Η ευρωπαϊκή κεντροδεξιά μπροστά σε νέες προκλήσεις - Free Sunday
Η ευρωπαϊκή κεντροδεξιά μπροστά σε νέες προκλήσεις
Τι σημαίνει για το ΕΛΚ η προεδρία Τουσκ.

Η ευρωπαϊκή κεντροδεξιά μπροστά σε νέες προκλήσεις

Στο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) που διεξήχθη στο Ζάγκρεμπ πραγματοποιήθηκε αλλαγή ηγεσίας. Ο πρόεδρος του ΕΛΚ, Ζοζέφ Ντολ, δεν διεκδίκησε την επανεκλογή του, θεωρώντας ότι ολοκλήρωσε την προσπάθεια. Η προεδρία πέρασε στον Ντόναλντ Τουσκ, ο οποίος δεν είχε αντίπαλο και εξασφάλισε την έγκριση του 93% των συνέδρων με μυστική ψηφοφορία.

Από έναν Γάλλο σε έναν Πολωνό είναι μια μεγάλη αλλαγή, που αναδεικνύει την αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς.

Μεγάλες δυνάμεις του παρελθόντος, όπως είναι η γαλλική και η ιταλική κεντροδεξιά, περνάνε μια δύσκολη περίοδο προσαρμογής, ενώ το πολιτικό κέντρο βάρους της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς φαίνεται να μετατοπίζεται βόρεια και ανατολικά.

Η ευρωπαϊκή κεντροδεξιά πρωταγωνιστεί σταθερά στις εξελίξεις, γι’ αυτό άλλωστε υφίσταται και τη σχετική πολιτική φθορά. Αυτή την περίοδο βρίσκεται αντιμέτωπη με τον ανταγωνισμό των Φιλελευθέρων και του Μακρόν, την άνοδο διαφόρων αντισυστημικών δυνάμεων και την ενίσχυση των Πρασίνων. Την εικόνα κάνουν πιο σύνθετη οι πολιτικές ανακατατάξεις που συνδέονται με το Brexit και το τέλος, το αργότερο μέχρι το 2021, της περιόδου Μέρκελ.

Ηγετική φυσιογνωμία

Η Μέρκελ και οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο ΕΛΚ.

Η Μέρκελ έχει γράψει ιστορία. Έζησε τα πρώτα 35 χρόνια της ζωής της στην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία. Μετά την πτώση του Τείχους εξελίχθηκε σε ανώτατο κομματικό στέλεχος των Χριστιανοδημοκρατών, είχε υπουργικές θέσεις την περίοδο 1991-1998 και στη συνέχεια πέρασε, μετά από μια σκληρή μάχη με την παλιά φρουρά του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, στην ηγεσία του, το 2000.

Από το 2005 είναι καγκελάριος της Γερμανίας, επικεφαλής κυβερνητικών συνασπισμών, κατά κανόνα Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών, αλλά και Χριστιανοδημοκρατών-Πρασίνων. Είναι η πρώτη γυναίκα καγκελάριος στην ιστορία της Γερμανίας που αναγνωρίζεται από την κοινή γνώμη ως ηγετική προσωπικότητα της Ε.Ε. ή και ως η ισχυρότερη γυναίκα στον κόσμο.

Έχει δηλώσει ότι δεν θα διεκδικήσει την επανεκλογή της στις βουλευτικές εκλογές του 2021 και αντικαταστάθηκε στην ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος από την Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ, η οποία είναι σήμερα υπουργός Άμυνας της Γερμανίας και θα διεκδικήσει, πιθανότατα, την καγκελαρία στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.

Η Μέρκελ έχει μεγάλο κύρος και επιρροή στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς και έχει επιβάλει τις βασικές επιλογές της, από τα εντυπωσιακά κοινωνικά ανοίγματα και την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική μέχρι το άνοιγμα των συνόρων και της κοινωνίας στους πρόσφυγες και τους μετανάστες την κρίσιμη περίοδο 2015-2016. Με τη Μέρκελ στην ηγεσία, οι Γερμανοί Χριστιανοδημοκράτες δίνουν την πολιτική μάχη στο κέντρο και επηρεάζουν με τις επιλογές τους τη στρατηγική του ΕΛΚ.

Τα ποσοστά του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και της συμμαχικής Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης της Βαυαρίας βρίσκονται σε κάμψη. Πήραν 33% στις βουλευτικές εκλογές του 2017 και υποχώρησαν στο 28,6% στις ευρωεκλογές του 2019. Μεγαλύτερη ήταν η πτώση των Σοσιαλδημοκρατών, οι οποίοι κατέγραψαν ποσοστό 20% στις βουλευτικές του 2017 και μόλις 15,3% στις ευρωεκλογές του 2019.

