Αξιολογώντας τις κινήσεις Ερντογάν - Free Sunday
Αξιολογώντας τις κινήσεις Ερντογάν
Θα τον έχουμε μαζί μας για πολύ καιρό ακόμα.

Αξιολογώντας τις κινήσεις Ερντογάν

Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, με πρωτοβουλία Ερντογάν, αναδεικνύει τη στρατηγική που εφαρμόζει ο πρόεδρος της Τουρκίας.

Ηγέτης του Ισλάμ

Διαβάζοντας τις ανακοινώσεις της Προεδρίας της Δημοκρατίας της Τουρκίας καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κίνηση αυτή ξεφεύγει από τα πλαίσια των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μπορεί να θίγει ευαισθησίες μας, αλλά είναι ενταγμένη σε μια ευρύτερη προσπάθεια του Ερντογάν να εμφανιστεί σαν «απελευθερωτής» ιερών χώρων του Ισλάμ και να αποκτήσει έτσι το ηθικό δικαίωμα να ηγηθεί μουσουλμανικών χωρών.

Με βάση όσα ανακοινώνει επίσημα η Τουρκία, η «απελευθέρωση» της Αγίας Σοφίας με τη μετατροπή της σε τζαμί είναι το πρώτο βήμα στην «απελευθέρωση» άλλων χώρων λατρείας του Ισλάμ από την κεντρική Ασία μέχρι την Ισπανία, περνώντας από τη Σαουδική Αραβία και τα Ιεροσόλυμα.

Είναι η δεύτερη φορά που ο Ερντογάν επιχειρεί να αναδειχθεί σε ηγέτη του Ισλάμ. Η πρώτη προσπάθεια εκδηλώθηκε στα πλαίσια της Αραβικής Άνοιξης, πριν από περίπου δέκα χρόνια, και οδηγήθηκε σε αποτυχία εξαιτίας των αντιδράσεων που προκάλεσε σε διάφορες χώρες στρατηγικής σημασίας, όπως η Αίγυπτος, η προσωρινή επικράτηση των Ισλαμιστών.

Ο Ερντογάν επιστρέφει, λοιπόν, στην ίδια στρατηγική με μεγαλύτερο ζήλο ύστερα από το στρατιωτικό πραξικόπημα που εκδηλώθηκε σε βάρος του το 2016, έχοντας συμμαχήσει με την εθνικιστική άκρα Δεξιά και τους Γκρίζους Λύκους στο εσωτερικό της Τουρκίας και με τις μουσουλμανικές χώρες σε νέα φάση αποσταθεροποίησης.

Η Συρία πληρώνει ακόμα τον εμφύλιο που ξεκίνησε με στόχο την ανατροπή του Άσαντ, το Ιράκ είναι βυθισμένο σε οικονομική και κοινωνική κρίση, η Λιβύη είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση απ’ ό,τι την άφησε ο Καντάφι, τον οποίο εξολόθρευσαν Ευρωπαίοι και Αμερικανοί στο όνομα του… εκδημοκρατισμού και της προόδου. Ακόμη και στην Αίγυπτο, όπου ο στρατός επέβαλε δικτατορία και έπνιξε στο αίμα το κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων, υπάρχει βαθιά δυσαρέσκεια για την πολιτική που εφαρμόζεται και τη συστηματική καταπίεση.

Επομένως ο Ερντογάν αισθάνεται ότι βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση ύστερα από μία δεκαετία αντιφατικών εξελίξεων.

Ευρωπαϊκός αποχαιρετισμός

Στην πολιτική, βέβαια, δεν γίνονται όλα και οι πρωτοβουλίες Ερντογάν ερμηνεύονται από την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ως στροφή προς τον ισλαμισμό με απομάκρυνση από το κεμαλικό κοσμικό κράτος και ουσιαστική εγκατάλειψη της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας.

Πριν από δέκα χρόνια πολλοί θεωρούσαν ρεαλιστική την προοπτική της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Σήμερα δεν υπάρχουν παράγοντες στους διαδρόμους των Βρυξελλών που να πιστεύουν ότι η Τουρκία συγκεντρώνει ή μπορεί να συγκεντρώσει στο μέλλον τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί στην Ε.Ε.

