Το Brexit των εκπλήξεων - Free Sunday
Το Brexit των εκπλήξεων
Το μόνο βέβαιο είναι ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ε.Ε. βγήκαν χαμένοι.

Το Brexit των εκπλήξεων

Η περίοδος που ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου 2021 με την εφαρμογή της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. είναι γεμάτη εκπλήξεις. Οι αρχικοί υπολογισμοί για τα κέρδη και τις ζημιές έχουν ξεπεραστεί με τη βοήθεια και της πανδημίας, ενώ διάφοροι πολιτικοί παράγοντες αλλάζουν την εικόνα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι δικαιώθηκε ο Μισέλ Μπαρνιέ, ο επικεφαλής διαπραγματευτής της Ε.Ε. για το Brexit, ο οποίος προειδοποιούσε σε κάθε ευκαιρία ότι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. θα είχε μόνο χαμένους.

Χωλαίνει η «παγκόσμια Βρετανία»

Η πρώτη δυσάρεστη έκπληξη έχει να κάνει με τη μεγάλη μείωση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ε.Ε. των «27». Ιδιαίτερα οι εξαγωγές του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση.

Υποτίθεται ότι ο Τζόνσον απέφυγε την τελευταία στιγμή το σκληρό Brexit –την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. χωρίς συμφωνία συνεργασίας– για να μην υπάρξει επιβολή δασμών στα βρετανικά προϊόντα. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν εκτιμήθηκε σωστά η σημασία των μη δασμολογικών εμποδίων, ιδιαίτερα οι έλεγχοι και οι γραφειοκρατικές διαδικασίες, που δημιουργούν σοβαρά προβλήματα, κυρίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου.

Τα στοιχεία είναι εφιαλτικά, εφόσον τον Ιανουάριο του 2021 οι βρετανικές εξαγωγές προς την Ε.Ε. των «27» μειώθηκαν κατά 38% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020. Οι εισαγωγές του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. των «27» υποχώρησαν κατά 16%.

Αν συγκρίνουμε τα στοιχεία του Ιανουαρίου 2021 με τα στοιχεία του Δεκεμβρίου 2020, η πτώση των βρετανικών εξαγωγών ήταν 41% και η πτώση των εισαγωγών από την Ε.Ε. των «27» ήταν 29%.

Είναι πολύ νωρίς για να βγάλουμε οριστικά συμπεράσματα, γιατί οι εμπορικές συναλλαγές επηρεάζονται μεταξύ των άλλων και από την πανδημία.

Μπορούμε όμως να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις για τη δυναμική που μπορεί να αναπτυχθεί.

Πρώτον, η πτώση στις βρετανικές εξαγωγές είναι μεγαλύτερη από την πτώση στις βρετανικές εισαγωγές, γιατί η Ε.Ε. εφαρμόζει από 1ης Ιανουαρίου 2021 όλους τους ελέγχους και τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, ενώ η κυβέρνηση Τζόνσον έχει παραχωρήσει στους Βρετανούς εισαγωγείς μία μεταβατική περίοδο, στη διάρκεια της οποίας δεν υποχρεούνται να εφαρμόσουν όλους τους ελέγχους και τις γραφειοκρατικές διαδικασίες. Αποφάσισε μάλιστα την παράτασή της μέχρι το φθινόπωρο του 2021, για να γίνει η προσαρμογή με λιγότερες δυσκολίες.

Δεύτερον, τη μεγάλη εμπορική ζημιά το Ηνωμένο Βασίλειο την παθαίνει σε σχέση με την Ε.Ε. των «27». Οι βρετανικές εξαγωγές στον υπόλοιπο, εκτός Ε.Ε., κόσμο μειώθηκαν τον Ιανουάριο του 2021 μόλις 7,5% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020 και οι εισαγωγές μειώθηκαν 9,3%.