Οι Χριστιανοδημοκράτες είχαν σημαντικές απώλειες προς τη σκληρή δεξιά έως ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία ύστερα από το άνοιγμα των συνόρων και της κοινωνίας στους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Το ποσοστό της τριπλασιάστηκε στο 12,6% στις βουλευτικές του 2017, για να υποχωρήσει στο 10,8% στις ευρωεκλογές του 2019. Παρά την υποχώρηση των δυνάμεών της, η Εναλλακτική για τη Γερμανία επιτυγχάνει εντυπωσιακά ποσοστά 20%-25%, ακόμη και πρωτιές, στις εκλογές για την ανάδειξη κυβερνήσεων στα κρατίδια στις περιοχές της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.

Η μεγάλη πολιτική πρόκληση για το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, το οποίο κινείται προς το τέλος της περιόδου Μέρκελ, έρχεται από τους Πράσινους, οι οποίοι ξεπέρασαν το 20% στις ευρωεκλογές του περασμένου Μαΐου και εξακολουθούν να έχουν ανοδική πολιτική δυναμική. Η καγκελάριος αντιδρά στην άνοδο των Πρασίνων υιοθετώντας ένα μέρος της ατζέντας τους και δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στην προστασία του περιβάλλοντος.

Έχει τεράστια σημασία για την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά αν θα αποδειχθεί αποτελεσματική η διαδοχή της Μέρκελ και αν οι Χριστιανοδημοκράτες θα παραμείνουν η μεγαλύτερη εκλογική δύναμη και ο κορμός της επόμενης κυβέρνησης συνασπισμού.

Ο αντι-Τουσκ

Ο νέος πρόεδρος του ΕΛΚ, Ντόναλντ Τουσκ, έχει μια μεγάλη και εντυπωσιακή πολιτική ιστορία. Υπήρξε συνιδρυτής, το 2001, της Πολιτικής Πλατφόρμας, του εκφραστή της κεντροδεξιάς στην Πολωνία.

Κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές του 2007 και του 2011 και υπήρξε πρωθυπουργός της χώρας από το 2007 μέχρι το 2014, οπότε παραιτήθηκε για να αναλάβει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Το κόμμα του ηττήθηκε στις εκλογές του 2015 από τους Συντηρητικούς, οι οποίοι βρίσκονται από τότε στην εξουσία και επικράτησαν με άνεση και στις βουλευτικές του 2019.

Ο Τουσκ είναι ένας μετριοπαθής κεντρογενής πολιτικός που επενδύει στον ευρωπαϊσμό. Συγκρούεται στην πατρίδα του με τους δεξιόστροφους ευρωσκεπτικιστές του κόμματος Νόμος και Δικαιοσύνη, το οποίο βρίσκεται στην εξουσία.

Αυτή η αντιπαλότητα έχει διαμορφώσει το πολιτικό του προφίλ και κάνει πολύ δύσκολη τη συνεννόησή του με τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας, Βίκτορ Όρμπαν, ο οποίος παίζει μέχρι σήμερα με το κόμμα του, Fidesz, τον ρόλο της δεξιάς εσωκομματικής αντιπολίτευσης στο ΕΛΚ.

Ο Όρμπαν υπήρξε από τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης κατά του κομμουνιστικού καθεστώτος και ίδρυσε το 1993 το κόμμα Fidesz. Υπήρξε πρωθυπουργός από το 1998 –σε ηλικία μόλις 35 ετών– μέχρι το 2002. Έχασε οριακά τις εκλογές του 2002 και του 2006, στη συνέχεια όμως επέβαλε την κυριαρχία του. Κέρδισε τις εκλογές του 2010, του 2014 και του 2018, εξασφαλίζοντας με τους συμμάχους του συνταγματική πλειοψηφία 2/3 στη Βουλή, που του επέτρεψε να αλλάξει το Σύνταγμα προς την κατεύθυνση που επιθυμούσε. Στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 2018 το Fidesz και οι συνεργαζόμενοι εξασφάλισαν το 49,2% των ψήφων, ενώ το ποσοστό τους ανέβηκε στο 52% στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019, με αποτέλεσμα να ελέγχουν τις 13 από τις 21 ευρωβουλευτικές έδρες της Ουγγαρίας.

