Πέντε χρόνια μετά – Έναν χρόνο μετά - Free Sunday
Πέντε χρόνια μετά – Έναν χρόνο μετά

Πέντε χρόνια μετά – Έναν χρόνο μετά

Στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 ψήφισαν 6.161.338 συμπολίτες μας, εκ των οποίων 2.245.368 (38,69%) «ναι» και 3.558.864 (61,31%) «όχι». Ο απόλυτος αριθμός του «όχι», όπως και το ποσοστό, ήταν συντριπτικά. Το ίδιο συντριπτικά με ένα χτύπημα του κεφαλιού στον τοίχο.

Στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019 το άθροισμα ψήφων ΝΔ, ΚΙΝΑΛ και Δημιουργίας Ξανά ανήλθε σε 2.750.872, επί συνόλου 5.769.644 ψηφισάντων.

Οι δυνάμεις του «ναι» αύξησαν τον αριθμό ψήφων τους κατά μισό εκατομμύριο, όσο περίπου έχασαν οι δυνάμεις του «όχι», οι οποίες (φαίνεται ότι) έχασαν επίσης και το ποσοστό της αυξημένης αποχής.

Κάπως έτσι, σε συνδυασμό με τη μεικτή κομμάτων και αποχρώσεων που «κατέβασε» ως κυβέρνηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επανήλθαμε στην κανονικότητα. Και, για να μην μπερδευόμαστε, κανονικότητα για τον πολίτη είναι να παρακολουθεί τα πεπραγμένα της κυβέρνησης και να κοιμάται το βράδυ σίγουρος ότι θα ξυπνήσει στην ίδια χώρα, με το ίδιο νόμισμα και στο ίδιο πάνω-κάτω βιοτικό επίπεδο. Είναι λογικό η κάθε κυβέρνηση αλλού να επιτυγχάνει και αλλού να αποτυγχάνει, όπως είναι λογικό κάποιοι να την αγαπούν και κάποιοι να τη μισούν. Είναι απολύτως παράλογο να ζει κανείς τρομαγμένος, μην μπορώντας να προβλέψει πού ακριβώς θα καταλήξουν οι ερασιτεχνισμοί και οι παλικαριές ανίκανων και ιδεοληπτικών ανθρώπων, που εντέλει απέδειξαν ότι δεν είχαν κανέναν απολύτως δισταγμό, κανένα όριο και καμία ντροπή.

Στο δημοψήφισμα του 2015 θριάμβευσε η νοοτροπία που θέλει την πραγματικότητα να υπακούει στα «θέλω» μας. Η απίθανη εκείνη λογική που υποδεικνύει πως όλος ο κόσμος οφείλει να υποταχθεί στα καπρίτσια μας. Η συνεπής μεταπολιτευτική πρακτική του «τρώω, πίνω και λογαριασμό δε δίνω σε κανέναν». Πολλοί μίλησαν για ύβρεις και διχασμό και ανήθικες πολιτικές εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ. Υπήρξαν κι αυτά. Το χειρότερο, ωστόσο, ήταν η παγιωμένη αντίληψη στην ελληνική κοινωνία ότι μπορούμε να απολαμβάνουμε χωρίς να κοπιάζουμε και ότι δικαιούμαστε, άρα απαιτούμε, αυτό να συνεχιστεί επ’ άπειρον, διότι «είμαστε ανεξάρτητοι, είμαστε Έλληνες», αλλά και γιατί η χώρα υπέφερε από την «μπότα των δανειστών».

Δεν έχει απολύτως καμία σημασία να αναφερθούμε στις χυδαιότητες που εκτοξεύτηκαν από την πλευρά της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης προς τις τότε κυβερνήσεις. Αυτό που έχει σημασία είναι να δούμε, και να το κατανοήσουμε βαθιά μέσα μας, πως όλα αυτά είχαν και εξακολουθούν να έχουν ακροατήριο. Υπάρχει ακόμη κοινό που τα πιστεύει αυτά, όπως πιστεύει (και αυτό δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ) και ότι μας ψεκάζουν. Αν παρακολουθήσουμε τις επιθέσεις που δέχεται η παρούσα κυβέρνηση για το μεταναστευτικό και το Σκοπιανό, εύκολα διαπιστώνουμε ότι η χυδαιότητα διατρέχει οριζόντια την κοινωνία, η οποία παραμένει σε ικανό ποσοστό έτοιμη να αυτοαναφλεγεί και να ξεπεράσει τα όρια.

Ας μην ξεχάσουμε ποτέ ότι αντιμνημονιακή υπήρξε και η ΝΔ επί μακρόν και την έκανε μεγαλοπρεπή την κωλοτούμπα, όταν κλήθηκε, το 2012, να κυβερνήσει. Ο αντιμνημονιασμός του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ είχε μέντορα τον τότε αρχηγό της ΝΔ. Απλώς εκείνος είχε όρια και δεν μπορούσε να τους φτάσει σε ακρότητα και φτήνια διατυπώσεων. Και, φυσιολογικά, κατέρρευσε.