Κινείται σε όλα τα ζητήματα, από την καταπίεση των Κούρδων μέχρι τους διωγμούς σε βάρος των αντιπάλων του πολιτικού καθεστώτος και τις στρατιωτικές επεμβάσεις σε ξένες χώρες, εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου, ενώ η Ε.Ε. –η οποία αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα– δεν έχει τη δυνατότητα να ενσωματώσει μια τόσο μεγάλη και προβληματική ισλαμική χώρα.

Επομένως, οι επιλογές του Ερντογάν υπονομεύουν την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και με τον τρόπο αυτόν ενισχύουν τη διαπραγματευτική μας θέση σε ό,τι αφορά τους Ευρωπαίους και την Ε.Ε.

Βέβαια, ο σύγχρονος κόσμος είναι πολυπολικός και σύνθετος και αυτά που χάνει η Τουρκία σε σχέση με την Ε.Ε. μπορεί να τα κερδίσει από αλλού.

Σε αυτή τη φάση βασικός χρηματοδότης του Ερντογάν και της Τουρκίας είναι το Κατάρ, η χώρα με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στον κόσμο. Το Κατάρ, όμως, δέχεται μεγάλη πίεση από τη Σαουδική Αραβία, η οποία του έχει επιβάλει ένα είδος οικονομικού αποκλεισμού, εκμεταλλευόμενη τη γεωγραφική της θέση. Αντίπαλοι της Τουρκίας, σε ό,τι αφορά τα νεο-οθωμανικά σχέδια του Ερντογάν, είναι η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Αίγυπτος. Ιδιαίτερα η στρατοκρατία της Αιγύπτου αισθάνεται να απειλείται από την ενίσχυση της τουρκικής επιρροής στη Λιβύη και την επιρροή που μπορεί να ασκήσει διεθνώς ο Ερντογάν υπέρ του κινήματος των Αδελφών Μουσουλμάνων.

Από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, η Γαλλία αντιδρά έντονα στον επεκτατισμό Ερντογάν, εκτιμώντας ότι περιορίζει τη δική της επιρροή στη Μεσόγειο και σε χώρες στρατηγικής σημασίας, όπως είναι η Συρία και η Λιβύη.

Το βασικό πλεονέκτημα της Τουρκίας είναι ότι δηλώνει παρουσία και αναλαμβάνει κινδύνους σε μια περίοδο κατά την οποία περιορίζεται η αμερικανική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή μας και οι ευρωπαϊκές δυνάμεις έχουν χάσει τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν σε διάφορες χώρες για να διαμορφώνουν τις εξελίξεις. Τα λάθη που έκαναν σε Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία, Λιβύη, σε συνδυασμό με το Brexit, που αφαίρεσε από την Ε.Ε. μία από τις δύο στρατιωτικές δυνάμεις με δυνατότητα και διάθεση επέμβασης στο εξωτερικό, έχουν δημιουργήσει τεράστια κενά επιρροής. Αυτά καλύπτονται στη Συρία από το Ιράν, τη Ρωσία και σε μικρότερο βαθμό την Τουρκία και στη Λιβύη από την Τουρκία και τη Ρωσία, που υποστηρίζεται από την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Η τουρκική οικονομία

Η οικονομία της Τουρκίας δυσκολεύεται τα δύο τελευταία χρόνια και τα προβλήματά της αντανακλώνται στην πτωτική πορεία του τουρκικού νομίσματος.

Έχει όμως πίσω της δεκαπέντε χρόνια εξαιρετικά δυναμικής ανάπτυξης, στη διάρκεια των οποίων δημιούργησε αξιόλογη παραγωγική βάση. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος της Τουρκίας κινούνται σε χαμηλά επίπεδα και δεν στέκονται εμπόδιο στην αναπτυξιακή της πορεία.

Σύμφωνα με τις προγνώσεις των διεθνών οργανισμών, το ΑΕΠ της Τουρκίας θα υποχωρήσει γύρω στο 5% το 2020. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, του οποίου ηγείται ο γαμπρός του Ερντογάν, επιμένει ότι δεν θα υπάρξει ύφεση στην τουρκική οικονομία.

