Ιταλική απειλή στην ελληνική σταθερότητα - Free Sunday
Ιταλική απειλή στην ελληνική σταθερότητα
Οι πολιτικές αναταράξεις μπορεί να έχουν μεγάλο κόστος για την Ευρωζώνη.

Ιταλική απειλή στην ελληνική σταθερότητα

Η Ιταλία φαίνεται ότι επιστρέφει σε περίοδο πολιτικής αστάθειας. Την πρωτοβουλία αυτή τη φορά έχει πάρει ο πρώην πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, ο οποίος προσπαθεί να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό σύμφωνα με τις επιδιώξεις του.

Η κυβέρνηση Κόντε μπόρεσε να πάρει τις αναγκαίες ψήφους στη Βουλή και στη Γερουσία για να αποφύγει την άμεση πτώση της. Εμφανίζεται όμως ιδιαίτερα ευάλωτη, γιατί δεν έχει λειτουργική πλειοψηφία στη Γερουσία και αυτό μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην αποτελεσματικότητά της.

Για μία ακόμη φορά όλα τα πολιτικά σενάρια είναι ανοιχτά στην Ιταλία. Διεύρυνση της κυβέρνησης Κόντε σε συνεργασία με ανεξάρτητους βουλευτές και γερουσιαστές ή και κάποιες μικρές πολιτικές δυνάμεις. Παραίτηση της κυβέρνησης και πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Αντικατάσταση της κυβέρνησης από άλλο σχήμα, που θα στηρίζεται κυρίως σε ακροδεξιές δυνάμεις.

Ενδεχόμενη ιταλική κρίση θα είχε τεράστιο οικονομικό κόστος για την Ελλάδα σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο, όπου αρχίζουν να επανεμφανίζονται τα προβλήματα που μας οδήγησαν στην προηγούμενη κρίση. Η πολιτική αποσταθεροποίηση της Ιταλίας θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα ντόμινο αρνητικών εξελίξεων, ακόμη και μια κρίση δημόσιου χρέους σε βάρος της Ελλάδας και της ίδιας της Ιταλίας.

Παιχνίδια εξουσίας

Η ιταλική Δημοκρατία αποδεικνύεται συνήθως πολύ πιο σταθερή απ’ ό,τι νομίζουμε, αλλά η σταθερότητα αυτή έχει και χαρακτηριστικά στασιμότητας. Παρά τις όποιες ανακατατάξεις, τα πράγματα μένουν σε γενικές γραμμές ίδια και αυτό επιδρά ιδιαίτερα αρνητικά στην οικονομία και στην κοινωνία, που χρειάζονται σημαντικές μεταρρυθμίσεις και ένα νέο ξεκίνημα.

Δύο πρώην πρωθυπουργοί, ο Ρέντσι και ο Μπερλουσκόνι, κινούνται με ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο τρόπο, στη βάση μιας προσωπικής στρατηγικής.

Ο Ρέντσι διετέλεσε πρωθυπουργός και ηγέτης του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος, το οποίο αποτελεί τη μεγάλη φιλοευρωπαϊκή δύναμη πολιτικής σταθερότητας. Σήμερα είναι ηγέτης του μικρού κόμματος Italia Viva, το οποίο στις δημοσκοπήσεις καταγράφει ποσοστό της τάξης του 3%.

Ο Ρέντσι θεωρεί ότι η κυβέρνηση Κόντε δεν προετοιμάζεται σωστά για τη διαχείριση των 210 δισ. ευρώ που διεκδικεί η Ιταλία από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και υποστηρίζει την προσφυγή του ιταλικού Δημοσίου στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) για τη σύναψη δανείου της τάξης του 2% του ΑΕΠ για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας.

Η διαμάχη του Ρέντσι με την κυβέρνηση έχει εξελιχθεί σε προσωπική αντιπαλότητα Ρέντσι-Κόντε. Ο τελευταίος είναι ένας ικανός δικηγόρος ο οποίος επελέγη από το Κίνημα Πέντε Αστέρων για την πρωθυπουργία, όταν το τελευταίο ήταν η μεγάλη πολιτική δύναμη στον κυβερνητικό συνασπισμό με τη Λέγκα του Βορρά.