Ο Όρμπαν ανέπτυξε τη θεωρία του «ανελεύθερου κράτους» με το σκεπτικό ότι η προτεραιότητα του σύγχρονου κράτους δεν πρέπει να είναι ο πολίτης αλλά η προώθηση της κοινότητας. Οι πολιτικές που προτείνει στηρίζονται στον ευρωσκεπτικισμό, στην αντίθεση στους πρόσφυγες και τους μετανάστες στο όνομα της διατήρησης των χριστιανικών χαρακτηριστικών της Ε.Ε., αλλά και στην άσκηση μιας προωθημένης φιλολαϊκής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Τα υψηλά ποσοστά δεν του τα εξασφαλίζουν τόσο οι αμφιλεγόμενες απόψεις του όσο η σταθερή αύξηση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και η ουσιαστική βελτίωση των κοινωνικών παροχών.

Οι επιλογές του Όρμπαν και η σκληρή κριτική που ασκεί στη Μέρκελ και στο ΕΛΚ έχουν οδηγήσει στο «πάγωμα» της συμμετοχής του σε αυτό, με απόφαση της ηγεσίας της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς.

Το πέρασμα του ΕΛΚ στην προεδρία Τουσκ μεγαλώνει τον πειρασμό για τον Όρμπαν να επιχειρήσει την πλήρη ρήξη, αναζητώντας συνεργάτες μεταξύ του υπερσυντηρητικού Κατσίνσκι στην Πολωνία –προσωπικού αντιπάλου του Τουσκ– και των Λεπέν και Σαλβίνι.

Οι 13 ευρωβουλευτικές έδρες του Fidesz είναι πολύτιμες για το ΕΛΚ, το οποίο παραμένει πρώτη δύναμη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχοντας υποχωρήσει στις 182 έδρες, με δεύτερους τους Σοσιαλιστές και τους Δημοκράτες συμμάχους τους, που έχουν 154 έδρες. Η ενδεχόμενη οριστική ρήξη του ΕΛΚ με τον Όρμπαν δεν απειλεί την πρωτιά σε έδρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εφόσον το Brexit θα στερήσει από τους Σοσιαλιστές τις 10 έδρες των Βρετανών Εργατικών, οι οποίοι κατέγραψαν ποσοστό μόλις 13,7% στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019.

Το ΕΛΚ δεν θα έχει απώλειες εδρών από το Brexit, γιατί οι Συντηρητικοί αποχώρησαν από αυτό το 2009 και εντάχθηκαν στην ομάδα των Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών, όπου κυριαρχεί το κυβερνών κόμμα της Πολωνίας. Άλλωστε οι Βρετανοί Συντηρητικοί «λεηλατήθηκαν» στις ευρωεκλογές από το Κόμμα του Brexit, που κατέγραψε ποσοστό 30,7%, με αποτέλεσμα να περιοριστούν σε 8,8% και μόλις 4 ευρωβουλευτικές έδρες.

Το ΕΛΚ, πάντως, έχει κάθε συμφέρον να αποφύγει –εννοείται, με τους όρους του– την οριστική ρήξη με τον Όρμπαν, προκειμένου ο τελευταίος να μην προσεγγίσει τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής σκληρής και άκρας Δεξιάς, όπως είναι η Λέγκα του Σαλβίνι και ο Εθνικός Συναγερμός της Λεπέν.

Από τη μια το ΕΛΚ δεν θέλει να διευκολύνει τις κινήσεις της ευρωπαϊκής σκληρής και άκρας Δεξιάς, από την άλλη δεν μπορεί να ξεπεράσει κάποιες κόκκινες γραμμές για να εξασφαλίσει τη συνέχιση της συνεργασίας με τον Όρμπαν.

Κόπωση σε Ιταλία-Γαλλία

Μεγάλη σημασία για το ΕΛΚ έχουν τα σημάδια πολιτικής κόπωσης που εμφανίζουν τα κεντροδεξιά κόμματα στην Ιταλία και στη Γαλλία.

Ενώ κατά το παρελθόν διαμόρφωσαν τις εξελίξεις, σήμερα περνάνε μια περίοδο αδυναμίας, η οποία επηρεάζει και την εσωτερική ισορροπία στο ΕΛΚ.

Η Forza Italia, το κόμμα που ίδρυσε ο Μπερλουσκόνι, περιορίστηκε στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 στο 8,7% και σε μόλις 6 ευρωβουλευτικές έδρες επί συνόλου 73 που έχει η Ιταλία.

Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών είναι ενδεικτικά του νέου πολιτικού τοπίου που διαμορφώνεται στην Ιταλία. Η Λέγκα του Σαλβίνι πήρε 34,2% και 28 έδρες. Το Δημοκρατικό Κόμμα 22,7% και 19 έδρες. Το Κίνημα Πέντε Αστέρων, σε μεγάλη υποχώρηση, έπεσε στο 17% και σε 14 έδρες, ενώ ένα σκληρό δεξιό κόμμα, τα Αδέλφια της Ιταλίας, κατέγραψε ποσοστό 6,4%.

Στις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου 2018 η Λέγκα και τα Αδέλφια της Ιταλίας –δύο κόμματα που κινούνται στον χώρο μεταξύ σκληρής και άκρας Δεξιάς– κατέβηκαν μαζί με τη Forza Italia του Μπερλουσκόνι στη βάση της συμφωνίας ότι σε περίπτωση εκλογικής τους νίκης, όποιο από τα τρία κόμματα έπαιρνε τις περισσότερες ψήφους θα όριζε τον πρωθυπουργό.

Η εκτίμηση της πλευράς Μπερλουσκόνι ήταν πως η Forza Italia θα συγκέντρωνε τις περισσότερες ψήφους. Γι’ αυτό προετοιμαζόταν για την πρωθυπουργία ο τότε πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Αντόνιο Ταγιάνι, πρώην επίτροπος, πρώην υπουργός στην κυβέρνηση Μπερλουσκόνι, γνωστός ευρωπαϊστής και σταθερός φίλος της Ελλάδας.

Αποστολή του Μπερλουσκόνι και των συνεργατών του ήταν να «τιθασεύσουν» τους ευρωσκεπτικιστές των δύο συνεργαζόμενων κομμάτων και να μετατραπούν σε «γέφυρα» μεταξύ της Ρώμης και των Βρυξελλών για την αντιμετώπιση σημαντικών εκκρεμών ζητημάτων, από τα δημοσιονομικά μέχρι το προσφυγικό-μεταναστευτικό.

Η επιχείρηση ελέγχου του Σαλβίνι από τον Μπερλουσκόνι απέτυχε πλήρως. Η Λέγκα πήρε τις περισσότερες ψήφους, η Forza Italia δεν μπόρεσε να συνεννοηθεί με τα δύο συνεργαζόμενα κόμματα και αυτά επέλεξαν τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με το Κίνημα Πέντε Αστέρων.

Η κυβέρνηση Λέγκας - Κινήματος Πέντε Αστέρων με πρωθυπουργό τον Κόντε δημιουργήθηκε τον Ιούνιο του 2018 και κατέρρευσε, με πρωτοβουλία του Σαλβίνι, τον Σεπτέμβριο του 2019. Αυτός, έχοντας δημοσκοπικά ποσοστά ανώτερα του 35%, αποχώρησε από την κυβέρνηση για να προκαλέσει πρόωρες βουλευτικές εκλογές. Το Κίνημα Πέντε Αστέρων, το οποίο στις βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου 2018 ήταν πρώτο κόμμα με 32,7%, βρισκόταν σε ελεύθερη πτώση μετά το 17% των ευρωεκλογών του Μαΐου 2019 και γι’ αυτό επέλεξε τη στροφή 180 μοιρών και τη δημιουργία κυβερνητικού συνασπισμού με το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα. Η νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2019, αλλά δεν έχει καταφέρει να αλλάξει την πολιτική δυναμική.

Ο Σαλβίνι εμφανίζεται πανίσχυρος και η Λέγκα και οι σύμμαχοί της κερδίζουν περιφέρειες στις οποίες κυριαρχούσε τις τελευταίες δεκαετίες η κεντροαριστερά. Ο Μπερλουσκόνι συνεχίζει τη συνεργασία με τον Σαλβίνι σε αυτοδιοικητικό και περιφερειακό επίπεδο, είναι φανερό όμως ότι δεν έχει τις δυνάμεις για να επιβάλει τους όρους του στον Σαλβίνι, ο οποίος αποτελεί με τη Λεπέν το σκληρό δίδυμο του δεξιόστροφου ευρωπαϊκού λαϊκισμού.

Στα 83 του ο Μπερλουσκόνι συνεχίζει την πολιτική προσπάθεια, ως ευρωβουλευτής της ομάδας του ΕΛΚ, έχοντας διατελέσει πρωθυπουργός το 1994-1995, το 2001-2006 και το 2008-2011.

Με προσωπική περιουσία που εκτιμάται στα 7,2 δισ. ευρώ και τρία μεγάλα ιδιωτικά κανάλια υπό τον έλεγχό του, θεωρείται από πολλούς ο πιο πλούσιος και ισχυρός Ιταλός. Η αδυναμία, όμως, της ιταλικής κεντροδεξιάς είναι αυτή την περίοδο φανερή.