Τρίτον, η μεγαλύτερη πτώση που καταγράφεται, αν συγκρίνουμε τα στοιχεία του Ιανουαρίου 2021 με τα στοιχεία του Δεκεμβρίου 2020, μπορεί να οφείλεται και στην αύξηση των αποθεμάτων των εμπορευμάτων, στα τέλη του προηγούμενου χρόνου, ενόψει εφαρμογής του Brexit.

Δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια η εμπορική ζημιά. Είναι φανερό όμως ότι το Brexit δημιούργησε προβλήματα στις εξαγωγικές βρετανικές επιχειρήσεις στη μεγαλύτερη αγορά τους.

Προβλήματα για το City

Η δεύτερη δυσάρεστη έκπληξη έχει να κάνει με τον περιορισμό του κύκλου εργασιών του City του Λονδίνου σε όφελος άλλων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών κέντρων. Το City θεωρούνταν απόλυτα κυρίαρχο πριν από το Brexit, εφόσον είχε αναδειχθεί στο σημαντικότερο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό κέντρο.

Αμέσως μετά το Brexit ενισχύθηκε η τάση «μετανάστευσης» ενός μέρους του κύκλου εργασιών του σε Άμστερνταμ, Παρίσι, Φρανκφούρτη και Δουβλίνο.

Για παράδειγμα, τον Ιανουάριο ο όγκος αγοραπωλησιών μετοχών στο Άμστερνταμ υπερ-τετραπλασιάστηκε σε ημερήσια βάση, στα 9,2 δισ. δολάρια, σε σχέση με τον Δεκέμβριο του 2020. Αντίθετα, οι ημερήσιες συναλλαγές μετοχών στο Λονδίνο έπεσαν από τα 14,6 δισ. δολάρια στα 8,6 δισ. δολάρια.

Ένα άλλο παράδειγμα αφορά τις συναλλαγές swap επιτοκίων σε ευρώ, όπου τον Ιούλιο του 2020 η αγορά του Λονδίνου είχε μερίδιο 40% της συνολικής αγοράς, ενώ τον Ιανουάριο του 2021 το ποσοστό κατέρρευσε στο 10%.

Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, μετά το δημοψήφισμα υπέρ του Brexit τον Ιούνιο του 2016 τα διάφορα funds και οι εταιρείες χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών μετέφεραν σταδιακά περιουσιακά στοιχεία 1,6 τρισ. δολαρίων και 7.500 θέσεις εργασίας από το City σε άλλα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά κέντρα.

Οι απώλειες δεν είναι σημαντικές σε σχέση με τα συνολικά μεγέθη του City, γι’ αυτό παραμένει με διαφορά το σημαντικότερο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό κέντρο. Δημιουργείται όμως μια δυναμική σε βάρος του.

Πολλά θα εξαρτηθούν από την τελική συμφωνία Ε.Ε. και Ηνωμένου Βασιλείου για «μνημόνιο αμοιβαίας κατανόησης» για σταθερή και μακρόχρονη συνεργασία στον χρηματοοικονομικό κλάδο.

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, οι Βρυξέλλες δεν θα δώσουν ποτέ απόλυτη ισοδυναμία (equivalence) στον βρετανικό χρηματοοικονομικό κλάδο, ώστε να θεωρούνται οι εταιρείες που λειτουργούν με βάση το City το ίδιο αξιόπιστες με τις ευρωπαϊκές και να μπορούν να λειτουργούν ελεύθερα στο σύνολο της Ε.Ε.

Η Ιρλανδή επίτροπος Χρηματοοικονομικών Υποθέσεων, Μακ Γκίνες, δήλωσε ότι θα υπάρξει σύγκλιση μεταξύ των δύο πλευρών. Προειδοποίησε όμως ότι «δεν θα δημιουργήσουμε εκ νέου τις συνθήκες της ενιαίας αγοράς για τη Βρετανία, διότι η Βρετανία επέλεξε να αποχωρήσει».

