Μεταναστευτικό, όπως μνημόνιο - Free Sunday
Μεταναστευτικό, όπως μνημόνιο

Μεταναστευτικό, όπως μνημόνιο

Ο πολίτης πάει στον δικηγόρο για να του αναθέσει μια υπόθεση και ξεκινά να διηγείται την ιστορία του. Πολλές φορές είναι συναισθηματικά φορτισμένος, αναμειγνύει γεγονότα, κρίσεις και επιθυμίες, λέει κυριολεκτικά «τον πόνο του». Αν ο δικηγόρος ταυτιστεί αμέσως με τον «πόνο» του πελάτη και τον διαβεβαιώσει ότι έχει δίκιο, για το οποίο θα παλέψουν με νύχια και με δόντια, να ξέρετε ότι η υπόθεση είναι χαμένη από χέρι. Θα μεσολαβήσουν εξώδικα, δίκες, ατελείωτες συναντήσεις και αρκετά λεφτά, αλλά στο τέλος θα έρθει η ήττα, η οποία θα συνοδεύεται με κατάρες είτε προς τον δικηγόρο, είτε προς την άλλη πλευρά, είτε προς τον δικαστή ή τον μάρτυρα. Συμβαίνουν αυτά.

Η νομοθεσία προϋπάρχει της γενέσεως οποιασδήποτε διαφοράς. Τα δικαστήρια την έχουν ερμηνεύσει, συχνά έχει παγιωθεί μια συγκεκριμένη ερμηνεία και πρακτική, ο δε τρόπος που γίνονται οι δίκες είναι εκ των προτέρων γνωστός. Εάν, κατά συνέπεια, ο δικηγόρος ακούγοντας τον «πόνο» του πελάτη φροντίσει να απομονώσει τα γεγονότα από τις κρίσεις και να τα αποφορτίσει από τα συναισθήματα, έχει τη βάση της υπόθεσης. Αν αντιπαραβάλλει τα γεγονότα με την υφιστάμενη νομοθεσία, έχει ορίσει το πλαίσιο των μελλοντικών δυνατοτήτων. Τι μπορεί να γίνει στα σίγουρα, τι δεν μπορεί να γίνει στα σίγουρα, τι είναι αμφισβητούμενο. Εάν αυτές τις παραδοχές τις κατανοήσει ο πελάτης και δώσει εντολές ενεργειών μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το πιθανότερο είναι ότι η υπόθεση είναι κερδισμένη, ενώ τυχόν επιμέρους (ή και ολική) ήττα έχει προϋπολογιστεί και έχουν γίνει προκαταβολικά ενέργειες περιορισμού της ζημιάς. Έχει παρθεί ένα υπαρκτό, πλην ελεγχόμενο, ρίσκο.

Κατά τον προγραμματισμό των ενεργειών, χρήσιμο είναι να λαμβάνονται υπόψη και οι λοιποί, πλην του ποιος έχει δίκιο, παράγοντες: πόσος χρόνος θα χρειαστεί, πόσες ενέργειες απαιτούνται, ποιο το κόστος όλων αυτών, ποιος θα έρθει μάρτυρας (δηλαδή ποιος θα μας στηρίξει), ποιες οι συνέπειες κάθε επιμέρους αστοχίας στο σύνολο της διαφοράς. Δεν έχει κανένα πρακτικό αντίκρισμα το να έχεις δίκιο αλλά να μην έχεις τα χρήματα για να αντέξεις έναν μακρόχρονο δικαστικό αγώνα που θα σε δικαιώσει. Εκεί, πρέπει να διαπραγματευτείς και να πάρεις όσο περισσότερα μπορείς, με ελεγχόμενο κόστος. Εννοείται ότι πρέπει, συνειδητά, να δώσεις κιόλας. Αν αποφασίσεις να μπλοφάρεις ξεκινώντας έναν δήθεν σκληρό αγώνα, για να τσιμπήσει ο αντίπαλος και να έρθει σε συμβιβασμό πρέπει να τον έχεις από πριν ψυχολογήσει καλά. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα χάσεις απλώς, θα καταστραφείς.

Τη συμπεριφορά του «είπαμε τον πόνο μας» και με κάθε τρόπο διεκδικούμε το δίκιο μας, επειδή μόνοι μας αποφασίσαμε ότι το έχουμε, την επιδείξαμε έντονα με τα μνημόνια. Κατ’ αρχάς επιλέγοντας να αγνοήσουμε τις υποχρεώσεις που ήταν από πριν συνομολογημένες από τη χώρα μας λόγω του δανεισμού. Αψηφώντας τους διεθνείς συσχετισμούς. Πιστεύοντας αφελώς ότι οι μεν σύμμαχοι είναι υποχρεωμένοι να μας υποστηρίζουν και ότι οι τρίτοι θα το πράξουν απλώς και μόνο διότι εμείς αποφασίσαμε μόνοι μας ότι είμαστε οι καλοί της ιστορίας. Σπάσαμε τα μούτρα μας πολλαπλώς, χρεοκοπήσαμε πολλαπλώς και στο τέλος συμμορφωθήκαμε. Κάναμε αυτό που έπρεπε και εφαρμόσαμε τους κανόνες που προϋπήρχαν.