Αυτό που ενδεχομένως άλλαξε τα πέντε χρόνια που μεσολάβησαν από το δημοψήφισμα είναι το κρίσιμο ποσοστό των ψηφοφόρων το οποίο κρίνει και ψηφίζει με βάση τη λογική, την πραγματικότητα όπως είναι και όχι όπως ο καθένας τη φαντάζεται και, φυσικά, σταθμίζει τα γεγονότα με τεχνοκρατικά και επιστημονικά κριτήρια. Με απλούστερη διατύπωση, υπάρχει πλέον μια κρίσιμη μάζα στην ελληνική κοινωνία που δεν πιστεύει στην επιθετική επαιτεία και στο ότι οι ξένοι πρέπει να μας χρηματοδοτούν για να περνάμε καλά. Σε αυτή τη μάζα περιλαμβάνεται και το μεγάλο πλήθος όσων μετανάστευσαν και, ζώντας αλλού, βλέπουν πόσο διαφορετικά ενεργεί και σκέφτεται ο κόσμος. Για να μη γελιόμαστε ότι προοδεύσαμε, ας σκεφτούμε ότι η χώρα αποτελεί παγκόσμιο πρότυπο για την αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά οι χυδαιότητες και η εσωτερική υπονόμευση βρίσκουν ακόμη ακροατές.

Αυτό που ενδεχομένως άλλαξε έναν χρόνο μετά την εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι για πρώτη φορά επί δεκαετίες επέδειξε με διάρκεια και σε πολλούς τομείς άκρατο επαγγελματισμό και αποτελεσματικότητα: στο θέμα του πανεπιστημιακού ασύλου, στη δίωξη των καταλήψεων, στον τομέα της εσωτερικής ασφάλειας, στον Έβρο, στην αντιμετώπιση της πανδημίας, στη συνεργασία με τους κοινοτικούς εταίρους, στην εξωτερική πολιτική, στην ψηφιακή αναμόρφωση. Ακόμη κι αν διαφωνεί κανείς με τα πεπραγμένα της κυβέρνησης είτε σε αυτούς είτε, ιδίως, σε άλλους τομείς, αντιλαμβάνεται ότι υπάρχει ένας στοιχειώδης προγραμματισμός και μια προσπάθεια να μπαίνουν τα πράγματα σε σειρά. Και στις εκλογές, όποτε γίνουν, ο καθένας θα κρίνει.

Αυτό που δεν άλλαξε ούτε στα πέντε ούτε στον έναν χρόνο είναι οι χαμηλοί τόνοι του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος φαίνεται ότι έχει εμπεδώσει πόσο εύκολα μπορεί να αναφλεγεί η κοινή γνώμη, η οποία είναι εθισμένη επί δέκα χρόνια στις κατάρες και στις κραυγές. Είναι ίσως η μόνη εξήγηση για το γεγονός ότι η κυβέρνηση σε ορισμένους τομείς, ειδικά στην οικονομία, φαίνεται συχνά να πισωγυρίζει και να αποκλίνει από τις αρχές της. Είναι φανερό ότι μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων δυσκολεύεται, ακόμη, να ακολουθήσει είτε αυτή είτε οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση σε διαφορετικές και πιο δύσκολες επιλογές. Αρέσκεται ακόμη σε εντυπωσιασμό και παροχές.

Αυτή την οπτική διατηρεί και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος επενδύει καθαρά στην ανάφλεξη και σε ένα νέο 2015. Μας έχει αφήσει «προίκα» την απλή αναλογική και ελπίζει ότι η όξυνση θα ξαναμαζέψει τους ψηφοφόρους. Μισό εκατομμύριο δεν μοιάζει, στη θεωρία, άπιαστο όνειρο. Το θέμα είναι ότι οι δυνάμεις του «ναι», όπως εκφράστηκαν στο δημοψήφισμα και αργότερα, στις εκλογές του 2019, δεν φαίνονται διατεθειμένες να παραδώσουν τη χώρα στην πυρά για κανέναν λόγο πλέον. Σχεδόν διαμορφώθηκε μια κρίσιμη μάζα που μπορεί να αντιδράσει αποτελεσματικά σε κάθε νέα απόπειρα λαϊκισμού, χυδαιότητας και βιασμού της δημοκρατικής λειτουργίας.

Λέγεται συχνά ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Ο ΣΥΡΙΖΑ τορπίλισε το 2014 την εκλογή Προέδρου για να εκβιάσει την άνοδό του στην κυβέρνηση. Τότε βγήκαν και κασέτες, επεξεργασίας Λαζόπουλου, με πρωταγωνιστή Χαϊκάλη, για δήθεν χρηματισμό βουλευτών για να ψηφίσουν Πρόεδρο. Μια μπαρούφα από τις πολλές, που έπαιξε κι αυτή τον ρόλο της. Και σήμερα βγαίνουν κασέτες που αναδεικνύουν (όχι όμως αυτές) παρακράτος, παραδικαστικό, «μαγαζί» και «δουλειές». Η χώρα παρακολουθεί ατάραχη και διασκεδάζει με τον ξεπεσμό των πρωταγωνιστών, διότι όλα αυτά τα έχει αφήσει πίσω της, οριστικά. Πισωγυρίσματα θα υπάρξουν, αλλά δεν θα είναι κρίσιμα, ούτε τρομακτικά. Ο δρόμος δεν θα είναι εύκολος, αλλά πάμε καλά. Η κοινωνία αλλάζει.