Η μεγάλη επιστροφή της Άνγκελα Μέρκελ - Free Sunday
Η μεγάλη επιστροφή της Άνγκελα Μέρκελ
Κοινή πρωτοβουλία Μέρκελ, Μακρόν για αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης.

Η μεγάλη επιστροφή της Άνγκελα Μέρκελ

Η πρόταση Μακρόν-Μέρκελ για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης που θα συμβάλει, από το 2021, στην αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας δημιουργεί μια νέα δυναμική στην Ε.Ε.

Ύστερα από μια περίοδο κατά την οποία δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι μόνο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι σε θέση να στέλνει, με την πολιτική της, μηνύματα στενότερης ευρωπαϊκής συνεργασίας και μεγαλύτερης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, η καγκελάριος έκανε την ευχάριστη έκπληξη και υιοθέτησε βασικές προτάσεις του Γάλλου Προέδρου Μακρόν, τον οποίο τα τελευταία δυόμισι χρόνια κρατάει σε ευρωπαϊκή απόσταση ασφαλείας.

 

Ενισχυμένη στην κρίση

Η Μέρκελ έχει δηλώσει ότι δεν θα διεκδικήσει την επανεκλογή της στις εκλογές που θα πραγματοποιηθούν το φθινόπωρο του 2021. Έχει ήδη παραιτηθεί από την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και στη διάρκεια του 2019 εμφάνισε σημάδια βιολογικής και πολιτικής κόπωσης. Τέσσερις θητείες στην καγκελαρία, και μάλιστα σε περιόδους μεγάλων αλλαγών και κρίσεων, μπορούν να καταπονήσουν και πολιτικούς που έχουν αποδείξει στην πράξη ότι έχουν φοβερή αντοχή, σύστημα και εργατικότητα.

Η Μέρκελ στήριξε στη μάχη για την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος την Κραμπ-Καρενμπάουερ, η οποία επικράτησε οριακά του υποψηφίου της δεξιάς πτέρυγας των Χριστιανοδημοκρατών, Μερτς, μιας ισχυρής προσωπικότητας που έχει πρόβλημα συνεννόησης και πολιτικής συνύπαρξης με τη Μέρκελ.

Η καγκελάριος προώθησε την Καρενμπάουερ στη θέση της υπουργού Άμυνας σε αντικατάσταση της Φον ντερ Λάιεν που αναδείχθηκε στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά η εκλεκτή της δεν μπόρεσε να αναπτύξει πολιτική δυναμική και υποχρεώθηκε σε παραίτηση από την ηγεσία του κόμματος.

Η αγωνιώδης αναζήτηση διαδόχου της Μέρκελ στην ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος στη συνέχεια, αν το επιτρέψει το εκλογικό αποτέλεσμα στην καγκελαρία, έστρεψε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης ξανά στο πρόσωπο της Μέρκελ. Οι Γερμανοί εκτιμούν την προσφορά της και τη σταθερότητα που δημιουργεί με την πολιτική της και θέλουν να περιορίσουν, στο μέτρο του δυνατού, το πολιτικό ρίσκο.

Η καγκελάριος μπήκε στο 2020 με υψηλά ποσοστά δημοτικότητας, της τάξης του 53%, και με τάση παραπέρα ανόδου.

Το ξέσπασμα της πανδημίας τής έδωσε μια νέα μεγάλη πολιτική ευκαιρία, εφόσον επιβεβαίωσε ότι η Γερμανία λειτουργεί πολύ καλύτερα σε θέματα δημόσιας διοίκησης και προστασίας της δημόσιας υγείας από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία.

Ο αριθμός των θανάτων από κορονοϊό στη Γερμανία, αναλογικά με τον πληθυσμό, είναι 5-7 φορές μικρότερος από τον αριθμό των θανάτων στις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν υπήρξε η εικόνα πανικού που παρατηρήθηκε σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης, ούτε δημιουργήθηκαν απαράδεκτες καταστάσεις στα νοσοκομεία και στις ΜΕΘ.

Τον Απρίλιο η δημοτικότητα της Μέρκελ έκανε ένα άλμα 11 μονάδων και έφτασε στο 64%. Η άνοδος της καγκελαρίου βοήθησε τους Χριστιανοδημοκράτες να φύγουν από την επικίνδυνη περιοχή του 25%, να ξεπεράσουν πρώτα το εκλογικό ποσοστό 33% που είχαν πάρει στις βουλευτικές του 2017 και να χαράξουν στη συνέχεια πορεία προς το 40%.