Αποδεικνύεται ότι η «παγκόσμια Βρετανία» που περιέγραφε ο Τζόνσον για να δημιουργήσει δυναμική υπέρ του Brexit δεν υπάρχει. Η βρετανική οικονομία έχει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα. Είναι βέβαιο όμως ότι δεν μπορεί να παίξει παγκόσμιο ρόλο, ούτε πρόκειται να «απογειωθεί» τώρα, που έχει απαλλαγεί από αυτό που οι υποστηρικτές του Brexit παρουσίαζαν ως γραφειοκρατία των Βρυξελλών και ένα ασφυκτικό κανονιστικό πλαίσιο.

Η βρετανική οικονομία έχει από τις χειρότερες επιδόσεις μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών οικονομιών στη διάρκεια της πανδημίας και ο Τζόνσον μαζί με τον υπουργό Οικονομικών, Σούνακ, έχουν σπάσει ρεκόρ στις δημόσιες δαπάνες, στον κρατικό παρεμβατισμό, ενώ κάνουν ακόμη και κρατικοποιήσεις, σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τα χειρότερα.

Για να αντιμετωπίσουν την πτωτική τάση των επενδύσεων θα εφαρμόσουν ένα σχέδιο σύμφωνα με το οποίο οι επιχειρήσεις θα μπορούν να αφαιρούν το 130% της αξίας των νέων πάγιων επενδύσεών τους από το φορολογητέο εισόδημά τους για μία διετία, ξεκινώντας από τον Απρίλιο του 2021.

Στη συνέχεια όμως θα αυξηθεί ο συντελεστής φορολόγησης των εταιρειών από το 19%, που ισχύει σήμερα, στο 25%, για να περιοριστεί το δημοσιονομικό έλλειμμα. Οι περισσότεροι αναλυτές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ανακοίνωση της μελλοντικής αύξησης της φορολογίας μπορεί να μη δεσμεύει τη Συντηρητική κυβέρνηση, τουλάχιστον πριν από τις εκλογές του 2024.

Ανύπαρκτα τα κέρδη

Ο Τζόνσον είναι εκτεθειμένος έναντι των Βρετανών και σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση και τη λειτουργία του ΕΣΥ. Μαζί με τον Φάρατζ επιχειρηματολόγησαν υπέρ του Brexit με το σκεπτικό ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα εξοικονομούσε τη σημαντική ετήσια καθαρή συνεισφορά του στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, με τα χρήματα να πηγαίνουν στη βελτίωση του ΕΣΥ.

Η Συντηρητική κυβέρνηση, αφού δημιούργησε τόσες προσδοκίες για το ΕΣΥ, έφτασε στο σημείο να προτείνει αύξηση… 1% στους μισθούς των εργαζομένων σε αυτό. Οι χαμηλοί μισθοί του νοσηλευτικού προσωπικού υπολογίζεται ότι έχουν αφήσει γύρω στις 40.000 κενές θέσεις νοσηλευτών στο βρετανικό ΕΣΥ. Απαντώντας στις επικρίσεις για την προτεινόμενη αύξηση του 1%, οι αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες υποστήριξαν ότι δόθηκαν αυξήσεις 12% στους εργαζόμενους στο ΕΣΥ κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριετίας, ενώ οι περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι δεν πήραν καμία αύξηση.

Ανεξάρτητα πάντως από την κυβερνητική επιχειρηματολογία, είναι γεγονός ότι το Brexit δεν εξασφάλισε κάποιον «θησαυρό» για το δοκιμαζόμενο ΕΣΥ.

Σωτηρία μέσω AstraZeneca

Και στο θέμα της αντιμετώπισης της πανδημίας η «παγκόσμια Βρετανία» ήταν μια μεγάλη απογοήτευση μέχρι πριν από λίγους μήνες. Με πληθυσμό 68 εκατομμυρίων, τα θύματα του Covid-19 στο Ηνωμένο Βασίλειο (μέχρι 23 Μαρτίου 2021) ξεπερνούν τις 126.000. Αυτό σημαίνει ότι στο Ηνωμένο Βασίλειο καταγράφονται 1.884 θάνατοι ανά εκατομμύριο κατοίκους, ενώ στην Ελλάδα –παρά τις πρόσφατες αρνητικές εξελίξεις– είμαστε στους 702 θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκους.