Το βασικό πρόβλημα είναι η υπερχρέωση μεγάλων επιχειρήσεων σε συνάλλαγμα. Η εξυπηρέτηση του εξωτερικού τους χρέους γίνεται δαπανηρότερη στο μέτρο που διολισθαίνει η ισοτιμία της τουρκικής λίρας και τα έσοδά τους δεν είναι σε συνάλλαγμα. Δεν προβλέπεται όμως κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας, γιατί υπάρχουν συμμαχίες και συνεννοήσεις από το Κατάρ μέχρι την Κίνα που εξασφαλίζουν στην τουρκική οικονομία το αναγκαίο συνάλλαγμα για την ομαλή λειτουργία της.

Η κατάσταση είναι δύσκολη και θα γίνει δυσκολότερη, δεν μπορεί όμως να χαρακτηριστεί αδιέξοδη.

Το καθεστώς Ερντογάν

Το καθεστώς Ερντογάν αισθάνεται ύστερα από πολλά χρόνια κάποια πολιτική πίεση, όπως έδειξαν και οι δημοτικές εκλογές του 2019, με το κυβερνών κόμμα να χάνει την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα.

Ο Ερντογάν, όμως, παραμένει πολιτικά κυρίαρχος και δεν υπάρχουν δυναμικές προσωπικότητες και ισχυρές συμμαχίες που μπορούν να τον αμφισβητήσουν στις προεδρικές του 2023. Έτσι όπως λειτουργεί το σύστημα εξουσίας της Τουρκίας, ο Ερντογάν δείχνει «καταδικασμένος» να κυριαρχεί, γιατί, στην περίπτωση που ηττηθεί πολιτικά, δεν θα βγει στη σύνταξη, αλλά πιθανότατα θα βρεθεί αντιμέτωπος με ειδικό δικαστήριο, ίσως και με τη σκληρή μοίρα του Μεντερές.

Το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του 2016 πρέπει να τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι είναι υποχρεωμένος να κυριαρχεί, προκειμένου να προστατεύει τον εαυτό του.

Η βασική δύναμη της αντιπολίτευσης είναι οι Ρεπουμπλικάνοι Κεμαλιστές, οι οποίοι θεωρούν την Ελλάδα ιστορικό αντίπαλο της Τουρκίας. Δεν είναι σε θέση να αναπτύξουν πολιτικές συμμαχίες, για παράδειγμα με το κόμμα των Κούρδων, το οποίο έχει, δικαιολογημένα, τη χειρότερη άποψη γι’ αυτούς, για να αλλάξουν τον συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος του Ερντογάν.

Κι αν ακόμη υποθέσουμε ότι γίνεται η μεγάλη ανατροπή υπέρ των Κεμαλιστών, θα έχουμε μια νέα περίοδο έντασης στη σχέση μας με την Τουρκία. Η διαφορά μεταξύ Ερντογάν και Κεμαλιστών είναι ότι ο πρώτος εντάσσει τον ανταγωνισμό ή την αντιπαλότητα με την Ελλάδα σε ένα ευρύτερο σχέδιο ανάδειξης της νεο-οθωμανικής Τουρκίας, ενώ οι Κεμαλιστές θεωρούν βασικό αντίπαλο και στόχο τους την Ελλάδα. Επομένως, οι δυσκολίες συνεννόησης με την Τουρκία έχουν στρατηγικό βάθος και μέλλον, ανεξάρτητα από το ποιος βρίσκεται στην εξουσία.

Ο συσχετισμός δυνάμεων

Η Τουρκία έχει πίσω της δώδεκα χρόνια μεγάλης κλίμακας επενδύσεων στις ένοπλες δυνάμεις, στα εξοπλιστικά προγράμματα και στην πολεμική βιομηχανία. Εμείς, από την άλλη, περάσαμε από την κατασπατάληση πόρων σε αμφιλεγόμενα εξοπλιστικά προγράμματα με υπογραφή Τσοχατζόπουλου σε μια ισοπεδωτική λιτότητα που έχει περιορίσει τις δυνατότητες των ενόπλων δυνάμεων, ενώ η πολεμική μας βιομηχανία αποτελείται από προβληματικές ή και ουσιαστικά ανύπαρκτες εταιρείες.