Από την εικόνα μιας καγκελαρίου που έφτανε στο τέλος μιας εντυπωσιακής πορείας και απλώς έκλεινε εκκρεμότητες χωρίς να είναι σε θέση να εμπνεύσει, περάσαμε στην εικόνα μιας καγκελαρίου που συμβολίζει τη γερμανική αποτελεσματικότητα, είναι πολιτικά κυρίαρχη και συσπειρώνει σε εθνικό επίπεδο.

Με βάση τις έρευνες της κοινής γνώμης, 93% των Γερμανών εγκρίνουν τους περιορισμούς που επέβαλε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της πανδημίας και 77% δηλώνουν ότι έχουν εμπιστοσύνη ότι γιατροί, νοσηλευτές και σύστημα υγείας θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.

Την αλλαγή κλίματος απέδωσε η «Build», μια εφημερίδα με τάσεις λαϊκισμού που έχει επιτεθεί αρκετές φορές στη Μέρκελ και την πολιτική της, με το χαρακτηριστικό πρωτοσέλιδο στις αρχές Απριλίου: «5η θητεία εξαιτίας του κορονοϊού;».

Η Μέρκελ επέστρεψε στον θρόνο της και είναι ξανά η δημοφιλέστερη πολιτικός της Γερμανίας. Το 33ο Συνέδριο του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, που θα εξέλεγε τον νέο πρόεδρο, είχε προγραμματιστεί για τις 25 Απριλίου, αλλά αναβλήθηκε επ’ αόριστον εξαιτίας της πανδημίας.

 

Ίδια μέθοδος

Η πολιτική συγκυρία είναι ξανά ευνοϊκή για τη Μέρκελ, η οποία όμως παραμένει σταθερή στην πολιτική της μέθοδο.

Δεν βιάζεται. Αφήνει τα προβλήματα να ωριμάσουν. Αποφεύγει το πρόσθετο ρίσκο. Παίρνει πρωτοβουλία με λογική πολιτικής σύνθεσης και συμβιβασμού, όταν κρίνει ότι το επιβάλλουν οι συνθήκες.

Αυτό ακριβώς έκανε σε ό,τι αφορά τη συνεννόησή της με τον Μακρόν για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης.

Θεώρησε ότι η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Στουτγάρδης με την οποία αμφισβητήθηκε η κλίμακα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που εφάρμοσε από το 2014 η ΕΚΤ και η δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που είχε αποφασίσει υπέρ της πολιτικής της ΕΚΤ από το 2018, δημιουργούσε συνθήκες πολιτικής αποσταθεροποίησης στη Γερμανία υπέρ ευρωσκεπτικιστών και αντιευρωπαίων.

Ταυτόχρονα, εκτίμησε ότι η έλλειψη αποτελεσματικής ευρωπαϊκής απάντησης στην κρίση μπορούσε να ενισχύσει τον δεξιόστροφο και τον αριστερόστροφο λαϊκισμό στην Ιταλία και σε άλλα κράτη-μέλη.

Πρέπει επίσης να έλαβε υπόψη της τις εκτιμήσεις των ειδικών της ΕΚΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΟΟΣΑ και του ΔΝΤ, που είναι ιδιαίτερα αρνητικές για την προοπτική της ευρωπαϊκής οικονομίας και έχουν την τάση να χειροτερεύουν με το πέρασμα του χρόνου.

Δέχτηκε ορισμένες από τις βασικές προτάσεις του Γάλλου Προέδρου Μακρόν, αναζητώντας τις αναγκαίες πολιτικές ισορροπίες στη Γερμανία και στην Ε.Ε. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο Μακρόν στο εσωτερικό της Γαλλίας πρέπει να έπαιξαν κι αυτές ρόλο, εφόσον το τελευταίο πράγμα που θέλουν στη Γερμανία είναι η επικράτηση της Λεπέν στις προεδρικές εκλογές του 2022.

 

Ελεγχόμενο το ρίσκο

Η προηγούμενη κίνηση μεγάλης στρατηγικής σημασίας που έκανε η Μέρκελ ήταν το 2016, όταν αποφάσισε να ανοίξει τα σύνορα και την κοινωνία της Γερμανίας στους πρόσφυγες και τους μετανάστες για να αποτρέψει την ανθρωπιστική κρίση. Ήταν η εποχή που ο Ερντογάν άφησε να περάσουν 1.000.000 πρόσφυγες και μετανάστες στην Ελλάδα, όπου «λιάστηκαν» –σύμφωνα με το κυβερνητικό δόγμα της εποχής– και στη συνέχεια πέρασαν σε Αυστρία, Γερμανία και Σουηδία, σε αναζήτηση καλύτερου μέλλοντος.

