλοευρωπαϊκή στρατηγική, προκαλώντας την αντίδραση της Ρωσίας. Έχασε την Κριμαία, η οποία προσαρτήθηκε από τη Ρωσία, και τον έλεγχο στρατηγικής σημασίας ανατολικών περιοχών στις οποίες κυριαρχούν ρωσόφωνοι αυτονομιστές υποστηριζόμενοι από τη Μόσχα.

Η εικόνα του Προέδρου των ΗΠΑ να καθυστερεί την αναγκαία βοήθεια στην Ουκρανία προκειμένου να ασκήσει πίεση στον νεοεκλεγέντα Πρόεδρό της είναι απογοητευτική για τους συμμάχους των ΗΠΑ και εξοργιστική για ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού συστήματος.

Το Κογκρέσο κίνησε ήδη διαδικασία καθαίρεσης του Τραμπ, με το σκεπτικό ότι προσπάθησε να αξιοποιήσει την επιρροή ξένης δύναμης για να επωφεληθεί πολιτικά. Είναι πολιτικά αδύνατο να επιτύχουν οι Δημοκρατικοί, που ελέγχουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, τον στόχο τους, εφόσον θα πρέπει να εξασφαλίσουν ενισχυμένη πλειοψηφία στη Γερουσία, η οποία ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικάνους υποστηρικτές του Προέδρου.

Ο θρίαμβος των ολιγαρχών

Η αντιπαράθεση του Προέδρου Τραμπ με τους Δημοκρατικούς γύρω από τις κινήσεις του στην Ουκρανία έφερε στην επιφάνεια τον διαρκή θρίαμβο των ολιγαρχών σε αυτή την στρατηγικής σημασίας ευρωπαϊκή χώρα των 44 εκατομμυρίων κατοίκων.

Στην προσπάθειά τους να βγάλουν την Ουκρανία από τη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, Αμερικανοί και Ευρωπαίοι επένδυσαν τα τελευταία χρόνια στον πρόεδρο Ποροσένκο. Αυτός είναι γνωστός ως «ο βασιλιάς της σοκολάτας» λόγω των επιχειρηματικών συμφερόντων του. Έγινε δισεκατομμυριούχος αξιοποιώντας την εμπιστοσύνη του φιλορώσου Προέδρου Γιανουκόβιτς και τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση κατά την περίοδο της προεδρίας Γιανουκόβιτς.

Μετά τη λαϊκή εξέγερση του 2014 που προκάλεσε τη φυγή του φιλορώσου Προέδρου στη Ρωσία, ο Ποροσένκο ηγήθηκε των «μεταρρυθμιστικών δυνάμεων» και επικράτησε στις προεδρικές εκλογές.

Ο Ζλοτσέφσκι, ένας άλλος ολιγάρχης, ο οποίος αναπτύχθηκε στον τομέα του φυσικού αερίου επί της προεδρίας Γιανουκόβιτς και βρέθηκε πολιτικά ακάλυπτος μετά τη φιλοδυτική λαϊκή εξέγερση, προσαρμόστηκε στη νέα εποχή με τον δικό του τρόπο.

Γέμισε το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας εξόρυξης και διανομής φυσικού αερίου που ελέγχει με ισχυρά ονόματα της Δύσης. Έτσι, ο γιος του πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ βρέθηκε στο διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας Burisma με μηνιαίες αποδοχές της τάξης των 50.000 δολαρίων, προκειμένου να συμβάλει στο πολιτικό ξέπλυμα ενός «φιλορώσου» Ουκρανού ολιγάρχη.

Το ολιγαρχικό χάος, που είναι ο κανόνας στην Ουκρανία μετά την ανεξαρτησία της, το 1991, οδήγησε στην αντίδραση του λαού –ο οποίος υφίσταται το ένα πρόγραμμα προσαρμογής του ΔΝΤ μετά το άλλο– και στον εκλογικό θρίαμβο του Ζελένσκι.

Ο Ζελένσκι έγινε διάσημος ως πρωταγωνιστής σε τηλεοπτικό σίριαλ που διακωμωδούσε τον τρόπο που ασκούσε την εξουσία ο Πρόεδρος της Ουκρανίας. Το κανάλι με το οποίο συνεργάστηκε ο Ζελένσκι ανήκει στον ισχυρό ολιγάρχη Κολομόισκι, ο οποίος το μετέτρεψε σε μέσο στήριξης των φιλοδοξιών του Ζελένσκι.