Ο ηγέτης της Λέγκας του Βορρά, Σαλβίνι, προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης συνασπισμού, επιδιώκοντας την απομάκρυνση του Κόντε και τον πλήρη έλεγχό της. Αντί γι’ αυτό είχαμε την παραμονή του Κόντε στην πρωθυπουργία με διαφορετικό κυβερνητικό συνασπισμό, με το Δημοκρατικό Κόμμα να παίρνει τη θέση της Λέγκας.

Από κει που είχαμε στην εξουσία ένα λαϊκίστικο σχήμα που δεν μπορούσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Βρυξελλών, περάσαμε σε ένα σχήμα στο οποίο κυριαρχούν ο Κόντε και το φιλοευρωπαϊκό κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα.

Η σχετική σταθερότητα και το φιλοευρωπαϊκό προφίλ του Κόντε και κυρίως του υπουργού Οικονομικών Γκουαλτιέρι, ο οποίος προέρχεται από το Δημοκρατικό Κόμμα, εξηγούν σε μεγάλο βαθμό την ηρεμία που επικρατεί στις διεθνείς αγορές και στην Ευρωζώνη και τη θεαματική πτώση του κόστους δανεισμού του ιταλικού Δημοσίου.

Ο Ρέντσι καταγγέλλει τον Κόντε για καιροσκοπισμό, εμφανίζοντάς τον έτοιμο να δεχτεί οποιονδήποτε κυβερνητικό συνασπισμό και οποιαδήποτε κυβερνητική πολιτική, αρκεί να παραμείνει στην πρωθυπουργία.

Ο άλλος πρώην πρωθυπουργός που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την αναταραχή που προκαλεί ο Ρέντσι είναι ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Το κόμμα του, Forza Italia, δεν είναι ισχυρό όπως κατά το παρελθόν και καταγράφει στις δημοσκοπήσεις ποσοστά της τάξης του 8%. Οι δυνάμεις αυτές όμως αρκούν για να αλλάξουν τον συσχετισμό δυνάμεων σε περίπτωση εκλογών, υπέρ ενός συνασπισμού ακροδεξιών και κεντροδεξιών δυνάμεων.

Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, το ποσοστό της Λέγκας έχει υποχωρήσει στο 24% από το μέγιστο 35% που είχε φτάσει όταν ο Σαλβίνι επεδίωκε την πολιτική κυριαρχία. Το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα είναι σταθεροποιημένο γύρω στο 20%. Το σκληρό δεξιό έως ακροδεξιό κόμμα Αδέλφια της Ιταλίας αξιοποιεί την κάμψη της Λέγκας και έχει ανέβει στο 16%. Το άλλοτε πανίσχυρο Κίνημα Πέντε Αστέρων έχει υποχωρήσει στο 15%, πληρώνοντας τη στροφή του υπέρ της μετριοπάθειας και της Ευρώπης. Υπάρχουν κι άλλα, μικρότερα κόμματα, όπως το κόμμα του Ρέντσι, που καταγράφει 3%, αλλά τη διαφορά στον συσχετισμό δυνάμεων μπορεί να κάνει η Forza Italia του Μπερλουσκόνι.

Το κόμμα του Μπερλουσκόνι συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) που εκφράζει την ευρωπαϊκή κεντροδεξιά. Ταυτόχρονα, όμως, ρίχνει γέφυρες στη Λέγκα και στα Αδέλφια της Ιταλίας με προοπτική δημιουργίας τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού και την προώθηση του Μπερλουσκόνι στην Προεδρία της Δημοκρατίας.

Πρόκειται για ένα εφιαλτικό για τις Βρυξέλλες σενάριο. Ο Μπερλουσκόνι, ο οποίος θεωρείται λαϊκιστής από τις περισσότερες κυβερνήσεις της Ε.Ε., θα βρεθεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας και ο Σαλβίνι, ορκισμένος αντίπαλος της Ε.Ε., θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην κυβέρνηση συνασπισμού.

Δεν είναι δύσκολο να προβλέψουμε ότι η πραγματοποίηση αυτού του σεναρίου θα προκαλούσε κρίση εμπιστοσύνης σε βάρος της Ιταλίας, εκτόξευση του κόστους δανεισμού του ιταλικού Δημοσίου, κρίση στην Ευρωζώνη και αποσταθεροποίηση της ευάλωτης ελληνικής οικονομίας.

Το σενάριο που περιγράφουμε δεν είναι το βασικό, είναι όμως ένα από τα σενάρια με αρκετές πιθανότητες πραγματοποίησης.