Η τολμηρή κίνηση της Μέρκελ βελτίωσε θεαματικά τη διεθνή εικόνα της Γερμανίας, εφόσον πέρασε στην αντίληψη της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας κοινής γνώμης ως χώρα ασύλου, αλληλεγγύης και ανοιχτής κοινωνίας.

Εκτιμάται ότι το ετήσιο κόστος οικονομικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης των προσφύγων και των μεταναστών σε επίπεδο ομοσπονδιακής κυβέρνησης και κυβερνήσεων των κρατιδίων είναι της τάξης των 17-18 δισ. ευρώ.

Η στρατηγική κίνηση της Μέρκελ λίγο έλειψε να την αποσταθεροποιήσει πολιτικά. Η ξενόφοβη Εναλλακτική για τη Γερμανία, η οποία δεν είχε καταφέρει να περάσει το όριο του 5% που εξασφαλίζει εκπροσώπηση στην Ομοσπονδιακή Βουλή, σταθεροποιήθηκε σε διψήφιο εκλογικό ποσοστό και έχει ρόλο κόμματος αξιωματικής αντιπολίτευσης εξαιτίας της συνεργασίας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που είναι δεύτερο σε εκλογική ισχύ, με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα της Μέρκελ. Έγιναν επίσης πιο δύσκολες οι σχέσεις του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος με το αδελφό Χριστιανοκοινωνικό Κόμμα της Βαυαρίας, ενώ άρχισε να διαφοροποιείται από την καγκελάριο και ένα μέρος της δεξιάς πτέρυγας του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος.

Η κατάσταση έγινε πιο δύσκολη για την καγκελάριο και τους συνεργάτες της το 2018-2019 εξαιτίας και της σταθερής ανόδου των Πρασίνων, που αξιοποίησαν την κρίση της κλιματικής αλλαγής και τις αποφάσεις της Ε.Ε. για επιταχυνόμενη πράσινη μετάβαση.

Οι Χριστιανοδημοκράτες υπέστησαν μεγάλες απώλειες προς τα δεξιά εξαιτίας της πολιτικής Μέρκελ στο προσφυγικό-μεταναστευτικό και άρχισαν στη συνέχεια να χάνουν και ψηφοφόρους του μεσαίου χώρου προς τους Πράσινους. Υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα υποχωρούσε προς το δημοσκοπικό όριο του 25%, ενώ οι Πράσινοι ανέβαιναν σταθερά από το 20%.

Όλα αυτά άλλαξαν με την πανδημία. Η Μέρκελ πέτυχε την εθνική συσπείρωση γύρω από το πρόσωπό της και σε όφελος των δημοσκοπικών ποσοστών του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος. Οι Πράσινοι έχουν υποχωρήσει στο δημοσκοπικό 16%-18%, ενώ σε υποχώρηση βρίσκεται και η Εναλλακτική για τη Γερμανία, με ποσοστά που κινούνται λίγο κάτω από το 10%.

Η καγκελάριος έχει πετύχει την ανασύνταξη του πολιτικού σκηνικού σε όφελος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος και δεν φαίνεται να απειλείται σοβαρά από τις τολμηρές –με βάση τα γερμανικά κριτήρια– ευρωπαϊκές επιλογές της.

Εγκατέλειψε δύο βασικές θέσεις της γερμανικής οικονομικής διπλωματίας για να υπάρξει γαλλογερμανική συνεννόηση για αποτελεσματική ευρωπαϊκή διαχείριση της κρίσης.

Είπε «ναι» στη χορήγηση δωρεάν οικονομικής βοήθειας, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, στις περιοχές και τους κλάδους της οικονομίας που έχουν πληγεί περισσότερο. Η θέση που υποστήριζε μέχρι πρόσφατα η γερμανική κυβέρνηση ήταν ότι οποιαδήποτε πρόσθετη βοήθεια για την αντιμετώπιση της πανδημίας θα έπρεπε να έχει τη μορφή δανεισμού και όχι επιχορηγήσεων.