Τώρα οι πιστωτές της Ουκρανίας, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, αναρωτιούνται εάν ο νέος Πρόεδρος της χώρας κινείται ανεξάρτητα ή εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ολιγάρχη ο οποίος τον ανέδειξε μέσω του τηλεοπτικού του σταθμού.

Οι αμφιβολίες για την ακεραιότητα του Ζελένσκι ενισχύονται με το πέρασμα του χρόνου. Τοποθέτησε στη διεύθυνση της Προεδρίας της Δημοκρατίας τον νομικό σύμβουλο του Κολομόισκι και έχει αρχίσει να πιέζει για έναν «συμβιβασμό» που θα επιτρέψει στον ολιγάρχη να ανακτήσει τον έλεγχο της PrivatBank. Η τράπεζα εθνικοποιήθηκε το 2016, ύστερα από τη διαπίστωση ότι είχε μια διαχειριστική τρύπα 5,5 δισ. δολαρίων, η οποία καλύφθηκε βέβαια με δημόσιο χρήμα.

Ευρωπαϊκό αδιέξοδο

Η Ε.Ε. δεν μπόρεσε να συμβάλει στην απαλλαγή της Ουκρανίας από τη διαφθορά και τους ολιγάρχες, ούτε να βγάλει τους Ουκρανούς από έναν φαύλο κύκλο θυσιών που μετατρέπονται σε υπερκέρδη μιας κλεπτοκρατικής ελίτ.

Οι πολεμικές συγκρούσεις σε ανατολικές περιοχές έχουν ήδη οδηγήσει στον θάνατο 13.000 ανθρώπους, ενώ οι τραυματίες είναι πολλαπλάσιοι και αυτοί που υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν σε ασφαλέστερες περιοχές ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες.

Σύμφωνα με έρευνες της κοινής γνώμης, πάνω από το 70% των Ουκρανών υποστηρίζει μια συνεννόηση του Προέδρου Ζελένσκι με τον Πρόεδρο Πούτιν για να υπάρξει κατάπαυση του πυρός στις ανατολικές περιοχές. Το αίτημα του λαού για ειρήνευση είναι ισχυρότερο και από τα δύο άλλα βασικά αιτήματα, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και την καταπολέμηση της διαφθοράς.

Ο Πούτιν δεν έχει αντίρρηση να έρθει σε συνεννόηση με τον Ζελένσκι, αλλά εκφράζονται βάσιμες ανησυχίες στην Ουκρανία και στην Ε.Ε. ότι θα αξιοποιήσει τη θέση ισχύος στην οποία βρίσκεται μετά το 2014 για να επιβάλει στον Ουκρανό Πρόεδρο σημαντικές υποχωρήσεις.

Η γεωπολιτική Επιτροπή της Φον ντερ Λάιεν θα πρέπει να καλύψει το τεράστιο κενό στρατηγικής της Ε.Ε. στην Ουκρανία. Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, η στρατηγικής σημασίας ευρωπαϊκή χώρα έχει μετατραπεί σε πεδίο εφαρμογής του ρωσικού επεκτατισμού και σκληρών πολιτικών παιχνιδιών του Τραμπ σε βάρος της προοπτικής της χώρας.

Διαμάχη μέχρι την Κίνα

Οι ουκρανικές περιπέτειες του Τραμπ προκάλεσαν τη βίαιη αντίδραση των Δημοκρατικών, οι οποίοι επιδιώκουν –χωρίς μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας– την καθαίρεσή του ή τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση. Από την πλευρά του, ο Τραμπ και το σύστημα που ελέγχει αρνούνται να συνεργαστούν με το Κογκρέσο στην έρευνα που βρίσκεται σε εξέλιξη και δημιουργείται ένα σοβαρό συνταγματικό πρόβλημα –ποιος ελέγχει ποιον και με ποια δικαιοδοσία– στο οποίο θα κληθεί να δώσει λύση η Δικαιοσύνη.

Μετά το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ο Μπόρις Τζόνσον προσπάθησε να κλείσει προσωρινά το Κοινοβούλιο για να διευκολυνθεί στους χειρισμούς του για Brexit χωρίς συμφωνία αλλά υποχρεώθηκε να κάνει πίσω ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, έχουμε πολιτική, θεσμική κρίση στις ΗΠΑ, η οποία θα διαρκέσει πιθανότατα μέχρι τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2020.

Ορισμένοι αναλυτές συγκρίνουν την κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη με την κρίση που ακολούθησε τις προεδρικές εκλογές του 2000, όταν ο Γκορ, Δημοκρατικός αντίπαλος του Μπους, αμφισβητούσε επί έναν μήνα το εκλογικό αποτέλεσμα στη Φλόριντα, που έκρινε τη μάχη για την προεδρία.