Η κυβέρνηση Τζόνσον δεχόταν διπλή πίεση, από την πανδημία και την κατάσταση της οικονομίας, μέχρι που ήρθε σε βοήθειά της το εμβόλιο της AstraZeneca-Οξφόρδης.

Η AstraZeneca είναι μια βρετανο-σουηδική φαρμακοβιομηχανία, η οποία βρέθηκε –λόγω του Brexit– από την πλευρά του Λονδίνου. Αξιοποιώντας το γεγονός ότι η Ε.Ε. καθυστέρησε τη συμφωνία προαγοράς εμβολίων κατά τρεις μήνες για να εξασφαλίσει κοινή ευρωπαϊκή προμήθεια εμβολίων, ικανοποίησε πρώτα τις ανάγκες του Ηνωμένου Βασιλείου, ακόμη και με την παραγωγή εργοστασίων της που βρίσκονται σε χώρες της Ε.Ε.

Αρχικά η AstraZeneca είχε υποσχεθεί στην Ε.Ε. 120 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων το α΄ τρίμηνο του 2021 και το πιθανότερο είναι ότι θα παραδώσει μόλις 30 εκατομμύρια. Η ασυνέπεια της AstraZeneca θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην Ε.Ε. και στο β΄ τρίμηνο, εφόσον η αρχική δέσμευση για 180 εκατομμύρια δόσεις περιορίστηκε σε 70 εκατομμύρια δόσεις.

Η προτίμηση που έδειξε η AstraZeneca στην κάλυψη των αναγκών του Ηνωμένου Βασιλείου επέτρεψε στην κυβέρνηση Τζόνσον να οργανώσει με γρήγορο ρυθμό το πρόγραμμα εμβολιασμού και να ενισχύσει έτσι την αξιοπιστία της έναντι της βρετανικής κοινής γνώμης. Ήδη το 50% των Βρετανών έχει εμβολιαστεί με την πρώτη δόση και οι ημερήσιοι θάνατοι, που πριν από λίγους μήνες ξεπερνούσαν τους 1.000, έχουν περιοριστεί σε λίγες δεκάδες.

Όπως θα περίμενε κανείς, ο Τζόνσον και οι συνεργάτες του αξιοποίησαν τη στενή συνεργασία με την AstraZeneca και τη μεγάλη επιτυχία του εμβολιαστικού προγράμματος σαν ένα είδος δικαίωσης του Brexit. Υποστήριξαν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο προχώρησε έγκαιρα στον εμβολιασμό, απαλλαγμένο από τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και τις πολιτικές ισορροπίες των Βρυξελλών. Το γεγονός ότι η Γερμανία, η οικονομικά ισχυρότερη χώρα της Ε.Ε., έχει ένα από τα χειρότερα εμβολιαστικά προγράμματα, το οποίο καλύπτει 7%-8% του πληθυσμού, όταν το Ηνωμένο Βασίλειο έχει φτάσει στο 50%, ενίσχυσε την επιχειρηματολογία των υποστηρικτών του Brexit.

Τα βρετανικά ταμπλόιντ, πάντα δυναμικά υπέρ του Brexit, άφησαν σε δεύτερη μοίρα τα οικονομικά προβλήματα που συνδέονται με το Brexit και την κριτική για τα λάθη στην αντιμετώπιση της πανδημίας, για να προβάλουν τη μεγάλη επιτυχία του εμβολιαστικού προγράμματος. Χρησιμοποίησαν και την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να θέσει περιορισμούς στις εξαγωγές εμβολίων από επιχειρήσεις που δεν είναι συνεπείς στις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις τους, για να συντηρήσουν το αντιευρωπαϊκό κλίμα στη βρετανική κοινή γνώμη.

Κίνδυνος για την ενότητα

Το Brexit δημιούργησε σοβαρό κίνδυνο για την ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου. Στη Σκωτία και στη Βόρεια Ιρλανδία η πλειοψηφία τάχθηκε υπέρ της παραμονής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε.