Είπε επίσης ένα μισό «ναι» στη λεγόμενη αμοιβαιοποίηση του χρέους. Η Γερμανία απέρριπτε μέχρι πρόσφατα την έκδοση ευρωομολόγου, θεωρώντας ότι θα μετέτρεπε την Ε.Ε. σε ένωση μεταβιβάσεων, με μεγάλους χαμένους τους Γερμανούς φορολογούμενους. Τελικά δέχεται να δοθεί η δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή να βγει στις αγορές να δανειστεί ένα ποσό της τάξης των 500 δισ. ευρώ και στη συνέχεια να διαχειριστεί το χρέος μέσω ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, στη χρηματοδότηση του οποίου η Γερμανία έχει τη μεγαλύτερη συνεισφορά.

Μπορεί να υπάρχουν κάποιες πολιτικές, εκλογικές απώλειες των Χριστιανοδημοκρατών σε όφελος των Φιλελευθέρων και της Εναλλακτικής για τη Γερμανία, που θεωρούν ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμία πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση της Γερμανίας για την καλύτερη λειτουργία της Ε.Ε., δεν αναμένονται όμως σημαντικές αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό που έχει διαμορφωθεί.

Θα υπάρξει και κάποια εσωκομματική γκρίνια, με ένα τμήμα της δεξιάς πτέρυγας να συσπειρώνεται γύρω από την υποψηφιότητα του Μερτς –διαχρονικού προσωπικού αντιπάλου της Μέρκελ– για την ηγεσία του κόμματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μερτς ήταν ο πρώτος πολιτικός με μεγάλη απήχηση που βγήκε ανοιχτά υπέρ της απόφασης του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης κατά του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και της σχετικής απόφασης και της δικαιοδοσίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Σε ό,τι αφορά τα εσωκομματικά, το ρίσκο που παίρνει η Μέρκελ θεωρείται δεδομένο, εφόσον θα συγκρουστεί με τον Μερτς και τους υποστηρικτές του στην πορεία προς το κομματικό συνέδριο που θα αναδείξει τη νέα ηγεσία.

 

Όλα ανοιχτά

Η Μέρκελ γράφει ευρωπαϊκή ιστορία προς το τέλος της τέταρτης θητείας της στην καγκελαρία, εφόσον παίρνει αποφάσεις που ξεφεύγουν από το πλαίσιο της μέχρι τώρα γερμανικής πολιτικής.

Έστειλε το σωστό ευρωπαϊκό μήνυμα και κατά τη γνώμη μου εξασφάλισε την ευρωπαϊκή υστεροφημία της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι βέβαιο ότι η πρόταση Μακρόν-Μέρκελ θα περάσει οπωσδήποτε με τη σημερινή της μορφή.

Όπως σωστά παρατήρησε ο Μακρόν, μια συμφωνία Γαλλίας-Γερμανίας δεν είναι απαραίτητα συμφωνία των «27», αλλά, από την άλλη πλευρά, δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία των «27» χωρίς τη Γαλλία και τη Γερμανία.

Επιφυλακτικός εμφανίστηκε ο υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, Λεμέρ, ο οποίος, αφού εξέφρασε την άποψη ότι η συμφωνία Γαλλίας-Γερμανίας κινείται στη σωστή κατεύθυνση, εκτίμησε ότι η σύνοδος κορυφής του Ιουνίου ίσως να μην την οριστικοποιήσει, με αποτέλεσμα να πέσει το βάρος της προσπάθειας στο επόμενο εξάμηνο, κατά τη διάρκεια της γερμανικής προεδρίας του Συμβουλίου.

Υπάρχει ένα μέτωπο απόρριψης της γαλλογερμανικής πρότασης, που αποτελείται από τις κυβερνήσεις μικρότερων εξαιρετικά αναπτυγμένων κρατών-μελών. Σουηδία, Δανία, Φινλανδία, όλες με σοσιαλιστές ή σοσιαλίστριες πρωθυπουργούς, η Ολλανδία με Φιλελεύθερο πρωθυπουργό και η Αυστρία με κεντροδεξιό πρωθυπουργό λένε «όχι» στη χορήγηση δωρεάν οικονομικής βοήθειας για την αντιμετώπιση της πανδημίας και στην αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου της περιόδου 2021-2027.

Οι προτάσεις του Βερολίνου και του Παρισιού μπορεί να τροποποιηθούν σε περίπτωση που δεν υιοθετηθούν πλήρως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η αρχική πρόταση της Επιτροπής προέβλεπε τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης που θα είχε στη διάθεσή του ένα ποσό της τάξης των 320 δισ. ευρώ, με τη χρηματοδότηση να είναι ένα μείγμα δανείων και δωρεάν οικονομικής βοήθειας σε προβληματικές περιοχές και κλάδους.