Ο συσχετισμός δυνάμεων έχει αλλάξει σε βάρος μας και χρειάζεται σοβαρή προσπάθεια σε βάθος χρόνου για να επιτευχθεί η ισορροπία που επιδιώκουμε. Προς το παρόν αντιμετωπίζουμε την πρόκληση της «Γαλάζιας Πατρίδας», τη στρατηγική βάσει της οποίας η Τουρκία θέλει να αναδειχθεί κυρίαρχη ναυτική δύναμη στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα, πηγαίνοντάς μας πίσω, στην ακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τέλη 2020 - αρχές 2021 προβλέπεται να καθελκυστεί το ελαφρύ τουρκικό αεροπλανοφόρο 27.000 τόνων, ειδικό για οργάνωση αποβάσεων και την αξιοποίηση τουρκικής κατασκευής drones.

Το αεροπλανοφόρο ναυπηγείται από τουρκικές και ισπανικές εταιρείες, γεγονός που δείχνει και τα όρια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Η Γερμανία προμηθεύει στην Τουρκία την εξελιγμένη μορφή των υποβρυχίων που αγοράσαμε με «καπέλο» με υπογραφή Τσοχατζόπουλου, ενώ μέχρι το 2023, οπότε συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους, το πολεμικό ναυτικό της Τουρκίας θα έχει αποκτήσει τρεις επιπλέον υπερσύγχρονες φρεγάτες.

Το σχέδιο της Τουρκίας να μετατραπεί σε μεγάλη ναυτική δύναμη βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και απειλεί να ανατρέψει πλήρως τον συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος μας.

Τα καλά νέα είναι ότι εξαιτίας της προμήθειας των ρωσικών αντιαεροπορικών πυραύλων S-400 η Τουρκία αποκλείστηκε από το πρόγραμμα συμπαραγωγής και την προμήθεια των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών νέας γενιάς F-35. Εάν η Τουρκία είχε προμηθευτεί τα F-35 βάσει του αρχικού προγράμματος, θα είχαμε περιέλθει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.

Η ελληνική πλευρά προσπαθεί να αντιδράσει στους τουρκικούς υπερεξοπλισμούς με την προμήθεια δύο υπερσύγχρονων γαλλικών φρεγατών συνολικού κόστους 3 δισ. ευρώ και τη σύναψη συμφωνίας με τη Γαλλία για την κάλυψη των αμυντικών αναγκών μας στα πέντε έως έξι χρόνια που χρειάζονται για τη ναυπήγηση και τον εξοπλισμό των φρεγατών.

Θεωρώ ότι είναι λάθος να επαναλάβουμε, σε μικρότερη κλίμακα, αυτά που κάνει η Τουρκία. Ίσως η άμυνά μας να γίνει πιο αποτελεσματική εάν ενταχθούμε στο πρόγραμμα συμπαραγωγής και προμήθειας των μαχητικών αεροσκαφών νέας γενιάς F-35 και συμπληρώσουμε τον εκσυγχρονισμό της πολεμικής αεροπορίας μας με ό,τι καλύτερο έχει να προσφέρει η γαλλική πολεμική βιομηχανία.

Δεν είμαι ειδικός σε ζητήματα άμυνας και στρατηγικής, εκτιμώ όμως ότι η πολεμική ισχύς στηρίζεται πλέον στην πολεμική αεροπορία και στα εξελιγμένα drones. Τα τελευταία θα μπορούσαμε να τα αποκτήσουμε συνεργαζόμενοι με σημαντικές εταιρείες του Ισραήλ, οι οποίες θα μπορούσαν να αποκτήσουν, μέσω επενδύσεων στην Ελλάδα, προνομιακή πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά.

Το θέμα των κυρώσεων

Η Τουρκία είναι μεγάλη περιφερειακή δύναμη και έχει ευρύτερες βλέψεις, σε ό,τι αφορά τη στρατηγική της, απ’ ό,τι η Ελλάδα. Εμείς έχουμε τους δικούς μας στόχους και δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για κάθε κίνηση της Τουρκίας, που μπορεί και να μη μας αφορά.

Η κατοχύρωση των καλώς εννοούμενων συμφερόντων μας περνάει υποχρεωτικά από τον έλεγχο των προσφυγικών-μεταναστευτικών ροών και από την αποτροπή κάθε αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας.