Υπερχρέωση του Νότου

Την Ελλάδα και την Ιταλία ενώνει και το υπέρογκο δημόσιο χρέος. Η κρίση της πανδημίας προκαλεί μεγάλη αύξηση του χρέους στην Ευρωζώνη και στην Ε.Ε. των «27», με τη μεγαλύτερη αύξηση να αναλογεί στις χώρες του λεγόμενου «Νότου».

Μέσα σε έναν χρόνο, από το γ΄ τρίμηνο του 2019 μέχρι το γ΄ τρίμηνο του 2020, το δημόσιο χρέος στην Ε.Ε. των «27» αυξήθηκε από 79,2% του ΑΕΠ σε 89,8% του ΑΕΠ, ενώ στην Ευρωζώνη αυξήθηκε από 85,8% του ΑΕΠ σε 97,3% του ΑΕΠ.

Η αύξηση του χρέους οφείλεται στη μεγάλη αύξηση των δημοσίων δαπανών για να υποστηριχθεί η οικονομία, στη μείωση των φορολογικών εσόδων εξαιτίας της ύφεσης που συνδέεται με την πανδημία και στη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ που οδηγεί σε αύξηση του χρέους ως ποσοστού επί του ΑΕΠ.

Τη μεγαλύτερη ζημιά υφίστανται οι λεγόμενες «χώρες του Νότου», στις οποίες το δημόσιο χρέος αυξάνεται με μεγαλύτερο ρυθμό απ’ ό,τι στο σύνολο της Ευρωζώνης και της Ε.Ε. των «27».

Έτσι, στην Ελλάδα το δημόσιο χρέος αυξήθηκε μεταξύ του γ΄ τριμήνου του 2019 και του γ΄ τριμήνου του 2020 πάνω από 17 μονάδες, από 182,6% του ΑΕΠ σε 199,9% του ΑΕΠ.

Θεαματική ήταν και η αύξηση του ιταλικού δημόσιου χρέους από 136,8% του ΑΕΠ σε 154,2% του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος της Πορτογαλίας αυξήθηκε από 119,6% του ΑΕΠ σε 130,8% του ΑΕΠ, της Κύπρου από 96,3% σε 119,5% του ΑΕΠ, της Γαλλίας από 100,1% σε 116,5% του ΑΕΠ και της Ισπανίας από 97,5% σε 114,1% του ΑΕΠ.

Τέλος, το Βέλγιο είναι η έβδομη χώρα της Ε.Ε. με χρέος που ξεπερνά το όριο του 100% του ΑΕΠ, εφόσον το δημόσιο χρέος αυξήθηκε από 101,6% του ΑΕΠ σε 113,2% του ΑΕΠ.

Η πανδημία δημιούργησε μια δυναμική νέας υπερχρέωσης, η οποία εκδηλώνεται με εντυπωσιακό τρόπο στις λεγόμενες «χώρες του Νότου».

Πρωταθλητές της υπερχρέωσης είναι η Ελλάδα –της οποίας το χρέος κινείται ήδη πάνω από το 206% του ΑΕΠ– και η Ιταλία. Η νέα μεγάλη αύξηση του δημόσιου χρέους κάνει ευάλωτα τα κράτη αυτά στις πιέσεις άλλων κρατών της Ευρωζώνης με καλύτερα δημόσια οικονομικά και ισχυρότερη δέσμευση υπέρ των κανόνων της ΟΝΕ που προβλέπουν δημόσιο χρέος της τάξης του 60% του ΑΕΠ.

Στη διάρκεια του δωδεκαμήνου που εξετάζουμε, το δημόσιο χρέος της Γερμανίας αυξήθηκε από 61% του ΑΕΠ σε 70% του ΑΕΠ και της «φειδωλής» Ολλανδίας από 49,3% σε 55,2% του ΑΕΠ.

Οι χώρες αυτές αναμένεται να ζητήσουν από τα τέλη του 2021 την επιστροφή σε μια λιγότερο χαλαρή δημοσιονομική διαχείριση, προκειμένου να μειωθεί σταδιακά και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ. Θα χρειαστούμε μια αρκετά μεγάλη περίοδο μετά Covid-19 δημοσιονομικής προσαρμογής σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας και σχετικής ηρεμίας.

Διαρθρωτικά προβλήματα

Όπως είχε προβλέψει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην εαρινή έκθεση του 2020, η Ελλάδα επιβαρύνεται περισσότερο από τις άλλες χώρες εξαιτίας της πανδημίας.