Ο Νότος, από την πλευρά του, διεκδικούσε τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης με κονδύλια που θα μπορούσαν να φτάσουν και τα 2 τρισ. ευρώ και χρηματοδότηση που δεν θα είχε τη μορφή δανείων, για να μην αυξηθεί υπέρμετρα το χρέος ήδη υπερχρεωμένων χωρών. Η Ιταλία μπήκε στη νέα οικονομική κρίση με δημόσιο χρέος της τάξης του 135% του ΑΕΠ. Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι θα ξεπεράσει εύκολα το φράγμα χρέους του 150% του ΑΕΠ, ενώ υπάρχουν και αναλύσεις που ανεβάζουν το χρέος της λόγω της πανδημίας στο 170% του ΑΕΠ.

Αν κρίνουμε από το περιεχόμενο της πρότασης Μακρόν-Μέρκελ, περιορίστηκαν εντυπωσιακά οι φιλοδοξίες του Νότου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με αντάλλαγμα την αποδοχή, εκ μέρους της Γερμανίας, της χορήγησης δωρεάν οικονομικής βοήθειας μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και την αμοιβαιοποίηση του χρέους πάλι μέσω του προϋπολογισμού.

Είναι φανερό ότι αν οι «βόρειοι» επιβάλλουν πρόσθετους περιορισμούς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προωθήσει συμβιβασμό στα μέτρα τους, θα απομακρυνθούμε πολύ από τον στόχο της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και της αποτελεσματικής αντίδρασης στην οικονομική κρίση που συνδέεται με την πανδημία.

Υπάρχουν κρίσιμα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν.

Πρώτον, πώς ακριβώς θα εξοφληθεί το χρέος που θα δημιουργήσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βγαίνοντας στις αγορές; Τι χρονικό ορίζοντα θα έχει η εξυπηρέτησή του και πώς θα επηρεάσει μελλοντικούς προϋπολογισμούς της Ε.Ε.;

Δεύτερον, πόσα θα είναι τα επιπλέον κονδύλια που θα εξασφαλίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή; Εκφράζεται η ελπίδα να εγκαταλειφθεί η δημιουργική λογιστική των Βρυξελλών που εμφανίζει συχνά ίδια ή παρόμοια κονδύλια σε διαφορετικές ενότητες χρηματοδότησης ή στηρίζεται στη λεγόμενη μόχλευση των κεφαλαίων. Η μόχλευση –το έδειξε και το λεγόμενο «σχέδιο Γιούνκερ»– συμβάλλει στην εμφάνιση πολλαπλάσιων κονδυλίων χωρίς να είναι βέβαιο ότι δημιουργεί πρόσθετες επενδύσεις ή ότι μπορεί να αξιοποιηθεί με όρους της αγοράς από αυτούς που έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα.

Τρίτον και σημαντικότερο, ποιο θα είναι το ύψος του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού στο πλαίσιο του Πολυετούς Δημοσιονομικού Σχεδίου 2021-2027;

Η φινλανδική προεδρία εμπόδισε το δεύτερο εξάμηνο του 2019 την υιοθέτηση προτάσεων για αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού. Το εκπληκτικό είναι ότι αυτοί που εναντιώνονται δογματικά στην αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, με το σκεπτικό ότι θα επιβαρυνθούν οι φορολογούμενοι πολίτες των χωρών τους, δεν λαμβάνουν υπόψη τους ούτε την πανδημία, η οποία οδήγησε σε τεράστια αύξηση των δημοσίων δαπανών σε εθνικό επίπεδο. Είναι υπέρ της απεριόριστης κρατικής παρέμβασης στην οικονομία σε συνθήκες κρίσης, εναντιώνονται όμως στην οποιαδήποτε ενίσχυση της πολύ μικρότερης κλίμακας ευρωπαϊκής παρέμβασης.

 

Μέρκελ-Μακρόν και από κάτω Μητσοτάκης

Η κοινή πρόταση Μακρόν-Μέρκελ έχει τεράστια πολιτική και οικονομική σημασία για την Ελλάδα.