Το εκπληκτικό με τον Πρόεδρο Τραμπ είναι ότι, την ώρα που δέχεται μεγάλη πολιτική πίεση για την πρωτοβουλία του στην Ουκρανία σε βάρος του Μπάιντεν, ζητά και από τους Κινέζους να ελέγξουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες στην Κίνα του γιου του πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ.

Ο Χάντερ Μπάιντεν παρέχει συμβουλές και έχει επενδύσει μέσω της εταιρείας BHR Partners, στην οποία παραμένει ένας από τους διευθυντές, σε εταιρείες start-up στην Κίνα, στις ψηφιακές μεταφορές και στην ενέργεια. Ο γιος Μπάιντεν αποσύρθηκε πριν μήνες από τις δραστηριότητές του στην Ουκρανία, παραμένει όμως ενεργός στην Κίνα.

Η ηγεσία της Κίνας, βέβαια, δεν πιέζεται από τον Αμερικανό Πρόεδρο, γιατί στα 70 χρόνια από την ίδρυσή της η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας είναι η ανερχόμενη δύναμη στον οικονομικό, εμπορικό, ψηφιακό τομέα, αλλά και στην άμυνα.

Ο Τραμπ ξεκίνησε πριν από περίπου δύο χρόνια μια προσπάθεια να περιορίσει το πλεονέκτημα των Κινέζων στις διμερείς εμπορικές σχέσεις. Η προσπάθεια αυτή έχει προκαλέσει κάποια προβλήματα στην κινεζική οικονομία, αλλά δεν έχει περιορίσει το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ.

Βρίσκεται σε μια κρίσιμη φάση, εφόσον οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει δασμούς 25% σε κινεζικά προϊόντα αξίας 360 δισ. δολαρίων και απειλούν, αν δεν υπάρξει συνεννόηση, να αυξήσουν τους δασμούς στο 30% στο άμεσο μέλλον.

Επιχειρείται η εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης με τους Κινέζους να αγοράζουν περισσότερα αγροτικά προϊόντα από τις ΗΠΑ και να ανοίγουν την εσωτερική τους αγορά σε αμερικανικά συμφέροντα, ιδιαίτερα στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά κανείς δεν ξέρει εάν τελικά θα υπάρξει συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο Τραμπ πιέζεται γιατί περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας των ΗΠΑ ενόψει προεδρικών εκλογών και οι Κινέζοι πιέζονται γιατί τα αναπτυξιακά ρεκόρ με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 7% μοιάζουν να ανήκουν στο παρελθόν.

Το γεγονός, πάντως, ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ ζητεί κινεζική παρέμβαση σε βάρος του γιου ενός εκ των βασικών Δημοκρατικών αντιπάλων του, ενώ έχει ανοίξει μια δύσκολη διαπραγμάτευση με την άλλη υπερδύναμη, ενισχύει τις αμφιβολίες για τις επιλογές και τις μεθόδους του.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ έχουν κηρύξει ένα είδος οικονομικού και εμπορικού πολέμου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας χωρίς να ενδιαφέρονται για τη συνεργασία και τη συνεννόηση με την Ε.Ε. Αντίθετα, εφαρμόζουν το «πρώτα η Αμερική» σε βάρος των ευρωπαϊκών εμπορικών συμφερόντων, προκαλώντας τη δικαιολογημένη αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δεν υπάρχει αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας στο όνομα των αρχών της Δύσης με την Ουάσινγκτον να αναζητά την υποστήριξη των Βρυξελλών και των ευρωπαϊκών πρωτευουσών αλλά ένας εμπορικός πόλεμος προς όλες τις κατευθύνσεις, με το σημαντικότερο μέτωπο που έχουν ανοίξει οι Αμερικανοί να είναι με την Κίνα.

Η εξέλιξη της αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Κίνας αναδεικνύει την έλλειψη κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής και ενισχύει το επιχείρημα της Φον ντερ Λάιεν για μια γεωπολιτική Επιτροπή.

Η Ε.Ε. έχει να επιδείξει στη διάρκεια των τελευταίων ετών ορισμένες πρωτοβουλίες που δείχνουν ότι θα μπορούσε να γίνει μια δύναμη ικανή να αντέξει στην πίεση των ΗΠΑ και της Κίνας.