Τα προβλήματα της ιταλικής κεντροδεξιάς συμπληρώνουν τα προβλήματα της γαλλικής κεντροδεξιάς. Η τελευταία ήταν την περίοδο 2016-2017 μία από τις μεγάλες δυνάμεις του ΕΛΚ, με προοπτική να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό στη Γαλλία και στην Ε.Ε.

Τα πράγματα όμως δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τον πολιτικό σχεδιασμό. Ο Σαρκοζί, ο οποίος μετασχημάτισε τον Απρίλιο του 2015 την Ένωση για ένα Λαϊκό Κίνημα (UMP), που είχε δημιουργήσει ο Σιράκ, σε κόμμα των Ρεπουμπλικάνων για να διεκδικήσει την προεδρία στις εκλογές του 2017, δεν μπόρεσε να συσπειρώσει τη βάση της κεντροδεξιάς γύρω του.

Έτσι, προεδρικός υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων ήταν στις εκλογές του 2017 ο Φιγιόν, πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος περιορίστηκε στο 20% στον πρώτο γύρο και βρέθηκε εκτός, με τη Λεπέν και τον Μακρόν να περνάνε στον δεύτερο γύρο.

Οι Ρεπουμπλικάνοι κατέγραψαν στις βουλευτικές εκλογές ποσοστό 22%, αλλά η ήττα του Φιγιόν και οι μεγάλες απώλειες της κεντροδεξιάς σε όφελος του Μακρόν προκάλεσαν κρίση, από την οποία δεν έχουν συνέλθει ακόμη.

Στις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019 το κόμμα έπεσε στο 8,5%, με αποτέλεσμα να αντικατασταθεί ξανά η ηγεσία του.

Η αποδυνάμωση της ιταλικής και της γαλλικής κεντροδεξιάς αναδεικνύει τον ρόλο της ΝΔ και προσωπικά του Κυριάκου Μητσοτάκη σε ό,τι αφορά την εκπροσώπηση του ευρωπαϊκού Νότου στο εσωτερικό του ΕΛΚ.

Δεν υπάρχει πια ο παραδοσιακός ηγεμονικός ρόλος της γαλλικής κεντροδεξιάς, η ιταλική κεντροδεξιά δυσκολεύεται και βρίσκεται σε μεταβατική φάση, η πορτογαλική και η ισπανική κεντροδεξιά έχουν ισχυρή παρουσία αλλά βρίσκονται στην αντιπολίτευση και μόνο στην Ελλάδα και στην Κύπρο η κεντροδεξιά έχει εντυπωσιακά ποσοστά και είναι στην εξουσία.

Αυτοί που νίκησαν τον λαϊκισμό

Στο ΕΛΚ αναδείχθηκαν τα τελευταία χρόνια δύο νέοι πρωταγωνιστές. Αντιμετωπίζονται ως «αστέρες», γιατί κατάφεραν να νικήσουν τον δεξιόστροφο και τον αριστερόστροφο λαϊκισμό.

Ο Σεμπάστιαν Κουρτς, ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος της Αυστρίας, έχει δημιουργήσει τη δική του πολιτική σχολή. Παρακολούθησε τις πολιτικές κινήσεις και συνεργάστηκε με τους δεξιόστροφους λαϊκιστές του Κόμματος της Ελευθερίας και κατάφερε μέσα από μια σύνθετη διαδικασία να τους εξουδετερώσει.

Γεννήθηκε το 1986 και εκφράζει τη νέα γενιά του ΕΛΚ. Από το 2013 μέχρι το 2017 ήταν υπουργός Εξωτερικών σε κυβέρνηση συνασπισμού με Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο. Το Λαϊκό Κόμμα έχανε έδαφος σε όφελος του Κόμματος της Ελευθερίας και όλα έδειχναν ότι θα κατέληγε στην τρίτη θέση στις επόμενες βουλευτικές εκλογές.

Ο Κουρτς ανέλαβε την ηγεσία, πρόβαλε τα θέματα που αξιοποιούσε η άκρα Δεξιά και απέφευγε η κεντροδεξιά, ενίσχυσε το προσωπικό στοιχείο σε ένα πολύ παραδοσιακό κόμμα και κατάφερε να πάρει 31,5% στις εκλογές του 2017, με το Κόμμα Ελευθερίας να έρχεται οριακά τρίτο, μετά το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, αλλά με ένα πολύ ισχυρό 26%.