Δείχνει ότι η πατρίδα μας σε αυτή την κρίση δεν είναι απομονωμένη στην τελευταία θέση ενός γκρουπ προβληματικών μνημονιακών χωρών, όπως στην προηγούμενη κρίση, αλλά πρωταγωνιστεί στην αναζήτηση κοινών ευρωπαϊκών λύσεων.

Αυτό οφείλεται στον ενισχυμένο ευρωπαϊκό ρόλο του Μητσοτάκη, ο οποίος θεωρείται από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), έχει εξαιρετικές σχέσεις με την καγκελάριο Μέρκελ και ταυτίζεται με τον Μακρόν στην προσέγγιση των περισσότερων ευρωπαϊκών θεμάτων.

Από την περίοδο των στείρων συγκρούσεων με την Ευρωζώνη και του ιδιόμορφου απομονωτισμού επί Τσίπρα –ιδίως κατά την περίοδο της κυριαρχίας Βαρουφάκη– έχουμε περάσει σε περίοδο ενισχυμένου ευρωπαϊκού ρόλου της Ελλάδας, ο οποίος στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στην προσωπικότητα και τις πρωτοβουλίες Μητσοτάκη.

Είναι βασική θέση της οικονομικής διπλωματίας της χώρας μας η στροφή στην ευρωπαϊκή χρηματοδότηση από τον δανεισμό με προνομιακό επιτόκιο στη δωρεάν οικονομική υποστήριξη.

Η ορθότητα της ελληνικής θέσης επιβεβαιώνεται και από τη θετική αντίδραση των αγορών στη γαλλογερμανική πρωτοβουλία. Τα επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας υποχώρησαν, μαζί με τα λεγόμενα spreads, μόλις ανακοινώθηκε η πρόταση Μακρόν-Μέρκελ.

Αυτό σημαίνει ότι εκτός από τα άμεσα οφέλη της δωρεάν χρηματοδότησης έχουμε και σημαντικά έμμεσα οφέλη. Ενισχύεται η αξιοπιστία των κρατών της Ευρωζώνης στις διεθνείς αγορές, περιορίζεται το κόστος δανεισμού τους και βελτιώνεται η προοπτική βιωσιμότητας του χρέους όσων έχουν υπέρογκες δανειακές υποχρεώσεις.

Η άλλη βασική διαφορά με την προηγούμενη οικονομική κρίση είναι ότι είναι συμμετρική. Απειλούνται όλες χωρίς εξαίρεση οι οικονομίες της Ε.Ε. και η ασυμμετρία περιορίζεται στις συνέπειες. Έτσι, υπάρχει ισχυρό κίνητρο για ευρωπαϊκή συνεργασία με στόχο την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης και την προστασία της συνοχής της Ευρωζώνης, ώστε να αποφευχθούν πρόσθετες δυσλειτουργίες.

Η δυναμική επιστροφή της Μέρκελ στο ευρωπαϊκό προσκήνιο είναι καλά νέα για την ελληνική οικονομία, εφόσον συμβάλλει στην ολοκλήρωση της επιτυχημένης ευρωπαϊκής στρατηγικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Το πρώτο θετικό μήνυμα μας ήρθε από την ΕΚΤ, η οποία μας ενέταξε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης παρά το γεγονός ότι τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου δεν έχουν ακόμη επενδυτική βαθμίδα.

Στη συνέχεια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πήρε την πρωτοβουλία για να απαλλαγούμε, έστω προσωρινά, από μνημονιακού χαρακτήρα δημοσιονομικούς περιορισμούς και να εξασφαλίσουμε δανειακά κεφάλαια για την αντιμετώπιση της ανεργίας, τη στήριξη των επιχειρήσεων και την αντιμετώπιση των άμεσων ή έμμεσων συνεπειών της πανδημίας με προνομιακό επιτόκιο.

Τώρα κλείνει ο κύκλος με πρωτοβουλία Μέρκελ-Μακρόν που μπορεί να μας εξασφαλίσει δωρεάν οικονομική υποστήριξη το 2021 και το 2022 από 6 έως 12 δισ. ευρώ, ανάλογα με την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης και τους συγκεκριμένους όρους. Αν όλα πάνε καλά, η σταθερή πολιτική επένδυση του Μητσοτάκη και της ΝΔ στη Μέρκελ και στο ΕΛΚ θα αποδώσει εντυπωσιακά οφέλη. Η μεγάλη επιστροφή της Μέρκελ θα αποκτήσει έτσι, εκτός από ευρωπαϊκή, και ενισχυμένη ελληνική διάσταση.