Τα κράτη-μέλη της μπόρεσαν να συνεννοηθούν και να επιβάλουν αρκετά αποτελεσματικές κυρώσεις στη Ρωσία για την προσάρτηση της Κριμαίας. Συνεννοούνται επίσης στο θέμα του Brexit, με αποτέλεσμα η μικρή Ιρλανδία να είναι σε θέση, για πρώτη φορά στην ιστορία της, να επιβάλει τους όρους της στο Ηνωμένο Βασίλειο για το Brexit. Άλλες επιτυχίες της Ε.Ε. είναι η υπογραφή της μεγαλύτερης διμερούς εμπορικής συμφωνίας με την Ιαπωνία, η συμφωνία οικονομικής και εμπορικής συνεργασίας (CETA) με τον Καναδά και η ολοκλήρωση της εικοσαετούς διαπραγμάτευσης με το MERCOSUR, τη ζώνη εμπορίου της Λατινικής Αμερικής.

Οι σποραδικές επιτυχίες αναδεικνύουν τις γεωπολιτικές δυνατότητες της Ε.Ε., ταυτόχρονα όμως και την έλλειψη ολοκληρωμένης κοινής στρατηγικής.

Νέες περιπέτειες σε Συρία-Τουρκία

Και ενώ οι Βρυξέλλες προσπαθούν να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά του Τραμπ σε σχέση με την Ουκρανία και την Κίνα, βρίσκονται αντιμέτωπες με τις συνέπειες της απόφασής του να αποσύρει οριστικά τα αμερικανικά στρατεύματα από τη ΒΑ Συρία.

Ο Τραμπ έχει κατηγορήσει τους προκατόχους του ότι άνοιξαν μέτωπα σε διάφορα μέρη του κόσμου θυσιάζοντας Αμερικανούς στρατιωτικούς και με κόστος τρισεκατομμυρίων δολαρίων χωρίς να φέρουν θετικό αποτέλεσμα.

Η κριτική του για τον πόλεμο διαρκείας στο Αφγανιστάν και την κατάληψη και διάλυση του Ιράκ παρά το γεγονός ότι τελικά ο Σαντάμ Χουσεΐν δεν διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής, όπως υποστήριζαν οι Σύμμαχοι, γίνεται δεκτή με ευνοϊκό τρόπο από σημαντικό μέρος της αμερικανικής κοινής γνώμης που θέλει «τα παιδιά μας πίσω».

Η αμερικανική απεμπλοκή από τη ΒΑ Συρία είναι μέρος των προεκλογικών δεσμεύσεων Τραμπ, τις οποίες υλοποιεί ενόψει προεδρικών του 2020 ανεξάρτητα από τις ευρύτερες επιπτώσεις.

Ο Τραμπ ανακοίνωσε την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο, προκαλώντας την παραίτηση του τότε Αμερικανού υπουργού Άμυνας, Μάτις. Συμβιβάστηκε προσωρινά με το Πεντάγωνο και τα νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ, αλλά τώρα επανέρχεται δριμύτερος.

Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά: «Θα βγούμε από αυτούς τους γελοίους ατελείωτους πολέμους, ορισμένοι από τους οποίους είναι συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών φυλών, και θα φέρουμε τους στρατιώτες μας πίσω. Η Τουρκία, η Ευρώπη, η Συρία, το Ιράν, το Ιράκ, η Ρωσία και οι Κούρδοι θα πρέπει τώρα να συνεννοηθούν για την κατάσταση και να δουν τι θέλουν να κάνουν με τους αιχμάλωτους πολεμιστές του Ισλαμικού Κράτους στη γειτονιά τους».

Η απόφαση του Τραμπ εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει ένα ντόμινο αρνητικών εξελίξεων.

Πρώτον, η Τουρκία έχει εισβάλει ήδη σε περιοχές της ΒΑ Συρίας οι οποίες ελέγχονται από Κούρδους μαχητές. Επιδίωξη του Ερντογάν είναι να δημιουργήσει μια ασφαλή ζώνη 10.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων στα σύνορα Τουρκίας-Συρίας. Θέλει να την αποσπάσει από τον έλεγχο των Κούρδων, που τους θεωρεί τρομοκράτες, με την έννοια ότι υποστηρίζουν τους Κούρδους αυτονομιστές της ΝΑ Τουρκίας.

Θεωρητικά ο Ερντογάν θέλει να συγκεντρώσει σε αυτή τη ζώνη τα 3,6 εκατομμύρια προσφύγων και μεταναστών που έχουν καταφύγει από τη Συρία στην Τουρκία και να την αναπτύξει με δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, πολλά από τα οποία θα είναι ευρωπαϊκής προέλευσης. Στην πράξη, θα εμπλακεί σε έναν νέο πόλεμο φθοράς που θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα σε έναν πληθυσμό 760.000 ανθρώπων και μπορεί να επιβαρύνει την αρκετά εύθραυστη τουρκική οικονομία.