Τον Οκτώβριο του 2017 σχηματίστηκε κυβέρνηση συνασπισμού κεντροδεξιάς και ακροδεξιάς με καγκελάριο τον Κουρτς. Τον Μάιο του 2019 ο καγκελάριος πήρε την πρωτοβουλία για τη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού, επειδή με βάση δημοσιογραφικές αποκαλύψεις ο αντικαγκελάριος και επικεφαλής του Κόμματος Ελευθερίας, Στράχε, είχε ανακατευτεί σε προσπάθεια διαπραγμάτευσης με μια δήθεν εκπρόσωπο Ρώσου ολιγάρχη, πριν από τις εκλογές του 2017. Το ενοχοποιητικό βίντεο που κυκλοφόρησε τον έδειχνε πρόθυμο να διευκολύνει ρωσικές επενδύσεις με αντάλλαγμα τη χρηματοδότηση του ιδίου και την προώθηση της επιρροής του κόμματός του σε αυστριακά ΜΜΕ.

Η κυβέρνηση Κουρτς έπεσε, αλλά στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2019 οι ψηφοφόροι τον επιβράβευσαν αυξάνοντας το ποσοστό του Λαϊκού Κόμματος στο 37,5%, ενώ τιμώρησαν το Κόμμα Ελευθερίας, από την ηγεσία του οποίου εξαναγκάστηκε σε παραίτηση ο Στράχε, ρίχνοντας το ποσοστό του στο 16,2%.

Ο Κουρτς ακολούθησε αντίστροφη πορεία από αυτήν του Μπερλουσκόνι. Ο τελευταίος συνεργάστηκε με τη Λέγκα και τον Σαλβίνι αλλά βρέθηκε σε υποδεέστερη θέση, ενώ ο πρώτος αντιμετώπισε το πρόβλημα της ανόδου της αυστριακής άκρας Δεξιάς με υποδειγματικό για την κεντροδεξιά τρόπο. Το Λαϊκό Κόμμα είναι πλέον κυρίαρχο στην Αυστρία, περιόρισε αισθητά τα ποσοστά της άκρας Δεξιάς και ο Κουρτς είναι ελεύθερος να χαράξει τη στρατηγική του αναζητώντας τις συνεργασίες που κρίνει σκόπιμες.

Ο Μητσοτάκης αντιμετωπίζεται ως εξαιρετικά ισχυρός παράγοντας στο ΕΛΚ, επειδή κατάφερε να αντέξει στην επίθεση του ΣΥΡΙΖΑ και των μηχανισμών του και στη συνέχεια να υπερισχύσει του αριστερόστροφου λαϊκισμού.

Το ΕΛΚ δέχεται μεγαλύτερη πίεση από τη σκληρή και την άκρα Δεξιά, προβληματίζεται όμως πάντα για τις δυνατότητες της ριζοσπαστικής Αριστεράς στις χώρες του Νότου.

Η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ και ο σχηματισμός της κυβέρνησης Τσίπρα στις αρχές του 2015 δημιούργησε δύο τεράστια προβλήματα για την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά.

Πρώτον, έθεσε σε αμφισβήτηση τους κανόνες της ΟΝΕ προτού καλά καλά ξεπεραστεί η οικονομική κρίση, η οποία είχε κλιμακωθεί το 2012. Δημιουργήθηκαν συνθήκες συστημικής αστάθειας για ευρώ και Ευρωζώνη, αλλά η πρόκληση αντιμετωπίστηκε με επιτυχία και η κυβέρνηση Τσίπρα υποχρεώθηκε το καλοκαίρι του 2015 σε στροφή 180 μοιρών στην οικονομική πολιτική της και σε πλήρη προσαρμογή στους κανόνες της ΟΝΕ.

Δεύτερον, η κυβέρνηση Τσίπρα εφάρμοσε το δόγμα «λιάζονται» σε ό,τι αφορά τις ροές προσφύγων και μεταναστών από την Τουρκία προς την Ελλάδα και στη συνέχεια σε άλλες χώρες της Ε.Ε., προκαλώντας κοινωνική και πολιτική αστάθεια.

Οι τοπικές κοινωνίες αντέδρασαν σε Αυστρία, Γερμανία και Σουηδία, επειδή δέχτηκαν τους περισσότερους πρόσφυγες και μετανάστες, ενώ η άκρα Δεξιά πολλαπλασίασε τα εκλογικά ποσοστά της σε αυτές τις χώρες. Η κατάσταση ελέγχθηκε με την άτυπη συνεννόηση με την Τουρκία τον Μάρτιο του 2016 και την ουσιαστική μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα εγκλωβισμού προσφύγων και μεταναστών.