Το Ηνωμένο Βασίλειο δέχτηκε μεγάλη πίεση από τους «27» για να αποτραπεί η επανεμφάνιση συνόρων μεταξύ Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και Βόρειας Ιρλανδίας και να προστατευτεί έτσι η ιστορική συμφωνία ειρήνευσης μεταξύ καθολικών και προτεσταντών στη Βόρεια Ιρλανδία. Ο Τζόνσον υποχρεώθηκε να δεχτεί και ρυθμίσεις που προστατεύουν την ενότητα της κοινής αγοράς της Ε.Ε., δημιουργώντας οικονομικές δυσλειτουργίες μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και του υπόλοιπου Ηνωμένου Βασιλείου.

Με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Μπάιντεν, να είναι ιρλανδικής καταγωγής, ο Τζόνσον διαπίστωσε τα όρια της υποτιθέμενης ειδικής σχέσης Ηνωμένου Βασιλείου - ΗΠΑ που θα δημιουργούσε νέα οικονομική δυναμική μετά το Brexit.

Οι Ιρλανδοί έδειξαν ότι έχουν μεγάλη επιρροή στις αποφάσεις της Ε.Ε., η οποία τους στήριξε δυναμικά στη διαδικασία του Brexit. Επιπλέον, ο ιρλανδικής καταγωγής Μπάιντεν ήταν πάντα υπέρ της συμμετοχής του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. και δεν θα ξεχάσει εύκολα τη στενή πολιτική συνεργασία του Βρετανού πρωθυπουργού Τζόνσον με τον πρόεδρο Τραμπ.

Μεσομακροπρόθεσμα το Brexit δημιουργεί ένα στοιχείο αβεβαιότητας σε ό,τι αφορά την κυριαρχία των «ενωτικών» στη Βόρεια Ιρλανδία.

Πιο άμεσα είναι τα προβλήματα σε ό,τι αφορά τον ρόλο της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι Σκωτσέζοι εθνικιστές κυριαρχούν πολιτικά και ελέγχουν την κυβέρνηση της Σκωτίας. Αναμένεται να επικρατήσουν και στις εκλογές του Μαΐου. Επιδίωξή τους είναι να έχουν απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, για να ζητήσουν στη συνέχεια από το Λονδίνο τη διενέργεια νέου δημοψηφίσματος, για να αποσχιστεί η Σκωτία από το Ηνωμένο Βασίλειο και να επιστρέψει στην Ε.Ε. ως ανεξάρτητο κράτος.

Το προηγούμενο δημοψήφισμα είχε εγκρίνει την παραμονή της Σκωτίας στο Ηνωμένο Βασίλειο με ποσοστό 55%. Το Brexit, σε συνδυασμό με τα προβλήματα της πανδημίας και της οικονομίας, αντέστρεψε για ένα διάστημα αυτό το ποσοστό, με τις δημοσκοπήσεις να δείχνουν στη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του 2020 τους Σκωτσέζους να επιθυμούν σε ποσοστό 55% να αποχωρήσουν από το Ηνωμένο Βασίλειο.

Στη συνέχεια όμως προέκυψε σκληρή σύγκρουση μεταξύ του πρώην ηγέτη των Σκωτσέζων εθνικιστών και πρωθυπουργού της Σκωτίας, Άλεξ Σάλμοντ, και της αντικαταστάτριάς του στην ηγεσία και σημερινής πρωθυπουργού, Νίκολα Στέρτζον.

Το 2018 ξέσπασε σκάνδαλο σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης σε βάρος του πρώην πρωθυπουργού Σάλμοντ. Καταγγέλθηκε από εννέα γυναίκες που συνεργάστηκαν μαζί του ότι είχε επιθετική συμπεριφορά απέναντί τους.