Δεύτερον, καταρρέει η αξιοπιστία των ΗΠΑ διεθνώς, εφόσον με την απόφαση του Τραμπ δίνουν ένα σκληρό χτύπημα στους Κούρδους συμμάχους τους, οι οποίοι πρωταγωνίστησαν στην εξουδετέρωση του Ισλαμικού Κράτους.

Το μήνυμα του Τραμπ αξιοποιείται ήδη από τις σιιτικές πολιτοφυλακές του Ιράκ που ελέγχονται από το Ιράν και από τους Ταλιμπάν και άλλους ισλαμιστές τρομοκράτες που έχουν το πάνω χέρι στον ατελείωτο πόλεμο στο Αφγανιστάν. Κλιμακώνουν τις επιχειρήσεις τους προκειμένου να επιτύχουν την οριστική απόσυρση και των τελευταίων αμερικανικών στρατευμάτων από τη χώρα τους.

Τρίτον, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για τη δυναμική επιστροφή του Ισλαμικού Κράτους ή μεμονωμένων μαχητών του. Οι Κούρδοι ελέγχουν γύρω στους 80.000 πρώην μαχητές του Ισλαμικού Κράτους, μαζί με μέλη των οικογενειών τους, σε καλά φρουρούμενους καταυλισμούς στη ΒΑ Συρία. Είναι πολύ πιθανό να σταματήσουν τη φύλαξή τους και η σχετική αρμοδιότητα να περάσει στα τουρκικά στρατεύματα, τα οποία στη Συρία έχουν ένα παρελθόν διευκόλυνσης αν όχι συνεργασίας με την ισλαμική τρομοκρατία.

Ένα από τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει σύντομα η Ε.Ε. θα είναι η επιστροφή Ευρωπαίων πολιτών που πολέμησαν για το Ισλαμικό Κράτος και θα σταματήσουν να κρατούνται στη ΒΑ Συρία.

Τέταρτον, το προσφυγικό-μεταναστευτικό θα πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις εξαιτίας της αποσταθεροποίησης της ευρύτερης περιοχής. Δεν υπάρχουν πάνω από δέκα κράτη-μέλη της Ε.Ε. που προθυμοποιούνται να μοιραστούν με την Ιταλία νέους πρόσφυγες και μετανάστες, οι οποίοι δεν ξεπερνούν το 1/4 των δικών μας. Ο κύκλος των προθύμων περιορίζεται ακόμη περισσότερο σε ό,τι αφορά τις ροές προς την Ελλάδα και τη διαφαινόμενη αύξησή τους.

Ώρα αποφάσεων

Πλησιάζει η ώρα μεγάλων αποφάσεων για την Ε.Ε. Η αμερικανική ασπίδα προστασίας δεν είναι πλέον αξιόπιστη και το δυτικό σύστημα έχει σταματήσει να υπάρχει με τη μορφή που το ξέραμε, με πρωτοβουλία του μεγάλου πρωταγωνιστή του.

Μπορεί να διαφωνούμε με τις επιλογές του Τραμπ, αλλά δεν έχουμε δικαίωμα ως Ευρωπαίοι να τις αγνοούμε, γιατί τις διατυπώνει με ωμή ειλικρίνεια.

Η Ε.Ε. έχει όλες τις προϋποθέσεις για να πρωταγωνιστήσει γεωπολιτικά, αρκεί να το θέλει. Ακόμη και η ρωσική απειλή, την οποία επικαλούνται πολλοί Ευρωπαίοι εταίροι, ιδιαίτερα μετά την προσάρτηση της Κριμαίας και την ουσιαστική απόσχιση περιοχών της Ανατολικής Ουκρανίας, είναι δημιούργημα της ευρωπαϊκής αδράνειας.

Οι στρατιωτικές δαπάνες των «27» της Ε.Ε. ανέρχονται, σύμφωνα με υπολογισμούς, σε 157 δισ. ευρώ τον χρόνο, ενώ της Ρωσίας δεν ξεπερνούν τα 50 δισ., παρά το γεγονός ότι κινούνται πέρα από τις αντοχές της ρωσικής οικονομίας, που είναι μικρότερη σε μέγεθος από την ιταλική.

Υπό την πίεση των γεγονότων πρέπει να αποφασίσουμε εάν θα πρωταγωνιστήσουμε, ως Ευρωπαίοι, σε έναν δυναμικά μεταβαλλόμενο κόσμο διαμορφώνοντας τις εξελίξεις ή απλώς θα τις υποστούμε μέχρι την περιθωριοποίησή μας.