Την ώρα της εκλογικής επικράτησης του ΣΥΡΙΖΑ οι Podemos κατέγραφαν στην Ισπανία δημοσκοπικά ποσοστά της τάξης του 30% και υπήρχε το σενάριο ενός αριστερού ντόμινο στη Νότια Ευρώπη που θα δοκίμαζε τη συνοχή της Ε.Ε.

Ο Μητσοτάκης και η ΝΔ μπόρεσαν να αντέξουν στην πολιτική πίεση του συστήματος εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ και συνέβαλαν αποφασιστικά στην απομυθοποίηση του Τσίπρα, του Βαρουφάκη και άλλων στην Ελλάδα και στην Ε.Ε.

Οι Podemos έχασαν έδαφος τα τελευταία χρόνια με τη βοήθεια και της κυβερνητικής εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ. Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές κατέγραψαν ένα ισχνό 12% και έχουν εγκαταλείψει τα σχέδια κυριαρχίας στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς, όπως κάνει στην Ελλάδα ο ΣΥΡΙΖΑ σε βάρος του Κινήματος Αλλαγής. Οι Ισπανοί Σοσιαλιστές ήρθαν πρώτοι στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, με ποσοστό 27%, και πρωταγωνιστούν στις εξελίξεις.

Η ιδεολογική και πολιτική αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ και η εκλογική του ήττα ήταν η μεγάλη προσφορά του Μητσοτάκη και της ΝΔ στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του αριστερόστροφου λαϊκισμού στην Ελλάδα και στην Ε.Ε.

Κουρτς και Μητσοτάκης είναι οι νέοι πρωταγωνιστές στον χώρο της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς και στηρίζουν την ακτινοβολία και την επιρροή τους στις μεγάλες επιτυχίες τους σε βάρος του δεξιόστροφου και του αριστερόστροφου λαϊκισμού.

Ανταγωνιστές και αντίπαλοι

Το ΕΛΚ πρέπει να χαράξει τη στρατηγική του λαμβάνοντας υπόψη τις κινήσεις ανταγωνιστών και αντιπάλων. Η πολιτική ομάδα του ΕΛΚ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μαζί με τη Σοσιαλιστική Ομάδα και τους Φιλελεύθερους, που συνεργάζονται με τον Μακρόν στο πλαίσιο του Ανανεώστε την Ευρώπη (Renew Europe), αποτελούν τις τρεις λεγόμενες συστημικές δυνάμεις.

Έχουν μεταξύ τους σοβαρές αντιθέσεις και διαφορές, τάσσονται όμως, σε γενικές γραμμές, υπέρ της προώθησης της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Η οριστικοποίηση της σύνθεσης της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με πρόεδρο τη Φον ντερ Λάιεν, εξελίχθηκε σε μια μάχη τακτικής με απώλειες απ’ όλες τις πλευρές.

Πρώτα ένωσαν τις δυνάμεις τους ο φιλελεύθερος Μακρόν με τον υπερσυντηρητικό Όρμπαν για να μπλοκάρουν την υποψηφιότητα του Βέμπερ για τη θέση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ο Βέμπερ, ο οποίος είναι επικεφαλής της πολιτικής ομάδας του ΕΛΚ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ήταν επικεφαλής υποψήφιος του ΕΛΚ στις ευρωεκλογές του Μαΐου του 2019. Με βάση τον κανόνα που άρχισε να ισχύει στις ευρωεκλογές του 2014, ο επικεφαλής υποψήφιος του ευρωπαϊκού κόμματος που θα ερχόταν πρώτο στις ευρωεκλογές θα γινόταν αυτόματα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ίσχυσε για τον Γιούνκερ, επικεφαλής υποψήφιο του ΕΛΚ το 2014, δεν ίσχυσε όμως για τον Βέμπερ, επικεφαλής υποψήφιο του ΕΛΚ το 2019.

Ο Μακρόν παρενέβη για να επιβάλει τους δικούς του πολιτικούς όρους. Αφού μπλόκαρε την υποψηφιότητα Βέμπερ καταργώντας τον κανόνα του επικεφαλής υποψηφίου του πρώτου κόμματος, συνεννοήθηκε απευθείας με τη Μέρκελ. Συμφωνήθηκε να γίνει πρόεδρος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή η Φον ντερ Λάιεν, υπουργός Άμυνας της Γερμανίας και ανώτατο στέλεχος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, και επικεφαλής στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η Λαγκάρντ, η οποία υπήρξε και υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας επί Σαρκοζί.