Στον Έβρο αποδείξαμε ότι μπορούμε να βάλουμε τον Ερντογάν στη θέση του και να ματαιώσουμε τα σχέδια επανάληψης, έστω σε μικρότερη κλίμακα, της προσφυγικής-μεταναστευτικής κρίσης του 2015-2016 που δοκίμασε τις κοινωνικές και πολιτικές αντοχές της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Σουηδίας και της Ε.Ε. στο σύνολό της.

Στον Έβρο αναδειχθήκαμε «ασπίδα της Ευρώπης», όπως χαρακτηριστικά είπε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φον ντερ Λάιεν, και πρέπει να είμαστε σε θέση να επαναλάβουμε την επιτυχία μας όταν ο Ερντογάν επιχειρήσει να αυξήσει ξανά τις ροές προς τον Έβρο ή τα ελληνικά νησιά.

Το τελευταίο διάστημα η Ελλάδα ενισχύει τη διπλωματική και οικονομική δύναμη αποτροπής της τουρκικής επιθετικότητας, σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ο Μητσοτάκης, σε επίπεδο ηγετών, ο Δένδιας και ο Βαρβιτσιώτης, σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, και ο Μεϊμαράκης, σε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, κάνουν πολύ καλή δουλειά, ενισχύοντας την ευρωπαϊκή διάσταση της αμυντικής στρατηγικής μας.

Ήδη οι Ευρωπαίοι εταίροι εξετάζουν τη λίστα των οικονομικών κυρώσεων που θα εφαρμοστούν σε βάρος της Τουρκίας σε περίπτωση που αμφισβητήσει έμπρακτα την εθνική κυριαρχία και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα.

Οι κυρώσεις αυτές είναι γενικής εφαρμογής και μπορεί να έχουν τεράστιο κόστος για την τουρκική οικονομία. Δεν είναι στοχευμένες, όπως αυτές που ήδη έχουν εγκριθεί και αφορούν κρατικές εταιρείες της Τουρκίας και ορισμένα στελέχη τους που πρωταγωνιστούν στις παράνομες έρευνες στην ΑΟΖ της Κύπρου. Οι κυρώσεις που θα υποστεί η Τουρκία σε περίπτωση κλιμάκωσης των προκλήσεων σε βάρος μας μπορεί να έχουν σχέση με τη χρηματοδότηση της οικονομίας της, τις επενδύσεις, ακόμη και την τελωνειακή ένωση.

Επιδίωξη της Ελλάδας και της Ε.Ε. δεν είναι βέβαια να καταστρέψουν την τουρκική οικονομία, με την οποία έχουμε αναπτύξει τη συνεργασία μας, αλλά να ενισχύσουν τη διπλωματική, οικονομική δύναμη αποτροπής σε ό,τι αφορά τη στρατηγική που εφαρμόζει ο Ερντογάν σε βάρος της Κύπρου και της Ελλάδας, κρατών-μελών της Ε.Ε.

Η καγκελάριος Μέρκελ παρενέβη με ήπιο τρόπο στον Ερντογάν υπέρ της αποκλιμάκωσης της έντασης, αξιοποιώντας την τεράστια επιρροή των γερμανικών συμφερόντων στην τουρκική οικονομία. Ο πρόεδρος Μακρόν επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία ότι η Γαλλία δεν πρόκειται να ανεχτεί την επεκτατική στρατηγική της Τουρκίας στη Μεσόγειο. Ο επικεφαλής των ευρωβουλευτών του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Βέμπερ, τόνισε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ότι έχουμε να κάνουμε με μια ευρω-τουρκική διαφορά και πως εάν ο Ερντογάν κινηθεί σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου και της Ελλάδας η Τουρκία θα αντιμετωπίσει μεγάλης κλίμακας ευρωπαϊκές οικονομικές κυρώσεις.

Είναι φανερό ότι η Ελλάδα αναπτύσσει μία ιδιαίτερα αποτελεσματική ευρωπαϊκή διπλωματία, αξιοποιώντας και τις ευκαιρίες που της προσφέρει η ουσιαστικά αντιευρωπαϊκή, ισλαμική στροφή του Ερντογάν.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν τα διπλωματικά και οικονομικά μέσα που αξιοποιεί με μαεστρία η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα επηρεάσουν τελικά την κρίση του Ερντογάν ή αν αυτός θα κάνει εντελώς διαφορετικού τύπου υπολογισμούς.