Αν και τεκμηριώθηκε ότι ο Σάλμοντ είχε τουλάχιστον απρεπή συμπεριφορά, οι κατηγορίες σε βάρος του κατέπεσαν στο δικαστήριο όπου προσέφυγε. Μετά την αθώωσή του στράφηκε εναντίον της Στέρτζον, κατηγορώντας την ότι μαζί με τον σύζυγό της, που είναι ισχυρός παράγοντας του κόμματος, μεθόδευσαν την πολιτική και ηθική απαξίωσή του για να έχουν τον απόλυτο έλεγχο.

Εκτός από τη σύγκρουση ηγετικών προσωπικοτήτων του σκωτσέζικου Εθνικιστικού Κόμματος, έχουμε και μια μάχη επιρροής για την πολιτική έναντι του Λονδίνου, με τον Σάλμοντ να εκφράζει τους «σκληρούς» και τη Στέρτζον να ακολουθεί μια πιο ευέλικτη πολιτική στη διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας.

Η διαμάχη αυτή επηρεάζει αρνητικά τη δημοτικότητα της Στέρτζον και μπορεί να της στερήσει τη θριαμβευτική εκλογική νίκη που χρειάζεται για να απαιτήσει από το Λονδίνο τη διενέργεια νέου δημοψηφίσματος.

Η ρήξη Σάλμοντ-Στέρτζον είναι καλά νέα για τον Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος είδε για ένα διάστημα τη βασική επιλογή του, το Brexit, να ενισχύει τους Σκωτσέζους εθνικιστές.

Αρνητική εικόνα

Το Brexit δεν ενίσχυσε τη διεθνή εικόνα της «παγκόσμιας Βρετανίας». Αντίθετα, ανέδειξε αδυναμίες του βρετανικού συστήματος.

Στην Ε.Ε. –και ως έναν βαθμό στις ΗΠΑ– ο Τζόνσον θεωρείται πολιτικά υποβαθμισμένος μετά την εκλογική ήττα του Τραμπ. Οι προσπάθειές του να ενισχύσει τη βρετανική επιρροή, όπως, για παράδειγμα, με τον δαπανηρό εκσυγχρονισμό του πυρηνικού οπλοστασίου της, αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό.

Το Brexit και οι γενικότερες επιλογές του Τζόνσον έχουν περιορίσει την καλή θέληση των πολιτών και των κυβερνήσεων έναντι του Ηνωμένου Βασιλείου σε διάφορα μέρη του κόσμου. Ακόμη και η διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ του πρίγκιπα Χάρι και της Μέγκαν Μαρκλ από τη μια πλευρά και της βασιλικής οικογένειας από την άλλη κοστίζει περισσότερο στη διεθνή εικόνα του Ηνωμένου Βασιλείου εξαιτίας του περιβάλλοντος που δημιούργησε η συνεργασία Τζόνσον-Τραμπ και το Brexit. Δεν είναι τυχαίο ότι η Μισέλ Ομπάμα παρενέβη διακριτικά αλλά αποφασιστικά υπέρ της Μέγκαν Μαρκλ, η οποία κατηγόρησε μέλος της βασιλικής οικογένειας –χωρίς να το κατονομάσει– για ρατσισμό σε βάρος της. Από την πλευρά της, η Χίλαρι Κλίντον επέκρινε τη βασιλική οικογένεια επειδή, κατά την άποψή της, δεν προστάτευσε μια νεαρή γυναίκα που απλώς προσπαθούσε να ζήσει τη ζωή της και υπογράμμισε ότι κατά το παρελθόν είχε υποστεί και η ίδια κακομεταχείριση από τα βρετανικά ταμπλόιντ.

Το Brexit δεν οδηγεί στην «απογείωση» της υποτιθέμενης «παγκόσμιας Βρετανίας», αλλά στη διαπίστωση των πραγματικών δυνατοτήτων της σε έναν εξαιρετικά ανταγωνιστικό και σε περιπτώσεις σκληρό κόσμο.

Η δικαίωση του Μπαρνιέ, ο οποίος είχε προβλέψει ότι τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Ε.Ε. θα έβγαιναν χαμένοι από το Brexit, είναι πλήρης.