Αναλόγως λειτουργήσαμε και στο προσφυγικό-μεταναστευτικό. Αγνοήσαμε ότι το μεταναστευτικό ρεύμα ανά τον κόσμο είναι σχεδόν αδύνατο να ανακοπεί. Μπορεί να περιοριστεί, όπως έγινε σε πολλές χώρες, πολύ πιο οργανωμένες από τη δική μας, αλλά όχι να μηδενιστεί. Αγνοήσαμε το γεγονός ότι αν εμείς θέλουμε να ανοίξουμε τις θύρες μας στον οποιονδήποτε, κάποιοι άλλοι δικαιούνται να μη θέλουν. Ακόμη χειρότερα, όταν διακηρύττουμε ότι θα καταστήσουμε τη χώρα κανάλι διοχέτευσης των μετακινουμένων προς τρίτες χώρες, χωρίς να τις ρωτήσουμε, απλώς προσβάλλουμε τις τρίτες χώρες. Αγνοήσαμε ότι η χώρα έχει μόνιμο εξωτερικό εχθρό, στον οποίο τελικά παραχωρήσαμε το μεταναστευτικό ως στρατηγικό όπλο. Ξεχάσαμε ότι είμαστε ακόμη αδύναμοι οικονομικά και σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόμαστε από τη στήριξη της Ε.Ε. Πολύ λογικά βρεθήκαμε σε αδιέξοδο. Ειδικά στο μεταναστευτικό, αρκεστήκαμε να πούμε τον πόνο μας, να διατυπώσουμε αδιέξοδες απαιτήσεις και πέραν αυτού ουδέν. Ήρθε η ώρα του λογαριασμού και υπό μία έννοια χρωστάμε και μια χάρη στον κ. Ερντογάν, που μας ξύπνησε πριν να είναι αργά.

Ασχέτως του τι προηγήθηκε, τα δεδομένα πριν από το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας έλεγαν ότι: Υπήρχε και εξακολουθεί να υπάρχει στη χώρα αριθμός αλλοδαπών ο οποίος ήταν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να απομακρυνθεί. Πρέπει με κάποιον τρόπο ο πληθυσμός αυτός να ελεγχθεί και να αξιοποιηθεί, ώστε τουλάχιστον να μην παρασιτεί. Επειδή μας «όρμησε» ο Ερντογάν, δεν θα τους πετάξουμε στη θάλασσα. Επομένως, όταν θα δημιουργηθούν κέντρα, αυτή τη φορά καλό είναι να μη βγουν καραμπίνες. Εισροές πάντα θα υπάρχουν. Πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να τις περιορίσουμε, χωρίς να υπερβούμε τα όρια που επιβάλλουν οι διεθνείς συνθήκες και οι υφιστάμενοι συσχετισμοί. Μηδενικές εισροές μπορούν να επιτευχθούν μόνο αν σημειωθούν θάνατοι, είτε από όπλο είτε από πνιγμό. Το αντέχουμε; Για το ότι γίναμε «αποθήκη ψυχών» φταίμε εμείς. Το προκαλέσαμε, ας το αποδεχτούμε και ας το αντιμετωπίσουμε τεχνοκρατικά. Δεν έχει νόημα να κατηγορούμε ο ένας τον άλλον. Καλώς ή κακώς, η συμφωνία ήταν οι επαναπροωθήσεις να γίνονται από τα νησιά. Ότι τα κλειστά κέντρα θα γίνονταν στα νησιά. Δεν είναι νοητό να θεωρούμε καλύτερη λύση τη σημερινή Μόρια απ’ οποιοδήποτε κλειστό ή έστω ελεγχόμενο κέντρο. Επιλέξαμε να κοροϊδεύουμε τον θαλάσσιο φράχτη πριν λειτουργήσει και να χλευάσουμε την κυβέρνηση όταν (προσχηματικά έστω) επιχείρησε να επικαλεστεί τον κοροναϊό για να εντείνει την αποτροπή. Να θυμόμαστε ότι η αναστολή του συστήματος ασύλου ισχύει για έναν μήνα. Θα παραταθεί πιθανότατα, αλλά δεν θα ισχύσει για πάντα.

Το γεγονός ότι το μεταναστευτικό έγινε επίσημο όπλο στα χέρια της Τουρκίας δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι πρέπει να διαχειριστούμε όσους αλλοδαπούς ήδη έχουμε και όσους θα έρθουν, και πλέον δημιουργεί και νέες πάγιες ανάγκες: Χρειαζόμαστε αύξηση θητείας, διότι η φύλαξη των συνόρων είναι αποστολή του στρατού, όχι των ΜΑΤ. Χρειαζόμαστε ενδεχομένως κυλιόμενη επιστράτευση, γιατί πάντοτε οι μεγαλύτεροι είναι ψυχραιμότεροι. Χρειαζόμαστε επ’ αόριστον πρόσθετους πόρους για τη φύλαξη του Έβρου και των νησιών, άρα πρέπει να κόψουμε τις απαιτήσεις για αυξήσεις μισθών και συντάξεων και παροχών, ως να μη συμβαίνει τίποτα. Κοντά στην ήδη επιτακτική ανάγκη οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να φροντίσουμε να αντισταθμίσουμε και την επιβράδυνση που θα φέρει η διαρκής πολεμικού τύπου επιφυλακή. Ας απεργήσουμε λιγότερο. Ουδείς θα «τσακίσει» τον γείτονα για χάρη μας.

Η ανάγνωση της συγκυρίας υποδεικνύει αυτοπεριορισμό, λιτό βίο, πολλή δουλειά, συσπείρωση και επιφυλακή. Προπάντων, ψυχραιμία και ορθολογισμό.