Οι υποστηρικτές του Μακρόν απέρριψαν στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον επίτροπο που πρότεινε η κυβέρνηση της Ουγγαρίας, με πρωτοβουλία του ΕΛΚ απορρίφθηκε η επίτροπος που πρότεινε η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Ρουμανίας, ενώ κεντροδεξιοί και κεντροαριστεροί ευρωβουλευτές ξέσπασαν κατά της υποψήφιας επιτρόπου που πρότεινε ο ίδιος ο Μακρόν.

Η απόρριψη της επιτρόπου που πρότεινε η σοσιαλιστική κυβέρνηση της Ρουμανίας ευνόησε τελικά το ΕΛΚ, γιατί η κυβέρνηση έχασε την πλειοψηφία στη Βουλή και αντικαταστάθηκε από ένα κεντροδεξιό σχήμα που πρότεινε για επίτροπο ευρωβουλευτή του ΕΛΚ, η υποψηφιότητα της οποίας εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Έτσι, το ΕΛΚ με 10 επιτρόπους εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη εκπροσώπηση από τις άλλες πολιτικές ομάδες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Υπάρχει αμοιβαία καχυποψία μεταξύ ΕΛΚ και Μακρόν, γιατί η ευρωπαϊκή κεντροδεξιά δεν θέλει να αποδυναμωθεί, όπως η γαλλική κεντροδεξιά, η οποία πλήρωσε ακριβά, μετά το Σοσιαλιστικό Κόμμα το οποίο τον ανέδειξε, την πολιτική άνοδο του Μακρόν.

Ο Γάλλος Πρόεδρος, πάντως, δεν έχει στην Ε.Ε. την ευχέρεια κινήσεων που του παρέχουν οι προεδρικές υπερεξουσίες στη Γαλλία. Η πολιτική ομάδα των Φιλελευθέρων και του Μακρόν είναι τρίτη σε δύναμη, με 108 ευρωβουλευτές. Οι Ciudadanos υπέστησαν εκλογική πανωλεθρία στην Ισπανία και οι Φιλελεύθεροι υποκλίθηκαν, όπως και οι Σοσιαλιστές, στον Γιοχάνις, τον κεντροδεξιό Πρόεδρο της Ρουμανίας, ο οποίος εξασφάλισε τη δεύτερη θητεία με το εντυπωσιακό 63% στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών.

ΕΛΚ και Μακρόν ανταγωνίζονται και για το ποιος θα έχει μεγαλύτερη επιρροή στην Επιτροπή που θα συσταθεί για να κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για το μέλλον της Ευρώπης.

Παρά τη σκληρή αντιπαράθεση της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς με τον Μακρόν και άλλες συστημικές δυνάμεις, το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε θα ήταν η ήττα του Μακρόν από τη Λεπέν στις προεδρικές εκλογές του 2022. Τα ποσοστά δημοτικότητας του Μακρόν κινούνται πλέον μεταξύ 30% και 35% και βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα μέτωπο κοινωνικής δυσαρέσκειας που ξεκινάει από τα «κίτρινα γιλέκα» και φτάνει μέχρι τους φοιτητές και τους συνταξιούχους. Για την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά ο Μακρόν είναι ανταγωνιστής, όχι όμως αντίπαλος. Η σχέση της με αυτόν επηρεάζεται και από το χαμηλό επίπεδο της γαλλογερμανικής συνεννόησης σε ζητήματα μεγάλης σημασίας για την Ε.Ε.

Με το πέρασμα του χρόνου το πολιτικό σκηνικό γίνεται περισσότερο ρευστό. Για παράδειγμα, το αντιευρωπαϊκό, αντισυστημικό Κίνημα Πέντε Αστέρων έκανε τη δική του στροφή 180 μοιρών, ψηφίζοντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τη Φον ντερ Λάιεν για πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και διευκολύνοντας τη συνεννόηση Ρώμης και Βρυξελλών.

Οι Πράσινοι, αν και θεωρούνται αντισυστημική δύναμη, επηρεάζονται από τους Πράσινους της Γερμανίας, οι οποίοι έχουν δημιουργήσει παράδοση κυβερνητικής συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες σε επίπεδο κρατιδίων αλλά και ομοσπονδιακής κυβέρνησης.

Αντίπαλοι για την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά είναι τα πολιτικά κόμματα της σκληρής και άκρας Δεξιάς και της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Τα κόμματα της σκληρής και της άκρας Δεξιάς κέρδισαν τα τελευταία χρόνια σε επιρροή αλλά δεν έχουν τις δυνάμεις και τους συμμάχους για να κυριαρχήσουν σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς έχουν αποδυναμωθεί, με μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΑΚΕΛ να διατηρούν υψηλά ποσοστά.