Η μεγάλη εξάρτησή της από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες, το υπέρογκο δημόσιο χρέος και τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας της συνδυάζονται για να δώσουν ένα ιδιαίτερα αρνητικό αποτέλεσμα. Στην έκθεσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεπε πτώση του ελληνικού ΑΕΠ το 2020 της τάξης του 10%, τη μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης.

Οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποδείχθηκαν εξαιρετικά ακριβείς. Επιπλέον, η ελληνική οικονομία άρχισε να παρουσιάζει δυσλειτουργίες που παραπέμπουν σε όσα προηγήθηκαν της περασμένης οικονομικής κρίσης.

Η αύξηση των δημοσίων δαπανών προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της πανδημίας και η ταυτόχρονη μείωση των φορολογικών εσόδων οδήγησαν στο ανησυχητικό πέρασμα από τα πλεονάσματα των τελευταίων χρόνων στα μεγάλα ελλείμματα της προ κρίσης περιόδου. Σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, το 2020 είχαμε πρωτογενές έλλειμμα άνω των 18 δισ. ευρώ σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης και έλλειμμα γενικής κυβέρνησης ύψους 22,8 δισ. ευρώ.

Την κακή εικόνα συμπλήρωσαν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της τάξης των 10,5 δισ. ευρώ για το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2020.

Στο ισοζύγιο αγαθών το έλλειμμα περιορίστηκε στα 17 δισ. ευρώ, από 21,2 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο του 2019. Κατέρρευσε όμως λόγω της κρίσης στον τουρισμό το ισοζύγιο υπηρεσιών, το οποίο έκλεισε στο ενδεκάμηνο με πλεόνασμα 7 δισ. ευρώ έναντι πλεονάσματος 20,6 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο του 2019.

Οι εξαγωγές προϊόντων χωρίς καύσιμα και πλοία μειώθηκαν από 21,3 δισ. ευρώ σε 20,6 δισ. ευρώ, επίδοση που δείχνει την αντοχή ορισμένων εξωστρεφών κλάδων της βιομηχανίας. Η αντοχή, όμως, δεν αρκεί. Το ζητούμενο είναι η «απογείωση» των ελληνικών εξαγωγών, για να ελεγχθούν η ανεργία και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Προς το παρόν, η ελληνική οικονομία αρχίζει να πιέζεται ξανά από τα λεγόμενα «δίδυμα ελλείμματα». Το δημοσιονομικό έλλειμμα επανήλθε δριμύτερο και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μεγαλώνει ανησυχητικά.

Έχουμε μπροστά μας μια περίοδο αναγκαστικής προσαρμογής, η οποία θα ξεκινήσει πιθανότατα στα τέλη του 2021 - αρχές 2022, μόλις κριθεί –σε επίπεδο Ευρωζώνης– ότι αφήσαμε οριστικά πίσω μας την πανδημία.

Η πολιτική διάσταση

Στα ζητήματα αναγκαστικής προσαρμογής παίζει πάντα μεγάλο ρόλο η πολιτική διάσταση. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ιδιαίτερα αξιόπιστη και η Ελλάδα έχει μια εικόνα πολιτικής σταθερότητας εξαιτίας της κυριαρχίας Μητσοτάκη και ΝΔ.

Επομένως, μπορούμε να περιμένουμε την ευνοϊκή μεταχείριση του ελληνικού Δημοσίου από τις διεθνείς αγορές, ιδιαίτερα αν το οικονομικό επιτελείο στείλει τα σωστά μηνύματα στο ξεκίνημα της προσαρμογής.

Το πολιτικό ρίσκο είναι, ευτυχώς, μειωμένο στη χώρα μας, αλλά αυτό δεν ισχύει για το σύνολο της Ευρωζώνης. Τους επόμενους μήνες έχουμε βουλευτικές εκλογές στην Ολλανδία, από τις οποίες θα κριθούν οι εξελίξεις στη «φειδωλή» χώρα και οι διαθέσεις της κυβέρνησής της έναντι του Νότου. Έχουμε επίσης κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση στην Καταλονία, από το αποτέλεσμα της οποίας θα επηρεαστούν οι πολιτικές εξελίξεις στο σύνολο της Ισπανίας.

Τον Σεπτέμβριο έχουμε κρίσιμες βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία με ταυτόχρονο ξεκίνημα της μετά Μέρκελ περιόδου. Θα έχουν προηγηθεί οι περιφερειακές εκλογές στη Γαλλία, που θεωρούνται ένα είδος τεστ πριν από τις προεδρικές εκλογές του Μαΐου 2022.

Έχουμε μπροστά μας σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις που ενισχύουν το στοιχείο του πολιτικού ρίσκου. Είναι φανερό ότι δεν θα θέλαμε στην Ολλανδία μια κυβέρνηση συνασπισμού που θα ήταν υπερβολικά «φειδωλή» έναντι του Νότου και δεν θα διευκόλυνε τη δύσκολη προσαρμογή που έχουμε μπροστά μας. Έχουμε συμφέρον η μετά Μέρκελ περίοδος της Γερμανίας να στηρίζεται, στο μέτρο του δυνατού, στην ευρύτητα πνεύματος και στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Είναι επίσης φανερό ότι η ελληνική οικονομία δεν θα άντεχε τις συνέπειες ενδεχόμενης επικράτησης της Λεπέν στις προεδρικές εκλογές της Γαλλίας. Μια αντιευρωπαϊκή επιλογή των Γάλλων θα προκαλούσε ανυπέρβλητα προβλήματα στην Ευρωζώνη και ειδικά στην Ελλάδα.

Υπάρχει μεγάλο ευρωπαϊκό πολιτικό ρίσκο στη διαχείριση της ελληνικής οικονομίας. Το γεγονός ότι οι βουλευτικές εκλογές στην Ιταλία είναι προγραμματισμένες για το 2023 διευκολύνει, θεωρητικά, τον σχεδιασμό μας. Στην πράξη, όμως, βρίσκεται σε εξέλιξη μια νέα πολιτική αποσταθεροποίησης στην Ιταλία, η οποία μπορεί να έχει ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες για την Ευρωζώνη και την Ελλάδα.

Έστω και την τελευταία στιγμή πρέπει να προωθηθούν σενάρια που ενισχύουν τη σταθερότητα στην Ιταλία. Το καλύτερο από αυτά θα ήταν η διεύρυνση του κυβερνητικού συνασπισμού με πρωθυπουργό τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μάριο Ντράγκι. Οι πολιτικές δυνάμεις, όμως, διστάζουν να δεχτούν στην πρωθυπουργία μια τόσο ισχυρή προσωπικότητα, ενώ ο ίδιος ο Ντράγκι δεν φαίνεται διατεθειμένος να ακολουθήσει τη μοίρα άλλων σημαντικών τεχνοκρατών, όπως ο Μάριο Μόντι, οι οποίοι προωθήθηκαν στην πρωθυπουργία για να αδειαστούν στη συνέχεια από τα πολιτικά κόμματα.

Ένα άλλο σχετικά καλό σενάριο είναι να δώσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ματαρέλα, το πράσινο φως στην κυβέρνηση Κόντε να συνεχίσει την προσπάθεια παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτει σταθερή πλειοψηφία στη Γερουσία και θα πρέπει να διαπραγματεύεται συνεχώς τις αποφάσεις και τα νομοσχέδιά της.

Η ιταλική αστάθεια αναδεικνύει το ελληνικό συγκριτικό πλεονέκτημα, που είναι η πολιτική σταθερότητα αυτή την τετραετία. Η ύπαρξη μονοκομματικής κυβέρνησης με σταθερή και άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία διευκολύνει γρήγορους και αποτελεσματικούς χειρισμούς στη διαχείριση της κρίσης και στην αντιμετώπιση των συνεπειών της.

Η Ελλάδα έχει πληρώσει ακριβά την πολιτική αστάθεια προηγούμενων χρόνων και τα πολιτικά πειράματα που ακολούθησαν την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα των εκλογών και των δημοσκοπήσεων, οι δοκιμασίες και οι περιπέτειες έφεραν ένα είδος ωρίμανσης, με την ελληνική κοινή γνώμη να κινείται κοντά στο πολιτικό κέντρο και να απεχθάνεται πολιτικές αναταράξεις και καταδικασμένα σε αποτυχία πειράματα.

Θα είναι κρίμα να υποστούμε αυτό που είμαστε αποφασισμένοι να αποφύγουμε στην Ελλάδα μέσω Ιταλίας.